Jacques Derrida, “The Ends of Man”, στο Margins of Philosophy (Σικάγο: University of Chicago Press, 1982), σ. 118.
Michel Foucault, The Order of Things: An Archaeology of the Human Sciences (London: Tavistock, 1970), σ. 387. (Ελλ. έκδ., Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Γνώση, 1993, σ. 528.) Βλ. Rosi Braidotti, The Posthuman (Κέμπριτζ: Polity Press, 2013). Για μια κριτική συζήτηση για την έννοια του μετανθρωπισμού, βλ. Francesca Ferrando, “Posthumanism, Transhumanism, Antihumanism, Metahumanism, and New Materialities: Differences and Relations”, Existenz 8, αρ. 2 (φθινόπωρο 2013), σ. 26-32.
Robin MacKay και Armen Avanessian, “Introduction”, στο #Accelerate: The Accelerationist Reader, επιμ. Robin MacKay και Armen Avanessian (Βερολίνο: Merve Verlag, 2014), σ. 6.
Ο μετανθρωπισμός σχετίζεται με την επιτακτική έκκληση του Nietzsche να ανατρέψουμε, ή και να διαρρήξουμε, ολόκληρο το σύστημα αξιών μας, μια έννοια την οποία έχουν συνδιαμορφώσει οι θεωρίες του Foucault. Βλ. Θανάσης Λάγιος, Stirner, Nietzsche, Foucault. Ο θάνατος του Θεού και το τέλος του ανθρώπου, Αθήνα: Futura, 2012. Το τέλος του ανθρώπου (σχεδόν συνώνυμο με τον θάνατο του Θεού) έχει πολύ πρακτικά αποτελέσματα, που έχουν επανειλημμένως περιγραφεί από σύγχρονους διανοητές όπως ο Maurizio Lazzarato: «Η απάντηση του καπιταλισμού στο ερώτημα [τι σημαίνει “αλήθεια” μετά τον θάνατο του Θεού;] είναι η συγκρότηση μιας “αγοράς βίου” όπου οι άνθρωποι αγοράζουν την ύπαρξη που τους ταιριάζει». Maurizio Lazzarato, Signs and Machines: Capitalism and the Production of Subjectivity (Λος Άντζελες: Semiotext(e), 2014), σ. 228.
Michel Foucault, The Birth of Biopolitics: Lectures at the Collège de France, 1978-1979, επιμ. Michel Senellart (Μπάσινγκστοουκ, ΗΒ: Palgrave Macmillan, 2008). (Ελλ. έκδ., Η γέννηση της βιοπολιτικής - Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας [1978-1979], μτφρ: Βασίλης Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρον, 2012). Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Επίκουρο Καθηγητή της Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Διονύση Καββαθά για την απόδοση στα ελληνικά του όρου dispositif και ως «διάταγμα», όρος που υποδηλώνει με σαφήνεια τον κανονιστικό χαρακτήρα του dispositif (Σ.τ.Σ.).
Ο γλωσσολόγος Siegfried Jäger ορίζει τη διάταξη [dispositive], τον όρο που χρησιμοποιεί ο Michel Foucault, ως «αλληλεπίδραση λογοθετικής συμπεριφοράς (ήτοι, ομιλία και σκέψεις που βασίζονται σε μια κοινή δεξαμενή γνώσεων), μη λογοθετικής συμπεριφοράς (ήτοι, πράξεις που βασίζονται στη γνώση) και εκδηλώσεων γνώσης διά μέσου πράξεων ή συμπεριφορών. […] Έτσι, μπορεί κανείς να φανταστεί τις εκάστοτε επιμέρους διατάξεις ως ένα είδος ολικού έργου τέχνης [Gesamtkunstwerk]. Οι συνυφασμένες μεταξύ τους και ενσωματωμένες διατάξεις συναποτελούν τη διάταξη της κοινωνίας». Jäger, “Theoretische und methodische Aspekte einer Kritischen Diskurs- und Dispositivanalyse”. Στο διαδίκτυο: www.dissduisburg.de/Internetbibliothek/Artikel/Aspekte_einer_Kritischen_Diskursanalyse.htm.
Gilles Deleuze, “Postscript on the Societies of Control”, October 59 (χειμώνας 1992), σ. 5.
Franco “Bifo” Berardi, The Soul at Work: From Alienation to Autonomy (Νότια Πασαντίνα, Καλιφόρνια: Semiotext(e), 2009), σ. 24.
Το σημαντικότερο βιβλίο του Baudrillard, με τίτλο Συμβολική Ανταλλαγή και Θάνατος, το οποίο εκδόθηκε λίγο μετά την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό κανόνα, ανοίγει με τη φράση: «Η συμβολική ανταλλαγή δεν είναι πλέον η οργανωτική αρχή της σύγχρονης κοινωνίας». Η βάση όλων των οικονομικών θεωριών, είτε μαρξιστικών είτε νεοφιλελεύθερων, είναι η πίστη στην ύπαρξη της «αναφορικής αξίας [referential value]» όπως αποκαλεί ο Baudrillard τον «εμπορευματικό νόμο της αξίας [commodity law of the value]». Όμως σύμφωνα με την κριτική του Baudrillard, ο κανόνας της γενικής ισοδυναμίας δεν ισχύει πλέον. Η εποχή μας καθορίζεται από τον «δομικό νόμο της αξίας», ο οποίος χαρακτηρίζεται από απροσδιοριστία και αντιστρεψιμότητα. Ο Baudrillard περιέγραψε τη στιγμή κατά την οποία «το πραγματικό πέθανε από το σοκ που προκάλεσε η φανταστική αυτονόμηση της αξίας» και η ανεξαρτητοποίησή της από την κοινωνική, δηλαδή την ανθρώπινη, εργασία. Jean Baudrillard, Symbolic Exchange and Death (Λονδίνο: SAGE, 1993), σ. 6-8. (Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί απόσπασμα με τίτλο «Η συμβολική ανταλλαγή και ο θάνατος», το οποίο περιλαμβάνεται στο: Δήμητρα Μακρυνιώτη, επιμ., Περί θανάτου. Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας, μτφρ: Κώστας Αθανασίου, Κική Καψαμπέλη, Αθήνα: Νήσος, 2008.)
Το γεγονός ότι και ο Antonio Negri επισήμανε το 1971 την αποσύνδεση μεταξύ εργασίας στο πλαίσιο του μετα-φορντιστικού συστήματος και του γενικού νόμου της αξίας καταδεικνύει τη γέννηση της σημειοεξουσίας ως συνθήκης της οικονομίας στη μεταβιομηχανική εποχή. Negri, “Crisis of the Planner State”, στο Books for Burning: Between Civil War and Democracy in 1970s Italy (Λονδίνο: Verso, 2005), σ. 23.
Baudrillard, Symbolic Exchange and Death, σ. 7.
Σύμφωνα με τον Tomáš Sedláček, οι μαθηματικές εξισώσεις, τα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και τα διαγράμματα παράγουν άμεσα δικά τους αντικείμενα έρευνας, κάνοντας έτσι τα οικονομικά «μια επιστήμη περισσότερο για την ίδια την οικονομική επιστήμη παρά για την οικονομία». Από τη χρήση των μαθηματικών ως γλώσσας που περιγράφει τον κόσμο (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα οικονομικά είναι κοινωνική και όχι θετική επιστήμη), η οικονομική επιστήμη και ιδίως ο κλάδος της που στις μέρες μας χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, ήτοι η οικονομετρία, αρχίζουν να χειραγωγούν τον κόσμο και να τον αλλάζουν με τη χρήση μοντέλων μακροοικονομίας δημιουργημένων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η αναλογία αυτή της χειραγώγησης θα ήταν σαν να ήθελε ένας μετεωρολόγος να αλλάξει το κλίμα χρησιμοποιώντας μοντέλα προσομοίωσης καιρού σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο Sedláček προσδιορίζει τα όρια, τα στερεότυπα και τις ψευδείς ιδεολογίες που επικρατούν στην οικονομική επιστήμη των ημερών μας διερευνώντας τις ρίζες αυτού του τρόπου σκέψης σε όλο το εύρος της πολιτιστικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομολόγοι απομακρύνθηκαν από ζητήματα όπως η δεοντολογία και η ηθική τάξη για να γίνουν ένα είδος «σύγχρονων προφητών». Ωστόσο, όπως έχει αποδείξει η κοινωνιολόγος Elena Esposito, οι οικονομολόγοι δεν προβλέπουν πράγματι το μέλλον αλλά μάλλον το (δια)στρέφουν (υπολογίζοντας πιθανότητες) προς ένα συγκεκριμένο σενάριο, μια έκβαση προς όφελος των επενδυτών για λογαριασμό των οποίων δουλεύουν. Η Esposito αναλύει, παραδείγματος χάρη, τη σημειολογία των λεγόμενων «futures» ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, δηλαδή τυποποιημένων συμβολαίων που στοχεύουν στη διευκόλυνση αγοραπωλησίας σε προκαθορισμένη ισοτιμία, κεφαλαιοποιώντας ουσιαστικά μελλοντικές συναλλαγές. Τέτοιου είδους στρατηγικής σημασίας παραλλαγές πιθανών μελλοντικών εκβάσεων, στις οποίες επιδίδονται οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, ήταν κάποτε πεδίο δράσης των προφητών. Οι αγορές είναι οι χρησμοί των ημερών μας. Είναι ακριβώς αυτή η «υπερπραγματικότητα» του καπιταλισμού –ένας όρος που χρησιμοποιεί ο Baudrillard– που γίνεται θανάσιμη όταν «ίπταται» πάνω από την πραγματικότητα, δηλαδή από το παρόν. Sedláček, Economics of Good and Evil: The Quest For Economic Meaning from Gilgamesh to Wall Street (Oxford: Oxford University Press, 2013), σ. 299, 306, 315ˑ Esposito, The Future of Futures: The Time of Money in Financing and Society (Cheltenham, ΗΒ: Edward Elgar, 2011)ˑ Baudrillard, Symbolic Exchange and Death, σ. 41.
Σύμφωνα με την εξήγηση που δίνει ο Berardi, η παρούσα μεταμόρφωση του καπιταλισμού, που ονομάζεται σημειοκαπιταλισμός, «θεωρεί πρωτεύοντα εργαλεία παραγωγής αξίας τον νου, τη γλώσσα και τη δημιουργικότητα. Στη σφαίρα της ψηφιακής παραγωγής, η εκμετάλλευση συνίσταται ουσιαστικά στην εκμετάλλευση της σημειωτικής ροής που παράγεται από τον ανθρώπινο χρόνο εργασίας». Berardi, The Soul at Work, σ. 21-22.
Καθώς η ψυχανάλυση «εντοπίζει το επίκεντρο της αναλυτικής εμπειρίας στο γεγονός ότι κάθε άτομο είναι ένα παιδί», τα καρτεσιανά αφηγήματα περί συνείδησης και ατομικότητας τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το γεγονός αυτό έχει βαθύτατες επιπτώσεις όσον αφορά την ανθρωποκεντρική αντίληψη περί ανθρωπισμού – για την οποία άνθρωπος είναι ο ενήλικος άνθρωπος ως δίπολο γυναίκα/άνδρας [adult wo/man]. Ωστόσο, στην εποχή της παραγωγής πληροφοριών, οι αλλαγές που έχουν υποστεί η εργασία, η εξουσία και η επιθυμία, και από αυτή την άποψη και το μαρξιστικό αφήγημα περί συνείδησης και ατομικότητας, μπορούν να κατανοηθούν και να θεωρητικοποιηθούν μόνο διά μέσου της υιοθέτησης καινοφανών εργαλείων. Για τον λόγο αυτόν ο Baudrillard υποστηρίζει κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό (για πολλούς και διάφορους λόγους) τόσο για τους πιστούς του ορθόδοξου μαρξισμού όσο και για τους νεοφιλελεύθερους ευαγγελιστές της Wall Street: «Η εργασία δεν είναι δύναμη [power], έχει μετατραπεί σε ένα σημείο [sign] ανάμεσα σε άλλα». Με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί τη λογική ενός κυρίαρχου σημαίνοντος και μιας μεγάλης αφήγησης. Όπως υποστηρίζει ο Baudrillard, ο μαρξισμός είναι η εκ των έσω κριτική μιας κοινωνικής μορφής, που ονομάζεται κεφάλαιο και όχι το οντολογικό της αντίθετο. Σε μια μάλλον προκλητική αντιστροφή οπτικής γωνίας, ο συγγραφέας διατείνεται ότι οι αριστερίστικες ιδεολογίες, αντί να αντιμάχονται, συχνά περιφρουρούν τα κυρίαρχα δόγματα, τα οποία στηρίζουν την αναγκαστική οικονομικοποίηση της πολιτικής. Jacques Lacan, The Seminar of Jacques Lacan bk. 2: The Ego in Freud’s Theory and in the Technique of Psychoanalysis, 1954-1955 (Νέα Υόρκη: W.W. Norton, 1991), σ. 41ˑ Baudrillard, Symbolic Exchange and Death, σ. 10.
David Graeber, Debt: The First 5,000 Years (Νέα Υόρκη: Melville House, 2011), σ. 361. (Ελλ. έκδ., Χρέος: Τα πρώτα 5.000 χρόνια, μτφρ. Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Καράμπελας, Γιάννης Πεδιώτης, Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες, 2013, σ. 515).
Eva Becker, Carla Rostásy και Helmut Willke, Systemic Risk: The Myth of Rational Finance and the Crisis of Democracy (Φρανκφούρτη: Campus, 2014)ˑ Helmut Willke, Governance in a Disenchanted World: The End of Moral Society (Τσέλτεναμ, ΗΒ: Edward Elgar, 2009).
Ο Deleuze εισηγήθηκε μια μετανθρωπιστική κατανόηση της υποκειμενικότητας σε σχέση με τους σχηματισμούς εξουσίας, η οποία επεκτείνει τον φουκοϊκό ορισμό της κοινωνίας. Ο Guattari ανέδειξε την κρίση της υποκειμενικότητας και υποστήριξε ότι η υποκειμενικότητα δεν είναι ούτε ο οντολογικός πυρήνας του ανθρώπου ούτε ένα επιφαινόμενο: «Το να πούμε ότι η επιθυμία είναι μέρος της υποδομής ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η υποκειμενικότητα παράγει πραγματικότητα. Η υποκειμενικότητα δεν είναι ιδεολογική υπερδομή». Félix Guattari, “Crise de production de subjectivité”, σεμινάριο της 3ης Απριλίου 1984. Στο διαδίκτυο: www.revue-chimeres.fr/drupal_chimeres/files/840403.pdfˑ όπως παρατίθεται στο Lazzarato, Signs and Machines, σ. 7.
Ο όρος affect (και τα παράγωγά του) χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς οι οποίοι αναφέρονται στο κείμενο με βάση μια συγκεκριμένη φιλοσοφική γενεαλογία. Η οικογένεια λέξεων affectio, affectus, afficere, affici ανήκει στην ορολογία του Spinoza και προβληματίζει ως προς την απόδοσή της σε οποιαδήποτε μη λατινογεννή γλώσσα. O όρος affectio αποδίδεται με τη λέξη επηρεασμός, ενώ ο όρος affectus ως συναισθηματική επήρεια, επίδραση. Σε παλιότερες δοκιμές στα ελληνικά το affectio έχει αποδοθεί και ως «διάθεση σώματος και ψυχής» [στο Λατινοελληνικό Λεξικό του Στέφανου Κουμανούδη], αλλά και ως τροποποίηση, πάθηση. Ο όρος affect στα έργα των Deleuze και Guattari αποδίδεται ως πάθημα, όρος που δεν πρέπει να παραπέμπει σε αισθήματα, συναισθήματα, συγκινήσεις ή στο θυμικό γενικότερα. βλ. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ευάγγελος Βανταράκης (Αθήνα: Εκκρεμές, 2009)ˑ Gilles Deleuze, Félix Guattari, Τι Είναι Φιλοσοφία, μτφρ. Σταματίνα Μανδηλάρα (Αθήνα: Καλέντης, 2004)ˑ Antonio Negri and Michael Hardt, “Value and Affect”, Boundary 2 26, αρ. 2 (καλοκαίρι 1999), σ. 77-88.
Patricia Ticineto Clough και Jean Halley, επιμ., The Affective Turn: Theorizing the Social (Ντάραμ, Βόρεια Καρολίνα: Duke University Press, 2007), σ. 2ˑ Braidotti, The Posthuman, σ. 57.
Βλ. Karen Barad, Meeting the Universe Halfway: Quantum Physics and the Entanglement of Matter and Meaning (Ντάραμ, Βόρεια Καρολίνα: Duke University Press, 2007), σ. 133.
Eric Shouse, “Feeling, Emotion, Affect”, M/C Journal 8, αρ. 6 (Δεκέμβριος 2005). Στο διαδίκτυο: journal.mediaculture.org.au/0512/03-shouse.php, §1. Για τον Spinoza οι συναισθηματικές επήρειες [affects] είναι οι ενσώματες ψυχικές διαθέσεις, οι οποίες διακρίνονται τρία βασικά είδη: ευφροσύνη ή ευθυμία (laetitia), λύπη ή δυσθυμία (tristitia) και επιθυμία (cupiditas) ή πόθος (appetitus). Οι συναισθηματικές επήρειες είναι διακριτές από τα αισθήματα [feelings], τα οποία είναι βιογραφικής υφής και προσωπικά, καθώς και από τα συναισθήματα [emotions], που είναι κοινωνικά. Επομένως, και όπως υποστηρίζει η Sara Ahmed, οι συναισθηματικές επήρειες αποτελούν πολιτισμικές πρακτικές, όχι ψυχολογικές καταστάσεις. Η επανάληψη λέξεων και σημείων [signs] φέρνει στην επιφάνεια μια συναισθηματική [emotional] απόκριση η οποία ενισχύεται από την περαιτέρω επανάληψή της, έως σε σημείο που στο τέλος να δημιουργείται ένας πολιτισμικός σημειωτικός ιστός. Αυτή η σημειοεξουσία έχει χαρακτήρα συναισθηματικής επήρειας και μπορεί να υπαγορεύει τρόπους ζωής με όρους ενσώματης ρητορικής. Αν και είναι αλήθεια ότι ερωτοτροπούμε με λέξεις, γράφοντας συχνά και πολλή ποίηση για το θέμα αυτό, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε το γεγονός ότι ουσιαστικά έχουμε σαρκική επαφή επειδή έχουμε δει άλλους να το πράττουν. Ο αυτοματισμός και ο μηχανισμός συναισθηματικής επήρειας που εμπεριέχονται σε αυτού του είδους την κοινωνική μίμηση (την οποία επισήμανε ο Αριστοτέλης) είναι τόσο σημαντικοί όσο και τα επικοινωνιακά και γνωστικά μοντέλα για τα οποία ο άνθρωπος-μηχανή δεν είναι παρά μόνο φορέας έλλογης δράσης. Ahmed, The Cultural Politics of Emotion (Εδιμβούργο: Edinburgh University Press, 2004).
Félix Guattari, Chaosmosis: An Ethico-Aesthetic Paradigm, μτφρ. Paul Bains και Julian Pefanis (Μπλούμινγκτον: Indiana University Press, 1995), σ. 4.
Lazzarato, Signs and Machines, σ. 88, 106.
Με τον όρο μηχανικό [machinique] οι Deleuze και Guattari αναφέρονται σε έναν τρόπο υποκειμενοποίησης κατά τον οποίο «ο άνθρωπος γίνεται ένα με τη μηχανή ή γίνεται ένα με κάτι άλλο για να συγκροτήσει μια μηχανή». Επομένως ο όρος χαρακτηρίζει τον τρόπο σύνδεσης μεταξύ ετερογενών στοιχείων τα οποία λειτουργούν στη βάση απουσίας συνδετικού κρίκου (π.χ. κοινωνικών και ψυχολογικών κανόνων, διαταγμάτων και δομών). Οι μηχανές αυτές καινοφανών συνδέσεων δεν εδράζονται ούτε στη λειτουργικότητα ούτε στη συνειρμική διαδικασία νοηματοδότησης. Μετά τον Αντι-Οιδίποδα οι μηχανές αυτές θα ονομαστούν και συναρμογές [assemblage]. Αντλώντας από τον Guattari, ο Lazzarato προσεγγίζει το τρέχον στάδιο του καπιταλισμού υποστηρίζοντας ότι «ο καπιταλισμός βασίζεται σε α-σημαίνουσες μηχανές. Η α-σημαίνουσα σημειωτική (μετοχές, νομίσματα, εταιρική λογιστική, εθνικοί προϋπολογισμοί, γλώσσες ηλεκτρονικών υπολογιστών, μαθηματικά, επιστημονικές συναρτήσεις και εξισώσεις, αλλά και η μουσική, η ζωγραφική κ.λπ.) δεν είναι υπόχρεη ούτε σε νοηματοδοτήσεις ούτε σε εξατομικευμένα υποκείμενα που αποτελούν τους φορείς αυτών των νοηματοδοτήσεων. Η α-σημαίνουσα σημειωτική μάλλον διαφεύγει νοηματοδοτήσεων ή αναπαραστάσεων παρά τις παράγει». Καθώς το κεφάλαιο τείνει να «υπερκωδικοποιεί κάθε άλλου είδους σημειωτική, κάνει δυνατή τη διοίκηση, καθοδήγηση, προσαρμογή και έλεγχο τόσο της οικονομικής παραγωγής όσο και της παραγωγής υποκειμενικότητας». Ο Lazzarato υποστηρίζει, παραδείγματος χάρη, ότι «οι συμβολικές σημειολογίες [symbolic semiologies] λειτουργούν ερειδόμενες σε μια πολλαπλότητα επιπέδων ή ουσιών έκφρασης [substances of expression] (χειρονομιακές, τελετουργικές, παραγωγικές, σωματικές, μουσικές κ.ά.), ενώ οι σημειολογίες νοηματοδότησης [semiologies of signification] συνενώνουν μόνο δύο επίπεδα (το σημαίνον με το σημαινόμενο)». Ο Lazzarato αντλεί από τον Guattari, ο οποίος ερμηνεύει τη γλωσσολογία του Δανού γλωσσολόγου Louis Hjelmslev –μια πιθανή εναλλακτική στο κυρίαρχο σωσσυριανό γλωσσολογικό παράδειγμα– ως «σημειωτική που, ακριβώς, δεν βασίζεται στη διπολικότητα σημαίνοντος και σημαινομένου». Gilles Deleuze, Félix Guattari, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια. 1. Ο Αντι-Οιδίπους, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης (Αθήνα: Πλέθρον, 2016), σ. 442ˑ Lazzarato, Signs and Machines, σ. 40, 80, 68fˑ η έμφαση δική μουˑ Félix Guattari, “The Role of the Signifier in the Institution”, στο Molecular Revolution: Psychiatry and Politics (Λονδίνο: Penguin Books, 1984), σ. 74.
Steven Shaviro, Connected, or What It Means to Live in the Network Society (Μινεάπολις: University of Minnesota Press, 2003), σ. 31ˑ Martijn Konings, The Emotional Logic of Capitalism: What Progressives Have Missed (Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press, 2015), σ. 33ˑ Maurizio Lazzarato, “From Capital-Labour to Capital-Life”, Ephemera 4 (2004), σ. 187-208.
Konings, The Emotional Logic of Capitalism, σ. 34. Τα δίκτυα, αντιθέτως, ελέγχουν το κοινό διά μέσου της κοινής γνώσης, δηλαδή με την ερμηνεία και μετάδοση συνθηματικών φράσεων (σλόγκαν) που τραβούν την προσοχή σε μέσα μαζικής επικοινωνίας (τηλεόραση) επιτρέποντας την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Lazzarato, Signs and Machines, σ. 143, 147.
Maurizio Lazzarato, Les Révolutions du capitalisme (Παρίσι: Les Empêcheurs de penser en rond, 2004)ˑ Bernard Stiegler, Taking Care of Youth and the Generations (Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press, 2010)ˑ Braidotti, The Posthuman.
Braidotti, The Posthuman, σ. 50.
Οι λειτουργίες αυτές σχετίζονται άμεσα με την έννοια του θεάματος. Ο Debord ορίζει το θέαμα ως το εμπόρευμα και το κεφάλαιο που έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης παγκοσμίως ώστε να έχει μετατραπεί σε μιντιακή εικόνα. Από αυτή την άποψη, παραδινόμαστε στη σημειοπολιτική, όπως παραδινόμαστε στο κεφάλαιο. Η βαθιά γοητεία που ασκούν πάνω μας η ψηφιακή τεχνολογία και οι εφαρμογές της ερείδεται στο ότι το θέαμα είναι συμφυές της τεχνολογίας. Και από το σημείο αυτό η τεχνολογία εξελίσσεται σε μια φουτουριστική τεχνο-ουτοπικότητα, η οποία αποτελεί τον μοναδικό πλέον ορίζοντα κοινωνικών προσδοκιών, ονείρων και σχεδιασμών για το μέλλον. Η έννοια της σημειοπολιτικής δεν αναφέρεται στους προφανώς υπεραισιόδοξους και ως εκ τούτου απλοποιημένους χαρακτηρισμούς της εποχής μας, όπως η οικονομία της γνώσης, η κοινωνία της πληροφορίας και ο πολιτισμικός καπιταλισμός.
Lazzarato, Signs and Machines, σ. 31, 65.
Matteo Pasquinelli, “What an Apparatus Is Not: On the Archeology of the Norm in Foucault, Canguilhem, and Goldstein”, Parrhesia 22 (2015), σ. 79-89.
Berardi, The Soul at Work, σ. 192, 196.
Lazzarato, Signs and Machines, σ. 54.
Braidotti, The Posthuman, σ. 27.
Πλέον αντιστρέφεται η συμβατική σύνδεση μιας εικόνας με το αναφερόμενό της (βασισμένη στην αξιωματική της ομοιότητας του Nelson Goodman, όπως αυτή περιγράφεται στο έργο του Languages of Art: An Approach to a Theory of Symbols [ελλ. έκδ., Γλώσσες της τέχνης, μτφρ. Πάνος Βλαγκόπουλος, Αθήνα: Εκκρεμές, 2005]), ή με άλλα λόγια η αξιωματική που εγκαθιδρύει τη σχέση μεταξύ πορτρέτου και απεικονιζόμενου προσώπου (όπως αυτή περιγράφεται και εξηγείται στο L’Imaginaire του Jean-Paul Sartre). Η εικόνα δεν αναφέρεται πλέον στο αναφερόμενό της (λόγου χάρη η φωτογραφία διαβατηρίου σε ένα πρόσωπο), αλλά το αναφερόμενο, δηλαδή αυτό που παριστά, συγκροτείται διά μέσου της εικόνας. Μια εύγλωττη αναλογία αυτής της συνθήκης είναι η περίπτωση των φωτογραφιών που διανέμει η αστυνομία ορίζοντας κάποιον ως καταζητούμενο. Μαθαίνουμε την όψη αυτού του ανθρώπου, αν και δεν τον έχουμε γνωρίσει ποτέ προσωπικά. Το κινηματογραφικό άβαταρ οικοδομείται πάνω σε αυτή τη σχεσιακή συνθήκη. Η ταύτιση με μια εμβληματική εικόνα, επομένως, δεν σημαίνει ότι αφομοιώνει κανείς εκδοχές και χαρακτηριστικά κάποιου κανονιστικού προτύπου, έτσι ώστε να μεταλλαχθεί ακολούθως ο ίδιος αντιγράφοντας το πρότυπο αυτό. Η έννοια της ταύτισης θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ του Φαντασιακού και του Πραγματικού, όπως αυτή θεωρητικοποιήθηκε από τον Jacques Lacan. Η διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη του πραγματικού Εγώ και του φαντασιακού Εγώ (στην ορολογία του Lacan το Moi) λειτουργεί ως συνεχής ανταγωνισμός. Η έννοια αυτή δεν περιγράφει απλώς μια συγκροτησιακή στιγμή στη ζωή του βρέφους (στάδιο του καθρέφτη), αλλά μια συστατική δομή της υποκειμενικότητας – ο Lacan το διευκρίνισε σε ένα μεταγενέστερο κείμενο του 1960. Ο ανταγωνισμός αυτός, που χαρακτηρίζεται πάντα από ψευδαισθήσεις ομοιότητας και αναγνωρισιμότητας, είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την ψυχολογική και κοινωνική ανάπτυξη ενός ατόμου. Αυτή η διττή σχέση μεταξύ Φαντασιακού και Πραγματικού δεν βασίζεται σε μια συνθήκη υπαρκτής αμοιβαιότητας, αλλά, τουναντίον, σε μια δομική μη συμπληρωματικότητα και ανακολουθία. Η μεσολαβημένη από τη γλώσσα επίγνωση της εικόνας (Συμβολικό) είναι η βάση για τις δομικής υφής εμβληματικές παραγνωρίσεις που δρουν διά μέσου εξεικονίσεων: «Η ομιλία είναι η μητέρα εκείνου του μέρους του υποκειμένου που παραγνωρίζει (meconnue)». Για να το θέσουμε απλά, ταυτιζόμαστε με τον υπερήρωα όχι επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε το ίδιο, αλλά μάλλον ακριβώς επειδή ξέρουμε ότι είμαστε διαφορετικοί και θα παραμείνουμε πάντοτε διαφορετικοί. Lacan, The Ego in Freud’s Theory, σ. 43.
Peter Sloterdijk, You Must Change Your Life: On Anthropotechnics (Κέμπριτζ: Polity Press, 2013).
Berardi, The Soul at Work, σ. 96.
Αντλώντας τόσο από τον Baudrillard όσο και από τον Lazzarato, μόνο σήμερα γίνεται σαφές τι εννοούσε ο Baudrillard όταν πριν από σαράντα χρόνια είπε ότι το κεφάλαιο έχει περάσει στην «προσομοίωση [simulation]». Από αυτή την άποψη, ο χρεωμένος άνθρωπος είναι πλέον ο εφεδρικός στρατός του καπιταλισμού. Η χρεωμένη μορφή είναι ακριβώς αυτό το άτομο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το άτομο χάνει πλήρως την ατομικότητά του, αλλά μάλλον ότι, όπως παρατηρεί ο Lazzarato, η εκάστοτε θέση του στην κοινωνία καθορίζεται μόνο από μια οικονομική οπτική. Για την τράπεζα ή το κράτος ο χρεωμένος δεν είναι παρά άλλος ένας αριθμός ανάμεσα σε άλλους. Παρ’ όλα αυτά, ο χρεωμένος αισθάνεται ενοχές για το ότι δεν είναι απλώς ένας αριθμός, θέλοντας να υπερασπίσει την υπόστασή του ως υπεύθυνου ατόμου, πράγμα αδύνατο. Αυτή η σχιζοφρενική σχέση με τον εαυτό μας είναι μόνο το αρχικό σύμπτωμα ενός καπιταλισμού ιδωμένου πλέον ως ασθένειας.
Sedláček, Economics of Good and Evil, σ. 246.
Berardi, The Soul at Work, σ. 96.
Ο Lazzarato εξηγεί τι είναι το χρήμα στο πλαίσιο της α-σημαίνουσας σημειωτικής [a-signifying semiotics] εισάγοντας παράλληλα μια ακόμη έννοια, αυτή της «αποδυνάμωσης του σημείου [impotentization of the sign]». Ο συγγραφέας διακρίνει μεταξύ δύο σταδίων ή όψεων του σημείου: του αδύναμου σημείου [impotentized sign] και του σημείου ισχύος [power sign], απηχώντας τις σκέψεις του Baudrillard: «Το χρήμα είναι ένα αδύναμο σημείο όταν λειτουργεί ως αξία συναλλαγής, μέσο πληρωμής, με άλλα λόγια ως απλή μεσολάβηση μεταξύ ισοδύναμων. […] Τα σημεία ισχύος, από την άλλη, εκφράζουν το χρήμα ως κεφάλαιο και τον ρόλο του χρήματος ως πίστη/πίστωση [credit]». Ο Lazzarato είναι σαφής: «Εν αντιθέσει με την αναφορική λειτουργία, δεν υπάρχει πλέον μία και μοναδική πραγματικότητα αλλά πολλαπλότητα ετερογενών πραγματικοτήτων: η πραγματικότητα της “πραγματικής” οικονομίας, η πραγματικότητα των προβλέψεων για την οικονομία, καθώς και η πραγματικότητα των αξιών των μετοχών αλλά και η πραγματικότητα των προσδοκιών για άνοδο ή πτώση των αξιών αυτών». Στην κύρια αίθουσα συνεδριάσεων του χρηματιστηρίου του Τόκιο, όπου οι συναλλαγές πλέον ολοκληρώνονται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα ψηφιακά ρολόγια μπορούν να τέμνουν ένα δευτερόλεπτο σε πεντάκις εκατομμυριοστά κλάσματά του. Η αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων σε αυτή την καινοφανή ταχύτητα, η οποία δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, σκοπό έχει να δημιουργήσει μια παράλληλη πραγματικότητα δημιουργίας κεφαλαίου, στην οποία δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση εμείς οι κοινοί θνητοί. Έχοντας στη διάθεσή μας μόνο τη βιολογική αίσθηση του χρόνου, βρισκόμαστε απλώς σε διαφορετική ζώνη ώρας συγκριτικά με τον χρόνο που εξασφαλίζεται για τις ψηφιακές νομισματικές συναλλαγές μας. Lazzarato, Signs and Machines, σ. 76, 85, 96ˑ για περαιτέρω συζήτηση, βλ. Sotirios Bahtsetzis, “Image Wars: For a Radical Redistribution of Semiopower”, στο Quest of Query: The Menace of the Obvious, επιμ. Eszter Szakács (Βουδαπέστη: tranzit.hu, 2014), σ. 56-63.
Werner Hamacher, “Guilt History: Benjamin’s Sketch ‘Capitalism as Religion’”, Diacritics 32, αρ. 3/4, “Ethics” (φθινόπωρο-χειμώνας 2002), σ. 81.
Η ηθικολογία του Αποστόλου Παύλου μοιάζει να διέπει τη σύγχρονη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν η Ελλάδα λειτουργεί επί του παρόντος ως εργαστήριο εξερεύνησης πιθανών ορίων της πολιτικής της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων και άλλων νεοφιλελεύθερων μέτρων, λειτουργεί επίσης και ως πεδίο πειραματισμών σε σχέση με τη χειραγώγηση πολιτικών αντανακλαστικών και συναισθηματικής επήρειας [affect] εφόσον το πολιτικό πλέον αντικαθίσταται από ηθικά και σχεδόν θρησκευτικά δόγματα. Πράγματι, δεν πρόκειται περί απλής σύμπτωσης το γεγονός ότι, στην πρόσφατη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που προκλήθηκε από την ανθρωπιστικής υφής προσφυγική κρίση, μετανάστες εργάτες, οι οποίοι σύμφωνα με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα, προσπάθησαν να αποκατασταθούν ως πολιτικά υποκείμενα ακριβώς στα όρια της ελληνικής επικράτειας, τα οποία συμπίπτουν με τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακριβώς αυτή η διττή μορφή της σύγχρονης βιοπολιτικής, ο χρεωμένος άνθρωπος (από αυτή την πλευρά των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ο μετανάστης ή η μετανάστρια (επέκεινα των ίδιων συνόρων), είναι εκείνη η μορφή που επανασυγκροτεί το πολιτικό υποκείμενο στις αρχές του 21ου αιώνα, επαναδιατυπώνοντας παράλληλα το ζήτημα της ηθικής/οικονομικής υποχρέωσης και ενοχής.
Lazzarato, Signs and Machines, σ. 10. Το χρήμα, για παράδειγμα, δημιουργεί αντίκτυπους απεδαφικοποίησης που από μόνοι τους είναι ανεπαρκείς. Οι οικονομικές επιταγές που προκύπτουν από αυτούς (ο περιορισμός του χρέους και του δημόσιου τομέα, η επιβολή «θυσιών» στους κυριαρχούμενους κ.λπ.) πρέπει να ερμηνευτούν και να μεταφραστούν σε λόγο, σκέψη και δράση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, τους ειδήμονες και τα κρατικά στελέχη και να απευθυνθούν στην κοινή γνώμη, τόσο σε κάθε κοινωνική ομάδα όσο και σε κάθε άτομο ξεχωριστά. Το κράτος, τα μέσα ενημέρωσης και οι ειδήμονες παράγουν ακατάπαυστα αφηγήματα, ιστορίες και δηλώσεις που διαρκώς εμποτίζουν με σημασία τις α-σημαίνουσες λειτουργίες του πιστωτικού χρήματος, το οποίο στη συγκεκριμένη του μορφή (διαγραμματική, α-σημαίνουσα) θεωρεί άχρηστα και περιττά υποκείμενα και αντικείμενα αφενός, πρόσωπα και πράγματα αφετέρου. Το χρήμα και το κέρδος αναγνωρίζουν μόνο ένα αφηρημένο και απεδαφικοποιημένο υποκείμενο και ένα εξίσου αφηρημένο και απεδαφικοποιημένο αντικείμενο (Marx), ότι είναι χωρίς επικράτεια, ύπαρξη ή υποκειμενικότητα. Η καθυπόταξη προσκολλά αυτή την απεδαφικοποιημένη υποκειμενικότητα σε ρόλους και λειτουργίες. Διά μέσου αυτής της προσκόλλησης τα άτομα, με τη σειρά τους, αποξενώνονται. Lazzarato, Signs and Machines, σ. 123.
Ο Giorgio Agamben υποστηρίζει ότι η εκ της θείας πρόνοιας εξέλιξη της ιστορίας (οἰκονομία) είναι διακριτή από την πολιτική επειδή δεν υπόκειται σε νόμους αλλά παραμένει πάντοτε ένα απόκρυφο, κάτι που γίνεται κατανοητό ακριβώς με τη θεολογική του συνδήλωση ως μυστικό αφενός και ως μυστήριο αφετέρου. Η απαγόρευση της τοκογλυφίας από τη χριστιανική Εκκλησία ως τις αρχές των νεότερων χρόνων σημαίνει ότι κανείς δεν δύναται να προοικονομήσει την έκβαση των πραγμάτων βολιδοσκοπώντας το μέλλον, ακριβώς επειδή το μέλλον δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο αλλά μόνο στον Θεό. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η πρωτοκαπιταλιστική έννοια της εκκοσμικευμένης οικονομίας συνάδει με τον καθαγιασμό της και την προαγωγή της ως το μόνο δυνατό μοντέλο διαχείρισης χρόνου την εποχή της απολυταρχίας. Για μια γενεαλογία του όρου οικονομία, βλ. Agamben, The Kingdom and the Glory: For a Theological Genealogy of Economy and Government (Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press, 2011)ˑ Marie-José Mondzain, Image, Icon, Economy: The Byzantine Origins of the Contemporary Imaginary (Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press, 2004)ˑ Susan Buck-Morss, “Visual Empire”, Diacritics 37, αρ. 2-3 (2007), σ. 171-98. Για τη θεολογική διάσταση της οικονομικής επιστήμης, βλ. Jochen Hörisch, Man muss dran glauben: Die Theologie der Märkte (Μόναχο: Wilhelm Fink, 2013).
Agamben, The Kingdom and the Glory, σ. 44.
Franco “Bifo” Berardi, “Info Labour and Precariousness”, μτφρ. Erik Empson. Στο διαδίκτυο: www.generation-online.org/t/tinfolabour.htm.
Η χρονικότητα θα πρέπει επομένως να απελευθερωθεί από τον νόμο της ισοδυναμίας, δηλαδή τόσο από τον καπιταλιστικό νόμο της ανταλλαγής με τη διαμεσολάβηση χρήματος όσο και από την έννοια της αξίας, διαμορφωμένης βάσει της εργατικής δύναμης. Όπως στον χριστιανικό φεουδαλισμό, όπου η εργασία ήταν προσφορά στον Θεό, από τον οποίο εκπορεύεται κάθε αξία, έτσι και η οικονομία των πρώιμων κοινωνιών δεν θεμελιωνόταν στη συναλλαγή αλλά σε άλλες πρακτικές, όπως στον αντιπραγματισμό [barter], στα δωρήματα, στην κλοπή και στην ιδιοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση η αξία πηγάζει από τη φυσική τάξη.
Βλ. Karl Löwith, Weltgeschichte und Heilsgeschehen: Die theologischen Voraussetzungen der Geschichtsphilosophie (Στουτγάρδη: Kohlhammer, 1953), σ. 12, 15. Βλ. Félix Guattari, “The Group and the Person”, στο Molecular Revolution, σ. 41f.
Ο Walter Benjamin, διαγιγνώσκοντας την εποχή μας, υποστηρίζει ότι το οράν δεν είναι ένα βιολογικό γεγονός αλλά μια πολιτισμική μεταβλητή. Αντλώντας από τη διάγνωση του Benjamin για την «ένδεια της εμπειρίας» της νεωτερικότητας, ο Agamben σημειώνει την απώλεια της υποκειμενικής εμπειρίας και την ανάδυση μια καινοφανούς υποκειμενικότητας: «Το ζήτημα της εμπειρίας μπορεί να το προσεγγίσει κανείς στις μέρες μας μόνο υπό την παραδοχή ότι η εμπειρία δεν είναι πλέον προσβάσιμη. Όπως ακριβώς ο σύγχρονος άνθρωπος στερείται της βιογραφίας του, ομοίως έχει απαλλοτριωθεί και η δυνατότητά του να έχει εμπειρίες. Πράγματι, η ανικανότητα του ανθρώπου να βιώσει και να επικοινωνήσει εμπειρίες είναι ίσως μία από τις λιγοστές βεβαιότητες τις οποίες μπορεί να διεκδικήσει κανείς». Giorgio Agamben, Infancy and History: On the Destruction of Experience, μτφρ. Liz Heron (Λονδίνο: Verso, 2007), σ. 13.
Όπως κάθε εφαρμογή σε ένα smartphone, έτσι και ένας εξεικονιστικός μηχανισμός κυβερνητικής υφής, ο οποίος εδράζεται σε αλγόριθμους, παράγει υποκειμενικότητα και προάγει την καθυπόταξη παράλληλα με τη γραφειοκρατία – ή με τη διαφήμιση, έναν από τους πλέον κίβδηλους μηχανισμούς της νεωτερικότητας. Βέβαια αυτό γίνεται πάντα με τρόπο που δημιουργεί ευχαρίστηση και συνεχίζεται έως ότου καταστεί ανιαρό, ξεπερασμένο και επομένως πρέπει να αντικατασταθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι παλιότεροι μηχανισμοί εξαφανίζονται τελείως· αντιθέτως, παγιώνονται και εδαφικοποιούνται. Η γραφειοκρατία σήμερα, λόγου χάρη, είναι τόσο αρχιτεκτονικής όσο και μηχανικής [machinic] υφής, συνδεδεμένη τόσο με γλωσσολογικές ιδιότητες όσο και με ιδιότητες συναισθηματικής επήρειας, παραμένοντας ακμαιότατη εξαιτίας αυτής της σύνδεσης. Η παραπάνω παραδοχή θα πρέπει να διευκρινιστεί. Το τεχνο-σημείο (σε μεγάλο βαθμό κάτι σαν τον κώδικα του Baudrillard) δεν είναι μονοδιάστατο· για να χρησιμοποιήσω και πάλι την ορολογία του Baudrillard, είναι διάχυτο. Το σημείο δύναται να αναφέρεται σε πολλά, και για τον λόγο αυτόν μπορεί να υποστεί χειραγώγηση, διαστρέβλωση, αλλοίωση, μετασχηματισμό, αντικατάσταση. Αυτό έχει ορισμένες συνέπειες και στη διάσταση των μέσων. Χρειαζόμαστε πλέον ηλεκτρονικούς υπολογιστές πολλαπλών λειτουργιών, όχι πολλές μηχανές που επιτελούν ένα και μόνο έργο. Αν και η έννοια του πολυδιάστατου τεχνο-σημείου μπορεί να ακούγεται αφηρημένη, γίνεται σαφής και σχεδόν αυταπόδεικτη όταν χρησιμοποιείται σε σχέση με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί πολιτικού εξτρεμισμού, για παράδειγμα αναφορικά με τον σύγχρονο τζιχαντισμό. Η κοινωνική δικτύωση στην περίπτωση της ισλαμικής τρομοκρατίας δεν χρησιμοποιείται μόνο ως μέσο προπαγάνδας, αλλά και ως διάταξη καθυπόταξης. Επιτρέπει την πραγματοποίηση μιας μετάβασης: από την κατάσταση ενός εικονικού τρομοκράτη που δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο στην κατάσταση ενός πραγματικού τρομοκράτη που δρα στον πραγματικό κόσμο. Για περαιτέρω συζήτηση, βλ. Eric Jenkins, “My iPod, my iCon: How and Why Do Images Become Icons?”, Critical Studies in Media Communication 25, αρ. 5 (2008), σ. 466-89.
Konings, The Emotional Logic of Capitalism, σ. 27.
Βλ. Diedrich Diederichsen, Eigenblutdoping: Selbstverwertung, Künstlerromantik, Partizipation (Κολονία: Kiepenheuer & Witsch, 2008), σ. 37.
Guy Debord, The Society of the Spectacle (Λονδίνο: Rebel Press, 1992), chap. 1, thesis 34. (Ελλ. έκδ., Η κοινωνία του θεάματος, μτφρ. Πάνος Τσαχαγέας, Νίκος Αλεξίου, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 1986).
Jonathan Beller, The Cinematic Mode of Production: Attention Economy and the Society of the Spectacle (Λίβανος, Νιου Χάμσιρ, ΗΠΑ: University Press of New England, 2006), σ. 1.
Η κυριαρχία των εικόνων έναντι του κειμένου δεν σημαίνει έκλειψη κειμενικών πληροφοριών αλλά μάλλον την καθυπόταξη του κειμένου και, κατά συνέπεια, του λόγου στην ηγεμονική κυριαρχία του οπτικού, που ως εκ τούτου περιγράφεται με τη λογο-οπτική οργάνωση. Η πρωτοκαθεδρία της εικόνας έναντι του λόγου λειτουργεί ιδανικά στην περίπτωση των πληροφορικών γραφημάτων (infographics). Μάλιστα, ο ίδιος ο ορισμός των infographics, «γραφικές οπτικές αναπαραστάσεις πληροφοριών, δεδομένων ή γνώσεων με σκοπό την παρουσίαση των πληροφοριών με γρήγορο και σαφή τρόπο» (Wikipedia), δείχνει τον χρονικό χαρακτήρα του ζητούμενου. Τα πληροφορικά γραφήματα μετατρέπονται σε εφαρμοσμένη εκδοχή της έννοιας «οπτικοκεντρισμός» του Derrida. Βλ. Martin Jay, “The Rise of Hermeneutics and the Crisis of ocularcentrism”, Poetics Today 9, αρ. 2 (1988), σ. 307-26.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποτιμηθεί μόνο μέσω αυτού που ο Paul B. Preciado αποκαλεί «σωματοπολιτική ανάλυση της παγκόσμιας οικονομίας», η οποία περιγράφεται ως «φαρμακοπορνογραφικό καθεστώς». Preciado, Testo Junkie: Sex, Drugs and Biopolitics in the Pharmacopornographic Era (Νέα Υόρκη: Feminist Press, 2013), σ. 25, 33.
Berardi, The Soul at Work, σ. 113. Ο Lazzarato συνεισφέρει στη συζήτηση μ’ αυτή την τοποθέτηση: «Μια πολιτική μάχη εκτυλίχθηκε και συνεχίζει να εκτυλίσσεται σε σχέση με τον κινηματογράφο στοχεύοντας στον έλεγχο που ασκεί στην υποκειμενοποίηση και στην απo-υποκειμενοποίηση η μη ανθρώπινη σημειωτική της κινηματογραφικής εικόνας η οποία δρα επί του εξατομικευμένου υποκειμένου. […] Αντί όμως να διεκφεύγουν των κυρίαρχων υποκειμενοποιήσεων, οι κινηματογραφικές εικόνες μπορούν ακριβώς να μας αλυσοδέσουν πάνω τους». Lazzarato, Signs and Machines, σ. 108, 111.
Ken Hillis, “The Avatar and Online Affect”, στο Networked Affect, επιμ. Ken Hillis, Susanna Paasones και Michael Petit (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 2015), σ. 75, 81.
Ibid., σ. 82-83.
Jorge Luis Borges, The Book of Imaginary Beings (Λονδίνο: Penguin, 1974), σ. 68. (Ελλ. έκδ., Το βιβλίο των φανταστικών όντων, μτφρ. Γιώργος Βέης, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2016, σ. 220).
Steven Shaviro, Post Cinematic Affect (Γουίντσεστερ: Zero Books, 2010), σ. 2-3. Μια τέτοια περιγραφή συμπληρώνει τις πρώιμες διαγνώσεις των τρόπων με τους οποίους ο φακός της φωτογραφικής μηχανής παράγει πρότυπα με τα οποία ταυτιζόμαστε. Βλ. Susan Sontag, On Photography (Νέα Υόρκη: Farrar, Straus & Giroux, 1973). (Ελλ. έκδ., Περί φωτογραφίας, μτφρ. Ηρακλής Παπαϊωάννου, Αθήνα: Φωτογράφος, 1993).
Ο Michel Foucault είναι σαφής όσον αφορά τις χειραφετητικές δυνατότητες που εμπεριέχονται σε μια τέτοιου είδους κατανόηση της υποκειμενικότητας: «Πιθανώς ο σκοπός σήμερα δεν είναι να ανακαλύψουμε αλλά να αρνηθούμε αυτό που είμαστε. Πρέπει να φανταστούμε και να κατασκευάσουμε αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε για να απαλλαχτούμε απ’ αυτό το είδος του ‟διπλούˮ πολιτικού ‟εξαναγκασμούˮ, που είναι η ταυτόχρονη εξατομίκευση και ολοκληρωτικοποίηση των δομών της νεωτερικής εξουσίας. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συγχρόνως πολιτικό, ηθικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό ζήτημα που τίθεται σ’ εμάς σήμερα δεν είναι να προσπαθήσουμε να ελευθερώσουμε το άτομο από το κράτος και τους θεσμούς του, αλλά να απελευθερωθούμε από τον τύπο εξατομίκευσης που συνδέεται το κράτος αυτό. Πρέπει να προωθήσουμε νέες μορφές υποκειμενικότητας απορρίπτοντας τον τύπο ατομικότητας που μας επιβλήθηκε εδώ και πολλούς αιώνες». Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό, όπως υποστηρίζει ο Roberto Esposito, ότι η έννοια του προσώπου (η αγγλική λέξη person προέρχεται ετυμολογικά από τον ρωμαϊκό νομικό όρο persona) αντί να δεικνύει το ανθρώπινο ον είναι από μόνη της μια διάταξη. Michel Foucault, “The Subject and Power”, στο Essential Works of Foucault, 1954-1984, τ. 3., Power, επιμ. James D. Faubion (Νέα Υόρκη: New Press, 2000), σ. 336· Esposito, Persons and Things: From the Body’s Point of View (Theory Redux) (Λονδίνο: Polity Press, 2015), σ. 5.
David Harvey, Seventeen Contradictions and the End of Capitalism (Λονδίνο: Profile Books, 2015), σ. 13. (Eλλ. έκδ., Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, μτφρ. Ελένη Αστερίου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2015). Με τον όρο Transhumanism, ο οποίος έχει αποδοθεί στα ελληνικά συν τοις άλλοις και ως «Υπερ-ανθρωπισμός», «Διανθρωπισμός», «Υπερβατικός ανθρωπισμός» (και ο οποίος δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον όρο Posthumanism), εκφράζεται η πεποίθηση και αρθρώνεται η θεωρία ότι το ανθρώπινο είδος μπορεί να εξελιχθεί πέρα από τους δεδομένους σωματικούς και ψυχικούς περιορισμούς του, κυρίως με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Félix Guattari, “Balance Sheet – Program for Desiring Machines”, Semiotext(e) 2, αρ. 3 (1977), σ. 117-118. Εντούτοις, η ύστερη φουκοϊκή έννοια της βιοεξουσίας (ήτοι, των πρακτικών που σκοπό έχουν την καθυπόταξη των σωμάτων και τον έλεγχο των πληθυσμών, για τις οποίες συχνά επιστρατεύεται η διπολική διάζευξη φυσιολογικό-αφύσικο) μπορεί κάλλιστα να γίνει αντιληπτή εντός του ευρύτερου πλαισίου της μηχανο-παθηματικής [mechano-affective] (ή κυβερνητικής [cybernetic]) στροφής, όπως κατέδειξαν, μεταξύ άλλων, οι Deleuze και Guattari.
Félix Guattari, Schizoanalytic Cartographies (Νέα Υόρκη: Bloomsbury, 2013), σ. 2.
Μια τέτοια προσπάθεια φέρνει στο μυαλό τις αναλυτικές υποστηρικτικές δομές της γερμανικής θεωρίας των μέσων: Αυτό που οι Deleuze και Guattari περιγράφουν ως «συναρμογή ανθρώπινων και μη ανθρώπινων ροών» που απανθρωποιούν την επιθυμία θα πρέπει να ιδωθούν σε συνάρτηση με τις φουκοϊκές διατάξεις σε σχέση με τις «πολιτισμικές τεχνικές» (Kulturtechniken) του Friedrich Kittler, «έναν σύνθετο όρο που επικεντρώνεται στις τεχνολογίες των μέσων και που εστιάζει σε στοιχειώδεις σωματικές και πνευματικές δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς της γραφής, της ανάγνωσης και της ικανότητας για υπολογισμούς»· μια σχολή σκέψης που στόχο έχει την επανεκτίμηση της έννοιας του πολιτισμού και των εκάστοτε χρήσεων της έννοιας αυτής. Απηχώντας τη φουκοϊκή απόπειρα να αποσυνθέσει ουσιοκρατικές αντιλήψεις τόσο για την υποκειμενικότητα όσο και για την εξουσία, η γερμανική θεωρία των μέσων (η οποία ονομάστηκε έτσι από αγγλόφωνους αναγνώστες) αναχωρεί για μια διαδρομή όπου «η κριτική του λόγου [reason] γίνεται κριτική των μέσων [media]». Οι τεχνολογίες της γνώσης (όπως γραφομηχανές και κάρτες αρχειοθέτησης), τα παιδαγωγικά μέσα (όπως ο μαυροπίνακας και το πιάνο) και οι τεχνικές πειθάρχησης (για παράδειγμα ο αλφαβητισμός) λειτουργούν ως διατάξεις, πράγμα το οποίο καταδεικνύει την εγγύτητα μεταξύ των δύο ερευνητικών πεδίων. Αν εστιάσουμε στις «υλικές συνθήκες που συγκροτούν τη σημασιολογία [semantics]» αλλά όχι στην αναπαράσταση της ίδιας της σημασίας, αυτό σημαίνει ότι ακολουθούμε έναν παράλληλο δρόμο με αυτόν που χάραξε ο Foucault. Όπως λέει ο Bernhard Siegert: «Τα αντικείμενα είναι συνδεδεμένα με πρακτικές προκειμένου να παράγουν κάτι το οποίο, στο πλαίσιο μια συγκεκριμένης κουλτούρας, ορίζουμε ως “πρόσωπο”». Η γερμανική θεωρία των μέσων σχετίζεται και με άλλες εκδοχές υλικής σημειωτικής, όπως η θεωρία l’acteur-réseau (θεωρία δρώντος-δικτύου ή actor-network theory, εν συντομία ANT) που ανέπτυξαν στοχαστές των σπουδών επιστήμης-και-τεχνολογίας, η οποία εισηγείται τη δυνατότητα μη ανθρώπινων όντων (μηχανών, αντικειμένων) να λειτουργήσουν ή να συμμετάσχουν σε κοινωνικά συστήματα. Για τον θεωρητικό της ANT Michel Callon, ο εξατομικευμένος ανθρώπινος δρων, ο οποίος είναι εγκιβωτισμένος σε θεσμούς, συμβάσεις, προσωπικές σχέσεις ή ομάδες, επεκτείνεται σε κοινωνιοτεχνική agencement (συναρμογή, ρύθμιση, οργάνωση), η οποία αποτελείται όχι μόνο από ανθρώπινα σώματα αλλά κι από τεχνητά μέλη, εργαλεία, εξοπλισμούς, συσκευές, αλγόριθμους κ.λπ. Επομένως, η ΑΝΤ υιοθετεί μια μετα-ανθρωποκεντρική κατανόηση της κοινωνικο-υλικής πραγματικότητας, καθώς επεκτείνει την έννοια του δρώντος (actor ή actant) σε μη ανθρώπινες, μη εξατομικευμένες οντότητες. Ενδιαφέρουσες συγκλίσεις στην ορολογία των Foucault, Deleuze και ANT προκύπτουν όταν, για παράδειγμα, ο Callon τοποθετεί πλάι πλάι τον όρο agence (agency, ικανότητα δράσης) και τον όρο agencement (συναρμογή), καθώς και οι δύο πηγάζουν από την ίδια έννοια, αυτή της διάταξης. Από την άποψη αυτή, η συνύφανση της γερμανικής θεωρίας των μέσων με την ANT και η επακόλουθη μετεξέλιξή της σε μια θεωρία δρώντος-μέσου, καθώς επίσης και η σύνδεση αυτής της θεωρίας με τη μηχανική θεωρία (machinism) των Deleuze και Guattari αλλά και της φουκοϊκής ανάλυσης λόγου κορυφώνονται σε μια μετανθρωπιστική κουλτούρα φιλοσοφικού στοχασμού, χαρακτηριστική για τη ηπειρωτική Ευρώπη. Επιστημολογικός στόχος για κάθε σύγχρονο ακαδημαϊκό λόγο γύρω από το μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών, συμπεριλαμβανομένων των σπουδών οπτικού πολιτισμού [visual studies], θα πρέπει να είναι η συμμετοχή σ’ αυτή τη συνύφανση. Απ’ αυτή την άποψη, αποτελεί ύστατο στόχο της προτεινόμενης επιστημολογίας και η μετεξέλιξή της σε πρακτική πολιτικής δράσης. Αυτό που μοιάζει να διαφεύγει την προσοχή πλείστων προοδευτικών πολιτικών κινημάτων, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι ακριβώς η πολυπλοκότητα της διαδικασίας αλληλοσυσχέτισης επιστημολογίας και πολιτικής. Geoffrey Winthrop-Young, Kittler and the Media (Κέμπριτζ: Polity Press, 2010), σ. 3· Bernhard Siegert, “Cultural Techniques; Or, the End of the Intellectual Postwar Era in German Media Theory”, Theory Culture & Society 30, αρ.6 (2013), σ. 49-50· Callon, “Why Virtualism Paves the Way to Political Impotence: A Reply to Daniel Miller’s Critique of ‘The Laws of the Markets’”, Economic Sociology: The European Electronic Newsletter 6, αρ. 2 (2005), σ. 5· Lazzarato, Signs and Machines, σ. 27.
Italo Calvino, Why Read the Classics?, μτφρ. Martin McLaughlin (Λονδίνο: Penguin Books, 2009), σ. 242. (Ελλ. έκδ., Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς – Δοκίμια, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα: Καστανιώτης, 2003, σ. 284).
Gilles Lipovetsky, “Power of Repetition”, στο #Accelerate, σ. 230.
Η σχετική βιβλιογραφία όσον αφορά την εμπλοκή βλέμματος και επιθυμίας είναι γιγάντια. Μπορούμε να αναφέρουμε μόλις μία από τις πρώιμες και κλασικές πλέον μελέτες γύρω από το θέμα αυτό: Christian Metz, The Imaginary Signifier: Psychoanalysis and Cinema (Λονδίνο: Macmillan, 1982). (Ελλ. έκδ., Ψυχανάλυση και κινηματογράφος, Το φαντασιακό σημαίνον, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, Φώτης Σιατίτσας, Αθήνα: Πλέθρον, 2007).
Lazzarato, Signs and Machines, σ. 95.
Löwith, Weltgeschichte, σ. 198.
Η διάκριση αυτή επαναδιατυπώνει τη μείζονα φιλοσοφική θέση του Deleuze, δηλαδή την απόπειρά του να εννοιολογήσει τη «διαφορά καθαυτό» σε σχέση με τη «διαφορά μεταξύ», η οποία είναι ο τρόπος με τον οποίο ανέκαθεν η φιλοσοφία κατανοούσε τη διαφορά, δηλαδή σε σχέση με ταυτόσημα μεταξύ τους αντικείμενα. Αυτός ο τρόπος μετασχηματισμού συνδέει, αφενός, αυτό που έχει μόλις μετασχηματιστεί με την προηγούμενη κατάστασή του και, αφετέρου, όλες τις προηγούμενες και επόμενες καταστάσεις μετασχηματισμού με ένα συγκεκριμένο πρωτότυπο. Επομένως, και σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, το διαφορετικό υφίσταται μόνο σε σχέση με το ταυτόσημο. Ένας μετασχηματισμός δημιουργεί, κατά την ορολογία του Deleuze, «αντίγραφα» και συνιστά μια «διαφορά μεταξύ». Αντιθέτως, δεν υπάρχει οντολογική διαφορά μεταξύ βρόχων/κυκλωμάτων [loops]. Ο βρόχος/κύκλωμα είναι ένα «απείκασμα [simulacrum]», κάτι κίβδηλο, που όμως υπάρχει «καθαυτό και δι’ εαυτό», χωρίς να θεμελιώνεται ή να αναφέρεται σε ένα πρότυπο, σε μια πλατωνική ιδέα: Η ύπαρξή του είναι «αμεσολάβητη» και, έτσι, είναι αυθεντική χωρίς ποτέ να διεκδικεί την αυθεντικότητα. Gilles Deleuze, Difference and Repetition (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 1994), σ. 29· Internet Encyclopedia of Philosophy. Στο διαδίκτυο: www.iep.utm.edu/deleuze.
Η μετανθρώπινη διάταξη είναι δυναμική και όχι στατική, σχεδόν παρόμοια με «μηχανισμό ανάδρασης» –δηλαδή «κάνει ένα σύστημα να αναδιπλώνεται, σχηματίζοντας έτσι έναν βρόχο/κύκλωμα». Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο νευροεπιστήμονα Douglas Hofstadter, αυτό το αυτοαναφορικό ποιοτικό χαρακτηριστικό της αντιληπτικής κυκλικότητας συγκροτεί τη «Φύτρα της συνθήκης του Εγώ» [Germ of I-ness]. Ο Hofstadter βλέπει τη συνείδηση ως το νεοπαγές φαινόμενο μιας ατέρμονα κυκλικής αυτοαντίληψης, η οποία περιλαμβάνει αισθήσεις και σκέψεις: «Εντέλει, είμαστε αντικατοπτρισμοί με αυτοαντίληψη, ικανότητα αυτοεφεύρεσης και συνιστούμε μικρά θαύματα αυτοαναφορικότητας». Hofstadter, I Am a Strange Loop (Νέα Υόρκη: Basic Books, 2007), σ. 60, 72, 363.
Gilles Deleuze, Michel Foucault, Philosopher (Νέα Υόρκη: Routledge, 1992), σ. 163.
Félix Guattari, “Towards a Micro-Politics of Desire”, στο Molecular Revolution, σ. 98. Παρ’ όλα αυτά, ο Lazzarato διασαφηνίζει ότι «ο Guattari στρέφεται στην αισθητική εμπειρία, όχι ως παραγωγική συνθήκη του έργου τέχνης, αλλά ως πραγματολογία [pragmatics] της σχέσης μεταξύ λογοθετικού και υπαρξιακού [σύμφωνα με την ορολογία του Guattari, το υπαρξιακό είναι το εξωγλωσσικό, το μη λογοθετικό], αλλά και της σχέσης μεταξύ υπαρκτού και του εν δυνάμει, καθώς και της σχέσης μεταξύ πιθανού και πραγματικού». Lazzarato, Signs and Machines, σ. 211.
Βλ. Mackay και Avanessian, #Accelerate, σ. 12.
Berardi, The Soul at Work, σ. 127.
Ο Guattari κατανοεί τη διαδικασία υποκειμενοποίησης ως μια διαδικασία που διαρκώς αναμετράται με το χάος. «Η τέχνη δεν είναι χάος αλλά μια σύνθεση του χάους που παράγει όραση ή αίσθηση, έτσι ώστε να συγκροτεί, όπως λέει ο [James] Joyce, έναν χάοσμο, ένα συγκροτημένο χάος για το οποίο δεν υπάρχει ούτε πρόβλεψη ούτε προϊδεασμός. Η τέχνη μετασχηματίζει τη χαοτική μεταβλητότητα σε χαοειδή ποικιλομορφία. […] Η τέχνη παλεύει με το χάος αλλά το κάνει για να το καταστήσει αισθητηριακό». Guattari, Chaosmosis, σ. 205.
Gilles Deleuze, “What Is a Dispositif?”, στο Michel Foucault, Philosopher, σ. 159, 162.
Berardi, The Soul at Work, σ. 130
Η παρρησία [parrhesia], η οποία στο ύστερο έργο του Foucault αποτέλεσε μείζον θέμα έρευνας το οποίο και συμπλήρωσε τη γενεαλογική του μέθοδο, συνιστά ένα είδος εννοιολογικής διατέμνουσας σε έννοιες όπως παραγωγή νοήματος, παραγωγή νοηματοδότησης και παραγωγή υποκειμενικότητας. Ο Foucault ανέπτυξε, στις τελευταίες του διαλέξεις, την έννοια της παρρησίας ως τρόπο λόγου κατά τον οποίο εκφράζει κανείς ελεύθερα και ειλικρινά τις απόψεις και τις ιδέες του, ωστόσο –και εδώ έγκειται η καθοριστική διαφορά με άλλες μορφές ομιλίας– χωρίς τη χρήση ρητορικής, χωρίς να στοχεύει στη χειραγώγηση και εκτός των συνθηκών που προστατεύουν τον ομιλητή, ανάλογα με την ιδιότητά του ως πολίτη ή το νομικό ή κοινωνικό του στάτους. Επομένως η παρρησία λειτουργεί και στην περίπτωση άνισων σχέσεων εξουσίας. Γι’ αυτόν τον λόγο η παρρησία εξ ορισμού δεν μπορεί να ισχύει για πολιτικούς, δημοσιογράφους ή ακόμα και ακαδημαϊκούς. Όπως σημειώνει ο Lazzarato, η παρρησία «είναι μια ριψοκίνδυνη και απροσδιόριστη πράξη»· μετακινείται από τον τρόπο πολιτικής υποκειμενοποίησης από όπου πηγάζει προς τη σφαίρα της προσωπικής ηθικής και της συγκρότησης του ηθικού υποκειμένου. Lazzarato, Signs and Machines, σ. 229-30.
Βλ. Friedrich Kittler και Cornelia Vismann, Vom Griechenland (Βερολίνο: Merve Verlag, 2001). Ως δείξη (deixis) ορίζεται στη γνωσιακή γλωσσολογία η γλωσσική λειτουργία κατά την οποία χρησιμοποιούμε στοιχεία τα οποία δύνανται να ερμηνευτούν μόνο αναφορικά με τον ομιλητή και αποκτούν νόημα μόνο εξαιτίας της σύνδεσής τους με αυτόν. Ο τρόπος αναφοράς σε στοιχεία προσωπικής, χωρικής ή χρονικής δείξης σχετίζεται πάντοτε με την οπτική γωνία του ομιλητή.
Ο Lazzarato ορθά αναγνωρίζει τη γενεαλογία αυτής της πολιτικής στην παράδοση των Κυνικών. Η παρρησία και η αδιαφορία [ελληνικά στο πρωτότυπο] για τις μεταπτώσεις της ζωής, καθώς και η αδιαντροπιά ή αναίδεια [ελληνικά στο πρωτότυπο] που κατατροπώνει τους νόμους, τα έθιμα και τις κοινωνικές συμβάσεις που θεωρούνται δεδομένες, μπορεί να είναι τα ανάλογα του πολιτικού λόγου στην εποχή μας. «Αντί για το προσκήνιο [το στάδιο πολιτικής ομιλίας και λόγου του Jacques Rancière], οι Κυνικοί μάς φέρνουν στο μυαλό τις επιτελέσεις σύγχρονης τέχνης, όπου η δημόσια έκθεση (υπό τη διττή έννοια του όρου ως παρουσίασης και ως έκθεσης στον κίνδυνο) δεν επιτελείται απαραίτητα μέσω της γλώσσας, με την ομιλία, ούτε διά μέσου της σημαίνουσας σημειωτικής, ούτε καν διά μέσου μιας δραματουργίας με χαρακτήρες, στιχομυθία και διάλογο. […] Οι Κυνικοί δεν είναι μόνο “ομιλούντα όντα” αλλά και σώματα που λένε κάτι, ακόμα κι αν η άρθρωση δεν εδράζεται εξαρχής σε σημαίνουσες αλυσίδες. […] Στις “παραστάσεις” των Κυνικών η γλώσσα έχει κάτι παραπάνω από μια υποδηλωτική και αναπαραστατική λειτουργία· έχει μια “υπαρξιακή λειτουργία”». Και καταλήγει: «Η εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι Κυνικοί κατανοούν τον βίο, την ύπαρξη και τη “μαχόμενη” υποκειμενοποίηση μπορεί να παρέχει όπλα αντίστασης στις δυνάμεις του σύγχρονου καπιταλισμού, ο οποίος καθιστά την παραγωγή υποκειμενικότητας την πρωταρχική και σημαντικότερη πράξη του (Guattari)». Απ’ αυτή την άποψη, ο Lazzarato υποστηρίζει ότι η φουκοϊκή διατύπωση περί παρρησίας δεν είναι εγελιανής, μαρξιστικής, χαμπερμασιανής ή έστω λακανικής υφής, αλλά μάλλον μηχανικής [machinic], ήτοι γκουαταριανής. Lazzarato, Signs and Machines, σ. 207, 242-43, 246.
Shouse, “Feeling, Emotion, Affect”.
Brian Massumi, Parables for the Virtual: Movement, Affect, Sensation (Ντάραμ, Βόρεια Καρολίνα: Duke University Press, 2002), σ. 28.
Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να σημειώσει επίσης ότι αυτή η εξωγλωσσική πράξη νοηματοδότησης βρίσκει το ισοδύναμό της, για παράδειγμα, στην εφεύρεση του μετακινηματογράφου, που αποκαλύπτει μια πραγματικότητα χωρίς αναπαράσταση ή γλωσσική μεσολάβηση. Το αίτημα του Deleuze για μια κινηματογραφική μετα-φιλοσοφία στοχεύει σε αυτό ακριβώς το αδιέξοδο της κριτικής θεωρίας, η οποία επιλέγει να αγνοεί τον αντίκτυπο των ενσώματων μηχανισμών συναισθηματικής επήρειας.
Ο Guattari υποστηρίζει: «Η ομιλία παραμένει ουσιώδες μέσο, αλλά δεν είναι το μόνο· οτιδήποτε βραχυκυκλώνει τις αλυσίδες νοηματοδότησης, όπως στάσεις του σώματος, χαρακτηριστικά του προσώπου, διαρρυθμίσεις του χώρου, ρυθμοί, παραγωγές α-σημαίνουσας σημειωτικής (σε σχέση, για παράδειγμα, με τις νομισματικές συναλλαγές), παραγωγές σημείων μηχανικής υφής, όλα τα παραπάνω μπορούν να εμπλακούν σε αυτόν τον τύπο αναλυτικής συναρμογής. Η ομιλία αυτή καθαυτή –και δεν θα μπορούσα ποτέ να το τονίσω αυτό αρκετά– παρεμβαίνει μόνο στο μέτρο που λειτουργεί ως στήριγμα για υπαρξιακές επωδούς». Guattari, Chaosmosis, σ. 127-28.
Κατά τη βυζαντινή εικονοκλαστική διαμάχη, τη στιγμή που ο χριστιανισμός εδραιωνόταν ως οικουμενική θρησκεία (καθ-ολική εκκλησία), δηλαδή τη στιγμή που κυριάρχησαν η οἰκονομία και η διακυβέρνηση σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής, επινοήθηκε ο νεολογισμός εἰκονομία ή νόμος της εικόνας. Διασφάλιζε τη θέση της τέχνης στη θεία τάξη, με την εικόνα να μαρτυρά μια σημειωτικής υφής «κατάσταση εξαίρεσης». Η εἰκονομία μπόρεσε να επιβάλει σημειωτικά την αυθεντία του σημείου έναντι του ηγεμόνα: ήτοι, της εικόνας έναντι της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Η εικονοκλαστική και αντιμιμητική στάση των καλλιτεχνικών πρωτοποριών στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει τους νόμους της εἰκονομίας, που πλέον (και τουλάχιστον από την εποχή του ρομαντισμού και μετά) γίνεται κατανοητή ως ένας ιδιαίτερος τύπος αυτονομίας της τέχνης. Αυτό γίνεται συχνά αντιληπτό με καντιανούς όρους, εφόσον τα έργα τέχνης στερούνται κάθε εργαλειακής ή πρακτικής αξίας. Ωστόσο, η αυτονομία της τέχνης (όταν γίνει κατανοητή ως εἰκονομία) σημαίνει ότι η τέχνη φιλοδοξεί να θεμελιώσει την ολότητα του κοινωνικού/πολιτικού/ηθικού στην αισθητική, ανυψώνοντας έτσι το έργο τέχνης σε θεμελιακή στιγμή εδραίωσης κάθε σημασίας και αξίας. Για μια συζήτηση του όρου εἰκονομία σε σύγχρονο συγκείμενο, βλ. το δοκίμιό μου “Eikonomia: Notes on Economy and the Labor of Art”, e-flux Journal 35 (Μάιος 2012).
Stephen Zepke, Art as Abstract Machine: Ontology and Aesthetics in Deleuze and Guattari (Νέα Υόρκη: Routledge, 2005), σ. 4.
Jean-François Lyotard, The Inhuman: Reflections on Time (Κέμπριτζ: Polity Press, 1993), σ. 2.