Αποτέλεσμα μακροχρόνιων προσπαθειών μιας ένωσης επιφανών προσωπικοτήτων, μουσικών και μουσικόφιλων, το Μέγαρο εγκαινιάστηκε το 1991. Η κατασκευή και λειτουργία του χρηματοδοτήθηκε από μεγάλες εταιρείες, ιδιώτες και το κράτος, Επικεφαλής της εκστρατείας για την ολοκλήρωσή του ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης, ο οποίος συνέβαλε στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος της μεταπολίτευσης. Παρά το υψηλό κόστος συντήρησης και λειτουργίας του, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εισήγαγε την Ελλάδα στη διεθνή μουσική σκηνή και έκτοτε προσελκύει ανθρώπους από όλο το κοινωνικό, πολιτικό και ηλικιακό φάσμα. Από το 2017 το Μέγαρο Μουσικής ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο – άρα στο κοινό.
Κατά τη διάρκεια των 100 ημερών που διαρκεί η documenta 14 στην Αθήνα, οι φιγούρες του εικαστικού Απόστολου Γεωργίου επισκέπτονται το Μέγαρο μέσω μιας σειράς έργων στους άδειους προθαλάμους του κτιρίου με τους βαριούς χρυσοποίκιλτους πολυελαίους που ανάβουν μόνο κατά τη διάρκεια των συναυλιών· έργων με πρωταγωνιστές μονίμως μπλεγμένους σε παράδοξες και απειλητικές κοινωνικές τελετουργίες του πρόσφατου παρελθόντος και ίσως του σουρεαλιστικού παρόντος. Μέρος του εκτενούς μουσικού προγράμματος της documenta 14 πραγματοποιείται στις αίθουσες συναυλιών του Μεγάρου Μουσικής. Εκτελούνται σημαντικά έργα όπως η Συμφωνία αρ. 3, Op. 36 (Symphony of Sorrowful Songs) του Henryk Górecki και το έργο The People United Will Never Be Defeated! του Frederic Rzewski, όσο και έργα σημαντικών σύγχρονων συνθετών όπως ο Julius Eastman, η Éliane Radigue και ο Jakob Ullmann. Ο Joaquín Orellana Mejía παρουσιάζει την πρεμιέρα της νέας του δουλειάς, Sinfonía desde el Tercer Mundo (Συμφωνία από τον Τρίτο Κόσμο), κορύφωση πολυετών πειραματισμών με χορωδίες και ορχήστρες, με τα δικής του επινόησης ηχητικά σκεύη (útiles sonoros) που εκτίθενται στο Μέγαρο κατά τη διάρκεια της συναυλίας του.
Το μουσικό πρόγραμμα στο Μέγαρο εστιάζει σε καίριες πολιτικοοικονομικές στιγμές όπως εκφράζονται ή αντανακλώνται από τις μουσικές συνθέσεις και τους δημιουργούς τους. Ως προέκταση του κανονικού προγράμματος του Μεγάρου, η σειρά αυτή παρουσιάζει διαφορετικούς τρόπους ακρόασης και μια γνωριμία με τους ποικίλους, συχνά ανορθόδοξους αλλά καθοριστικούς, μηχανισμούς του ήχου. Εκτός από το πρόγραμμα συναυλιών, οι χωρικές παρεμβάσεις που αξιοποιούν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του Μεγάρου ενεργοποιούν τους προθαλάμους και τους άλλους ενδιάμεσους χώρους του κτιρίου, αμφισβητώντας τις «ιδανικές» ακουστικές συνθήκες που συνήθως επιδιώκουν οι θεσμοί του είδους και –αντιστρέφοντας τον κανόνα– ανάγουν τον χώρο και την αρχιτεκτονική σε πρωταρχικό στοιχείο της ηχητικής έκφρασης.