Το Ωδείο Αθηνών αποτελεί τμήμα μιας μεγαλόπνοης σύνθεσης που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, για την οποία ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Δεσποτόπουλος είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό που διενεργήθηκε το 1959 για λογαριασμό του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων. Επρόκειτο για μια από τις κορυφαίες εκφράσεις της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής, η οποία προωθούσε τον ορθολογισμό της Κεντρικής Ευρώπης και τις μεταπολεμικές απόπειρες που αποσκοπούσαν σε μια πιο διευρυμένη πολιτισμική πολιτική (για παράδειγμα, το Maison de la culture του André Malraux στη Γαλλία). Ο Δεσποτόπουλος οραματίστηκε ένα εθνικό θέατρο, ένα συνεδριακό κέντρο, ένα μουσείο, μια βιβλιοθήκη και ένα υπαίθριο θέατρο κοντά στο κέντρο της πόλης. Εντούτοις, επειδή το ευρύτερο σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, είναι δύσκολο να κατανοηθεί η αρχιτεκτονική ταυτότητα του κτιρίου του Ωδείου, καθώς είναι τοποθετημένο εν μέσω κτιρίων που είχαν σχεδιαστεί αλλά δεν χτίστηκαν ποτέ. Το Ωδείο ως μουσικός θεσμός ιδρύθηκε το 1871 από τον Μουσικό και Δραματικό Σύλλογο «Ωδείον Αθηνών». Τότε διδάσκονταν μόνο δύο μουσικά όργανα, φλογέρα και κιθάρα, τα οποία παρέπεμπαν στις απολλώνειες και στις διονυσιακές αισθητικές αρχές αντίστοιχα. Το ερώτημα κατά πόσο ο Δεσποτόπουλος εμπνεύστηκε από το μπράτσο της κιθάρας για το σχέδιο του κτιρίου του Ωδείου, παραμένει αναπάντητο. Από τη διεξοδική παρατήρηση των λεπτομερειών σε όλο το ανάπτυγμα της ανοιχτής οριζόντιας κατασκευής προκύπτουν ρυθμικές τομές που μετατρέπουν τη νεότερη αρχιτεκτονική του σε μια παρτιτούρα για τους φοιτητές, το διδακτικό προσωπικό και άλλους ενοίκους.
Κατά την επίσκεψή σας στην έκθεση της documenta 14 στο Ωδείο αξίζει να ασχοληθείτε με τον μυστικιστική και νεωτεριστή Έλληνα συνθέτη Γιάννη Χρήστου. Από τις πρώτες μέρες της documenta 14 στην Αθήνα η ιδέα του Χρήστου για το «continuum» (υπόστρωμα συνεχείας) αποτέλεσε το πειραματικό πλαίσιο για τις συνεδρίες ανάμεσα σε καλλιτέχνες, επιμελητές και στην ομάδα της documenta 14. Η «Μετάπραξη», μια άλλη ιδέα και μεθοδολογία που διερεύνησε ο Χρήστου, «αναφέρεται στη διαρραγή του εννοιολογικού φράγματος ενός μεμονωμένου εκφραστικού μέσου, όποιο κι αν είναι το μέσο αυτό. Όποτε συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε έχουμε μουσική». Η documenta 14, αναλογιζόμενη τις πρακτικές συνθετών όπως ο Χρήστου, η Pauline Oliveros και η Scratch Orchestra του Cornelius Cardew, καθώς επίσης και μια νέα γενιά καλλιτεχνών, επιχειρεί μια συλλογική αναθεώρηση της «χρήσης». Μια τέτοια προσέγγιση εμπλέκει το κοινό όσον αφορά την αλλαγή συνηθειών: πρέπει κανείς να αντικαταστήσει το κεφάλαιο με δαπάνες, την ιδιοκτησία με την οικειοποίηση, τη συντήρηση με τη χρηστικότητα, την πειθαρχία με τις δωρεάν δράσεις, την κατανάλωση με την απόλαυση.
Ένα τέτοιο εγχείρημα υπήρξε και η διαδικασία να συμβάλουμε στην αποκατάσταση ενός EMS Synthi 100, ενός σπάνιου αναλογικού συνθεσάιζερ που είχε αγοράσει στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ΚΣΥΜΕ, το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας. Μέχρι τώρα και για περισσότερα από 20 χρόνια το συνθεσάιζερ δυσλειτουργούσε. Η επανενεργοποίησή του καθιστά αυτό το όργανο ένα από τα λιγοστά που παραμένουν ακόμη σε λειτουργία σε όλο τον κόσμο, με σκοπό να ευνοήσει την προοδευτική μουσικότητα για την οποία πασχίζει το ΚΣΥΜΕ από το 1979, όταν ιδρύθηκε από τον Ιάννη Ξενάκη και τον Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου. Η documenta 14 ανέθεσε τη δημιουργία τεσσάρων συνθέσεων για αυτό το όργανο, που παρουσιάζονται στο Μέγαρο Μουσικής, διαμορφώνοντας μια γέφυρα ανάμεσα στο σημερινό μηχάνημα «αντίκα» και σε μια νέα γενιά Ελλήνων και διεθνών μουσικών ηλεκτρονικής μουσικής.