Στο διήγηµά του Από τι ζουν οι άνθρωποι (1885) ο Leo Tolstoy, µε την οξεία ανθρώπινη µατιά του, θέτει τρία ερωτήµατα: Τι κατοικεί µέσα στον άνθρωπο; Τι δεν δίνεται στον άνθρωπο; Τι κρατά τους ανθρώπους ζωντανούς; Το κείµενο είναι ένα από τα αγαπηµένα της Εύας Στεφανή, ο δε τίτλος του θα µπορούσε να είναι γενικός τίτλος του έργου της.
Η Εύα Στεφανή γεννήθηκε το 1964 στην Αλεξάνδρεια της Βιρτζίνια στην Αµερική. Τόσο οι ταινίες όσο και τα κείµενα που γράφει πατούν καλά στη θεωρία, κρατούν ωστόσο µια ποιητική ανεξαρτησία. Κάνει ντοκιµαντέρ παρατήρησης και πειραµατικές ταινίες που ξεκινούν και ολοκληρώνονται στη σφαίρα του πραγµατικού, ωστόσο αυτό που βλέπουµε είναι µια στρεβλή εκδοχή του. Ρίχνει µια λοξή µατιά στα πράγµατα, στους ανθρώπους, στην καθηµερινότητα και αναδεικνύει την παράδοξη πλευρά των ιστοριών που βρίσκονται, όπως η ίδια λέει, στις «παρυφές της πραγµατικότητας». Παρόλο που η δουλειά της εντάσσεται στο πλαίσιο του Κινηµατογράφου της Παρατήρησης και ακολουθεί τις βασικές µεθόδους του, τον προσεγγίζει µε διαφορετικό τρόπο: παίρνει θέση. Μέσα από µια διαδικασία συµµετοχικής παρατήρησης αναπτύσσει σχέσεις µε τους ανθρώπους που θα κινηµατογραφήσει, οι οποίες µπορεί να κρατήσουν µέρες, µήνες ή και χρόνια.
Είτε όταν παρακολουθεί τη βραδινή ζωή του κεντρικού σιδηροδροµικού σταθµού της Αθήνας και των θαµώνων του (Αθήναι, 1995), είτε όταν βρίσκεται επικεντρωµένη σε µεµονωµένους πρωταγωνιστές (Το κουτί, 2004, Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά, 2012), η Στεφανή φωτίζει τις πιο ασυνήθιστες πτυχές µιας κατάστασης, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην «µπεκετική» διάσταση της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Το ίδιο κάνει και µε τις µικρές ιστορίες που γράφει (όπως τα «Μαλλιά του Φιν», 2014), που ενώ πατούν στην παρατήρηση και στον ρεαλισµό τονίζουν την υπερρεαλιστική του διάσταση. Κάνοντας, έτσι, το δεδοµένο ανοίκειο, µας καλεί να δούµε την πραγµατικότητα µε άλλο τρόπο.
Στο φιλµ Ακρόπολις (2001/2004) κοιτάζει το γνωστό µνηµείο µέσα από µια ανατρεπτική, φεµινιστική µατιά. Ακολουθεί σκηνοθετικά µια αντίστροφη από την παρατήρηση διαδικασία, συνθέτοντας Super 8 µε υπάρχον πορνογραφικό και αρχειακό υλικό, και, ταυτίζοντας τον Παρθενώνα µε το γυναικείο σώµα, επαναδιαπραγµατεύεται τις δεδοµένες αντιλήψεις που έχουµε για την ελληνικότητα και τη θηλυκότητα. Τόσο η Ακρόπολις όσο και ο Εθνικός Ύµνος (2007) –που λογοκρίθηκε κατά την πρώτη παρουσίασή του στην Αθήνα– είναι φιλµ που θέλουν να προκαλέσουν τις ηγεµονικές ιδεολογίες και αντιλήψεις που συνδέονται µε τα εθνικά σύµβολα.
Από τι ζουν οι άνθρωποι, λοιπόν – αλλά και τα µνηµεία; Αυτή η κεντρική ερώτηση στο µυαλό της Στεφανή την κρατά στην εγρήγορση της µόνιµης αναζήτησης της αλήθειας πέρα από το προφανές και δίνει στο έργο της την ιδιαίτερη ποιότητα ενός έργου πειραµατικού και κλασικού την ίδια στιγµή.
Κατερίνα Τσέλου