Η Beatriz González ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην Μπογκοτά, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική και ζωγραφική, καθώς επίσης και ιστορία της τέχνης µε την τεχνοκριτικό Marta Traba. Στις εικαστικές της αναζητήσεις η González, που γεννήθηκε το 1938 στην Μπουκαραµάνγκα, οικειοποιείται εικόνες από την ιστορία της τέχνης της Δύσης και τις τοπικές εφηµερίδες και τους δίνει νέα µορφή µέσα από ένα ιδίωµα που αποτελείται από µορφές, επίπεδες επιφάνειες και µια ιδιόρρυθµη χρωµατική παλέτα. Αποµακρύνεται από τον καµβά και εξερευνά υλικά της καθηµερινότητας: κουρτίνες, έπιπλα και, πιο πρόσφατα, ταπετσαρίες.
Παρότι η González έχει αξιοποιήσει ευρωπαϊκά αριστουργήµατα της τέχνης, από έργα του Vermeer έως και του Picasso, ήδη από την πρώτη της έκθεση το 1964 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μπογκοτά, πάντα µετατοπίζει την αρχική πηγή έµπνευσης, παραπέµποντας στη χαµηλή ποιότητα εκτύπωσης κατά την αναπαραγωγή της «εικόνας» που εξάγεται στον αποκαλούµενο Τρίτο Κόσµο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η δηµιουργία της µε τίτλο Telón de boca para un almuerzo (Αυλαία για ένα πρόγευµα, 1975), ένα µεγάλο έργο από ακρυλικό χρώµα επάνω σε κουρτίνα που εκτέθηκε στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1978. Σχετικά µε αυτό η δηµιουργός επισηµαίνει:
Η ιδέα για την κουρτίνα µού ήρθε όταν επισκέφθηκα τη βρόµικη λεωφόρο Jimenez στην Μπογκοτά. Στη βιτρίνα ενός µαγαζιού, δίπλα σε κάτι µπουκάλια και σνακ, βρήκα ένα περιοδικό Salvat που στο αλλοιωµένο από τη σκόνη και τον ήλιο εξώφυλλό του είχε το έργο του Manet Le Déjeuner sur l’herbe (Πρόγευµα στη χλόη). Έµοιαζε µε κουρτίνα ή µε σκηνή τσίρκου ζωγραφισµένη µε ξεθωριασµένα ακρυλικά χρώµατα. Έδινε µια αίσθηση της συνεχώς µεταβαλλόµενης φύσης που τόσο επιδίωκαν οι ιµπρεσιονιστές.
Οι πίνακες της González, παρότι θυµίζουν τη λαϊκή εικονογραφία, αµφισβητούν την υπόθεση ότι υφίσταται µια παγκόσµια κουλτούρα. Σε αντίθεση µε την αγγλοσαξονική ποπ αρτ, η ζωγράφος δεν απεικονίζει τις απανταχού παρούσες συνθήκες του καταναλωτισµού, αλλά µάλλον θέτει υπό αίρεση τους σηµειολογικούς δείκτες της υπανάπτυξης. Παράδειγµα αποτελούν τα «έργα-έπιπλα» που εκτέθηκαν το 1971 στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, πίνακες ενσωµατωµένοι σε µεταλλικά τραπέζια και κρεβάτια – η Τraba περιέγραψε την προσέγγιση της González ως «τέχνη του περιθωρίου», µια κριτική για την οποία θα λέγαµε ότι η καλλιτέχνις την ασπάστηκε ως εποικοδοµητική· ή τα πολυάριθµα έργα της που βασίζονται σε εικόνες από τοπικές εφηµερίδες: το Decoración de interiores (Διακόσµηση εσωτερικών χώρων, 1981) αποτελείται από διάφορες απεικονίσεις του Turbay, προέδρου της Κολοµβίας από το 1978 µέχρι το 1982, σε µια δεξίωση, τυπωµένες σε µια τεράστια κουρτίνα· ή το πρόσφατο έργο της Wiwa Stories (Ιστορίες των Wiwa, 2014), για το οποίο χρησιµοποιεί µοτίβα εµπνευσµένα από την τραγωδία της κοινότητας αυτοχθόνων Wiwa, αναπαραγµένα σε ταπετσαρία. Έργα όπως αυτά παρωδούν τις κοινωνικές και πολιτικές πτυχές της ζωής στην Κολοµβία και στηλιτεύουν τον εκχυδαϊσµό της βίας και τον παραλογισµό της εξουσίας. Ως εκ τούτου, το έργο της González είναι διδακτικό. Οι πίνακές της, απαρνούµενοι τις διαδικασίες µιµητισµού και πολιτισµικής εξάρτησης, µεταµορφώνουν την εµπειρία της πρόσληψης παραστάσεων σε εµπειρία κριτικής οικειοποίησης.
Paz Guevara