«… πάει καιρός από τότε που άφησα πίσω µου το µπλε. Μαντρωµένος στην ώχρα, στο κεραµιδί, στο καφέ και στο πράσινο της µέντας. Ζω µέσα σε µια παλέτα σκούρων χρωµάτων και ανάµεσα σε καθιερωµένα αντικείµενα. Έτσι πορεύοµαι στη στέπα της καθηµερινότητας, ανάµεσα σε χαρτιά, νιπτήρες, γραφεία, καρέκλες· τα παπούτσια µου δεν ταιριάζουν σε ζευγάρι, ικετεύω ανελέητα µια γλάστρα, γλιστρώ και πέφτω µε τα µούτρα στο κράσπεδο, ξανά και ξανά.
»Πάλλοµαι ανάµεσα στο συναισθηµατικό αδιέξοδο του αναπόφευκτου και στην αναµονή µιας επικείµενης αλλαγής, ανάµεσα στη γαλήνη και στον καηµό, ανάµεσα στην απόλυτη ήττα και στη λύτρωση. Άλλοτε βράζω απ’ τον θυµό, άλλοτε πνίγοµαι στην κατάθλιψη, ίσως και να έχω κατά καιρούς πλεύσει σε πελάγη ευτυχίας. Τίποτα όµως δεν ζω φωναχτά. Σχεδόν ανέκφραστος, αντιδρώ αποκλειστικά µέσα από µια σειρά φαινοµενικά παράλογων χειρονοµιών, ενώ παραµένω πάντα παγιδευµένος σε αυτόν τον τόπο –ή καλύτερα σε αυτόν τον ‟µη τόποˮ– που είναι άχρονος και µοναχικός. Μια non finito συνθήκη που διαδραµατίζεται σε κύκλους, και σε κάθε νέα στροφή οι αλλαγές είναι µηδαµινές.
»Ενίοτε προσπαθώ να δραπετεύσω από το φόντο, να σκαρφαλώσω σε κάποια τετράγωνα ή ορθογώνια ανοίγµατα, σαν παράθυρα. Κάποιες φορές ζαλίζοµαι και λιποθυµώ. Μένω ακίνητος, κρεµασµένος στο κούφωµα, µέχρι να συνέλθω. Μια φορά βρέθηκα να πνίγοµαι σε µια πληµµυρισµένη κουζίνα. Ήµουν εκεί µαζί σου. Είχαµε µάλλον αφήσει τη βρύση να τρέχει και περιµέναµε καθισµένοι στον πάγκο τη στάθµη του νερού να ανεβεί. Καµιά φορά αναπολώ τις κοινές στιγµές µας· τις αµέτρητες ώρες που περνούσαµε καθισµένοι σε αντικριστές πολυθρόνες, µερικές φορές µε το κεφάλι κάτω στο πάτωµα και τα πόδια ψηλά στο ταβάνι, αντιδρώντας µε αυτόν τον τρόπο όπως µπορούσαµε σε ό,τι µας συνέβαινε µέσα και έξω από τον πίνακα.
»Με λένε Κώστα, βρισκόµαστε στο 1950, ή στη δεκαετία του ’60, ή του ’80, στο 2000 ή και πιο µετά – δεν είµαι σίγουρος ακριβώς για την ηµεροµηνία. Ποιοι είναι αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες γύρω µου που προκαλούν τόση ανησυχία; Ούτε και γι’ αυτούς είµαι σίγουρος. Φοράω συνήθως το κουστούµι µου προκειµένου να µην παρεκτραπώ, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Θα µπορούσα να είµαι ο αντιήρωας της διπλανής πόρτας, το αρχέτυπο της καταπιεσµένης αρρενωπότητας, ο προδοµένος πολίτης. Ή ίσως και να είµαι µια από τις φιγούρες στους πίνακες του Απόστολου Γεωργίου, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1952…»
Μαρίνα Φωκίδη