Ε: Ποιο ήταν το πρώτο έργο τέχνης που πουλήσατε;
Α: Μια υδατογραφία του θείου µου. Προσποιήθηκα πως ήταν δική µου.1
Η αντιδραστική απάντηση του Daniel Knorr θυµίζει τη φράση του Paul de Man στην εισαγωγή του δοκιµίου του «The Concept of Irony» (Η έννοια της ειρωνείας), όπου παρατηρεί ότι –από τη στιγµή που η ειρωνεία δεν είναι έννοια– ο τίτλος του δοκιµίου είναι ειρωνικός (ως εισαγωγή στη δική του θεωρία της λογοτεχνίας, τη θεωρία του υποκειµένου και την περίπλοκη άποψή του περί οντολογίας). Γιατί όµως ο Knorr υπεκφεύγει; Η απάντησή του εµπεριέχει αλήθεια και ψεύδος, χιούµορ και σοβαρότητα – αφήνοντας πράγµατα ανείπωτα, για να συµπληρωθούν υποθετικά.
O Knorr (Βουκουρέστι, 1968) είναι εξαιρετικός στο να δηµιουργεί σύγχυση και να παίζει µε την «ασάφεια των ορίων».2 Ως εκπρόσωπος της Ρουµανίας στην 51η Μπιενάλε της Βενετίας η συνεισφορά του ήταν ένα κενό περίπτερο (European Influenza [Ευρωπαϊκή γρίπη], 2005). Ήταν όντως κενό; Και αν αυτό το κενό αποκτούσε βάρος ξαφνικά – µα από τι; Από ποιες αντιλήψεις περί αναπαράστασης, ταυτότητας, κληρονοµιάς; Ή από ποιες φαντασιώσεις περί αυτών; Πόσο πυκνό µπορεί να γίνει αυτό το κενό – και έχει άραγε τη δύναµη να γκρεµίσει τους τοίχους της Βενετίας, τοίχους µπουχτισµένους από περίκοµψη διακόσµηση; Πώς οφείλει κανείς να αντιληφθεί τα αγάλµατα βασιλέων, αρχιεπισκόπων και στρατηγών στα οποία ο Knorr έχει φορέσει µπαλακλάβες, κάνοντάς τα να µοιάζουν µε τροµοκράτες (Stolen History [Κλεµµένη ιστορία], 2008); Τι στερεότυπα κινητοποιεί ο καλλιτέχνης εξαπολύοντας στους δρόµους ροµπότ που τα έχει κάνει να µοιάζουν µε ζητιάνους (Lui & Morty, 2002); Και τι αναφορές ζωντανεύουν µε το να κρεµά τις πολύχρωµες σηµαίες από ηµιµυστικές φοιτητικές αδελφότητες στη Neue Nationalgalerie του Βερολίνου (Nationalgalerie, 2002); Τα έργα του Knorr αναρτώνται σε έναν επισφαλή «ενδιάµεσο χώρο» όπου τα πράγµατα, οι τόποι, τα ιστορικά γεγονότα και οι ταυτίσεις µπορούν να µετατοπιστούν από ένα προφανές σύνολο συνδηλώσεων σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό.
Τα έργα του Knorr υλοποιούνται µε πολλούς τρόπους: µέσα σε γκαλερί, σε δηµόσιο χώρο, ως κείµενο, ως εφηµερίδα, ως διαφήµιση, ακόµα και ως συζήτηση. Καθένα από αυτά εµπεριέχει, όπως και η ειρωνεία του de Man, την πολυσηµία – την πεποίθηση πως η πραγµατικότητα µπορεί να αναπαρασταθεί µε πλήθος τρόπους, οι οποίοι όχι µόνο αντιφάσκουν, αλλά είναι εγγενώς ασταθείς. Για τον Knorr η ειρωνεία δεν είναι στόχος: είναι το εργαλείο που εισάγει απείθαρχη αποστασιοποίηση – υποσκάπτοντας, γελοιοποιώντας και επεξηγώντας την πραγµατικότητα, θέτοντάς την εντός εισαγωγικών.
Γιατί πώς αλλιώς –αν όχι ειρωνικά– µπορεί κανείς να ερµηνεύσει την αµφισηµία της απάντησης του Daniel Knorr σε µια εµφανώς απλή ερώτηση;
Marta Dziewańska
1 Lori Fredrickson, «9 Questions for “Depression Elevations” Artist Daniel Knorr», Blouin Artinfo
(29 Ιουλίου 2013).
2 Wayne C. Booth, The Rhetoric of Irony (Σικάγο: University of Chicago Press, 1974), σελ. 270.