Οι πολιτικές των χώρων καθορίζονται από τις δοµές τους –την αρχιτεκτονική και τις υποδοµές τους ή την έλλειψη αυτών– καθώς και από τις ιδέες, τους σκοπούς και τις προθέσεις που αυτές οι δοµές υπηρετούν. Μουσεία, κρατικά κτίρια, σιδηροδροµικοί σταθµοί ή οικιστικές ζώνες, όλα είναι προσβάσιµα, κατοικήσιµα, τροµακτικά ή ενοχλητικά ανάλογα µε τη χωρική πολιτική τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά απορροφώνται, ενσωµατώνονται και εκπέµπονται από τα άτοµα που κατοικούν αυτούς τους χώρους.
Μπορούµε να διαταράξουµε και να υπονοµεύσουµε τις πολιτικές των χώρων χορηγώντας τους νέες δοµές, επιβάλλοντας νέα νοήµατα σε αυτούς ή απεκδύοντάς τους από την επιδιωκόµενη σηµασία τους. Η πρακτική του Ibrahim Mahama να τυλίγει κτίρια µε ύφασµα πρέπει να ερµηνεύεται υπό αυτό το πρίσµα. Ο Mahama, που γεννήθηκε το 1987 στο Ταµάλε της Γκάνας, καλύπτει συχνά κτίρια –θέατρα, µουσεία, κατοικίες, υπουργεία– στην Άκρα και στο Κουµάσι.
Ο καλλιτέχνης χρησιµοποιεί κουρελιασµένους σάκους από γιούτα που παίρνει από εµπόρους µε αντάλλαγµα καινούριους σάκους. Το νόµισµα είναι µνήµη. Οι σάκοι, οι οποίοι κατασκευάζονται στην Ασία, διανέµονται σε ολόκληρο τον κόσµο και χρησιµοποιούνται στην Γκάνα για τη συσκευασία κακάο, καφέ, ρυζιού, φασολιών και κάρβουνου, δηλαδή προϊόντων που εξάγονται στην Αµερική και στην Ευρώπη. Αποτελούν συνεπώς την υλική διάσταση µιας ιστορίας παγκόσµιου εµπορίου. Αφενός πρόκειται για αποδεικτικά εγκληµατολογικά στοιχεία στο πλαίσιο των ερευνών του καλλιτέχνη για τις παγκόσµιες εκδηλώσεις της καπιταλιστικής οικονοµίας και αφετέρου αποκαλύπτουν τις τοπικές σχέσεις ανάµεσα στη διεθνή εργατική τάξη. Μεταξύ των ανθρώπων που πλέκουν, συσκευάζουν, φορτώνουν και µεταφέρουν τους σάκους αφήνοντας πάνω τους ιδρώτα, ονόµατα, ηµεροµηνίες και άλλες συντεταγµένες. Οι σάκοι γίνονται δέρµατα µε σκαριφισµούς που προδίδουν τα κοινωνικοπολιτικά και οικονοµικά κληροδοτήµατά τους.
Η επιλογή από τον Mahama της γιούτας ως υλικού για την τέχνη του και η κάλυψη µε αυτή κτιρίων µε τρόπο που να αποκρύπτονται τα χαρακτηριστικά τους αποτελεί συνέχεια µιας µακράς ιστορίας της χρήσης της ως υφάσµατος στη δυτική Αφρική, όπου τη χρησιµοποιούσαν για να φτιάχνουν κουρτίνες, παραδοσιακά ενδύµατα αλλά και ως διακοσµητικό υλικό. Μετά τη συλλογή των σάκων, µια οµάδα ανθρώπων που ο καλλιτέχνης αποκαλεί «συνεργάτες» –κατά κύριο λόγο εσωτερικοί µετανάστες από αγροτικές ή αστικές περιοχές της χώρας– ράβουν τα τεράστια γλυπτά από γιούτα σε συντροφικό κλίµα. Οι χώροι όπου πραγµατοποιείται αυτή η εργασία, κάποιος εγκαταλειµµένος σιδηροδροµικός σταθµός, ένα σιλό ή η αυλή του πατρικού σπιτιού του καλλιτέχνη, διαµορφώνουν το έργο: το γλυπτό παίρνει το σχήµα του χώρου στον οποίο παράγεται, καθώς ενσωµατώνει το πνεύµα αυτού του χώρου. Το αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία µιας νέας χαρτογραφίας αυτών των πόλεων, η χαρτογράφηση και η δικτύωση χώρων µε βάση τα κίνητρα και τους σκοπούς που ο Mahama επινοεί µεταξύ τους.
Bonaventure Soh Bejeng Ndikung