Δεν ήμασταν ένας προορισμός, μέρος ενός εκτεταμένου χάρτη. Υπήρχε η επικράτεια, αλλά δεν βρισκόμασταν πάνω στη διαδρομή. Ο Νότος δεν ήταν είδηση, αλλά αποτελούσε ακόμα υλικοτεχνική πρόκληση για τους συνήθεις επαγγελματίες που διέρχονταν από αυτόν. Όντως, είναι αφελές να θεωρείται ότι μια μπιενάλε μπορεί να προσγειωθεί σε κενό, παρθένο έδαφος – αν μη τι άλλο, το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Δεν ήταν καθόλου απομονωμένη, καθώς προέκυψε ως συμφυές σύμπτωμα της ευρύτερης εικόνας, σφηνωμένη μεταξύ της documenta X και της documenta 11: μια πυκνή εποχή που έσφυζε από παθολογίες, συγκρούσεις, αντιφάσεις, επιβεβλημένες στρατηγικές, χάρτες, διαδρομές και άλλα πολλά. Το τόσο αναγκαίο κοινό στρατολογούνταν, όμως ως επί το πλείστον, ακόμα και σήμερα, το γεγονός παραμένει μια αντήχηση, μια φήμη, μια σκέψη, ένα δελτίο τύπου.
Η 2η Μπιενάλε του Γιοχάνεσμπουργκ: Εμπορικές Οδοί – Ιστορία και Γεωγραφία, του 1997, εναρμονίστηκε με την ευφορία του Έθνους Ουράνιου Τόξου της Νότιας Αφρικής, φέροντας μαζί τα σύνεργα της δημιουργικότητας και την εμπορευματοποίηση του οικείου. Η απόσταση ήταν σημαντική εκείνη την εποχή, και η έννοια του Βορρά επηρέαζε με διάχυτο τρόπο τη ζωή την εποχή πριν από τη φρενίτιδα του διαδικτύου και των μέσων ενημέρωσης. Στο νοτιότερο άκρο της Αφρικής, η εκδήλωση ήταν μια σχετικά θολή εκδοχή της πραγματικότητας και η απήχησή της ήταν αντίστοιχη της υποβρύχιας ακουστικής. Κι όμως καταβροχθίστηκε με απαράμιλλη όρεξη – καταβροχθίστηκαν όλα όσα ήταν απρόσιτα τόσο καιρό. Ήταν σαν ο Νότος να είχε δόντια, υγρή γλώσσα, στομάχι και φωνή.
Η ανορθόδοξη εκθεσιακή ιστορία μας ακολουθεί έναν ιστό εμπορικών οδών στον χρόνο και στον χώρο, αξιοποιώντας πλήρως τη θέση μας ως ελάσσονος ακροατηρίου, ως αργοπορημένου κοινού. Η documenta X το 1997 διοργανώθηκε υπό την επιμέλεια της πρώτης γυναίκας στην καλλιτεχνική διεύθυνση του θεσμού, της Catherine David. Η 2η Μπιενάλε του Γιοχάνεσμπουργκ ακολούθησε λίγο αργότερα την ίδια χρονιά, από τον νεαρό τότε Okwui Enwezor, ο οποίος αμέσως μετά διηύθυνε την documenta 11 του 2002. Τώρα, είκοσι χρόνια μετά το ξεκίνημα αυτό, άλλη μια διοργάνωση της documenta έχει βρεθεί στην Αθήνα. Για όσους έχουν φυσική παρουσία, αυτές οι εκθέσεις έχουν πραγματική υπόσταση και αστική τραχύτητα. Για τους άλλους, μπορεί να παραμείνουν σκιές που το περίγραμμά τους διαγράφεται από ογκώδεις καταλόγους οι οποίοι κυκλοφορούν σε έμπιστα χέρια.
Έτσι κοντοζυγώνει (nè) η εποχή των αφηγητών, αυτών που ούτε επιβεβαιώνουν ούτε αρνούνται το παρελθόν· η εποχή που στις πόρτες των εκδηλώσεων που είναι γνωστές ως mega events συγκεντρώνονται προσωπικότητες γεμάτες νευρικότητα, ένταση, φλυαρία και αμηχανία. Ξεθωριασμένες ομοιοτυπίες και μετα-αλήθειες εκτελούν χρέη ψευδομάρτυρα. Πώς ακριβώς ενσαρκώνεται αυτή η γνώση, όταν η λέξη γίνεται στόμα; Ποιος αποκλείεται από την προσπάθειά μας διαρκώς να συμπεριλαμβάνουμε, να επανακατευθύνουμε και να επανεκπαιδεύουμε τον κόσμο (της τέχνης); Τι μένει να δούμε (sê);
Η εκδήλωση πραγματοποιείται στα αγγλικά.
Η Clare Butcher είναι μέλος της ομάδας «μια εκπαίδευση» της documenta 14. Κατάγεται από τη Ζιμπάμπουε και στο πλαίσιο της πρακτικής της μαγειρεύει. Έχει διοργανώσει προγράμματα ανάγνωσης, συγγραφής και έρευνας με φοιτητές από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα Gerrit Rietveld Academy, Piet Zwart Institute’s Masters of Education in Art & Design και το Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν.
Η Γεωργία Κοτρέτσος είναι εικαστική καλλιτέχνις και επαγγελματίας θεατής στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική όταν ήταν έφηβη, την εποχή που καταργήθηκε το απαρτχάιντ. Με το έργο της ασκεί κριτική στην ομοιομορφία που επέρχεται όταν βλέπεις διά της μελέτης· προτείνει και εφαρμόζει απελευθερωτικές και αναρχικές προσεγγίσεις στον τρόπο που βλέπουμε την τέχνη.