Ενόσω ζούσε με τη θεία και τον θείο της κοντά στο Καρντέντου, στην επαρχία της Σαρδηνίας, λόγω της ασθενικής της φύσης, η μικρή Maria Lai κατέστρωνε τολμηρά σχέδια στους τοίχους της κουζίνας χρησιμοποιώντας κάρβουνα από το τζάκι. Ξεκίνησε το σχολείο εννέα χρονών και δυσκολευόταν να διαβάσει και να γράψει έως ότου ένας δάσκαλος με ευαισθησίες (ο ποιητής και συγγραφέας Salvatore Cambosu, που αργότερα έγινε μέντοράς της και καλός φίλος) της έμαθε να διαβάζει στίχους μεγαλόφωνα και να ακολουθεί τον ρυθμό της εκφοράς και τις παύσεις. Για τη Lai, που είχε γεννηθεί το 1919 και είχε ανατραφεί σε μια απομονωμένη κουλτούρα όπου το προφορικό στοιχείο έπαιζε σημαντικό ρόλο –ειδικά στους κοινωνικούς χώρους όπου κυριαρχούσαν οι γυναικείες φωνές– ο προφορικός λόγος γεφύρωσε το κενό μεταξύ αναλφαβητισμού και μόρφωσης.
Στην τέχνη, η εκφορά του λόγου αποτέλεσε τον πυρήνα της πρακτικής της. Ενώ στα πρώτα της έργα με μολύβι και μελάνι, τα οποία εκτέθηκαν το 1957 στην Galleria L’Obelisco στη Ρώμη (όπου είχε μετακομίσει το ’56), απεικόνιζε γυναίκες της Σαρδηνίας να εργάζονται σιωπηλά, αργότερα στράφηκε στα κεντήματα, στη συρραφή υφασμάτων και στα νήματα που κρέμονταν από την επιφάνεια των έργων της για να δημιουργήσει έντονα «α-σημασιολογικά γραπτά», όπως τα χαρακτηρίζει η ποιήτρια και επιμελήτρια τέχνης Mirella Bentivoglio. Το 1971, μετά από μακρά περίοδο αποστασιοποίησης από την καλλιτεχνική σκηνή, μια έκθεση στην Galleria Schneider στη Ρώμη αποκάλυψε τη νέα της κατεύθυνση: με τον κύκλο Telai (Αργαλειοί) αποδόμησε τον καμβά με πλαίσιο, δημιουργώντας γλυπτά όπου συμπλέκονταν η ζωγραφική και η ύφανση, μέσω των οποίων η ζωτική κληρονομιά των «αρχαϊκών» της καταβολών μεταφράστηκε σε λεξιλόγιο της σύγχρονης τέχνης.
Ακολούθησαν άλλες αφηρημένες συνθέσεις της, όπως τα μεγάλα έργα Tele cucite (Ραμμένοι καμβάδες), Lavagne (Μαυροπίνακες), Geografie (Γεωγραφίες), Lenzuoli (Σεντόνια), σε επαναλαμβανόμενους κύκλους. Αντί για τη γραφομηχανή, την οποία χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι ποιητές της εποχής της, η Lai επέλεξε τη ραπτομηχανή προκειμένου να προσδώσει αφαιρετικότητα στα σήματα και στα «γράμματά» της και να καταγράψει την ανεξιχνίαστη και δυσανάγνωστη καλλιγραφία τους. Έψησε βιβλία από ζυμάρι και πηλό, ενώ έραψε και βιβλία από τις πρώτες λέξεις μέχρι τις τελευταίες, σε μαλακό ύφασμα ή χαρτί. Όταν ο δήμος του Ουλασάι, της γενέτειράς της, της ζήτησε να δημιουργήσει ένα πολεμικό μνημείο, εκείνη αντιπρότεινε ένα «μνημείο για τους ζώντες» με τίτλο Legarsi alla montagna (Σύνδεση με το βουνό): το 1981, συνέδεσε ολόκληρο το χωριό με μια μπλε κορδέλα φτιαγμένη από ύφασμα τζιν που διέτρεχε όλα τα σπίτια και έφτανε μέχρι την κορυφή του βουνού, σαν από αρχαίο λαϊκό παραμύθι. Αυτό το «κοινωνικό γλυπτό» ακολούθησαν άλλες δημόσιες δράσεις και έργα στο Άτζους, Καμερίνο, Οροτέλι, Σίλικουα και Βιλασίμιους, καθώς και νέα υπαίθρια πρότζεκτ στο Ουλασάι. Παράλληλα, η Lai συνεργάστηκε με θεατρικούς θιάσους, διοργάνωσε εργαστήρια σε σχολεία και αφηγήθηκε την ιστορία της σε βιβλία τέχνης όπως το La barca di carta (Το χάρτινο πλοίο, Arte Duchamp, Κάλιαρι, 1996), οι σελίδες του οποίου «συνδέουν τα νήματα ενός σκεπτικού για την κατασκευή, ανάγνωση και επανεξέταση της τέχνης», όπως είπε η ίδια η καλλιτέχνις, η οποία απεβίωσε το 2013 στο Καρντέντου.
—Barbara Casavecchia