H Anne Charlotte Robertson, που γεννήθηκε το 1949 και έζησε στη Μασαχουσέτη, ήταν μια κινηματογραφίστρια που με μια Super 8 κάμερα και ιδιαίτερα έντονη αυτεπίγνωση δημιούργησε ένα ρηξικέλευθα προσωπικό σινεμά σε πρώτο πρόσωπο. Παρότι αναγνωρίστηκε και καταξιώθηκε ως καλλιτέχνιδα ενόσω ζούσε, μόλις σήμερα εκτιμάται επιτέλους ως μια επιδραστική πρωτοπόρος του κινηματογράφου σε μορφή ημερολογίου, που είχε σημειώσει ήδη μεγάλη άνθηση στην περιοχή της Βοστόνης και του Κεμπριτζ και ήταν γνωστός χάρη στο έργο των Ed Pincus και Ross McElwee. Όταν επλήγη από ψυχική νόσο, η Robertson ανακάλυψε μια ζωτική μορφή αυτοθεραπείας στην ημερολογιακή κινηματογραφική πρακτική την οποία επινόησε και τελειοποίησε στο αριστούργημά της με τίτλο Five Year Diary (1981–1997) [Ημερολόγιο πέντε ετών (1981-1997)], που διαρθρώνεται σε ογδόντα ένα μεμονωμένα κεφάλαια, ή «μπομπίνες», τα οποία συνιστούν ένα κράμα τολμηρών πειραματισμών, αυτοσαρκαστικού χιούμορ και ακατέργαστου συναισθήματος το οποίο μεταμορφώνεται σε συγκινητικό αλλά λυρικό χρονικό μιας δύσκολης ζωής που ήταν συχνά οδυνηρή. Η ταινία επιφέρει την κάθαρση και συγκλονίζει· τραχιά και συγκινητική, με αφοπλιστικό χιούμορ και πνεύμα διαλογισμού, παρουσιάζει μια εξαιρετικά ειλικρινή και αποκαλυπτική αυτοπροσωπογραφία μιας καλλιτέχνιδας και γυναίκας η οποία προσπαθεί να καταλάβει τους κατακλυσμιαίους πόθους και τις σκοτεινές σκιές που σφράγισαν τον κόσμο της. Παρά τη μεγάλη διάρκεια και την ένταση, το έργο παραμένει γοητευτικά προσβάσιμο και συναρπαστικό, χάρη στη δύναμη και την ομορφιά των εικόνων της Robertson. Το ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας Five Year Diary είναι η καινοτόμος και επιτελεστική αφήγηση voice-over, με την ίδια τη Robertson συχνά να ηχογραφεί ζωντανά μια δεύτερη αφήγηση κατά τη διάρκεια δημόσιων προβολών, για να βγάλει μια έντονη, σχεδόν μουσική πολλαπλότητα φωνών που ενσαρκώνει τον αδιάλειπτο εσωτερικό διάλογο και την έκθεσή του στο κοινό, σημαντικές σταθερές της κινηματογραφικής δημιουργίας της.
Το μοναδικό όραμα και η δέσμευση της Robertson στον ανεξάρτητο –με την πλήρη και απόλυτη έννοια– κινηματογράφο είναι άμεσα αντιληπτή ήδη από τα πρώτα έργα που γύρισε πριν ακόμη εγγραφεί στο Κολέγιο Τεχνών της Μασαχουσέτης, από όπου έλαβε το πτυχίο της (MFA) το 1985. Ήδη, σε πρώιμα έργα της όπως το Spirit of ’76 (Το πνεύμα του’76) ο οξύτατος αυτοσαρκασμός, το ανατρεπτικό χιούμορ και η εμμονική προσοχή στη λεπτομέρεια και την υφή είχαν αρχίσει να αποτελούν σημαντικά στοιχεία που έγιναν σήμα κατατεθέν των μεταγενέστερων ταινιών της. Στο τολμηρότατο αβανγκάρντ πρόγραμμα Κινηματογράφου/Βίντεο της σχολής της, η Robertson βρήκε έναν σημαντικό μέντορα στο πρόσωπο του καθηγητή Saul Levine, ο οποίος επηρέασε με σαφή τρόπο την τεχνοτροπία της, ως ημερολογιογράφος και ακτιβιστής που χρησιμοποιούσε Super 8, γρήγορο μοντάζ με ομοβροντίες σκηνών και εμμονή με το φως. Χάρη στην εμπειρία της στο Κολέγιο Τεχνών της Μασαχουσέτης, η Robertson κατάφερε να εμβαθύνει στο τολμηρά πειραματικό και καλλιτεχνικό σινεμά, εγκαινιάζοντας έναν δυναμικό και σημαντικό διάλογο με το έργο πολλών σύγχρονων και πρωτοποριακών κινηματογραφιστών. Κατά συνέπεια, ο τρόπος που χρησιμοποίησε την τεχνική stop-motion animation και τον επιτελεστικό εαυτό της ως «σταρ» θα πρέπει να εξεταστούν σε συσχετισμό με το έργο των Marie Menken, Andy Warhol και Luther Price, ο οποίος ήταν επίσης απόφοιτος της ίδιας σχολής.
—Haden Guest, διευθυντής του Harvard Film Archive