O Abdurrahim Buza είναι ένας από τους πλέον αξιοσέβαστους ζωγράφους της Αλβανίας, ο οποίος σταδιοδρόμησε κατά τα χρόνια πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Buza γεννήθηκε το 1905 στα Σκόπια (πΓΔΜ) και η οικογένειά του καταγόταν από την Γκιάκοβα (Κόσοβο). Έχασε τους γονείς του όταν ήταν εννέα ετών. Οι συγγενείς του φρόντισαν να λάβει την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του στην πόλη Σκόδρα και μετά στα Τίρανα και στο Ελμπασάν. Αργότερα έλαβε υποτροφία από την κυβέρνηση του Ζογκ Α΄, βασιλιά της Αλβανίας, για να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Τορίνου και της Φλωρεντίας, και στη συνέχεια στο ατελιέ του Galileo Chini, μεταξύ 1928 και 1933. Αφότου επέστρεψε στην Αλβανία το 1933 ο Buza, μαζί με τον γλύπτη Odhise Paskali και τον ζωγράφο Andrea Kushi, ίδρυσε την πρώτη σχολή καλών τεχνών στα Τίρανα. Αργότερα δίδαξε στο τεχνικό γυμνάσιο Harry Fultz και στο καλλιτεχνικό λύκειο Jordan Misja στα Τίρανα, όπου συνέβαλλε στη διάπλαση πολλών γενιών καλλιτεχνών έως ότου συνταξιοδοτήθηκε το 1966.
Το έργο του ξεχωρίζει χάρη σε ορισμένα χαρακτηριστικά που σχετίζονται κυρίως με το ζωγραφικό του στιλ και την επιλογή των θεμάτων. Παρότι ρεαλιστής, ο Buza έφερε την επιρροή του δασκάλου του, του Chini, ο οποίος ήταν ιταλός καλλιτέχνης, διακοσμητής και σκηνογράφος του στιλ Αρ Νουβό ή «Λίμπερτι», όπως ήταν γνωστό στην Ιταλία. Αυτή η επιρροή διακρίνεται και στο έργο του Buza, στην προσέγγιση του χρώματος, αλλά και στα τονισμένα περιγράμματα των μορφών που εμφανίζονται στις συνθέσεις του. Ο Buza δούλευε με μια πλούσια παλέτα που σε πολλές περιπτώσεις θυμίζει αυτή του Pierre Bonnard ή τις χρωματικές δυναμικές των ιμπρεσιονιστών. Τα θέματά του –μορφές, πορτρέτα, αυτοπροσωπογραφίες ή νεκρές φύσεις– απεικονίζονται συχνά με ζεστό φως, σε μια προσπάθεια να αποδοθεί το μεσογειακό εύρος του που είναι χαρακτηριστικό της Αλβανίας.
Ο Buza πραγματεύτηκε σχετικά ουδέτερα θέματα στα ζωγραφικά έργα του, καθώς επικεντρώθηκε κυρίως στις προσωπογραφίες, στα έθιμα και στη λαογραφία (μολονότι περιλαμβάνονται επίσης ιστορικές μορφές και γεγονότα). Η επιλογή των θεμάτων αυτών του επέτρεψε να εξερευνήσει σχεδόν ελεύθερα την ψυχολογία των μορφών στις προσωπογραφίες ή αυτοπροσωπογραφίες –για παράδειγμα, στα έργα Αυτοπροσωπογραφία (1934) ή Malësori (Ορεσίβιος, 1957)– χωρίς να χρειάζεται να ακολουθεί τις προδιαγραφές απεικόνισης που είχε θέσει το καθεστώς. Επίσης, τα έργα του χαρακτηρίζονται από εκφραστικότητα, αφού τα σώματα μοιάζουν να υφίστανται διαρκώς σε αφύσικη κίνηση, μερικές φορές αψηφώντας ακόμα και τη βαρύτητα. Αυτό συναντάται σε πολλές συνθέσεις, όπως ο πίνακας Οι πρόσφυγες (1957) και μεταγενέστερα έργα όπως τα Azem Galica dhe luftetaret (Ο Azem Galica και οι πολεμιστές, 1976), Shqipëria vallzon (Η Αλβανία χορεύει, 1971), και Lojëra popullore (Παραδοσιακά παιχνίδια, 1971). Είναι σαν να προσπαθεί διαρκώς να κάνει τα σώματα να μιλήσουν και να αφηγηθούν την ιστορία, όχι με λέξεις, ελάσσονα στοιχεία ή με το φόντο (το οποίο είναι συνήθως σκοτεινό), αλλά συστρέφοντας και συνδέοντας τα σώματα μεταξύ τους για να δημιουργήσει κάποιου είδους αδιάλειπτη κοινωνική χορογραφία.
—Edi Muka