Όταν ο Iver Jåks αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της ημέρας σε ένα βουνό κοντά στο χωριό Καράσοκ στη βόρεια Νορβηγία το 1932, οι Σάμι δεν είχαν λέξη που σήμαινε «τέχνη». Η ζωή, η τέχνη και η χειροτεχνία δηλώνονται με την ίδια λέξη, duodji. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, την εποχή της καλλιτεχνικής του εκπαίδευσης στο Όσλο, ο Jåks γνώρισε το επίσημο σύστημα της τέχνης στη χώρα. Έμαθε ότι η «υψηλή» τέχνη πρέπει να διαχωρίζεται από την «κοινή» λαϊκή τέχνη. Στο μεταξύ, πίσω στην κοινότητα των Σάμι στη γενέτειρά του, η λέξη duodji κατέληξε να θεσμοποιείται και να εγκλωβίζεται σε ολοένα στενότερα όρια. Όμως ο Jåks είχε τύχη βουνό όταν γνώρισε τη σύζυγό του Inger Nielsen από τη Δανία, η οποία έτρεφε περιέργεια για τον πολιτισμό των Σάμι και ταξίδεψε μαζί του στο Καράσοκ για να εργαστεί και να μάθει. Όταν γνώρισε τον Jåks δέθηκαν αμέσως και ταίριαξαν σε μια καλλιτεχνική συμμαχία που έμελλε να διαρκέσει για το υπόλοιπο της ζωής τους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τον πήγε στην Κοπεγχάγη, όπου τον σύστησε στην ανεξάρτητη, πειραματική, αβάνγκαρντ σκηνή της τέχνης. Η εμπειρία αυτή απελευθέρωσε το μυαλό του και τον βοήθησε να υπερβεί τους περιορισμούς του είδους.
O Jåks μου είπε κάποτε ότι τα κέρατα των ταράνδων τού αποκάλυπταν ιστορίες και ενεργοποιούσαν τα συναισθήματά του. Το ίδιο συνέβαινε και με ένα μικρό κομμάτι από ξυλαράκι. Ως εξαιρετικά καταρτισμένος, duojár (άτομο που ασχολείται με το duodji), ο Jåks δούλευε για να απελευθερώσει τις εγγενείς ιδιότητες των υλικών. Προσπαθούσε να αποκαλύψει αυτό που αποκαλούσε δυναμικό τους, την «ψυχή» τους, προσαρμόζοντας τη φόρμα στο υλικό και όχι το ανάποδο. Τα έργα του διατηρούν πολλές από τις φόρμες που δημιούργησε και τις διαδικασίες που βιώνονται στη φύση, κι έτσι αντιπροσωπεύουν κάτι πολύ απόμακρο από την πολύβουη ζωή της πόλης, κάτι που βιώνω ως πνευματικότητα. Σε αυτά τα έργα βρίσκεται συμπιεσμένη η ζωτικότητα που ταυτόχρονα απειλείται από τη φθορά.
Σήμερα, όταν βλέπουμε ένα γλυπτό του Jåks, έχουμε τη μοναδική εμπειρία ταυτόχρονα να δούμε ένα έργο τέχνης και να παρατηρήσουμε τη φθορά του. Με κάθε δεκαετία που περνάει, τα τρισδιάστατα έργα του μεταμορφώνονται διαρκώς. Υλικά όπως το πεύκο, τα κέρατα των ταράνδων, ο χαλκός, τα κατεργασμένα δέρματα, οι χαυλιόδοντες ιππόκαμπου, οι ρίζες, οι ρόζοι δέντρων, το ασήμι, το ελεφαντόδοντο και το σχοινί –συνδυασμένα φαινομενικά τυχαία και αβίαστα και με τις λιγότερες δυνατές παρεμβάσεις– σταδιακά θα φθαρούν μέχρι να μη μείνει τίποτα. Η μοίρα τους είναι η παρακμή και ο αφανισμός, όπως όλων μας.
Μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη το 2007, η κληρονομιά του Jåks αντιπροσωπεύει τεράστια πρόκληση για τους νεότερους καλλιτέχνες που ενέπνευσε. Λίγοι έχουν καταφέρει να συνδυάσουν τους διαφορετικούς κόσμους του duodji και της σύγχρονης τέχνης όπως εκείνος. Όμως ο Jåks δεν ενδιαφερόταν για την ορολογία της «δυτικής» τέχνης. Στη μητρική του γλώσσα δεν υπάρχουν οι όροι για το γλυπτό ή την εγκατάσταση. Εκείνος επικεντρώθηκε στο μεταβατικό, το μεταλλασσόμενο, το δυναμικό ή διαδικαστικό, και έτσι κατάφερε να οδηγήσει την αρχαία, ολιστική κοσμοθεωρία των Σάμι στο μέλλον.
—Η Irene Snarby είναι ερευνήτρια PhD στην ιστορία της τέχνης στο πλαίσιο του Sámi Art Research Project (SARP) στο UiT το Αρκτικό Πανεπιστήμιο της Νορβηγίας.