Εκδοτικό σημείωμα
Το πρώτο τεύχος του South as a State of Mind στον νέο, προσωρινό του ρόλο ως περιοδικού της documenta 14 κυκλοφορεί ενάμιση και πλέον χρόνο πριν από τα προγραμματισμένα εγκαίνια της έκθεσης, τον Απρίλιο του 2017 στην Αθήνα και δύο μήνες αργότερα στο Κάσελ. Η διαδικασία παραγωγής του πρώτου αυτού τεύχους συνέπεσε χρονικά με τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα. Η εγκαθίδρυση, μετά από δύο εκλογικές διαδικασίες, μιας νέας αριστερής κυβέρνησης, υπό συνθήκες που δημιουργήθηκαν από τις επιπτώσεις του προγράμματος λιτότητας που επέβαλε η Ευρώπη, συνοδεύτηκε από την απειλή κατάρρευσης του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Παράλληλα, αντιμετωπίζουμε την κλιμάκωση της προσφυγικής κρίσης, με τον ξεριζωμό, λόγω του εμφύλιου πολέμου, τεσσάρων εκατομμυρίων Σύρων αλλά και πολλών άλλων προσφύγων που επιχειρούν καθημερινά να αποδράσουν από τη βία και την καταπίεση στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στην υποσαχάρια Αφρική, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Όπως έχει ευρέως καταγραφεί, πρόκειται για τη μεγαλύτερη παγκόσμια μετατόπιση πληθυσμών από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και για πολλούς από τους πρόσφυγες που εισέρχονται στην Ευρώπη η Ελλάδα αποτελεί τον πρώτο τους σταθμό. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης το περιοδικό, με τις διαφορετικές φωνές που εκφράζουν οι συνεργάτες του –ανάμεσά τους καλλιτέχνες, ποιητές, μελετητές, αρχιτέκτονες και κινηματογραφιστές–, αποτελεί ένα πεδίο έκφρασης της documenta 14 και όχι απλώς ένα πεδίο αναγγελίας των θεμάτων που θα αναπτυχθούν στην τελική μορφή που θα λάβει η έκθεση. Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού, και ενώ συντελούνται δραματικές εξελίξεις που επηρεάζουν όχι μόνο συγκεκριμένα έθνη, αλλά ολόκληρες ηπείρους, η documenta 14 έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι της με άγνωστο ακόμα προορισμό.
Η ιδέα μιας documenta σε διπλή τοποθεσία, «μοιρασμένης και χωρισμένης» ανάμεσα στην Αθήνα, όπου βρίσκεται ως φιλοξενούμενη, και του Κάσελ, της πόλης που είναι η γενέτειρα και η έδρα της έκθεσης από την ίδρυσή της το 1955, γεννήθηκε από τη δυσπιστία προς κάθε είδος απλουστευτικών εννοιών ταυτότητας, αίσθησης του ανήκειν και ιδιοκτησίας σ’ έναν κόσμο που μοιάζει εξαρθρωμένος. Υποτίθεται ότι οι μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, διαχωρίζοντας επιμελώς την ερασιτεχνική από την επαγγελματική τους διάσταση, ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του κοινού – στην πραγματικότητα όμως οι προσδοκίες αυτές αποτελούν δημιουργίες που προβάλλονται στο κοινό, το οποίο αντιμετωπίζεται ως ένας σχεδόν μονολιθικός αποδέκτης περιεχομένου. Υπ’ αυτή την έννοια, γίνονται ουραγοί των οικονομικών (βλέπε εταιρικών) και πολιτικών συμφερόντων τα οποία συγκροτούν αυτό που ο Tony Bennett έχει αποκαλέσει «σύμπλεγμα εκθεσιακού εγκλεισμού», έναν μηχανισμό που λειτουργεί αλληλένδετα με τον κόσμο της τέχνης και παρουσιάζεται ως αυταπόδεικτη, πασιφανής πραγματικότητα – ως η μόνη, υποτίθεται, πραγματικότητα που έχουμε στη διάθεσή μας.
Η documenta 14, αντίθετα, θα επιχειρήσει να ανταποκριθεί σε πραγματικό χρόνο στις ραγδαίες αλλαγές της ευρωπαϊκής ηπείρου, το μέλλον της οποίας, ως γενέτειρας τόσο της δημοκρατίας όσο και της αποικιοκρατίας, πρέπει επειγόντως να εξεταστεί. Για να γίνει αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς η ευρωπαϊκή ήπειρος να έρθει σε άμεση επικοινωνία με τους γείτονές της, τόσο τους κοντινούς όσο και τους μακρινούς. Συνεπώς, η documenta 14 αποτελεί, πέραν των άλλων, και μια πρόσκληση να αναλογιστούμε τις πιθανότητες και τις προοπτικές ενός διαφορετικού, πιο ανοιχτού κόσμου τον οποίο δεν θα μπορούν να αγγίξουν οι βίαιες επιπτώσεις που προκαλούν οι τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Η documenta 14 δεν βλέπει τον εαυτό της σαν ένα νησί, μια πλατφόρμα, ένα φόρουμ υποθετικής σκέψης, σπέκουλας και ουτοπικών παρεκβάσεων, αλλά περισσότερο σαν ένα θέατρο δράσεων, μια εμπειρία επιτελεστική, ενσώματη και διαθέσιμη σε όλους τους συμμετέχοντες. Επιπλέον, πιστεύουμε ότι είναι πιθανό να υπερβούμε τους στενούς και αμετάβλητους όρους αντίληψης της documenta 14 ως «έκθεσης» η οποία συντελείται από τους «επιμελητές» της με αποδέκτη ένα συγκεκριμένο «κοινό» και να αναζητήσουμε άλλα μοντέλα και τρόπους παραγωγής νοήματος που θα περιλαμβάνουν τη δημιουργία καταστάσεων και όχι μόνο έργων που απλώς θα παρατηρεί κάποιος.
To South είναι μια τέτοια κατάσταση. Οι συνεργασίες που περιλαμβάνει το τεύχος μπορούν να θεωρηθούν εργαλεία στοχασμού τα οποία υποδεικνύουν διεξόδους από την ασφυκτική παθητικότητα που τόσο συχνά προβάλλεται στους καλλιτέχνες και στους στοχαστές μας, προϋποθέτοντας ότι αυτοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από απομονωμένοι και εγωκεντρικοί σχολιαστές, σπάνια ερμηνευτές και ακόμα πιο σπάνια δραστήρια υποκείμενα του κόσμου τον οποίο επιχειρούν να νοηματοδοτήσουν. Η ερμηνεία του κόσμου και των σχέσεων που τον διέπουν προαπαιτεί (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Manthia Diawara) μια «κοσμονοοτροπία» η οποία επιτρέπει την υπέρβαση παρωχημένων ιδεών περί εδαφικής κυριαρχίας, κράτους και ταυτότητας ως θεμελιωδών εννοιών αντίληψης του κόσμου μας – εννοιών που, στην πραγματικότητα, συχνά διασφαλίζουν τη διαιώνιση αδικιών. Πολλά από τα κείμενα –τωρινά αλλά και παλαιότερα– αυτού του τεύχους, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους, εστιάζουν στο ζήτημα των έντονων συνθηκών κοινωνικής εξαθλίωσης, μιας σύγχρονης κατάστασης που επηρεάζει πολλούς, σπανίως όμως αποτελεί αντικείμενο θεωρητικού και πολιτικού προβληματισμού, ίσως επειδή συνδέεται τόσο βαθιά με τις ιδέες του πόνου και της ντροπής, αγγίζοντας τα όρια του ακατονόμαστου, αυτού για το οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε.
Πρέπει να υπάρξει αντίβαρο στην ευκολία με την οποία φαίνεται να αναβάλλεται διαρκώς η συζήτηση για την εξαθλίωση ως μείζον πολιτικό ζήτημα. Σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα επιχειρεί να ρίξει φως, διάχυτο όσο και εκτυφλωτικό, αυτό το τεύχος του South, το οποίο είναι γραμμένο και επιμελημένο με το σκεπτικό ότι ίσως αυτό ακριβώς το λαμπερό φως, και όχι το λυκόφως του σούρουπου, μπορεί να μας υποδείξει τρόπους υπέρβασης των σύγχρονων δυσμενών συνθηκών. Έχουμε την αίσθηση ότι, όσο ασταθείς κι αν είναι οι τοπικές (και οι παγκόσμιες) συνθήκες στην αρχή του έργου το οποίο επιχειρούμε, όσο αβέβαιο κι αν μοιάζει το μέλλον του, αξίζει να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε από κοινού, αντιλαμβανόμενοι τη Γερμανία και την Ελλάδα ως πραγματικούς και ταυτόχρονα μεταφορικούς τόπους όπου η αλληλέγγυα σκέψη και δράση αποτελούν επείγουσα ανάγκη. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας θα επιμείνουμε στην πρόθεσή μας να «μάθουμε από την Αθήνα» όχι ως κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, αλλά ως έναν τόπο όπου συναντώνται και συγκρούονται οι αντιθέσεις του σύγχρονου κόσμου, όπως αυτές ενσαρκώνονται σε έντονα φορτισμένους κατευθυντήριους πόλους όπως Ανατολή και Δύση ή Βορράς και Νότος.
Ιδιοκτησία και αποστέρηση, εκτοπισμός και χρέος – φαίνεται ότι οι αφηγήσεις που συνθέτουν το παρόν μας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τις αφηγήσεις που διαμόρφωσαν το παρελθόν μας. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι «η Ιστορία (με κεφαλαίο Ι) τελειώνει εκεί όπου συναντώνται οι ιστορίες των λαών που κάποτε είχε θεωρηθεί ότι δεν έχουν ιστορία», όπως είχε επισημάνει ο φιλόσοφος από τη Μαρτινίκα Édouard Glissant, επιλέξαμε να ξεκινήσουμε αυτό το τεύχος επιστρέφοντας, εν μέρει, σε κάποια από τα πεδία δράσης και άρθρωσης της δυτικής ηγεμονίας κατά το παρελθόν, πεπεισμένοι ότι μπορεί να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις δυσδιάκριτες συχνά δυνάμεις που ορίζουν το παρόν μας, αφού η κοινωνική πρακτική της δημοκρατίας και τα ιδανικά της ελευθερίας ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένα με την άρνησή τους. Υπ’ αυτή την έννοια, η πρώτη έκδοση του South της documenta 14 λειτουργεί ενάντια στην πολιτική της λήθης που μας καλεί να ξεχάσουμε την ιστορία της αποικιοκρατίας και της μαζικής υποδούλωσης που μας έφερε εδώ, στον σύγχρονο συλλογικό μας κόσμο, και να ξεχάσουμε επίσης τις ιστορίες και τους λαούς που αγνοήθηκαν ή διαγράφηκαν από τον δυτικό κανόνα.
«Οι πρόσφυγες που οδηγούνται από χώρα σε χώρα εκπροσωπούν την αιχμή του λαού τους – εάν και εφόσον διατηρήσουν την ταυτότητά τους», είχε σημειώσει, με τον χαρακτηριστικά στεγνό τρόπο της, η Hannah Arendt στο Εμείς οι πρόσφυγες. «Μολαταύτα, αφότου σωθήκαμε –και οι πιο πολλοί από μας χρειάστηκε να σωθούμε αρκετές φορές– ξεκινήσαμε τη νέα μας ζωή και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά ήταν δυνατόν τις συμβουλές που μας έδωσαν οι σωτήρες μας. Μας είπαν να ξεχάσουμε κι εμείς ξεχάσαμε πιο γρήγορα απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί». Μας είπαν να ξεχάσουμε – μια φράση που ηχεί παράξενα, απόκοσμα, σαν να προέρχεται από τη σκιά κάποιας ακατονόμαστης εξουσίας. Γιατί όμως; Όπως παρατηρεί η Françoise Vergès, ξετυλίγοντας τις αναμνήσεις της από τα νεανικά της χρόνια στο αντιαποικιοκρατικό κίνημα της Ρεϊνιόν, της γαλλικής αυτής νησιωτικής αποικίας στον Ινδικό Ωκεανό, «η λήθη δεν είναι απλώς ένας ψυχολογικός μηχανισμός∙ είναι αποτέλεσμα οικονομικών και πολιτικών επιλογών. Σύμφωνα με τη λογική της, δεν υπάρχει ανάγκη να απαλλαγούμε από τις ανισότητες και την επισφάλεια». Συνεπώς, θα λέγαμε ότι η διαδικασία της μνήμης μπορεί να συνιστά συγχρόνως οπισθοδρόμηση –κατά τη διαδικασία καταγραφής ή αναθεώρησης ιστοριών που έχουν περιθωριοποιηθεί ή και διαγραφεί εντελώς– και πρόοδο στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς ο κανόνας διαμορφώνεται διαρκώς για να συμπεριλάβει νέα αρχεία και ντοκουμέντα μνήμης, τέχνης και κοινωνικών αγώνων. Όπως μάλιστα διαπιστώνει η Vergès, «Στην παρούσα διαδικασία αποαποικιοποίησης οι αναμνήσεις των δρομολογίων των σκλαβωμένων, των μεταναστών και των προσφύγων ενεργοποιούνται ξανά ενάντια στις νέες πολιτικές της λήθης. Εδώ η μνήμη δεν είναι η σφαίρα της υποκειμενικής φευγαλέας σκέψης, αλλά μια πηγή εικόνων, κειμένων και τραγουδιών που συναποτελούν μια αντιηγεμονική βιβλιοθήκη για τις μάχες του παρόντος».
Μια τέτοια αντιηγεμονική βιβλιοθήκη για τις μάχες του παρόντος –γεμάτη δοκίμια, εικόνες, ιστορίες, ομιλίες, ημερολόγια και ποιήματα– επιχειρήσαμε να στήσουμε εδώ, σαν ένα όραμα που θα μας καθοδηγήσει και στις τρεις επόμενες εκδόσεις του South as a State of Mind αλλά και στο πρόγραμμα της documenta 14 συνολικά. Στο πρώτο τεύχος εξετάζονται μορφές και σχήματα εκτοπισμού, διωγμού και αποστέρησης καθώς και μέθοδοι διεξόδου και αντίστασης –αισθητικής, πολιτικής, φιλολογικής, βιολογικής– που εντρυφούν σ’ αυτά. Παράλληλα, διερευνάται σε βάθος η πολιτική της εξαθλίωσης και των εκφάνσεών της, από την ελεημοσύνη ως τη φιλαργυρία, σε συνάρτηση με την ιδέα μιας συμμετοχικής οικονομίας, η οποία λειτουργεί συγχρόνως με πραγματικούς και μεταφορικούς όρους. Νέα δοκίμια από τον Αριστείδη Αντονά, την Άντζελα Δημητρακάκη, τον Peter Friedl, τον Paul B. Preciado και τη Vergès, μεταξύ άλλων, διερευνούν το πεδίο της αποστέρησης σ’ ένα σύνθετο πλαίσιο ζητημάτων επιτελεστικότητας, κρατικής βίας, αρχιτεκτονικής, πολιτικής της σεξουαλικότητας και διαμαρτυρίας. Όπως σημειώνει η Linda Nochlin στο δοκίμιό της για τον Courbet, όπου περιγράφει τις έντονες κοινωνικές αδικίες του δέκατου ένατου αιώνα όπως αποτυπώνονται στους πίνακές του και ειδικότερα στην απεικόνιση του σώματος μιας ζητιάνας, πρόκειται για τη «διαφορά ανάμεσα στα πόδια της φτώχειας και της στέρησης και στα πόδια της αυθεντίας και της ιδιοκτησίας».
Παρότι όμως αυτό το πρώτο τεύχος φαίνεται ριζωμένο στα πεδία που γέννησαν την αποικιοκρατία και τον φυλετικό καπιταλισμό, κάποιοι από τους συνεργάτες μας πηγαίνουν ακόμα πιο πίσω, ακόμα πιο βαθιά, στο ίδιο το υπέδαφος της αυτοκρατορίας. Σ’ αυτό το σκοτεινό μέρος οι συγγραφείς μας εξερευνούν αρχαιολογικές υποδομές (όπως συμβαίνει στο δοκίμιο του Αριστείδη Αντονά «Η κατασκευή ερειπίων του Νότου ή οδηγίες διαχείρισης του Χρέους»), τις θάλασσες και τους ωκεανούς ως μαζικούς τάφους των σκλαβωμένων και των εκτοπισμένων (όπως στο κείμενο του Diawara, ο οποίος καταγράφει τη δημιουργία, μαζί με τον Glissant, ενός φιλμ εν πλω, καθώς αναζητούν τη Μέση Διάβαση) και τον υποδόριο ιστό της βιοπολιτικής (κεντρικό θέμα της πραγματείας του Preciado με τίτλο «Το κρατικό μπορντέλο του Restif de la Bretonne: Σπέρμα, κυριαρχία και χρέος στην ουτοπική συγκρότηση της Ευρώπης κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα»). Όλες αυτές οι αφηγήσεις –και, κατά συνέπεια, ό,τι αυτές κληροδοτούν– συναποτελούν ένα συλλογικό χρέος το οποίο συνεχίζεται να διανέμεται και να διογκώνεται.
Είναι τόσο έντονες οι παρούσες πολιτικές συνθήκες και οι προκλήσεις που επιβάλλει η παγκόσμια οικονομική τάξη, ώστε καθίσταται αδύνατο να υπερβάλλει κανείς πλέον («Υπερβάλλω; Μάλλον ανθυπερβάλλω», γράφει χαρακτηριστικά στις σελίδες μας η ποιήτρια Bhanu Kapil). Κι όμως, υπάρχουν ποικίλα και αποτελεσματικά μέσα διαμαρτυρίας. Οι φωνές που ακούγονται εδώ, και οι ιστορίες αντιφρονούντων και περιθωριοποιημένων ομάδων που αυτές αφηγούνται, σχηματίζουν μια εναλλακτική χαρτογραφία του κυρίαρχου εικαστικού κανόνα, προσφέροντάς μας έτσι τα μέσα να φανταστούμε και να σκιαγραφήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας εναλλακτικές οδούς για το μετέωρο παρόν και το ασαφές μέλλον μας. «Η μαθησιακή διαδικασία είναι κάτι που μπορεί να υποκινηθεί, στην κυριολεξία, όπως μια εξέγερση», γράφει η Audre Lorde. Ελπίζουμε να είναι έτσι.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με την πρόθεσή μας να εγκαταλείψουμε τον αποκλειστικό ρόλο του οικοδεσπότη, βρισκόμαστε σ’ αυτές τις σελίδες φιλοξενούμενοι του South as a State of Mind, του περιοδικού που ίδρυσε το 2012 στην Αθήνα η Μαρίνα Φωκίδη – την οποία θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε εδώ για τη γενναιόδωρη φιλοξενία που μας παρέχει. Ως επιμελητές των τεσσάρων εκδόσεων του περιοδικού που θα κυκλοφορεί στο πλαίσιο της documenta 14 δύο φορές τον χρόνο μέχρι τα εγκαίνια της έκθεσης το 2017 παραμένουμε αποκλειστικά επισκέπτες. Φανταζόμαστε το South της documenta 14 –τόσο την περιοδική έκδοση όσο και τους φαντασιακούς τόπους τους οποίους μπορεί να συμπεριλάβει– ως έναν χώρο έρευνας, κριτικής, τέχνης και λογοτεχνίας, ο οποίος χρονικά λειτουργεί παράλληλα με το συνολικό έργο της προετοιμασίας της έκθεσης, καθορίζοντας και διαμορφώνοντας το πλαίσιο και τους στόχους της. Το συγγραφικό και το εκδοτικό κομμάτι της έκθεσης αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της documenta 14 και είμαστε πεπεισμένοι ότι το περιοδικό είναι ο ιδανικός προάγγελος αυτής της διαδικασίας.
Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης