Ο όρος «ανθρωπόκαινος» εισήχθη το 2000 από τον χημικό της ατμόσφαιρας και κάτοχο του Βραβείου Νόμπελ Paul Crutzen και περιγράφει μια καμπή στην ανθρώπινη ιστορία. Το 2011 η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών υποστήριξε ότι «η κλίμακα και η ταχύτητα της αλλαγής έχουν αγγίξει ασύλληπτα επίπεδα. Το ανθρώπινο είδος έχει προκαλέσει τη μαζική εξάλειψη φυτικών και ζωικών ειδών, έχει μολύνει τους ωκεανούς και έχει μεταβάλει τη σύνθεση της ατμόσφαιρας». Η πλειονότητα των επιστημόνων συμφωνούν ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμη καμπή: Πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας οι ανθρώπινες πράξεις έχουν γεωλογικές επιπτώσεις και υπάρχει αρνητική επίδραση σε πλανητικό επίπεδο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Υπάρχουν διάφορες απόψεις σχετικά με το πότε άρχισε αυτή η εποχή, και αυτή η συζήτηση είναι σημαντική. Ο Simon Lewis και ο Mark Maslin προτείνουν το 1610 ως εναρκτήρια χρονολογία της ανθρωπόκαινου περιόδου. Υποστηρίζουν ότι τότε υπήρξε μια απότομη αλλαγή σε αποθέσεις άνθρακα εξαιτίας του θανάτου περισσότερων από 50 εκατομμύρια αυτόχθονων κατοίκων της αμερικανικής ηπείρου τον πρώτο αιώνα μετά την επαφή με τους Ευρωπαίους, ως αποτέλεσμα γενοκτονιών, λιμών και υποδούλωσης. Υποστηρίζουν ότι καθώς τα είδη μετακινήθηκαν σε όλο τον κόσμο, τα νέα φυτά απορρόφησαν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Ο μακρύς ευρωπαϊκός δέκατος έκτος αιώνας οδήγησε στη μεγαλύτερη ανταλλαγή ανθρώπων, ασθενειών, φυτών και ζώων σε όλη την υφήλιο. Η Sylvia Wynter θεωρεί επίσης ότι η κατάκτηση της αμερικανικής ηπείρου σηματοδοτεί την απαρχή της «Εποχής του Ανθρώπου». Εν τω μεταξύ, ο ιστορικός του περιβάλλοντος Joachim Radkau έχει υποστηρίξει ότι το δουλεμπόριο ήταν μια κρίσιμη καμπή στην πλανητική ιστορία του περιβάλλοντος. Όλες αυτές οι παρατηρήσεις είναι σημαντικές επειδή συνδέουν τη γεωλογική ανθρώπινη επίδραση με την αποικιακή δουλεία και τον ιμπεριαλισμό.
Ο ιστορικός Jason Moore, εν τω μεταξύ, έχει υποστηρίξει ότι το «ανθρωπόκαινο επιχείρημα –με το μοντέλο της νεωτερικότητας των δύο αιώνων– είναι μια ανεπαρκής ιστορική προσέγγιση» και ότι πρέπει να δούμε το σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα σαν μια «οικολογία του καπιταλιστικού κόσμου: Έναν πολιτισμό που συνδέει τη συσσώρευση του κεφαλαίου, την επιδίωξη της εξουσίας και την παραγωγή της φύσης σε ένα οργανικό σύνολο». Έχει δώσει την ονομασία «κεφαλαιόκαινος» σε αυτή τη μακρά ιστορική περίοδο που άρχισε τον δέκατο έκτο αιώνα με την αποικιακή επέκταση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Συνεπώς, η έννοια της ανθρωπόκαινου είναι προβληματική επειδή ερμηνεύει την εποχή μας ως «μια διαδοχή κοινωνικών διεργασιών οι οποίες έχουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτή η μεροληψία ενισχύει μια σειρά από σημαντικές λανθασμένες παραδοχές, […] ανάμεσά τους την ερωτική σχέση με τη Βιομηχανική Επανάσταση η οποία έχει υπονομεύσει τις προσπάθειες να ανιχνευτεί η καταγωγή των σημερινών κρίσεων στους κοσμοϊστορικούς μετασχηματισμούς του κεφαλαίου, της εξουσίας και της φύσης που άρχισαν κατά τον «μακρύ» δέκατο έκτο αιώνα. Η εναλλακτική στην ‟Εποχή του Ανθρώπουˮ (ανθρωπόκαινος) είναι η ‟Εποχή του Κεφαλαίουˮ (κεφαλαιόκαινος)». Για τους Γάλλους ιστορικούς Christophe Bonneuil και Jean-Baptiste Fressoz, όμως, η ανθρωπόκαινος είναι επίσης αποτέλεσμα μιας πολιτικής ήττας και συγχρόνως μιας νίκης ενός είδους περιβαλλοντικής σκέψης η οποία ευνοεί τη βιώσιμη διαχείριση της γης από την επιστήμη, της προμηθεϊκής αντίληψης ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα σώσουν τη Γη. Υποστηρίζουν ότι η θέση περί του τέλους της φύσης όπως την ξέρουμε είναι στην πραγματικότητα μια θέση περί του απόλυτου ελέγχου πάνω στη φύση.
Η ανησυχία για τη Γη και το μέλλον της ανθρωπότητας έχει γίνει αντικείμενο έντονων διεθνών πολιτικών πιέσεων και διαπραγματεύσεων. Οι πολυεθνικές έχουν εισέλθει στο πεδίο χρησιμοποιώντας τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων πόρων, αλλά και την απειλή για πρόσβαση σε νερό, ζάχαρη κ.ά. Οι επιχειρήσεις και τα κράτη επενδύουν τεράστια ποσά στην «πράσινη» έρευνα, την οποία ο Bonneuil και ο Fressoz αντιλαμβάνονται ως έναν άλλο τρόπο παράκαμψης του ερωτήματος που βρίσκεται στην καρδιά του ζητήματος, καθώς αρνείται την ετερότητα της φύσης. Όμως, φαίνεται ότι κανένας όρος δεν μπορεί να συλλάβει επακριβώς τι είναι αυτό που βιώνουμε, ούτε την πληθυντικότητα των μορφών αποστέρησης και μετατόπισης. Λαμβάνοντας υπόψη του αυτό, ο Jussi Parikka εισηγείται ότι έχουμε εισέλθει στην ανθρωποαισχρόκαινο (anthrobscene) εποχή. Αν και τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, τα τάμπλετ, τα λάπτοπ και τα ηλεκτρονικά βιβλία κάποτε μετέφεραν την υπόσχεση του τέλους της αποδάσωσης και ενός κόσμου με μικρότερη εξάρτηση από το χαρτί, ο Parikka υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το αντίθετο: Μια περιβαλλοντική έρημος όπου τα μέσα ενημέρωσης δεν πεθαίνουν ποτέ και μια αποικιοποίηση του εαυτού. Ο φυλετικός καπιταλισμός έχει εισέλθει έτσι σε μια νέα εποχή κατά την οποία δημιουργούνται νέοι τόποι λήθης, νέοι Νότοι. Υπάρχουν νέα υγρά νεκροταφεία: Αν ο Ατλαντικός είναι το τεράστιο νεκροταφείο του παρελθόντος, σήμερα η Μεσόγειος, ο Ειρηνικός και ο Ινδικός Ωκεανός είναι τα νέα κοιμητήρια των αναλώσιμων και φυλετικοποιημένων πληθυσμών. Καθώς τα προγράμματα δομικής προσαρμογής εφαρμόζονται σήμερα στις νότιες χώρες της Δύσης αφού έχουν επιφέρει την ερήμωση στη Νότια Αμερική, στην Αφρική και στην Ασία, μια νέα χαρτογραφία αναδύεται, μια χαρτογραφία ξεχασμένων επικρατειών, όπου οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων παραμελούνται, τα τοξικά απόβλητα απορρίπτονται και χημικά εργοστάσια ξεφυτρώνουν παντού· αλλά επίσης νέων, αντιηγεμονικών πρακτικών.
Μια παλιά και δοκιμασμένη στρατηγική ήταν να εξαναγκαστεί το κράτος και οι δυνάμεις του να αναγνωρίσουν την ύπαρξη μιας ομάδας, μιας κοινότητας, ενός λαού. Σκλαβωμένοι, αποικισμένοι, γυναίκες, εργάτες, άντρες, πρόσφυγες και μετατοπισμένοι άνθρωποι ισχυρίζονται: «Η ζωή μας έχει σημασία! Δεν θα σας επιτρέψουμε να ξεχάσετε!». Αυτό είναι ουσιώδες για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και του εκδημοκρατισμού. Η πάλη για αναγνώριση (ή μνήμη) επιδιώκει να προσδώσει μια ηθική διάσταση στη δυτική δημοκρατία μέσω της απαίτησής της για πλήρη εφαρμογή των καθολικών δικαιωμάτων. Μεριμνά για τη συνεχή επαναξιολόγηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, αλλά και για την αναγνώριση του γεγονότος ότι η δικαιοσύνη δεν εφαρμόζεται επί ίσοις όροις, ότι οι πολιτικές της «ζωής που έχει σημασία» προϋποθέτουν την αναγνώριση των δομικών διακρίσεων, των αδικιών στην εργασία και των ανισοτήτων που αντιμετωπίζει κάθε περιθωριοποιημένη ομάδα. Όμως, εάν το κίνημα της αποαποικιοποίησης κατά τη δεκαετία του ’60 συνέβαλε στον αγώνα ενάντια στην παγκόσμια πολιτική της λήθης, τα μετααποικιακά κράτη έχουν από τότε εφαρμόσει τη δική τους κατασκευή λήθης. Και η υιοθέτηση της λογικής του νεοφιλελευθερισμού έχει ενισχύσει αυτή την παραγωγή. Δεν επαρκεί, λοιπόν, να αναπληρώσουμε τα ηθικά κενά της δυτικής δημοκρατίας με τη μνήμη μας. Αντί γι’ αυτό, πρέπει να ανανεώσουμε την ίδια την ηθική της χειραφέτησης.
Όπως έχει υποστηρίξει ο Boaventura de Sousa Santos, ό,τι παράγεται ως μη υπαρκτό εξαφανίζεται ως πραγματικότητα. Συνεπώς, προκύπτει η ανάγκη να αμφισβητήσουμε ένα «αβυσσαλέο χάσμα». Το μέλλον της ανθρωπότητας δεν εξαρτάται μόνο από την απόρριψη του ευρωπαϊκού προτύπου στο παρόν, αλλά πρέπει επίσης να αναστοχαστούμε τη μακρά ιστορία της αποστέρησης. Στο πόρισμά του για τους Εξαθλιωμένους της Γης ο Fanon έγραψε ότι πρέπει να ξεχάσουμε την Ευρώπη. «Αν θέλουμε η ανθρωπότητα να προχωρήσει, αν θέλουμε να την ανυψώσουμε σε ένα διαφορετικό επίπεδο από αυτό που μας έχει δείξει η Ευρώπη, τότε πρέπει να επινοήσουμε πράγματα και να κάνουμε ανακαλύψεις», σημειώνει. Ο Fanon προτείνει ότι πρέπει να αρθρώσουμε μια θέση όπου η λήθη θα αποτελούσε σημείο εκκίνησης της γνώσης, της σκέψης και της δράσης. Σε αυτή τη θέση ανίχνευσε τον δρόμο από τη λήθη στον μεταευρωπαϊκό ανθρωπισμό.
Η κουλτούρα των ηττημένων σπάνια ενσωματώνεται σε αμιγώς υλικά αντικείμενα∙ σχετίζεται με τη χειρωνακτική εργασία και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, τις τελετές και τις γιορτές. Οι ηττημένοι κληροδοτούν λέξεις αντί για παλάτια, ελπίδα αντί για ιδιωτική περιουσία, κείμενα και μουσική αντί για μνημεία. Παρ’ όλα αυτά, δουλεύουμε χρησιμοποιώντας μια ακρωτηριασμένη και ακρωτηριαστική χαρτογραφία. Οι αντιλήψεις του παλίμψηστου και των σωρευτικών παλίμψηστων μπορούν να φανούν χρήσιμες εδώ για να σχεδιάσουμε μια χαρτογραφία που μπορεί να δείξει τις ρίζες όσο και τους δρόμους. Ένα παλίμψηστο είναι, βεβαίως, ένας πάπυρος ή μια άλλη επιφάνεια γραφής στην οποία το αρχικό κείμενο έχει απαλειφθεί ή εμφανίζεται μερικά σβησμένο και στη συνέχεια επάνω του έχει γραφτεί κάτι άλλο. Με άλλα λόγια, ένα παλίμψηστο είναι ένα πολυεπίπεδο αρχείο. Η φύση του παλίμψηστου είναι διττή: Συντηρεί την αυτοτέλεια των ξεχωριστών κειμένων ενώ εκθέτει το καθένα στη μόλυνση από το άλλο. Συνεπώς, παρόλο που η διαδικασία της απόθεσης η οποία δημιουργεί ένα παλίμψηστο προέκυψε από την ανάγκη της εξάλειψης και της καταστροφής προηγούμενων κειμένων, η εκ νέου ανάδυση των κατεστραμμένων κειμένων αντανακλά μια δομή που ευνοεί την ετερογένεια και την ποικιλομορφία.
Η περιγραφή του Roland Barthes για την απατηλή φύση μιας «ιδανικής κειμενικότητας» ταιριάζει με αυτή του παλίμψηστου:
Σε αυτό το ιδανικό κείμενο τα δίκτυα είναι πολλά και αλληλεπιδρούν, χωρίς κάποιο από αυτά να είναι σε θέση να υποσκελίσει τα υπόλοιπα∙ ένα τέτοιο κείμενο είναι ένας γαλαξίας από σημαινόμενα∙ δεν έχει αρχή∙ είναι αναστρέψιμο∙ είναι προσβάσιμο από πολλές πύλες, από τις οποίες καμία δεν δηλώνεται αυθαίρετα ως η κεντρική∙ οι κώδικες που επιστρατεύει εκτείνονται μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει το μάτι, είναι απροσδιόριστοι, […] τα συστήματα μεταφοράς νοήματος μπορούν να καταλάβουν αυτό το απολύτως πληθυντικό κείμενο, αλλά ο αριθμός τους δεν κλείνει ποτέ, καθώς βασίζεται στην απειρότητα της γλώσσας.
Οι αρχαιολόγοι έχουν προτείνει την έννοια του «συσσωρευτικού παλίμψηστου» για να περιγράψουν μνημεία στα οποία «τα διαδοχικά επεισόδια της απόθεσης ή των στρωμάτων δραστηριοτήτων επικαλύπτονται το ένα από το άλλο δίχως απώλεια των στοιχείων, αλλά υφίστανται επανεπεξεργασία και αναμειγνύονται με τέτοιο τρόπο που είναι δύσκολο ή αδύνατον να τα ξεχωρίσεις από τα αρχικά τους συστατικά». Αντί να παρέχουν μια αφήγηση της καταγωγής ή της εξέλιξης, αυτά τα παλίμψηστα ανιχνεύουν τις εγγραφές και τις εξαλείψεις διαφορετικών πολιτισμών, οι οποίες με τη σειρά τους συναγωνίζονται και αντιπαλεύουν η μια την άλλη. Αυτές οι ιδέες στηρίζουν τη θέση του Foucault ότι αυτό που βρίσκει η γενεαλογία «στην αρχή των πραγμάτων δεν είναι η απαραβίαστη ταυτότητα της καταγωγής τους∙ είναι η διχοστασία άλλων πραγμάτων. Είναι η διαφορά». Συνεπώς, ενώ επιφανειακά το σωρευτικό αρχαιολογικό παλίμψηστο επιχειρεί να παρουσιάσει μια πολυχρονική και ουτοπική σύμμειξη πολιτισμών, μια απόπειρα να εκδιπλωθεί το παλίμψηστο αποκαλύπτει τις βίαιες και εξεγερτικές παρορμήσεις του. Αυτό το πολυσχιδές όραμα που προβάλλει το παλίμψηστο, παρόλο που είναι προϊόν απόπειρας εξάλειψης, απαιτεί αναθεώρηση των εννοιακών συστημάτων που βασίζονται στις έννοιες της σταθερότητας, της γραμμικότητας, του κέντρου και της ιεραρχίας. Μας παρακινεί να αντικαταστήσουμε αυτά τα συστήματα με θεμέλια που προκρίνουν τις έννοιες της «πολυγραμμικότητας, των κόμβων, των συνδέσμων και των δικτύων». Και σ’ αυτή την περίπτωση τα παλίμψηστα έχουν την τάση να προβάλλουν οπτικές εκδηλώσεις (σκεφτείτε το Άνγκορ Βατ ή το Τιμπουκτού).
Η έννοια του συσσωρευτικού παλίμψηστου μπορεί να βοηθήσει να αναπτύξουμε άλλες στρατηγικές μνήμης, όπου τα φαντάσματα προσκαλούνται, όμως ο στόχος δεν είναι να γεμίσουμε ένα κενό ή να αποκρύψουμε μια εξαφάνιση, αλλά να καταστήσουμε την απουσία ορατή, να την προβάλουμε σαν ένα σύμπτωμα μιας οικονομίας που αξιώνει τη λήθη. Αυτή είναι η στρατηγική που υιοθέτησα όταν οργάνωσα ξεναγήσεις στο Λούβρο το 2012, στο πλαίσιο της Paris Triennial του 2012, με τίτλο «Ο Σκλάβος στο Λούβρο: Μια αόρατη ανθρωπότητα». Οι επισκέψεις δεν σχετίζονταν με την αναζήτηση της αναπαράστασης των σκλαβωμένων Αφρικανών στην ιστορία της δυτικής τέχνης. Περισσότερο επιδίωκαν να εντοπίσουν τους τρόπους με τους οποίους τα αγαθά που παράγονταν από τους σκλάβους στις ευρωπαϊκές αποικίες –καφές, βαμβάκι, καπνός, ζάχαρη, τσάι– είχαν μολύνει την κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Ευρώπης σε τέτοιο βαθμό που είχαν ενσωματωθεί στην εικαστική της αναπαράσταση. Γι’ αυτό τον σκοπό η συλλογή του Λούβρου πλαισιώνεται από δύο σημαντικές ημερομηνίες στην ιστορία του αγώνα κατά της δουλείας: το 1793, το έτος της πρώτης κατάργησης της δουλείας σε μια γαλλική αποικία, τον Άγιο Δομίνικο. Ο Άγιος Δομίνικος ήταν η πιο σημαντική γαλλική αποικία, παράγοντας παραπάνω από τη μισή ζάχαρη που καταναλώθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Η εξέγερση των σκλάβων του το 1791 συντάραξε τον κόσμο και οδήγησε στην Αϊτινή Επανάσταση, τη μοναδική αντιαποικιακή και αντιδουλοκτητική επανάσταση του αιώνα. Το διάταγμα του 1793 για την κατάργηση της δουλείας στον Άγιο Δομίνικο εκδόθηκε με την ελπίδα ότι θα σταματούσε την επανάσταση, αλλά ήταν πολύ αργά. Στις 18 Νοεμβρίου 1803, στη μάχη του Βετιέ, οι Αϊτινοί τελικά νίκησαν το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα που είχε στείλει ο Ναπολέων. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το 1848, μπήκε τέλος στη δουλεία, την οποία είχε επαναφέρει ο Ναπολέων τον Μάιο του 1802.
Μολονότι αυτές οι ημερομηνίες δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους ιστορικούς της τέχνης, εγγράφουν την ιστορία του Λούβρου στη μακρά ιστορία του αντιδουλοκτητικού αγώνα. Έτσι, το μουσείο γίνεται ιδανικός τόπος για να εξερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η μορφή του σκλαβωμένου είχε ξεχαστεί και μπορούσε να ανακληθεί στη μνήμη. Για το εγχείρημα «Ο Σκλάβος στο Λούβρο», και με τη συνδρομή των επιμελητών του μουσείου, εντόπισα τους πρώτους πίνακες που απεικόνιζαν έναν άντρα να καπνίζει μια πίπα, γυναίκες της αριστοκρατίας να φορούν βαμβακερά υφάσματα και νεκρές φύσεις με δοχεία γεμάτα ζάχαρη ή καφέ. Στην πολιτική ζωή, όπως και στην ιστορία της τέχνης, η κατανάλωση απαιτεί την κατασκευή ενός αβυσσαλέου χάσματος ανάμεσα στην παρουσία και στη διαθεσιμότητα αυτών των αγαθών και στις συνθήκες της παραγωγής τους. Το εγχείρημα δημιουργεί έναν χώρο αυτοστοχασμού: Εάν τότε στην Ευρώπη κατασκευάστηκε η συναίνεση σε ένα αβυσσαλέο ρήγμα, ποια ρήγματα κατασκευάζονται σήμερα; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί των πρόσφατων αυτοκρατορικών πολιτικών της λήθης;
Η αντίληψη του συσσωρευτικού παλίμψηστου μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία μιας χαρτογραφίας των πολλών Νότων, ξαναεγγράφοντας τους δρόμους της αλληλεγγύης που έχουν συσσωρευτεί στα πολυστρωματικά επίπεδα σημασίας∙ αντί να υποθηκεύουν το παρόν και το μέλλον αυτά τα παλίμψηστα μπορούν να επιτρέψουν σε νέα μέλλοντα να γίνουν αντικείμενο φαντασίας. Στην παρούσα διαδικασία αποαποικιοποίησης οι αναμνήσεις των δρομολογίων των σκλαβωμένων, των μεταναστών και των προσφύγων ενεργοποιούνται ξανά ενάντια στις νέες πολιτικές της λήθης. Εδώ η μνήμη δεν είναι η σφαίρα της υποκειμενικής φευγαλέας σκέψης, αλλά μια πηγή εικόνων, κειμένων και τραγουδιών που συναποτελούν μια αντιηγεμονική βιβλιοθήκη για τις μάχες του παρόντος. Οι ήττες του παρελθόντος επανεξετάζονται και αναλύονται. Η υπομονή ανακαλείται στη μνήμη ως πολιτική στρατηγική. Η ακατάβλητη επιθυμία των προγόνων όλου του κόσμου για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει η δύναμη που τροφοδοτεί τον αγώνα. Η πολιτική της «ζωής που έχει σημασία» προϋποθέτει να φανταστούμε μια πολιτική με «αυτούς χωρίς τους οποίους η Γη δεν θα ήταν ποτέ η Γη».
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς