Εκδοτικό σημείωμα
Ι.
Σχεδόν τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε που ξεκίνησε το ταξίδι του South as a State of Mind ως περιοδικού της documenta 14, με αφετηρία της διαδρομής κάθε τεύχους την Αθήνα. Το παρόν τεύχος, τέταρτο και τελευταίο για μας, συμπίπτει με τη λήξη της έκθεσης της documenta 14 στο Κάσελ τον Σεπτέμβριο του 2017, έναν και πλέον μήνα μετά την ολοκλήρωσή της στην ελληνική πρωτεύουσα. Είναι μια στιγμή περίεργης ηρεμίας και στοχασμού για όλους εμάς, τις μερικές εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες του πολιτισμού που όλο αυτόν τον καιρό αφιέρωσαν ποικιλοτρόπως τη ζωή τους στο εγχείρημα – τόσο τα χρόνια για την προετοιμασία της documenta 14 όσο και κατά τη διάρκεια της έκθεσης, που διεξήχθη σε δύο διαφορετικές πόλεις επί 163 μέρες συνολικά. Είμαστε βαθιά ευγνώμονες σε όλους τους καλλιτέχνες, η συνεισφορά των οποίων προσέδωσε στη διοργάνωση τη ρευστή και πολυδιάστατη μορφή της, σε όλους τους συνεργάτες και στις δύο πόλεις, στην ομάδα της documenta 14 που έδωσε υπόσταση στο αρχικό όραμα, στους θεσμικούς εταίρους, καθώς και στους πολλούς ιδιώτες και μη θεσμικούς παράγοντες που μας υποστήριξαν αλλά και μας έκριναν στην πορεία. Αν κάτι μας έλειψε σε όλη αυτή τη διαδικασία, ήταν η πλήξη και η αδιαφορία. Κρίνοντας από την κλίμακα, την ποικιλία και την ένταση των θερμών αντιδράσεων που λάβαμε από το κοινό και τα media στην Ελλάδα, στη Γερμανία και διεθνώς, νιώθουμε ότι η documenta 14 χτύπησε κάποια φλέβα, ή μάλλον πολλές φλέβες ταυτοχρόνως, καθώς επιχειρούσαμε με πάθος και ειλικρίνεια να αμφισβητήσουμε τη στείρα και διαρκώς αυτοσυντηρούμενη επιχειρηματική μέθοδο διενέργειας εκθέσεων που ισχύει στις μέρες μας και να συμμετάσχουμε ευθέως στις συχνά δραματικές και δυσοίωνες εξελίξεις των καιρών μας, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο, και στα ζητήματα που επιτακτικά θέτουν.
Ως επιμελητές αυτού του περιοδικού, το οποίο μας παραχωρήθηκε για τέσσερα διαδοχικά τεύχη από την ιδρύτριά του, τη Μαρίνα Φωκίδη, η θέση μας συχνά είχε να κάνει περισσότερο με την προσδοκία παρά με τον σχολιασμό του διαρκώς εξελισσόμενου εννοιακού πλαισίου της έκθεσης, και με τη δημιουργία της αυτή καθαυτήν, σε πραγματικό χρόνο, ενώ παράλληλα έπρεπε να συντονιστούν τα δύο αλληλεπικαλυπτόμενα και διασταυρούμενα χρονολόγια του εγχειρήματος, το οποίο αναπτυσσόταν σε δύο πόλεις σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Και μάλιστα στο παρόν χρονικό πλαίσιο, το οποίο μοιάζει να σηματοδοτείται από εκρήξεις πάσης μορφής βίας, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής βίας και της αντιδραστικής ρητορικής που τη συνοδεύει ανά την υφήλιο: μιας βίας που ασκείται εις βάρος των σωμάτων των μεταναστών και των μειονοτήτων, μιας βίας του καπιταλισμού στην τρέχουσα, υψηλών προδιαγραφών μορφή του, που δεν αποδέχεται καμιά εναλλακτική εκδοχή και συχνά (αλλά όχι αποκλειστικά) ορίζεται ως νεοφιλελευθερισμός. Ο κύριος προβληματισμός μας αφορούσε την αναζήτηση τρόπων αποτελεσματικής λειτουργίας σ’ αυτές τις βίαιες συνθήκες. Η διάσημη 11η θέση του Μαρξ από τις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ», που γράφτηκαν το 1845 –«Οι φιλόσοφοι έχουν μονάχα ερμηνεύσει με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε»–, φαίνεται ότι διατηρεί την ελκυστική, πειστική ισχύ της. Εντέλει, όμως, καθίσταται απαραίτητη η ερμηνεία προκειμένου να κατανοηθούν και να διαμορφωθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες θα συντελεστούν οι πραγματικές αλλαγές. Μοιάζει ίσως φιλόδοξο εγχείρημα για ένα περιοδικό –το να ερμηνεύσει και να αναλύσει κάποιες από τις πιο σκοτεινές και αποκρουστικές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας οι οποίες αναπόφευκτα θα ωθήσουν την ανθρωπότητα σε ένα ακόμα πιο σκοτεινό μέλλον– κι όμως, τελικά μας χάρισε συναισθήματα ταπεινοφροσύνης και πληρότητας. Παρ’ όλα αυτά, η πρόκληση που είχε θέσει ο Μαρξ εξακολουθεί να συνοδεύει τις προσπάθειές μας. Έχοντας επίγνωση του μεγέθους του έργου που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά, προχωρήσαμε με μικρά βήματα. Εμπλακήκαμε με κάθε τρόπο. Οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες των τεσσάρων τευχών του South as a State of Mind της documenta 14 μας συντρόφευσαν (και μας άφησαν κατάπληκτους με την εξαίρετη συνεισφορά τους), καθώς μαζί επιχειρήσαμε να ξεδιαλύνουμε την ασάφεια και τη σύγχυση των καιρών και όλων αυτών που παραμένουν συγκαλυμμένα κάτω από μιντιοποιημένες, υπερεκτεθειμένες εικόνες και πληθωρικές φράσεις που έχουν καταλήξει να ορίζουν με διεστραμμένο τρόπο την πολιτική και κοινωνική ζωή αυτής της στιγμής, που είναι δική μας και οφείλουμε να τη μεταμορφώσουμε.
Πρόκειται για έναν διστακτικό αποχαιρετισμό στο πρότζεκτ, και νιώθουμε ευγνώμονες που μας εμπιστεύτηκαν τη δουλειά που απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί. Η δουλειά μας τόσο στο South όσο και στις άλλες δύο κύριες εκδόσεις της documenta 14 (documenta 14: Daybook και The documenta 14 Reader) αποδείχθηκε μεγαλύτερη και εντατικότερη απ’ όσο μπορούσαμε να περιμένουμε. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ελπίζουμε ότι το South as a State of Mind θα ανοίξει και πάλι πανιά (παρά τα ταραγμένα νερά που σίγουρα θα αναγκαστεί να διασχίσει και τους υφάλους που θα πρέπει να αποφύγει, με την οικονομική κατάσταση να είναι μόνο ένας εκ των πολλών) με διαφορετική μορφή και προς άγνωστους προορισμούς. Νιώθουμε σαφώς ότι είναι σημαντικό να διατηρήσει την πορεία που χάραξε από τη γέννησή του και ελπίζουμε ότι οι προσεχείς υπεύθυνοι της έκδοσης θα μπορέσουν να συνεχίσουν αυτό που, για μας, μοιάζει δύσκολο μεν, αλλά απολύτως αναγκαίο – ένα περιοδικό που μιλά από και για τον Παγκόσμιο Νότο και έχει έδρα την Αθήνα.
Αντικείμενο έντονου σχολιασμού αποτέλεσε και ο ίδιος ο τίτλος South as a State of Mind, ο οποίος όμως ποτέ δεν είχε σκοπό να υποκριθεί έναν «νότιο» τρόπο σκέψης και συγγραφής –λες και η σκέψη και ο λόγος μπορούν να ακολουθήσουν πιστά καθορισμένες γεωγραφικές συντεταγμένες–, αλλά μάλλον να διευκολύνει την προοπτική να υιοθετηθούν ετερόκλητοι όροι και διαφορετικές προσεγγίσεις από εκείνες του παγκοσμιοποιημένου χώρου της τέχνης όπως τον ξέρουμε σήμερα: εν ολίγοις, να υπογραμμίσει την άρνηση να μιλά κάποιος μόνο από θέση ισχύος. Αυτή η τελευταία έκδοση του περιοδικού υπό τη δική μας συντακτική διεύθυνση επεξεργάζεται, όπως και τα τρία προηγούμενα τεύχη, ένα ζεύγος καίριων όρων. Εν προκειμένω, ο τίτλος εργασίας του θέματος είναι «βία και προσφορά». Αναζητήσαμε όρους οι οποίοι να εντοπίζουν τα ζητήματα που νιώσαμε ότι έπρεπε να διερευνηθούν σε ένα πλαίσιο που να μην είναι οργανωμένο ακριβώς διαλεκτικά, προκειμένου να αποφύγουμε τον κίνδυνο να υποπέσουμε σε περιοριστικά συμπεράσματα, προτιμώντας αντίθετα μια διαδρομή που να εναλλάσσεται ανάμεσα σε διχαλωτά μονοπάτια και υποθετικούς τρόπους πλοήγησης, έτσι ώστε να διευρύνεται, να ανασυντίθεται και να αναπαράγεται διαρκώς η επικράτεια του χάρτη.
Τα δοκίμια, τα ποιήματα και οι εικόνες που συγκεντρώθηκαν εδώ, απεδαφικοποιημένα και περιπλανώμενα, εγκαθιδρύουν τη δική τους ασταθή τοπογραφία επιλεκτικών προτιμήσεων, με γνώμονα το πνεύμα της όλης διοργάνωσης της documenta 14 στις πολυάριθμες εκφάνσεις της: όπως το συνεχές (Continuum) ως τρόπος υποδοχής (των καλλιτεχνών και άλλων συμμετεχόντων) στην αρχική φάση· η υπερβατική Βουλή των Σωμάτων, ως τρόπος διαφυγής από το στενό πλαίσιο των υπαρκτών μορφών πολιτικής αντιπροσώπευσης που μπορεί να προκύψουν στο περιθώριο μιας καλλιτεχνικής έκθεσης· η πρόθεση και η πρακτική εφαρμογή του «Μαθαίνοντας από την Αθήνα», που ήταν ο τίτλος εργασίας της έκθεσης και στις δύο πόλεις· και το πρόγραμμα με τίτλο «μια εκπαίδευση», το οποίο πρότεινε μια διέξοδο από έναν μονοδιάστατο τρόπο διδασκαλίας, μέσω της προσέγγισης πολυφωνικών μαθησιακών διαδικασιών, ανοιχτών στο κοινό (στον Χορό) – και πολλά άλλα.
ΙΙ.
Τον τελευταίο χρόνο αναζητήσαμε κατ’ επανάληψη βιβλία και κείμενα σχετικά με τη βία, συνειδητοποιώντας ίσως τον τρόπο με τον οποίο φουσκώνει σαν κύμα τριγύρω μας, απειλώντας να μας παρασύρει στον πάτο με όλες τις μορφές με τις οποίες ξετυλίγεται: οικονομική βία, γλωσσική βία, πολιτική βία, περιβαλλοντική βία, έμφυλη και φυλετική βία. Φάνηκε αναγκαίο, σ’ αυτό το τέταρτο και τελευταίο τεύχος του South as a State of Mind για την documenta 14, να την κατονομάσουμε ως έναν από τους διαρθρωτικούς μηχανισμούς του κόσμου μας. Ο Achille Mbembe, ανακαλώντας τη σκέψη του Frantz Fanon, έχει ορίσει την αποικία ως ένα μέρος όπου η εμπειρία και το πνεύμα της βίας είναι διαμορφωμένα στις δομές και στους θεσμούς της ίδιας της ζωής. Παρότι «εφαρμόζεται από άτομα με σάρκα και οστά», όπως σημειώνει ο Mbembe, «συντηρείται από μια φαντασιακή, δηλαδή μια συσχετική σειρά συμβόλων που εμφανίζονται, σε κάθε περίπτωση, να εμπεριέχουν ένα αδιαφιλονίκητο νόημα. Η βία εισβάλλει στην οικονομία, στην καθημερινότητα, στη γλώσσα, στη συνείδηση». Για να προσθέσει εμφατικά: «[Η βία] παράγει κουλτούρα». Στη νεοαποικιακή, παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, που κυριαρχείται από τον φόβο, την εκμετάλλευση, τον εκτοπισμό και το αστυνομικό κράτος, η ανάγνωση της συστημικής βίας από τον Mbembe αποκτά όλο και μεγαλύτερη συνάφεια.
Και το ερώτημα που εμείς θέτουμε (ξανά και ξανά) είναι το εξής: Τι θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί σ’ αυτή την κουλτούρα της διανοητικής και έμπρακτης βίας; Με ποια αντίρροπη δύναμη και με ποια μέσα μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε; Στο κάτω κάτω, είμαστε μόνο συγγραφείς και καλλιτέχνες. Το ερώτημά μας παραμένει· καθώς όμως το επεξεργαζόμαστε εκ νέου, συνειδητοποιούμε ότι αυτή ακριβώς η αναζήτηση καθοδήγησε σε μεγάλο βαθμό το όραμά μας ως επιμελητών των τεσσάρων τευχών του περιοδικού της documenta 14. Υπό το σκοτεινό άστρο αυτού του ερωτήματος –τι μπορούμε να προσφέρουμε και τι μορφές μπορεί να λάβει αυτή η προσφορά;– ο τίτλος εργασίας του τρέχοντος τεύχους είναι «βία και προσφορά». Αν ο δεύτερος όρος υποδηλώνει τόσο μια δωρεά όσο και μια θυσία, περιγράφει επίσης μια διαφορετικού τύπου σχέση με την κοινότητα, την κοινωνία κ.ο.κ. Μ’ αυτό το σκεπτικό, το έργο αυτού του τεύχους του South εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η βία δομεί τις σχέσεις μας μέσα στον κόσμο, καθώς και τις ετερόκλητες προσφορές –γλωσσικές, οπτικές, ακουστικές– που διαρκώς παράγονται με τη μορφή ενός πολιτιστικού κινήματος εναντίον της.
Στις σελίδες που ακολουθούν αναδύονται οι αρχιτεκτονικές της βίας –φυλακές, χώροι βασανιστηρίων, κατεχόμενα εδάφη– οι οποίες ακολούθως αποδομούνται επιδέξια από την ιστορικό τέχνης Diana Taylor και τις καλλιτέχνιδες Ahlam Shibli και Yael Davids, μεταξύ άλλων. Η δύναμη και η ακρίβεια του στοχασμού στα γραπτά και στις εικόνες τους εγείρονται ως ποιητικές δράσεις αυταπάρνησης και αντίστασης από εκείνες τις φωνές και εκείνα τα σώματα που έχουν δεχτεί συγκάλυψη, φίμωση, έλεγχο. Ομοίως, οι εμπνευσμένες επιστολές που είχαν γράψει στη φυλακή η Rosa Luxemburg και η Angela Davis αποτελούν τρανό δείγμα ενός αυθεντικά πολιτικού είδους λογοτεχνίας και προσωπικής διαμαρτυρίας το οποίο, καίτοι παμπάλαιο, δεν έχει εξερευνηθεί ανάλογα. Τα γράμματα της Luxemburg από τη φυλακή του Μπρεσλάου (Βρότσλαβ) –στα οποία με τόσο εύστοχο και αιχμηρό τρόπο γράφει για τον φυσικό κόσμο και όλα όσα τον απειλούν– μοιάζουν να υπογραμμίζουν το δοκίμιο του Sean O’Toole σχετικά με την έμφυλη βία, την κατασκευή εικόνων και τη μνήμη. Τα έργα της Ana Mendieta με θέμα τη σύνδεση της γης με το σώμα και τα γραπτά του John Berger επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέταση από τον O’Toole των τρόπων με τους οποίους η κρατική και η σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών (αλλά και της γης) βαδίζουν χέρι χέρι. Αντιστοίχως, η επιστολή της Davis από τη φυλακή της Κομητείας Μάριν, στην οποία αποκωδικοποιεί τον αμερικανικό ρατσισμό και το σωφρονιστικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, δημοσιεύεται εδώ μαζί με τη διάσημη «Ανοιχτή επιστολή στην αδερφή μου, Angela Y. Davis» του James Baldwin. Οι πρώτες γραμμές αυτού του κειμένου απηχούν το ακλόνητο πνεύμα του συγγραφέα και θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σήμερα:
Αγαπημένη μου αδερφή:
Θα ήλπιζε κανείς ότι, στον καιρό μας, η θέα και μόνο των αλυσίδων στη μαύρη σάρκα, η θέα και μόνο των αλυσίδων οπουδήποτε, θα ήταν ένα θέαμα τόσο αβάσταχτο για τον αμερικανικό λαό, και μια ανάμνηση τόσο αφόρητη, που θα τους έκανε να ξεσηκωθούν αυθόρμητα για να σπάσουν τα δεσμά τους. Όμως όχι, φαίνεται να εκτιμούν τις αλυσίδες τους. Τώρα, πιο πολύ από ποτέ, φαίνεται να μετράνε την ασφάλειά τους με αλυσίδες και πτώματα.
Δεν μπορούμε να μετρήσουμε την ασφάλειά μας με άλλους τρόπους –με τη φροντίδα, φερειπείν, της κοινότητας, της κοινωνίας και του κόσμου μας– χωρίς αλυσίδες; Υπάρχει τρόπος να αποδεχτούμε το ρίσκο ως μέρος της ίδιας της ζωής, όπως τόσο αυθεντικά είχε γράψει η πρόσφατα χαμένη φιλόσοφος, ψυχαναλύτρια και συγγραφέας Anne Dufourmantelle; Μια πιθανή απάντηση μπορεί να βρεθεί στις φωτογραφίες του John Miller, τραβηγμένες σε διάστημα μισού αιώνα, από τα κινήματα αντίστασης των Μαορί στη Νέα Ζηλανδία, εικόνες που καταγράφουν την κοινωνική ιστορία της αποαποικιοποίησης στη νησιωτική αυτή χώρα. Οι συνδέσεις μεταξύ αποικιοποίησης και έκφρασης, τόπου και εξουσίας, εκδηλώνονται επίσης στα δοκίμια, στις ιστορίες, στα ζωγραφικά έργα και στις φωτογραφίες των εικαστικών Vivian Suter και Lorenza Böttner, των συγγραφέων Jane Bowles και Gene Ray, καθώς και στο δοκίμιο του Richard Fletcher σχετικά με την ανάγνωση της Ιλιάδας από τη Simone Weil την εποχή της αντιαποικιακής εξέγερσης στην Τυνησία. Τέλος, τα ποιήματα της Robin Coste Lewis και της Kim Hyesoon αποκαλύπτουν πώς αλληλοσυνδέονται ο σεξισμός, ο ρατσισμός και η γλώσσα –τόσο η οπτική όσο και η κειμενική–, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν πώς η ποιητική και η ηθική επιδεξιότητα μπορούν να ξηλώσουν τη βία που βρίσκεται εντός των γλωσσικών δομών. Το ποίημα της Lewis, που αποτελείται από περιγραφές της μαύρης γυναικείας ταυτότητας στην ιστορία της δυτικής τέχνης, και το ποίημα της Kim για τον ρόλο της λευκότητας στο φορτισμένο κορεάτικο-φεμινιστικό φαντασιακό μπορούν να εκληφθούν ως προσφορές που λειτουργούν αυτόνομα και από κοινού – ως τελετουργίες που αντιτάσσονται στους βίαιους μύθους της φυλετικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας και στον τρόπο με τον οποίο αυτή κωδικοποιείται στην τέχνη και στη γλώσσα.
Ο Antonin Artaud έγραψε κάποτε: «Δεν υπάρχουν αρκετά περιοδικά ή, αν προτιμάτε, όλα τα υπάρχοντα περιοδικά είναι άχρηστα. Εμφανιζόμαστε επειδή πιστεύουμε ότι ανταποκρινόμαστε σε κάτι. Είμαστε πραγματικοί. Αυτό μας απαλλάσσει από το να είμαστε απαραίτητοι. Τα περιοδικά θα έπρεπε να είναι όσα και οι ισχύουσες νοητικές καταστάσεις». Αναθεωρώντας ίσως –όπως είχε την τάση να κάνει–, ο Artaud τροποποίησε το εγκώμιο των μικρών περιοδικών προσθέτοντας: «Όλα έχουν το σοβαρό μειονέκτημα ότι τα επιμελούνται πολλοί, διαφορετικοί άνθρωποι».
Κι αυτό εδώ το περιοδικό το έχουν επίσης επιμεληθεί διάφοροι άνθρωποι, όλοι πραγματικοί. Το 2015, όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε σ’ αυτό που θα γινόταν το South as a State of Mind της documenta 14, το κάναμε επειδή πιστεύαμε ότι ανταποκρινόμασταν σε κάτι. Ίσως, όπως σημειώνει ο Artaud, αυτή μας η πεποίθηση μας απαλλάσσει από το να είμαστε απαραίτητοι. Πιστεύαμε όμως τότε, όπως και τώρα, ότι θα πρέπει να υπάρχουν τόσα περιοδικά όσα και νοητικές καταστάσεις, νότιες και άλλες. Το περιοδικό της documenta 14 υπήρξε η ενσάρκωση μιας (ή πολλών) από αυτές. Ευχαριστούμε όλους μας τους συνεργάτες και τους επιμελητές των κειμένων για την εξαίρετη δουλειά τους σ’ αυτές εδώ τις σελίδες. Ευχαριστούμε τη Μαρίνα Φωκίδη που μας έδωσε χώρο για στοχασμό και δημιουργία τα τρία σχεδόν τελευταία χρόνια στο περιοδικό που η ίδια ξεκίνησε το 2012 στην Αθήνα. (Το περιοδικό, μαζί με όλες τις νοητικές καταστάσεις του, επιστρέφει πλέον στην εκδοτική επιμέλεια της ίδιας και θα συνεχίσει την έκδοσή του τον επόμενο χρόνο σε μια μορφή πιο κοντά στην αρχική του.) Και βέβαια ευχαριστούμε εσάς – τους αναγνώστες, τους αδερφούς μας, τις αδερφές μας, τους δικούς μας και τους «άλλους» μας. Ως φόρο τιμής στην Ιρανή ποιήτρια και σκηνοθέτρια Forough Farrokhzad (1934-1967), αφιερώνουμε το τεύχος αυτό σ’ εκείνους που το σπίτι τους είναι μαύρο.
Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης