Μια Ανάγνωση Αγάπης
Η απόσταση μεταξύ V και W
Αντικείμενα Διασποράς
Αρχίζω με–
Το μικρό μας σπίτι στο κιμπούτς. Μια στενή ξύλινη πόρτα με ένα μικρό παράθυρο από πάνω της, να χωρίζει την κουζίνα από την τουαλέτα.
Τη μέρα που έσπασε αυτό το μικρό παράθυρο ο πατέρας μου σήκωσε ψηλά στον αέρα τη μεγάλη μου αδερφή, έτσι ώστε το κεφάλι της πρόβαλε στην άλλη μεριά μέσα από το ξύλινο κάδρο του παραθύρου – το πρόσωπό της έμοιαζε να περιεργάζεται τη μητέρα μου που ήταν στην τουαλέτα. Η μητέρα μου του φώναζε να σταματήσει, αλλά ο πατέρας μου, που διασκέδαζε μ’ αυτό το παιχνίδι, συνέχιζε να προβάλλει το κεφάλι της αδερφής μου μέσα από το άδειο κάδρο. Τότε ξαφνικά χίμηξε έξω από την τουαλέτα η μητέρα μου, η οργή της, η απόσταση της οργής της, αμέτρητη. Φωνάζοντας και ουρλιάζοντας στον πατέρα μου, άρχισε να πετάει ένα ένα τα πιάτα στο πάτωμα. Τα πιάτα έσπαζαν με εκκωφαντικό θόρυβο, το πάτωμα γέμισε με γυάλινα θραύσματα, και η μεγάλη μου αδερφή κι εγώ είχαμε τρομάξει τόσο πολύ που ξεσπάσαμε σε γοερά κλάματα.
Ένα αγεφύρωτο χάσμα είχε ανοίξει ανάμεσα στην ιδιοσυγκρασία του πατέρα μου και της μητέρας μου.
Μια τομή.
Μια χειρονομία μέσα στον χώρο.
Μια οικογένεια.
Μια παράσταση.
Μια πίστα.
Ως παιδί φοβόμουν την οργή της μητέρας μου και το μήνυμα που αυτή έκρυβε μέσα της. Αργότερα θα με απασχολούσε η φύση αυτής της οργής. Μιας οργής που διαπερνά τις γενιές. Η οργή της μητέρας μου δεν ήταν μόνο δική της. Ήταν μια έμφυλη οργή, μια φυλετική οργή και, κάποιες φορές, μια ερωτική οργή.
Σφραγισμένες μνήμες που γίνονται πόνος. Ένα σώμα προορισμένο να μιλά και να οδύρεται για τους άλλους. Προορισμένο να μεταβιβάσει αυτόν τον οδυρμό, αυτές τις αναμνήσεις, τις πληγές και τις ιστορίες σε άλλα σώματα.
Με απασχολεί εδώ και κάμποσο καιρό η ιδέα της εγγύτητας και της απόστασης. Δεν μπορώ να σταματήσω να εστιάζω στην ανυπολόγιστη απόσταση που κρύβεται μέσα σ’ αυτό που παρουσιάζεται ως εγγύτητα και στην επίδραση που έχουν τέτοιες κρυμμένες αποστάσεις. Ας σκεφτεί κανείς, για παράδειγμα, την απόσταση ανάμεσα στη Ραμάλα και στην Ιερουσαλήμ. Στον χάρτη φαίνεται σαν μια διαδρομή που διαρκεί είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο. Στην πραγματικότητα η απόσταση μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη. Για έναν Παλαιστίνιο πολίτη θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα πολλά σημεία ελέγχου, οι αιτήσεις για την άδεια εισόδου, μαζί με πολλά άλλα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Αποστάσεις αυτού του είδους δεν αποτελούν γεωγραφικές αποστάσεις, καθώς δεν μπορούν να μετρηθούν σε χιλιόμετρα, αλλά σε ενέργεια και συναισθήματα όπως άγχος, αγωνία και ταπείνωση, και σε ουσίες όπως χρόνος, ιδρώτας και δάκρυα.
Το Ισραήλ έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς όπου μοιάζουν μακρινοί ακόμα και προορισμοί που δεν είναι. Το ταξίδι βιώνεται ως εμπειρία εγκλεισμού και περίφραξης. Τα εμπόδια στη μετακίνηση αποτελούν εργαλείο ελέγχου, μέσο καταστροφής και εξάντλησης των Παλαιστινίων στους οποίους δεν επιτρέπεται να μετακινούνται με φυσιολογικό τρόπο. Η μετακίνηση εμπεριέχει ένα μονοπάτι προς την κανονικότητα αλλά και προς την ψυχική υγεία. Όταν περιορίζεται η κινητικότητα, η μετακίνηση βιώνεται ως αρνητικό συναίσθημα. Ο εξαναγκασμός πληθυσμών να διασχίσουν μακρινές αποστάσεις εν μέσω δυσχερών συνθηκών αποτελεί συνηθισμένη πολιτική ή στρατιωτική τακτική. Οι αποκαλούμενες πορείες θανάτου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής. Στις πορείες αυτές ο προορισμός βρίσκεται σε πολύ μακρινή απόσταση η οποία είναι αδύνατον να καλυφθεί από το ανθρώπινο σώμα, είναι αδύνατον να καλυφθεί με τα πόδια.
Το Ισραήλ έχει δημιουργήσει δύο ειδών δρόμους στη Δυτική Όχθη. Ο ένας είναι αποκλειστικά για τους Ισραηλινούς πολίτες –η διαδρομή του απαρτχάιντ– στους οποίους παρέχεται ένα εκλεπτυσμένο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων που έχει κατασκευαστεί πάνω από το έδαφος και εκτείνεται απευθείας από το Α στο Β. Από κάτω, στο έδαφος –για τους Παλαιστίνιους– λειτουργεί ένα τερατώδες, πολύπλοκο δίκτυο σκονισμένων, μη ασφαλτοστρωμένων δρόμων μέσω των οποίων είναι αδύνατο να κινηθείς απευθείας από το Α στο Β. Εδώ η ιδέα της ορατότητας και της προσβασιμότητας συνδέεται ξεκάθαρα με την εξουσία. Το ένα οδικό δίκτυο είναι ορατό από μακριά, στον αέρα, εκπέμποντας από ψηλά τον έλεγχο που ασκεί στα σκιερά μονοπάτια που βρίσκονται από κάτω.
Στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού ηγήθηκα μιας ομάδας ανάγνωσης. Μια εκ των συμμετεχόντων στην ομάδα, η Farida Gillot, θυμήθηκε την ανάγνωσή μας στο έργο του Édouard Glissant όταν με άκουσε να περιγράφω αυτούς τους δύο τύπους δρόμων της Δυτικής Όχθης – ο ένας καινούριος, καθαρός, εναέριος και ο άλλος από κάτω, γεμάτος παρακάμψεις και βρόμικος. Αυτού του είδους η υποδομή θύμισε στη Farida την περιγραφή από τον Glissant της αβύσσου που άνοιξε για τους γηγενείς Αφρικανούς κατά το πέρασμά τους στην Αμερική. Με προορισμό ένα μέρος πέρα μακριά διέσχισαν με τα δουλεμπορικά πλοία έναν αχανή και βαθύ ωκεανό – εκείνα τα υγρά χάσματα, εκείνη την άβυσσο.
Ο Glissant περιγράφει ένα είδος ταξιδιού το οποίο βιώνεται ως βάθος μάλλον παρά ως απόσταση. Το σχήμα των δουλεμπορικών πλοίων με τα τεράστια «υπογάστρια» – πελώρια κοντέινερ που ήταν εντελώς ανοίκεια στους γηγενείς Αφρικανούς που παγιδεύτηκαν και μεταφέρθηκαν εντός τους. Γράφει ο Glissant: «Στην αρχή είναι ο καιρός που βρίσκεσαι πεσμένος στην κοιλιά του σκάφους. […] Η κοιλιά αυτού του σκάφους όμως σε διαλύει, σε σπρώχνει επιτακτικά σ’ έναν μη κόσμο από τον οποίο απελπισμένα θες να διαφύγεις. Αυτό το καράβι είναι μια μήτρα, μια αβυσσαλέα μήτρα. […] Αυτό το καράβι: έγκυος με τόσους νεκρούς και μελλοθάνατους».
Μια άλλη άβυσσος είναι αυτή του αχανούς βάθους της θάλασσας, του βάθους που βίωναν οι σκλάβοι όταν τους πέταγαν στο νερό δεμένους με βαρίδια και αλυσίδες για να ελαφρύνει το φορτίο του πλοίου όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο.
Ο Glissant προσδίδει διαφορετικά χρώματα και αποχρώσεις στην άβυσσο:
«σκοτεινή σκιά»
«η κόκκινη περιδίνηση στα στηρίγματα του καταστρώματος»
«ο μαύρος ήλιος στον ορίζοντα, ίλιγγος»
«το πράσινο μεγαλείο της θάλασσας»
«ένα χλωμό μουρμουρητό»
«η βιολετιά κοιλιά στα βάθη του ωκεανού»
«οι γαλάζιες σαβάνες της μνήμης ή της φαντασίας»
«ο λευκός άνεμος της αβύσσου»
▪
Στο ντοκιμαντέρ Fuocoammare (Φωτιά στη θάλασσα, 2016) που σκηνοθέτησε ο Gianfranco Rosi, ο πρωταγωνιστής, ο γιατρός Pietro Bartolo, κοιτάζει στο κομπιούτερ του και δείχνει μια εικόνα ενός σκουριασμένου σκάφους στη θάλασσα γεμάτου με (αυτούς που έχουμε μάθει πλέον να αναγνωρίζουμε ως) πρόσφυγες.1 Ο Bartolo αφηγείται:
Ήταν 840 πάνω στο σκάφος. Υπήρχαν αυτοί που ανήκαν στην πρώτη θέση. Αυτοί ήταν έξω. Είχαν πληρώσει 1.500 δολάρια. Μετά ήταν οι επιβάτες της δεύτερης θέσης. Εδώ στη μέση. Αυτοί είχαν πληρώσει 1.000 δολάρια. Τότε δεν τα γνώριζα αυτά. Κάτω στα αμπάρια ήταν τόσο πολλοί. Αυτοί είχαν πληρώσει 800 δολάρια. Ανήκαν στην τρίτη θέση. Όταν τους έβγαλα στη στεριά έμοιαζαν χωρίς τέλος. Χωρίς τέλος. Εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά σε κακό χάλι. Ειδικά όσοι βρίσκονταν κάτω στα αμπάρια ήταν σε πολύ κακό χάλι. Ήταν εντελώς αφυδατωμένοι. Υποσιτισμένοι. Εξουθενωμένοι. Πήγα 68 από αυτούς στα επείγοντα. Ήταν σε κακό χάλι. Εδώ βλέπουμε ένα αγόρι γεμάτο εγκαύματα. Είναι πολύ νέος – 14, 15 το πολύ. Πολλά τέτοια περιστατικά. Πρόκειται για χημικά εγκαύματα. Από τα καύσιμα. Τους βάζουν σε κάτι καΐκια και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αναγκάζονται να ξαναγεμίζουν τα μπιτόνια με καύσιμα. Τα καύσιμα χύνονται στο κατάστρωμα και ανακατεύονται με θαλασσινό νερό που μετά μουλιάζει τα ρούχα, κι αυτό το μείγμα είναι εξαιρετικά επιβλαβές. Προκαλεί αυτά τα εγκαύματα που μας δυσκολεύουν τόσο να τα περιποιηθούμε, θέλουν πολλή δουλειά, και αφήνουν σημάδια που μπορεί να είναι μοιραία. Να εκεί, φαίνονται. Είναι καθήκον κάθε ανθρώπου. Αν είσαι άνθρωπος. Να βοηθήσεις αυτούς τους ανθρώπους. Όποτε το καταφέρνουμε είμαστε ευτυχείς. Υπάρχουν φορές όμως που δυστυχώς είναι αδύνατον. Έχω γίνει μάρτυρας φριχτών περιστατικών: νεκρά κορμιά, παιδιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις είμαι αναγκασμένος να κάνω αυτό που μισώ περισσότερο: να εξετάζω τα πτώματα. Το έχω κάνει τόσες φορές. Ίσως πιο πολλές απ’ όσες μπορώ ν’ αντέξω. Πολλοί από τους συναδέλφους μου μου λένε: «Έχεις δει τόσο πολλά… έχεις συνηθίσει πια». Δεν είναι αλήθεια. Πώς να συνηθίσεις το θέαμα νεκρών παιδιών ή εγκύων; Γυναικών που γέννησαν σε βάρκες που βυθίζονταν. Με τους ομφάλιους λώρους να κρέμονται από το σώμα τους. Τους βάζεις σε σακούλες. Φέρετρα. Πρέπει να πάρεις και δείγματα. Να κόψεις ένα δάχτυλο ή ένα πλευρό. Να κόψεις το αυτί ενός παιδιού. Μετά θάνατον. Άλλη μια φρίκη. Πρέπει όμως να γίνει. Οπότε κι εγώ το κάνω. Όλα αυτά σου προκαλούν οργή. Σε αφήνουν με ένα κενό στα σωθικά. Μια τρύπα. Σε κάνει να αναλογίζεσαι. Να τους ονειρεύεσαι. Είναι κάτι εφιάλτες που τους ζω ξανά… και ξανά.
Κάποιες γεωγραφικές αποστάσεις πλησιάζουν το άπειρο, γίνονται χάσμα ή άβυσσος στη συναίσθηση κάποιου όταν συνειδητοποιεί τους τρόπους με τους οποίους το πολιτικό καθορίζει το προσωπικό.
▪
Επιστρέφοντας–
Το σιωνιστικό σχέδιο βασιζόταν στο δικαίωμα της επιστροφής–
Της επιστροφής στην προγονική γη, της επιστροφής στην ιστορία, της επιστροφής στις ρίζες, της επιστροφής στη μοναδικότητα, της επιστροφής στην αυτονομία. Αυτό το κίνημα προήλθε από διαφορετικές γεωγραφικές αφετηρίες για να κυλήσει προς έναν συγκεκριμένο προορισμό: την Παλαιστίνη. Ένα βέλος χτυπά έναν καθρέφτη και του ραγίζει την επιφάνεια. Η Παλαιστίνη ήταν ραγισμένη, οι πολίτες της εκδιώχτηκαν, σκορπίστηκαν σε καταυλισμούς. Μια αντίστροφή κίνηση του σιωνιστικού σχεδίου – ενώ οι σιωνιστές επέστρεψαν για να εγκατασταθούν στα συγκεκριμένα εδάφη, βαθμιαία εξεδίωξαν τους άλλους, απελαύνοντας, εκτοπίζοντας, σκορπίζοντας.
Nuseirat, Beach, Bureij, Deir El-Balah, Jabalia, Khan Younis, Maghazi camp, Rafah, Tulkarm, Shuafat, Nur Sham Jenin, Fawwar, Jalazone, Far'a, Ein as-Sultan, Dheishen, Deir 'Ammar, Camp no. 1, Beit Jibrin, Balata, Askar, Arroub, Amari, Aqbat Jabr, Homs, Ein el Tal, Hama, Jaramana, Khan Dunoun, Latakia, Khan Eshieh, Neirab, Qabr Essit, Sbeineh, Yaemouk, Dera, Ein El Hilweh, Wavel, Shatila, Nahr el-Bared, Rashidieh, Mieh Mieh, Mar Elias, El Buss, Dbayeh, Burj Shemali, Beddawi, Burj Barajneh, Zarqa, Talbieh, Marka, Souf, Jerash, Jabal el-Hussein, Ibrid, Baqa'a, Husn, Amman New Camp.
Προσφυγικοί καταυλισμοί.
Προσφυγικοί
Καταυλισμοί
Σημαίνοντα παροδικότητας. Στην πραγματικότητα αποτελούν προκαθορισμένους τόπους, σφραγισμένους μακριά από τα μάτια μας. Οι περισσότεροι από τους Παλαιστίνιους κατοίκους των αναρίθμητων προσφυγικών καταυλισμών στους οποίους έχουν εκτοπιστεί ζουν κάτω από δύσκολες συνθήκες, αποστερημένοι από τα στοιχειώδη πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Έγκλειστοι όλοι μαζί.
Αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ,
να ξεχάσω το δεξί μου χέρι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στον ουρανίσκο,
αν πια δε σε θυμάμαι
Η καταστροφή του αρχαίου ιουδαϊκού κράτους συνδέεται με την καταστροφή του ναού της Ιερουσαλήμ, γεγονός που σηματοδοτεί την πρώτη τραυματική εξορία των Εβραίων στη Βαβυλωνία (μεταξύ 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.). Ήταν σημαντική η βιβλική λογοτεχνία που αναπτύχθηκε κατά την περίοδο εκείνης της εξορίας και εκφράζει ένα διαρκές μοιρολόγι ανακατεμένο με την επιθυμία για εκδίκηση, μεταμέλεια και μια λαχτάρα για συμφιλίωση με τον Θεό και για επιστροφή στη γη των Ιουδαίων, μετουσιώνοντας τη γη αυτή σε αγαπημένο υποκείμενο, σε αντικείμενο πόθου.
Αυτή η βιβλική λογοτεχνία τεκμηριώνει μια συγκεκριμένη τάση του ιουδαϊσμού η οποία αργότερα στήριξε τον σιωνισμό και το δικαίωμα της επιστροφής.2 Αυτή η επιστροφή στη Σιών συνεπάγεται την αντίληψη της γης ως οχήματος για τον πληθυσμό και του έθνους-κράτους ως όλου – αντίληψη η οποία δικαιολογεί την ερμητική ιδέα των συνόρων και των κεκτημένων εδαφών και, συγχρόνως, το δικαίωμα «να πάρουμε πίσω» τη γη που ήταν μέρος αυτής της ολότητας.3
Κινητή περιουσία – ένα αντικείμενο υλικής ατομικής ιδιοκτησίας που δεν συνδέεται με τη γη. Στα εβραϊκά ο αντίστοιχος όρος είναι metaltelim, λέξη που προέρχεται από το ρήμα tiltel, που σημαίνει μετακινώ ή ανακινώ. Μια λέξη που φέρει έναν μεταλλικό ήχο τρέμουλου και δόνησης.
Αντικείμενο – στα εβραϊκά είναι chefets και προέρχεται από το ρήμα chafatz, που σημαίνει να θέλεις ή να ποθείς.
Πράγμα, αντικείμενο – στα εβραϊκά είναι etzem, συνώνυμο της λέξης «οστό». Το etzem, το κόκαλο, αποτελεί την ουσία, τη σκληρή υλική υπόσταση του σώματος, τη δομή του. Σύμφωνα με τον λόγο της Καμπάλα, μπορεί να οριστεί και ως ύλη, μορφή ύλης και αφηρημένη μορφή.
Εδώ συναντάμε την αντίληψη ότι οι επιφοιτήσεις, οι ουράνιοι σπινθήρες, μπορούν να εμφανιστούν στον υλικό κόσμο με τη μορφή της γλώσσας.
Πιστεύω ότι ένα άλλο στοιχείο της πολυσύνθετης υφής του υλικού κόσμου έχει να κάνει με τη βιβλική εντολή «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον». Θυμάμαι την έντονη αίσθηση απογοήτευσης που βίωνα παιδί όταν περιδιάβαινα το εβραϊκό τμήμα ενός μουσείου ή όταν επισκεπτόμουν αμιγώς εβραϊκά μουσεία: όλο αντικείμενα και καθόλου πολύχρωμοι πίνακες ή γλυπτά. Αργότερα έμαθα να εκτιμώ την αφαιρετική σκέψη καθώς και την επιμέλεια και την ακρίβεια που συνόδευε τη διακόσμηση αντικειμένων. Ως παιδί επίσης βίωσα και μια παρόμοια απογοήτευση σχετικά με τη στεγνή και πεζή εβραϊκή παράδοση της κατάθεσης πετρών στους τάφους. Θυμάμαι την έντονη αίσθηση διαφώτισης που ένιωσα όταν μου εξήγησε η μητέρα μου ότι ο λόγος που κάποιος αφήνει πέτρες στους τάφους, αντί για λουλούδια, είναι επειδή οι πέτρες ανήκουν στον άψυχο κόσμο (Olam Ha Atzamim). Οι πέτρες αφήνουν τους νεκρούς στην ησυχία τους, ενώ τα λουλούδια τούς καλούν πίσω στη ζωή.
Υπάρχουν ποικίλες λέξεις για την έννοια του αντικειμένου στα εβραϊκά, οι οποίες υπερβαίνουν την ιδέα του τεχνουργήματος και μπορεί να σημαίνουν κίνηση, επιθυμία, ουσία και διαφώτιση.
Το 2015, η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ κέρδισε μια μακροχρόνια δικαστική μάχη (είχε διαρκέσει τριάντα εννέα χρόνια) ενάντια στις δύο κόρες της Esther Hoffe. Η διένεξη είχε να κάνει με μια σειρά από κούτες οι οποίες περιείχαν πρωτότυπα χειρόγραφα και προσχέδια των έργων του Franz Kafka. O Kafka είχε παραδώσει τα γραπτά του (εκδομένα και μη) στον Max Brod, με σαφή εντολή αυτά να καταστραφούν με τον θάνατό του.
Ο Brod δεν τίμησε την επιθυμία του Kafka και εξέδωσε μέρος του έργου του. Το 1939 ο Brod διέφυγε από την υπό ναζιστική κατοχή Πράγα με προορισμό την Παλαιστίνη. Παρότι πολλά από τα χειρόγραφα που είχε υπό την κηδεμονία του δόθηκαν στη Βιβλιοθήκη Bodleian της Οξφόρδης, ο Brod διατήρησε αρκετά στην κατοχή του μέχρι και τον θάνατό του το 1968. Πριν πεθάνει άφησε τα πρωτότυπα έργα στη γραμματέα και κατά πάσα πιθανότητα ερωμένη του, την Esther Hoffe. Η Esther κράτησε και φύλαξε τα πιο πολλά από τα χειρόγραφα του Kafka ως τον θάνατό της, εκτός από το χειρόγραφο της Δίκης, το οποίο πούλησε αντί του ποσού των δύο εκατομμυρίων δολαρίων. Εκείνη την εποχή είχε καταστεί ήδη προφανές ότι μπορούσε κανείς να βγάλει πολλά λεφτά από τον Kafka. Μετά τον θάνατο της Esther Hoffe οι κόρες της, Eva και Ruth, οι οποίες είχαν κληρονομήσει τα υπόλοιπα γραπτά του Kafka, έθεσαν προς πώληση τα έργα, υποστηρίζοντας ότι η αξία των χειρογράφων θα έπρεπε να καθοριστεί κυριολεκτικά από το βάρος τους – από το πόσο ζύγιζαν δηλαδή. Όπως δήλωσε ένας από τους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τις δικαιούχους της περιουσίας της Hoffe: «Αν φτάσουμε σε συμφωνία, το υλικό μπορεί να πωληθεί ως μια οντότητα, σε ένα πακέτο. Θα πωληθεί ανάλογα με το βάρος του… Αν έχουμε δηλαδή ένα κιλό χαρτιά εδώ, θα πρέπει ο πλειοδότης να έρθει και να τα μετρήσει και να δει το περιεχόμενο».
Έτσι ο Kafka –μέσω των γραπτών του– μετατράπηκε σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και το έργο του σε ένα είδος κινητής περιουσίας. Στη δίκη εμφανίστηκαν δύο πλευρές που διεκδικούσαν την κυριότητα του έργου του, είτε με την επίκληση ενός αναφαίρετου δικαιώματος σ’ αυτό, όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ, είτε προσφέροντας χρήματα για να το αγοράσουν, όπως το Γερμανικό Αρχείο Λογοτεχνίας. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ισραήλ, τα γραπτά του Kafka δεν αποτελούσαν εμπορεύσιμο προϊόν αλλά «δημόσιο αγαθό» το οποίο ανήκε στον εβραϊκό λαό – ο Kafka ήταν κατ’ αρχάς Εβραίος συγγραφέας και τα γραπτά του αποτελούσαν πολιτιστικά περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων. Αυτό που έχει ενδιαφέρον να τονιστεί εδώ είναι η εικασία ότι το Κράτος του Ισραήλ αντιπροσωπεύει τους Εβραίους απανταχού της Γης. Μια τέτοια δήλωση παραβλέπει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους Εβραίους που είναι σιωνιστές και σ’ αυτούς που δεν είναι, όπως οι Εβραίοι της διασποράς. Σηματοδοτεί τη σιωνιστική αντίληψη ότι το Galut [το καθεστώς ξεριζωμού και υποδούλωσης των Εβραίων] αποτελεί μια συνθήκη εξορίας και απόγνωσης που μπορεί να αντιστραφεί μόνο με την επιστροφή στο Ισραήλ. Όμως ο σιωνισμός σφάλλει θεωρώντας ότι η εξορία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την επίκληση του Νόμου της Επιστροφής.
Το Γερμανικό Αρχείο Λογοτεχνίας, με έδρα τη γερμανική κωμόπολη του Μάρμπαχ, αντέτεινε ότι ο Kafka ανήκει στη γερμανική λογοτεχνική παράδοση και συγκεκριμένα στη γερμανική γλώσσα. Φαίνεται ότι εν προκειμένω οι Γερμανοί θεώρησαν ότι η γλώσσα υπερβαίνει κατά πολύ ως τάξη μεγέθους την υπηκοότητα – με άλλα λόγια, έθεσαν εθνικιστικό πρόσημο στην ίδια τη γερμανική γλώσσα. Το επιχείρημα αυτό στόχο είχε να απαλείψει εντελώς τη σημασία της πολυγλωσσίας στα γραπτά του Kafka. Κάποιοι μελετητές θεώρησαν ότι το Μάρμπαχ θα αποτελούσε το ιδανικό σπίτι για τα γραπτά του Kafka, από τη στιγμή που η βιβλιοθήκη του Αρχείου φιλοξενεί ήδη τη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων του συγγραφέα στον κόσμο. Ο Philip Roth πάντως περιέγραψε τη γερμανική αξίωση για τα γραπτά του Kafka ως «ακόμα μια γλαφυρή καφκική ειρωνεία […] που διαπράχθηκε εις βάρος της δυτικής κουλτούρας του 20ού αιώνα», παρατηρώντας ότι ο Kafka όχι μόνο δεν ήταν Γερμανός, αλλά και πως οι τρεις αδερφές του αφανίστηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επηρεασμένος από την ανάγνωση και το κείμενο της Judith Butler για τη Δίκη, αυτό που κυρίως με απασχολεί εδώ είναι οι απόψεις του Kafka σχετικά με τον σιωνισμό αλλά και η συνολική οπτική του σχετικά με το πώς έφτανε ή πώς δεν κατόρθωνε να φτάσει σε έναν συγκεκριμένο προορισμό μέσω των γραπτών του. Αναλύοντας το έργο του Kafka, η Butler θέτει το εξής ερώτημα: «Τι θα σήμαινε η απελευθέρωση από τις χωροχρονικές συνθήκες του “εδώˮ; […] Τα ταξίδια του Kafka είναι προς το άπειρο, μια χειρονομία προς έναν άλλο κόσμο». Χειρονομία, συνεχίζει η Butler, «είναι ο όρος που χρησιμοποιούν ο Benjamin και ο Adorno για να μιλήσουν για αυτές τις ακίνητες στιγμές, αυτές τις εκφράσεις που δεν είναι ακριβώς πράξεις, και παγώνουν ή στερεοποιούνται μέσα στη ματαιωμένη και ατελή συνθήκη τους […] μια χειρονομία έχει στόχο να ανοίξει κάποιον ορίζοντα, δεν υπάρχει όμως πραγματική αναχώρηση και σίγουρα δεν υπάρχει πραγματική άφιξη».
Το έργο του Kafka εκφράζει μια ποιητική της μη άφιξης. Η Butler καταλήγει ότι τα γραπτά του Kafka ανοίγουν μια απόσταση μεταξύ του ενός μέρους και του άλλου η οποία προσεγγίζει το άπειρο – και συνεπώς συνιστούν μια μη σιωνιστική θεολογική χειρονομία.
Όσον αφορά το Ισραήλ, το γεγονός ότι ο Brod ήταν σιωνιστής έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από το ότι ο Kafka –ο οποίος δεν επισκέφτηκε ποτέ την Παλαιστίνη ούτε και σχεδίαζε ποτέ ένα τέτοιο ταξίδι– δεν ήταν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τον Kafka ήταν σημαντική η εβραϊκή του ιδιότητα, αυτό όμως σίγουρα δεν συνεπάγεται κάποιου είδους σταθερή σιωνιστική οπτική. Για μένα, το γράψιμο του Kafka είναι μια επιβεβαίωση της εύθραυστης φύσης τού να είσαι σε ένα μέρος που δεν αποτελεί οριοθετημένη επικράτεια. Στα περισσότερα έργα του Kafka τα μηνύματα δεν φτάνουν στον προορισμό τους, οι εντολές παρεξηγούνται και οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται ποτέ. Ο Kafka λειτουργεί στο διάστημα ανάμεσα στο ανεκπλήρωτο πεπρωμένο και στην πρόθεση της εκπλήρωσής του. Τα γραπτά του Kafka εκφράζουν το πνεύμα της εξορίας, ακόμα κι από γλωσσολογική οπτική. Αυτή η ιδέα της εισόδου στη γλώσσα από το εξωτερικό της πλαίσιο αναπτύσσεται από τους Deleuze και Guattari στο δοκίμιό τους «Κάφκα: Για μια ελάσσονα λογοτεχνία».
Παρ’ όλα αυτά: Εκείνη τη δίκη που διήρκεσε τριάντα εννέα ολόκληρα χρόνια την κέρδισε τελικά η Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ. Ο Kafka ανήκει πλέον στο Κράτος του Ισραήλ. Ο Kafka μετατράπηκε σε αντικείμενο κυριότητας.
Τα γραπτά του Kafka αποτελούν κεντρικό θέμα συζήτησης στη μνημειώδη αλληλογραφία μεταξύ του Walter Benjamin και του Gershom Scholem. Η αλληλογραφία τους εκφράζει έναν δεσμό ανάμεσα σε δύο εξέχοντες Εβραίους διανοούμενους. Θα ρισκάρω εδώ να την πολιτικοποιήσω τοποθετώντας τη σε ένα αγοραία στεγνό πλαίσιο: Ο ένας –ο Gershom Scholem– ήταν μια σιωνιστική ψυχή που αποδήμησε το 1923 στη Βρετανική Αρμοστεία της Παλαιστίνης. Ο Scholem ήταν κορυφαίος μελετητής της Καμπάλα και της ιουδαϊκής παράδοσης εν γένει καθώς και μια δραστήρια προσωπικότητα τόσο στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ όσο και στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ. Ο άλλος –ο Walter Benjamin– είχε την ψυχοσύνθεση του Εβραίου πρόσφυγα, του εξόριστου. Παρά την καταδίωξή του από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, ανέβαλλε διαρκώς το ταξίδι στην Παλαιστίνη. Το μεγαλείο της αλληλογραφίας ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ψυχές έγκειται στην εμπειρία μιας διανοητικής συνομιλίας που εξελίσσεται σε συμπάθεια και αγάπη εν μέσω των πιο σκοτεινών καιρών της κοινής τους πορείας. Η μεγάλη τους αγάπη για τα βιβλία λειτούργησε ως γέφυρα μεταξύ αυτών των δύο τόσο διαφορετικών αντρών και των αντίστοιχων υπαρξιακών τους κόσμων, υπερβαίνοντας τη γεωγραφική και ιδεολογική απόσταση ανάμεσά τους, μια απόσταση που ήταν διαρκώς ρευστή και εξαρτιόταν από την εκάστοτε οδό διαφυγής που αναζητούσε ο Benjamin για να γλιτώσει από τους διώκτες του. Σ’ αυτή τη σχέση τα βιβλία και οι σκέψεις γίνονται εμπειρία, μια εμπειρία συμπάθειας και συμπόνιας – το χτίσιμο μιας γέφυρας.
Το λόγιο πάθος και η πνευματική επιθυμία των δύο αυτών διανοητών «συναντώνται» όταν ανταλλάσσουν τις σκέψεις τους για το έργο του Kafka – ανταλλαγή την οποία βρίσκω ιδιαίτερα συγκινητική. Όπως έγραψε ο Benjamin για τον Kafka: «Κανένας άλλος συγγραφέας δεν υπάκουσε τόσο πιστά την εντολή “Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλονˮ». Ο Benjamin αντλούσε δύναμη από τα γραπτά του Kafka, τόσο με μια ιστορική όσο και με μια προσωπική έννοια. Ο Benjamin έβρισκε άσυλο στον Kafka.
Ήταν σαν ο Kafka να μεταμορφώθηκε σε σπίτι, σε μια γη χωρίς εδαφική κυριαρχία, μια γη με απεριόριστο ορίζοντα.
Μια άλλη συγγραφέας η οποία αναφέρεται εν συντομία από τον Gershom Scholem στην αλληλογραφία του με τον Benjamin, όταν ο πρώτος περιγράφει την καθημερινή ζωή στην Ιερουσαλήμ στο τέλος συνήθως των επιστολών του, είναι η Else Lasker-Schüler:
Η καθημερινότητα εδώ (στην Παλαιστίνη) παραμένει ζωηρή και έντονη, χωρίς μεγάλες αλλαγές. Η Else Lasker-Schüler –που θα ταίριαζε καλύτερα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου παρά στην πραγματική Ανατολή– είναι εδώ προς το παρόν και, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, βρίσκεται στα όρια της τρέλας. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει μια καθηλωτικά χαοτική προσωπικότητα. […] Εκλαμβάνω τα οράματά της ως μυθοπλασία.
Με τους πιο φιλικούς χαιρετισμούς, Δικός σου, Gerhard… Η πιο πρόσφατη φιλοξενούμενή μας αυτόν τον καιρό στην Παλαιστίνη –όπως ίσως σου έχω γράψει– είναι η Else Lasker-Schüler. Μοιάζει με ερείπιο, πιο πολύ στοιχειωμένη παρά κυριευμένη από την τρέλα.
Σου εύχομαι τα καλύτερα για σήμερα, Δικός σου, Gerhard4
Το 1934 η Else Lasker-Schüler διέφυγε από το Βερολίνο με προορισμό την Παλαιστίνη, για να εγκατασταθεί τελικά στην Ιερουσαλήμ, όπως οι περισσότεροι Γερμανοεβραίοι διανοούμενοι εκείνη την περίοδο. Όπως και πολλοί άλλοι εμιγκρέδες όμως, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην Εγγύς Ανατολή. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Lasker-Schüler ήταν μια αναγνωρισμένη ποιήτρια. Στην Ιερουσαλήμ όμως κατόρθωνε να επιβιώνει μόνο χάρη στην ελεημοσύνη των φίλων που τη γνώριζαν από λιγότερο χαλεπούς καιρούς στο Βερολίνο.5 Από το 1927 είχε χάσει τον γιο της τον Paul, τον οποίο πενθούσε στα ποιήματά της. Είχε γράψει για την εξορία της:
Φανταζόμουν μια διαφορετική ύπαρξη στην Ιερουσαλήμ. Νιώθω τόσο βαθιά απογοητευμένη. Η γη παραμένει ίδια: η αρχαία γη, η γη της δημιουργίας. Εγώ όμως βυθίζομαι στον εαυτό μου και θα πεθάνω εδώ από τη θλίψη. Και το παιδί μου αναπαύεται μόνο του για πάντα σ’ ένα κοιμητήριο στο Βερολίνο. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για τα πάντα, και το μόνο που γνωρίζω εγώ είναι ότι η ζωή πάει χέρι χέρι με τον θάνατο. Και η θέληση να σκεφτώ λογικά είναι τόσο παράλογη. Νιώθω τόσο βαθιά απογοητευμένη.
Διαβάζουμε για την εκκεντρική της συμπεριφορά, για την τρέλα της και τη μοναξιά της. Διαβάζουμε για μια εκτοπισμένη φιγούρα – ένα αδέσποτο βιβλίο, μια εξορία στη Σιών. Ένα σώμα απορροφημένο από τον πόνο και την τρέλα του παρελθόντος και του παρόντος.
Στο παιδί μου
Πάντα θα πεθαίνεις ξανά για μένα
Με κάθε χρόνο που περνά, παιδί μου,Όταν σκορπίζουν τα φύλλα
Και λεπταίνουν τα κλαδιά.Με τα κόκκινα ρόδα
Γεύτηκες πικρά τον θάνατο,Ούτε ένας μαραμένος παλμός
Δεν σου χαρίστηκε.Κι έτσι κλαίω γοερά, για πάντα,
Τις νύχτες, στην καρδιά μου.Ακόμα βγαίνουν σαν αναστεναγμοί από μέσα μου
Τα νανουρίσματα που σ’ έκλαψαν στο μνήμα.Και τα μάτια μου δεν κοιτάνε πια
Τον κόσμο.Το πράσινο των φύλλων τα πληγώνει.
–το Αιώνιο όμως ζει μέσα μου–Η αγάπη μου για σένα είναι η εικόνα
Που φτιάχνει κανείς για τον Θεό.Είδα επίσης αγγέλους να κλαίνε,
Στον άνεμο και στη βροχή.Γλίστρησαν μακριά……..
Σ’ έναν επουράνιο αέρα.Όταν γεμίζει το φεγγάρι
Μοιάζει με τη ζωή σου, παιδί μουΚαι αποστρέφω το βλέμμα
Όταν η αιθέρια πεταλούδα φτερουγίζει ανέμελη.Ποτέ μου δεν προμήνυσα τον θάνατο
–κρυφοκοιτάζοντάς σε, παιδί μου–Και αγαπώ τους τοίχους του δωματίου
Που έβαψα με το αγορίστικό σου πρόσωπο,Τ’ αστέρια τούτο τον μήνα
Πέφτουν τόσο πολλά σαν ψιχάλες ζωής
Πέφτουν τόσο βαριά πάνω στην καρδιά μου.
Η Else Lasker-Schüler κηδεύτηκε στην Ιερουσαλήμ. Ο τάφος της στο Εβραϊκό Νεκροταφείο του Όρους των Ελαιών ξεχωρίζει σαν μια αποκρουστική ανεξίτηλη πληγή που αφηγείται μια θλιβερή ιστορία ανθρώπου και γης.6 Ο τάφος της συμπιέζεται ανάμεσα σε δύο επιβλητικές ταφόπλακες. Στη μία απ’ αυτές γράφει στα γερμανικά:
Τον Μάιο του 1948 οι τάφοι αυτοί βεβηλώθηκαν από την Αραβική Λεγεώνα. Τα λείψανα σκορπίστηκαν και οι ταφόπλακες χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο δρόμων και στάβλων ώσπου το Όρος των Ελαιών απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1967 και τα σκορπισμένα οστά συγκεντρώθηκαν σε έναν τάφο.
Εγώ σκέφτομαι:
Και είπε σε μένα: «Γιε του ανθρώπου, μπορούν αυτά τα κόκαλα να αναζήσουν;» Και είπα: «Κύριε Θεέ, εσύ ξέρεις». Και μου είπε: «Προφήτευσε προς αυτά τα κόκαλα, και πες τους: “Τα κόκαλα τα ξερά, ακούστε τον λόγο τού Κυρίουˮ. Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός προς αυτά τα κόκαλα: “Δέστε, εγώ θα βάλω μέσα σε σας πνεύμα, και θα αναζήσετε. Και θα βάλω επάνω σας νεύρα, και θα βάλω επάνω σας σάρκα, και θα σας περισκεπάσω με δέρμα, και θα βάλω σε σας πνεύμα, και θα αναζήσετε, και θα γνωρίσετε ότι εγώ [είμαι] ο Κύριοςˮ».7
▪
Σε ένα άλλο κεφάλαιο της επιστολογραφίας ανάμεσα στον Benjamin και στον Scholem γίνεται λόγος για τη βιβλιοθήκη του πρώτου και για τις απέλπιδες προσπάθειές του να τη διασώσει. Πράγματι, ένα από τα πιο βασανιστικά απότοκα της φυγής του Benjamin ήταν ότι είχε αναγκαστεί να αφήσει πίσω τα αγαπημένα του βιβλία. O Benjamin ήταν φανατικός αναγνώστης και συλλέκτης βιβλίων και είχε με πολύ κόπο και φροντίδα φτιάξει μια τεράστια προσωπική βιβλιοθήκη, στην οποία ήταν τρομερά προσκολλημένος. Ο κοπιώδης αγώνας του Benjamin να εξασφαλίζει κάθε τόσο την επόμενη οδό διαφυγής από τους ναζί ήταν εξίσου έντονος με τον κοπιώδη αγώνα του να βρει ένα καταφύγιο για τη βιβλιοθήκη του. Κατόρθωσε να αποστείλει ένα μικρό τμήμα της στη Σουηδία, όπου διέμεινε κι ο ίδιος προσωρινά, το μεγαλύτερο μέρος της όμως κάηκε από τους ναζί. Κάποιοι λένε ότι στην πραγματικότητα ο Benjamin πέθανε όταν πέθανε η βιβλιοθήκη του.
Το πορτρέτο ενός άντρα σαν βιβλιοθήκη.
Η βιβλιοθήκη ως άσυλο ενός άντρα.
Το salon8 ως άσυλο μιας γυναίκας.
Ένα δωμάτιο είναι μια παράσταση. Ένα σαλόν. Μια ανάγνωση δράσης. Μια ανάγνωση αγάπης. Προς τα μέσα. Ένα δωμάτιο είναι μια μήτρα. Αρνείται κάθε νόμο. Ένα δωμάτιο είναι ένα καταφύγιο. Ω Ραχήλ, Ραχήλ.
Στο Βερολίνο του 18ου αιώνα τα περισσότερα από τα σαλόν βρίσκονταν στη δικαιοδοσία Εβραίων γυναικών. Οι χώροι αυτοί ενσάρκωναν μια διττή χειραφέτηση – φύλου και εθνότητας. Οι Εβραίοι, στερημένοι σε μεγάλο βαθμό από πολιτικά δικαιώματα, είχαν τη δυνατότητα να ενταχθούν (ή να αγοράσουν τη θέση τους) στην κοινωνία μέσω της οικονομικής ή της πνευματικής ευμάρειας.
Από τη στιγμή που οι Εβραίοι και ειδικά οι Εβραίες είχαν περιορισμένη πρόσβαση στην κοινωνική ζωή, το σαλόν λειτουργούσε ως αγωγός μιας αντίστροφης πορείας – το κοινωνικό εισερχόταν στον κόσμο, στο σύμπαν της Εβραίας γυναίκας διά μέσου αυτών των χώρων. Η Rahel Varnhagen ήταν η οικοδέσποινα ενός από τα πιο σημαίνοντα σαλόν της εποχής, το οποίο λειτουργούσε στη μικρή της σοφίτα. Πλήρως συνειδητοποιημένη όσον αφορούσε τον κοινωνικό της αποκλεισμό, η Varnhagen είχε μετατρέψει τον χώρο σε ένα είδος αντισυμβατικής ιδιοκτησίας: «Δεν είσαι ελεύθερη αν πρέπει να αντιπροσωπεύεις τα στερεότυπα της μπουρζουά κοινωνίας, μια σύζυγος, η γυναίκα ενός δημόσιου λειτουργού κ.λπ».
Η Varnhagen δημιούργησε έναν δικό της, ιδιαίτερο τύπο σαλόν, ψυχοκοινωνικό χώρο θα μπορούσε να τον αποκαλέσει κανείς, που είχε κυρίως να κάνει με την εκμάθηση, την ακρόαση και την ομιλία της «γλώσσας των επισκεπτών» – ένα είδος διαφάνειας, έναν αθώο, «καθαρό» τρόπο αποδοχής και μετάδοσης άλλων φωνών. Ως συγγραφέας η Varnhagen κατοχύρωσε επίσης μια νέα πρακτική στο γράψιμο: δεν έγραφε βιβλία καθαυτά, αλλά επικεντρωνόταν στην επιστολογραφία και στη δημιουργία ενός δικτύου ανθρώπων με αντίστοιχα ενδιαφέροντα. Οι επιστολές είχαν πάντα ημερομηνία και γεωγραφικές συντεταγμένες, συνδέοντας έτσι αναπόσπαστα τα γραπτά της με τον χώρο και τον χρόνο, παρότι ως Εβραία ήταν υποχρεωμένη να ζει μονίμως σε μια σκιώδη επικράτεια. Ήταν η πρώτη Γερμανοεβραία που περιέγραψε την αίσθηση του να ζεις φυλακισμένη «ανάμεσα στις ιδιότητες του παρία και του νεόπλουτου»,9 αίσθηση την οποία ο Heinrich Heine αποκαλούσε “Judenschmerz” [εβραϊκός πόνος]. Η Varnhagen την αποκαλούσε «το κείμενο της πληγωμένης μου καρδιάς». Φαίνεται πως μια αίσθηση βαθιάς έλλειψης δύναμης αλλά και εξουσίας συνέτεινε στην καλλιέργεια της μοναδικότητάς της. «Σχετικά με την άποψη ότι θα πρέπει να είμαι είτε βασίλισσα (εκτός θρόνου) είτε μητέρα: Αυτό που βιώνω είναι ότι δεν είμαι τίποτα. Ούτε κόρη, ούτε αδερφή, ούτε γυναίκα, ούτε καν πολίτης».
Απηχώντας αυτή τη συναισθηματική διακήρυξη, η Elsa Lasker-Schüler είχε δηλώσει στον συνάδελφό της, τον συγγραφέα Martin Buber, ο οποίος επίσης είχε εγκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ: «Δεν είμαι σιωνίστρια, δεν είμαι Εβραία, δεν είμαι χριστιανή, πιστεύω μόνο πως είμαι ένα ανθρώπινο πλάσμα, ένα πολύ θλιμμένο ανθρώπινο πλάσμα».10
Ο Gershom Scholem, αντίθετα, ήταν ένας γνήσιος σιωνιστής, μέλος της ομάδας “Brit Shalom”, η οποία αποτελούνταν από Εβραίους διανοούμενους που πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη Αράβων και Εβραίων. Ο Scholem ήταν βιβλιοθηκάριος στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ και, συνεπικουρούμενος από ομάδα μελετητών, είχε αφοσιωθεί στη συλλογή βιβλίων για το ίδρυμα. Φοβούμενος τον αφανισμό της εβραϊκής πνευματικής κληρονομιάς από το ναζιστικό καθεστώς, αφιέρωσε πολύ κόπο και φροντίδα στη δημιουργία του ιδανικού χώρου για το έργο αυτό. Διαβάζοντας την αλληλογραφία τους, διαισθάνεται κανείς τις επίμονες προσπάθειες του Scholem να αποσταλούν με κάποιον τρόπο αντίτυπα των έργων του Benjamin στην Παλαιστίνη.
Τα βιβλία και τα γραπτά διασχίζουν αποστάσεις, αποστερούνται, χαρίζονται, μεταφέρονται, προστατεύονται, θρέφονται, λεηλατούνται, καίγονται.
Ανάμεσα στον Μάιο του 1948 και στον Φεβρουάριο του 1949 τριάντα χιλιάδες βιβλία, χειρόγραφα και εφημερίδες κατασχέθηκαν κατά τη διαδικασία της βίαιης έξωσης Παλαιστινίων από τα σπίτια τους στη Δυτική Ιερουσαλήμ και γύρω στα σαράντα χιλιάδες βιβλία από αστικά κέντρα όπως η Τζάφα, η Χάιφα και η Ναζαρέτ. Πολλά από αυτά τα βιβλία αργότερα σημαδεύτηκαν με τα αρχικά «Ε.Π.» (εγκαταλελειμμένη περιουσία) πριν ενταχθούν στην εθνική συλλογή βιβλίων του Ισραήλ, όπου και παραμένουν μέχρι σήμερα.
Αντλούμε πληροφορίες για τις σύνθετες διαστάσεις αυτής της ιστορίας από τον ιστορικό Gish Amit, ο οποίος αναφέρει ότι «η Εθνική Βιβλιοθήκη […] προστάτευσε τα βιβλία από τον πόλεμο, τη λεηλασία και την καταστροφή, αλλά και από το λαθρεμπόριο χειρογράφων. Προστάτευσε επίσης τα βιβλία από το “μακρύ χέριˮ ποικίλων στρατιωτικών και κυβερνητικών θεσμών». Παρ’ όλα αυτά, ενώ κατά το 1950 τα βιβλία ήταν καταχωρισμένα σύμφωνα με το επώνυμο των ιδιοκτητών, αφού η αρχική ιδέα ήταν να τους επιστραφούν μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ’60 τα ονόματα των ιδιοκτητών αντικαταστάθηκαν από τα αρχικά «Ε.Π.». Υπήρξε σαφώς μια αλλαγή πολιτικού κλίματος εκείνη την περίοδο, η οποία συνέβαλε στην πλήρη εθνικοποίηση της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Η συγγραφέας Hala Sahakini αφηγείται πώς κατά την επίσκεψή της στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ τής επιτράπηκε πρόσβαση σε ένα και μόνο βιβλίο της επιλογής της:
Επιλέξαμε το Βιβλίο των Φιλάργυρων του Al-Jāḥiẓ, σε μια έκδοση του 9ου αιώνα. Και πράγματι, μετά από λίγο ο βιβλιοθηκονόμος επέστρεψε με το βιβλίο στα χέρια του. Μας επέτρεψε να το ξεφυλλίσουμε επιτόπου, μόνο υπό την επίβλεψή του όμως. Στεκόταν από πάνω μας περιμένοντας να του το δώσουμε πίσω λες και ήμασταν σεσημασμένοι κλέφτες πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το συγκεκριμένο βιβλίο ανήκε στην οικογένεια της Hala – ήταν μέρος της μεγάλης προσωπικής βιβλιοθήκης του πατέρα της, του Khalil Sakakini, ενός επιφανούς Άραβα χριστιανού εκπαιδευτικού, συγγραφέα, αλλά και ενός από τους ανθρώπους που τους είχαν κατασχέσει τα βιβλία οι Αρχές πριν τους εκτοπίσουν. Ήταν 30 Απριλίου του 1948 όταν ο Sakanini αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του στη συνοικία Katamon της Ιερουσαλήμ.11 Αργότερα θα έγραφε στο ημερολόγιό του σχετικά με τον αποχωρισμό των βιβλίων του: «Αντίο, διαλεγμένα, ανεκτίμητα κι αγαπημένα μου βιβλία. Δεν γνωρίζω τι απογίνατε από τότε που φύγαμε. Σας λεηλάτησαν; Σας έκαψαν; Σας μετέφεραν μήπως, με κάθε δέοντα σεβασμό, σε κάποια δημόσια ή ιδιωτική βιβλιοθήκη;».
Γράφει η Susan Buck-Morss: «Το “αρχείο” μιας “ζωντανής μεθοδολογίαςˮ […] αποτελείται από τα υλικά απομεινάρια μιας ζωής που αποθηκεύτηκαν –διασώθηκαν– σε βιβλιοθήκες, μουσεία, καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών, υπαίθριες αγορές. […] Το γεγονός ότι μόνο συγκεκριμένα αντικείμενα επιβιώνουν, ακόμα και ως φωτογραφικά ίχνη, είναι κομμάτι της “αλήθειαςˮ τους – το πιο σημαντικό κομμάτι ίσως, υπό μια κριτική-ιστορική άποψη».
Το σιωνιστικό κίνημα προκάλεσε μεγάλο κύμα μετανάστευσης εβραϊκών πληθυσμών από την Υεμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της επόμενης. Οι Εβραίοι της Υεμένης ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές, σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτες είτε από τη Δύση είτε από κάθε έννοια εκμοντερνισμού. Είχαν τη φήμη της απαγορευμένης φυλής – τη φήμη των «αληθινών, αυθεντικών Εβραίων». Από την άλλη, θεωρούνταν κι αυτοί μέρος της Εγγύς Ανατολής, Λεβαντίνοι, και συνεπώς έπρεπε να εκπαιδευτούν, να εκπολιτιστούν, να «απο-αραβοποιηθούν». Ήταν οι Άραβες Εβραίοι. Καθώς το σιωνιστικό εγχείρημα ήταν κυρίως δυτικότροπο, οι σιωνιστές φοβήθηκαν ότι το Κράτος του Ισραήλ θα «μολυνθεί» από την αραβική φύση των Εβραίων της Υεμένης (καθώς και άλλων κοινοτήτων από τις χώρες της ευρύτερης περιοχής όπως το Ιράκ, ακόμα και το Μαρόκο).
Έτσι λοιπόν, καθώς οι Εβραίοι της Υεμένης συνωστίζονταν σε καταυλισμούς πριν από την είσοδό τους στο Ισραήλ, εξαναγκάστηκαν να παραδώσουν τα βιβλία τους, με την υπόσχεση ότι θα τους επιστρέφονταν μετά την εγκατάστασή τους. Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία ήταν σπάνιες εκδόσεις ιερών κειμένων που είχαν κυκλοφορήσει πριν από πεντακόσια χρόνια. Όταν τελικά οι Εβραίοι της Υεμένης εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ και ζήτησαν πίσω τα βιβλία τους, το μόνο που έλαβαν ήταν υπεκφυγές και δικαιολογίες: έπιασε φωτιά στο λιμάνι, τα βιβλία κλάπηκαν και ούτω καθεξής. Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες από αυτά τα βιβλία κατέληξαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ καθώς και σε διάφορα κρατικά ακαδημαϊκά ιδρύματα και μουσεία. Πολλά επίσης αποκτήθηκαν από ιδιωτικούς φορείς, πρόθυμους να ασχοληθούν, να συντηρήσουν και να κατανοήσουν αυτή την αρχαία και πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά.12 Αυτοί οι πολύτιμοι πάπυροι και τα σπάνια βιβλία χρησιμοποιούνταν καθημερινά και φυλάσσονταν για δεκαετίες στις συναγωγές της Υεμένης – όχι πια.13
▪
Στο νεκροκρέβατό της η μητέρα μου ζήτησε από μας, τις τρεις κόρες της, να διαλέξουμε από το κομοδίνο της κάποια προσωπικά της αντικείμενα που μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχαμε αναγνωρίσει την αξία τους. Μας αφηγήθηκε με έντονα συναισθηματική φωνή ιστορίες για κάποια από αυτά, και ειδικά για μια ασημένια καρφίτσα με ένα μικρό κομμάτι ελεφαντόδοντο στη μέση. Εκεί, μικροσκοπική και σχεδόν αδιόρατη, διακρίναμε την εικόνα ενός ατόμου πάνω σ’ ένα δίκυκλο καρότσι. Αυτό το κόσμημα το είχε φτιάξει ο παππούς της μητέρας μου. Οι Εβραίοι της Υεμένης ήταν σπουδαίοι αργυροχόοι και ο παππούς Zecharia ήταν ο επίσημος αργυροχόος του Οθωμανού κυβερνήτη της Υεμένης Τζεμάλ Πασά.
Αργότερα έμαθα ότι πέθανε κατά την πορεία της εξόδου από την Τζάφα με προορισμό τη Γαλιλαία.14 Η εικόνα ενός ατόμου που μεταφέρεται πάνω σε δίκυκλο καρότσι – αυτές οι αποστάσεις που κατ’ επανάληψη μετατρέπονται από την ιστορία σε σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια. Διαδρομές που μετατράπηκαν σε ιστό, προσεκτικά υφασμένο από μιλιταριστικά μυαλά με στόχο να αιχμαλωτίσουν και να θερίσουν αργά αλλά σταθερά τα θύματά τους.
Και καθώς η μητέρα μου παραχωρούσε σε εμάς την καρφίτσα, ένιωσα πρώτη φορά τον αβάσταχτο πόνο της συνειδητοποίησης ότι θα μας άφηνε. Πρώτη φορά είδα και την ίδια να το συνειδητοποιεί. Παραδίδοντάς μας τα αντικείμενα, παρέδιδε το πνεύμα και συγχρόνως έχτιζε μια κληρονομιά που θα διαρκούσε μέσω μιας αφήγησης που έπρεπε να διαφυλάξουμε.
Μια τομή.
Ένα αγεφύρωτο χάσμα.
Μια χειρονομία μέσα στον χώρο.
Μια οικογένεια.
Μια παράσταση.
Ένα αντικείμενο.
Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης
1 Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε στο σικελικό νησί της Λαμπεντούζα, η οποία έχει αποτελέσει συχνό προορισμό για τις βάρκες των προσφύγων και των μεταναστών από την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Η ταινία παρουσιάζει το επικίνδυνο πέρασμα της Μεσογείου σε αντιδιαστολή με την καθημερινή ζωή των Σικελών νησιωτών.
2 Ο Νόμος της Επιστροφής θεσπίστηκε από το ισραηλινό κοινοβούλιο το 1950, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα επιστροφής των Εβραίων στο Ισραήλ: «Κάθε Εβραίος έχει το δικαίωμα να έρθει σ’ αυτή τη χώρα ως oleh [Εβραίος μετανάστης στο σύγχρονο Κράτος του Ισραήλ]». Όσοι μεταναστεύουν στο Ισραήλ με τον Νόμο της Επιστροφής αποκτούν αυτομάτως την ισραηλινή υπηκοότητα.
3 Ο σιωνιστικός γραπτός λόγος ακολουθεί ένα σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο «όπως ο λαός των Εβραίων λαχταρούσε να επιστρέψει στη γη του, έτσι και η γη περίμενε την επιστροφή των παιδιών της». Μια «γη χωρίς ανθρώπους» παρέμενε, υποτίθεται, ερημωμένη αλλά εύφορη, περιμένοντας να λυτρωθεί – διαγράφοντας έτσι την ύπαρξη των γηγενών πληθυσμών που ζούσαν στην Παλαιστίνη. «Περιμένοντας έναν λαό να έρθει και να ανανεώσει και να αποκαταστήσει το παλιό του σπίτι, να γιατρέψει τις πληγές του […] να έρθει με το πάθος των πρωτοπόρων, το πνεύμα της αυτοθυσίας, του ενθουσιασμού, του κουράγιου και της επιφοίτησης και να δημιουργήσει και να χτίσει και να κατοχυρώσει μια νέα Γη του Ισραήλ». (Μπεν Γκουριόν και Μπεν-Ζβι)
4 Gerhard Scholem προς Walter Benjamin, 19 Απριλίου 1934.
5 Ο Heinz Gerling και ο ποιητής Manfred Schturmann ήταν εκείνοι που έσπευσαν να τη βοηθήσουν. Ο Gerling τής άνοιξε τραπεζικό λογαριασμό και φρόντισε να δέχεται τακτικά εμβάσματα για να καλύπτει τα έξοδά της, ενώ ο Schturmann επιμελούνταν το έργο της και βοηθούσε στις συναλλαγές της με εκδότες.
6 Το Εβραϊκό Νεκροταφείο στο Όρος των Ελαιών βρίσκεται στη Δυτική Όχθη και ως εκ τούτου στο κέντρο της αντιδικίας σχετικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα του Ισραήλ. Οι ταφές στο Όρος των Ελαιών ξεκίνησαν την εποχή του Ναού του Σολομώντα στην αρχαία Ιερουσαλήμ, πριν από την καταστροφή του Πρώτου Ναού το 587 π.Χ.
7 Ιεζεκιήλ 37: 3-6.
8 Αίθουσα κοινωνικής συνεύρεσης ποικίλων ιδιοτήτων και υπηρεσιών. Στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «σαλόνι» ή «σουαρέ», ενώ στη σύγχρονη εποχή ο όρος αναφέρεται κατά κανόνα σε κομμωτήρια ή ινστιτούτα αισθητικής. (Σ.τ.Μ.)
9 “Between Pariah and Parevenu”: τίτλος κεφαλαίου στο βιβλίο της Hannah Arendt Rahel Varnhagen: The Life of a Jewess (Βαλτιμόρη: John Hopkins, 1997).
10 Sigrid Bauschinger, Else Lasker-Schüler: Biographie (Γκέτινγκεν: Wallstein, 2004), σ. 369.
11 Ανάμεσα στα 1947 και στα 1949 πάνω από 700.000 Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η έξοδος αυτή των Παλαιστινίων είναι γνωστή ως Nakba, ή ως «η καταστροφή» (η λέξη النكبة,“al-Nakbah”, κυριολεκτικά σημαίνει καταστροφή). Κάπου 600 με 700 παλαιστινιακά χωριά καταστράφηκαν ενώ το έθνος της Παλαιστίνης σχεδόν ξεκληρίστηκε. Με το τέλος του πολέμου το Κράτος του Ισραήλ διατήρησε την εδαφική κυριαρχία στην περιοχή που είχε προταθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, καθώς και 60% των εδαφών που είχε προταθεί για λογαριασμό του αραβικού κράτους. Σχεδόν το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων Παλαιστίνιων προσφύγων (πάνω από 1,5 εκατομμύριο άτομα) εξακολουθούν να ζουν στους 58 αναγνωρισμένους καταυλισμούς προσφύγων στην Ιορδανία, στο Λίβανο, στην Αραβική Δημοκρατία της Συρίας, στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.
12 Μια αντίστοιχα σκιώδης παράμετρος της μετανάστευσης των Εβραίων της Υεμένης έχει να κάνει με την υπόθεση των «κλεμμένων βρεφών». Γύρω στα 5.000 βρέφη Μιζραχίμ καταγωγής, τα περισσότερα από την Υεμένη, αναφέρθηκαν ως αγνοούμενα μεταξύ 1948 και 1954. Οι ανάδοχες οικογένειες στις οποίες κατέληξαν δήλωσαν αργότερα ότι τους παραχωρήθηκαν για υιοθεσία, αλλά στην πραγματικότητα τα βρέφη αφαιρέθηκαν από τη μητέρα τους αμέσως μετά τη γέννα στο νοσοκομείο. Όταν οι μητέρες τους τα αναζήτησαν, τους είπαν ότι τα βρέφη είχαν πεθάνει, ενώ είχαν δοθεί σε οικογένειες Εβραίων Ασκενάζι για να ανατραφούν σε πιο «καλλιεργημένο» περιβάλλον.
13 Η αποφασιστικότητα των σιωνιστών να εξαλείψουν κάθε ίχνος αραβικής κουλτούρας από τους Εβραίους της Μέσης Ανατολής απηχείται στις προσπάθειές τους να εκδιώξουν την παλαιστινιακή κοινότητα από το νέο Κράτος του Ισραήλ. Οι σιωνιστές δεν επιζητούσαν απλά να κατακτήσουν τους αυτόχθονες της περιοχής, αλλά να τους αντικαταστήσουν. Επιζητούσαν να χτίσουν το ισραηλινό κράτος στα ερείπια της αραβικής κοινωνίας της Παλαιστίνης. Ο Μπεν Γκουριόν δεν ήθελε μόνο να καταστρέψει την παλαιστινιακή κοινότητα, αλλά να διασφαλίσει ότι η «αραβικότητα» δεν θα τρύπωνε στο νέο ισραηλινό κράτος μέσω των μεταναστών από την Υεμένη.
14 Η Οθωμανική Αυτοκρατορία φοβόταν ότι η παράκτια εβραϊκή κοινότητα της Υεμένης θα συνεργαζόταν με τον επερχόμενο εχθρό, τον Βρετανικό Στρατό. (Πρόσφατα, πάντως, είδε το φως της δημοσιότητας μια ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον Αχμέντ Τζεμάλ Πασά και στην κεντρική διοίκηση της Κωνσταντινούπολης, παρουσιάζοντας μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας: ο Τζεμάλ Πασάς φαίνεται να ενδιαφέρεται κυρίως για την ασφάλεια των πολιτών κατά μήκος της ακτογραμμής ενόψει πολεμικών επιχειρήσεων.) Είχε δοθεί τότε διαταγή να απελαθεί μέσα σε 24 ώρες η εβραϊκή κοινότητα της Τζάφα και του Τελ Αβίβ (γύρω στα 10.000 άτομα) σε άλλες περιοχές της Παλαιστίνης. Από τους ανθρώπους αυτούς, περίπου 3.000 –συμπεριλαμβανομένης της οικογένειάς μου– αναγκάστηκαν να περπατήσουν ως τη Γαλιλαία, στη βόρεια Παλαιστίνη. Ο Shlomo Chafshosh, ο προπάππους μου, πέθανε από τύφο εξαιτίας των φριχτών συνθηκών κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας. Η γιαγιά μου η Esther μεγάλωσε σε ένα ορφανοτροφείο στην Τιβεριάδα.