2006: Επίσκεψη στη Βίλα Γκριμάλντι με τον Pedro Matta
Ο Pedro Matta είναι ένας επιζήσας ο οποίος ξεναγεί επισκέπτες που επιθυμούν να μάθουν τι διαδραματίστηκε στη Βίλα Γκριμάλντι, στο Σαντιάγο της Χιλής. Εξαιτίας της εργασίας μου σχετικά με τις εξαφανίσεις στην Αργεντινή, κάποιοι συνάδελφοί μου σκέφτηκαν ότι θα ήθελα να τον συναντήσω. Καθώς εκείνος με χαιρετά, μου δίνει την αγγλική μετάφραση ενός μικρού βιβλίου που έχει γράψει: Περιδιάβαση σ᾽ ένα Κέντρο Βασανιστηρίων του 20ού Αιώνα: Βίλα Γκριμάλντι, Οδηγός για τους Επισκέπτες. Του λέω ότι είμαι από το Μεξικό και ότι μιλάω ισπανικά. «Α», λέει, και τα μάτια του μισοκλείνουν καθώς με περιεργάζεται, «από το όνομα Taylor υπέθεσα...»
Ο χώρος είναι εκτεταμένος. Μοιάζει με ερείπιο ή με οικοδομή γεμάτη παλιά χαλάσματα και ταμπέλες για νέα κτίσματα – ένας μεταβατικός χώρος, με το ένα πόδι στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον. Κοιτάζω το μικρό βιβλίο που μόλις μου πρόσφερε ο Matta και τον χάρτη που έχει σχεδιάσει ο ίδιος, ο οποίος περιγράφει τη διαδρομή της επίσκεψης.
Μια κακοφτιαγμένη, χειροποίητη πινακίδα στην είσοδο, “Parque por la Paz Villa Grimaldi’’, πληροφορεί τους επισκέπτες ότι 4.500 άνθρωποι βασανίστηκαν εδώ και 226 «εξαφανίστηκαν» και σκοτώθηκαν μεταξύ 1973 και 1979. Το μέρος είναι ταυτοχρόνως στρατόπεδο βασανιστηρίων, τόπος μνήμης και πάρκο ειρήνης. Όπως πολλοί τόποι μνήμης, μας θυμίζει ότι αυτή η τραγική ιστορία ανήκει σε όλους μας και μας ζητά να συμπεριφερθούμε με σεβασμό ώστε να παραμείνει εκεί και να συνεχίσει να μας διδάσκει και να μας καθοδηγεί.
Μάθημα Πρώτο: σαφώς, το μέρος αυτό είναι δική μας ευθύνη με περισσότερους από έναν τρόπους. Αλλά πώς ανήκει σ᾽ εμάς; Και ποιοι είναι αυτό το «εμείς» που επικαλείται και γεννάει αυτή η πινακίδα;
«Από δω παρακαλώ». Ο Matta με οδηγεί σε μια μακέτα του στρατοπέδου βασανιστηρίων για να με βοηθήσει να φανταστώ την αρχιτεκτονική διαρρύθμιση ενός μέρους που δεν υπάρχει πια: του Cuartel Terranova. Η λέξη terranova (νέα γη) άλλοτε σήμαινε τις ανεξερεύνητες περιοχές σε παλαιούς χάρτες, και όντως αυτό το μέρος παραμένει ανεξερεύνητο. Ποιος φανταζόταν ότι ο στρατός της Χιλής ενδιαφερόταν για την ιστορική μαθητεία;
Η μακέτα εκτείνεται σαν φέρετρο κάτω από πλαστικό, ένα ημιδιαφανές σκίαστρο που διαστρεβλώνει αυτό που βλέπεις. Όπως σε πολλούς σημαντικούς τόπους μνήμης, το μοντέλο αυτό προσφέρει μια εναέρια πανοραμική άποψη όλης της περιοχής. Η διαφορά είναι ότι αυτό που βλέπω εγώ στο μοντέλο δεν υπάρχει πλέον στην πραγματικότητα. Μολονότι είμαι παρούσα, δεν το βιώνω «αυτοπροσώπως». Ενδέχεται, λοιπόν, να ρωτήσει κάποιος: ποιος ο σκοπός της επίσκεψης; Τι μπορώ να καταλάβω με το να βρίσκομαι σε ένα κέντρο βασανιστηρίων από τη στιγμή που οι ενδείξεις έχουν εξαφανιστεί; Εκτός από την πινακίδα στην είσοδο, λίγα πράγματα εδώ φανερώνουν οποιοδήποτε ιστορικό πλαίσιο. Οι φωτογραφίες μου μπορούν να δείξουν το μέρος όπως είναι τώρα, αλλά όχι όπως ήταν κάποτε. Οπότε λοιπόν, γιατί ήρθα εδώ;
Προς το παρόν αρκεί το ότι βρίσκομαι αυτοπροσώπως εδώ μαζί με τον Matta που προθυμοποιήθηκε να κάνει την περιήγηση (recorrido). Ο Matta μιλάει ισπανικά, και αυτό κάνει τη διαφορά. Μοιάζει να χαλαρώνει λίγο, αν και η φωνή του είναι τεταμένη, και συχνά ξεροβήχει για να καθαρίσει τον λαιμό του. Ίσως οι λέξεις αντιστέκονται, δεν θέλουν βγούνε από μέσα του. Ίσως το άκαμπτο κορμί του να διαψεύδει τις τωρινές προσπάθειές του να αφήσει το «παρελθόν» πίσω του. Για τον Matta το θέμα δεν είναι μόνο το «τι συνέβη» με την ιστορική έννοια, αλλά επίσης οι τρόποι με τους οποίους διαχέεται στο παρόν η εμπειρία του στη Βίλα Γκριμάλντι.
Το σύμπλεγμα κτιρίων, που αρχικά ήταν μια όμορφη έπαυλη του 19ου αιώνα όπου κάποτε συγκεντρώνονταν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, το είχε επιτάξει η Εθνική Διεύθυνση Πληροφοριών (Dirección de Inteligencia Nacional ή DINA), όπως ονομαζόταν η μυστική αστυνομία του δικτατορικού καθεστώτος. Η DINA, η οποία έδρασε μεταξύ 1973 και 1977, ήταν η ειδική δύναμη που χρησιμοποιούσε ο αρχηγός του στρατού και δικτάτορας Augusto Pinochet για να ανακρίνει ανθρώπους που είχαν συλληφθεί μαζικά από τον στρατό. Πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες, στοχαστές και ακτιβιστές εξαφανίστηκαν και βασανίστηκαν. Η στέρηση του προσωπικού τους χώρου έμοιαζε για το καθεστώς εξίσου αναγκαία όσο και η στέρηση της ίδιας τους της ζωής. Καθώς συλλαμβάνονταν χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί χώροι που ανήκαν σε πολίτες και είχαν συσχετιστεί με προοδευτικούς διανοούμενους και αριστερά κινήματα επιτάχθηκαν και μετατράπηκαν σε κέντρα κράτησης. Η Βίλα Γκριμάλντι ήταν ένα από τα πλέον διαβόητα κέντρα κράτησης. Ένας από τους λόγους που την επέλεξαν για τον σκοπό αυτόν οι στρατιωτικοί ήταν, όπως έμαθα αργότερα, το ότι αυτή η απόμακρη τοποθεσία βρισκόταν κοντά σε ένα αεροδρόμιο το οποίο έλεγχε ο Pinochet. Aυτό βόλευε τους στρατιωτικούς για να φορτώνουν ναρκωμένους ή σκοτωμένους αιχμαλώτους σε αεροσκάφη για τις λεγόμενες «πτήσεις θανάτου» και να τους πετάνε στη θάλασσα. Το 1978, όταν η DINA διαλύθηκε και ανασυγκροτήθηκε με άλλη ονομασία, ένας από τους στρατηγούς πούλησε τη Βίλα Γκριμάλντι σε μια κατασκευαστική εταιρεία που ανήκε σε συγγενείς του Pinochet, προκειμένου να την κατεδαφίσουν και να ορθώσουν στη θέση της ένα οικιστικό συγκρότημα. Επιζήσαντες και ακτιβιστές υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων προσπάθησαν ατελέσφορα να εμποδίσουν την κατεδάφιση, αλλά τελικά το 1995, ύστερα από έντονες διαμάχες, κατάφεραν να κατοχυρώσουν το μέρος ως τόπο μνήμης και πάρκο ειρήνης. Ο Matta, μαζί με άλλους επιζήσαντες και ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει δαπανήσει πολύ χρόνο, χρήμα και ενέργεια για να διασφαλιστεί ότι το μέρος θα μείνει μια διαρκής υπενθύμιση όσων έκανε η κυβέρνηση του Pinochet στον λαό της. Τρεις εποχές, με τρεις διαφορετικές ιστορίες, αλληλοεπικαλύπτονται σε αυτόν τον χώρο που ακόμα και τώρα έχει πολλαπλές λειτουργίες: τεκμηριωτική, αναμνηστική, συμφιλιωτική και παιδαγωγική.
Η μινιατούρα του στρατοπέδου κράτησης που εκτίθεται εδώ μας καθιστά θεατές. Στεκόμαστε πάνω από το μοντέλο κοιτάζοντας προς τα κάτω την οργανωτική δομή του. Η κεντρική είσοδος του κτιριακού συγκροτήματος, πάνω αριστερά, επέτρεπε τη διέλευση οχημάτων που μετέφεραν τους αιχμαλώτους, στους οποίους είχαν φορέσει κουκούλες, προς το κεντρικό κτίσμα. Η ομιλία του Matta και η δική μου φαντασία γεμίζουν με κόσμο αυτόν τον αδρανή χώρο. Εκείνος δείχνει το μικροσκοπικό αντίγραφο του μεγάλου κεντρικού κτίσματος που στέγαζε άλλοτε το κέντρο επιχειρήσεων της DINA – εδώ οι στρατιωτικοί σχεδίαζαν ποιον θα στοχοποιήσουν και αποτιμούσαν τα αποτελέσματα των βασανιστηρίων και των ανακρίσεων. Ο επικεφαλής αξιωματικός της Βίλας Γκριμάλντι και οι βοηθοί του διατηρούσαν τα γραφεία τους εδώ και επίσης υπήρχε μια τραπεζαρία για τους αξιωματικούς. Το κτίριο στέγαζε επίσης τα αρχεία και έναν ραδιοφωνικό σταθμό μεσαίων κυμάτων που διατηρούσε σε επικοινωνία το στρατιωτικό προσωπικό με τους ομολόγους τους σε όλη τη Νότια Αμερική. Η Επιχείρηση Κόνδωρ, το διακρατικό δίκτυο των καταπιεστικών καθεστώτων που λειτουργούσε στη Λατινική Αμερική, σε συνεργασία με τον υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Henry Kissinger, και με τη CIA, μοίραζε πληροφορίες και συνέβαλλε στη δίωξη προοδευτικών ηγετών και αγωνιστών που είχαν διαφύγει. Στα μικρά κτίρια στην αριστερή περίμετρο ξεχώριζαν και ταξινομούσαν τους κρατουμένους, που τους είχαν δέσει τα μάτια – από δω οι άντρες, από κει οι γυναίκες. Μικρές ζωγραφιές που έγιναν από επιζήσαντες είναι παραταγμένες τώρα στην περιφέρεια: μπορεί να διακρίνει κανείς αιχμαλώτους με κουκούλες που τους σπρώχνουν οι φύλακες με τουφέκια για τα τριάντα δευτερόλεπτά τους στα αποχωρητήρια, έναν διάδρομο με μικρά κλειδωμένα κελιά που τα φρουρεί ένας ένοπλος, το εσωτερικό ενός κελιού όπου βρίσκονται στοιβαγμένοι μισή ντουζίνα άντρες με χειροπέδες και κουκούλες, έναν άδειο θάλαμο βασανιστηρίων με ένα γυμνό μεταλλικό ράντζο που φέρει δερμάτινα λουριά, μια καρέκλα με ιμάντες για τα χέρια και για τα πόδια, ένα τραπέζι με εργαλεία για τα βασανιστήρια, ακόμα και μια εικόνα των ίδιων των βασανιστών.
Ο βασανισμός είναι κάτι πολύ εμπεριστατωμένο. Το να τσακίζεις κορμιά γίνεται ένας τρόπος να τσακίζεις την αντίσταση των εργατικών συνδικάτων και των φοιτητικών κινημάτων. Τα κατάγματα στην κοινωνία γίνονται κατάγματα στο σώμα. Οι εικόνες δείχνουν με πόσο εμπεριστατωμένο, επίσης, τρόπο μπορούν τα αντικείμενα να καταγράψουν τη συμπεριφορά. Τον ρωτάω τι ακριβώς συνέβαινε εκεί/εδώ. Ο Matta δείχνει τη μακέτα. Είναι φανερό ότι η μετατόπιση, η ψυχολογική μεταφορά, που επιτρέπει η μακέτα τού προσφέρει μια αίσθηση ελέγχου – δεν είναι ανάγκη να ξαναζήσει την εικόνα για να την περιγράψει: μπορεί να την εξωτερικεύσει και να την υποδείξει. Η βία μπορεί, εν μέρει, να μετατοπιστεί στο αρχείο, να υλοποιηθεί στη μικρή τεκμηριωτική μακέτα. Ο Matta μιλάει απερίφραστα για τις εγκληματικές πολιτικές πρακτικές και είναι πολύ κατηγορηματικός όταν καταδικάζει τον ρόλο της CIA στη χιλιανή κρίση. Τα γαλάζια μάτια του με διαπερνούν, αλλά μετά θυμάται ότι δεν ανήκω σε εκείνο το ακροατήριο – είμαι όντως ακροατήριο, αλλά όχι εκείνο το ακροατήριο.
Καθώς κοιτάζω το μοντέλο σε σχέση με τον «πραγματικό» χώρο, αντιλαμβάνομαι ότι βρισκόμαστε στο σημείο του κεντρικού κτίσματος, σφετεριζόμαστε το μέρος που κατείχε ο στρατός. Το γεγονός και μόνο ότι κοιτάζω μου γεννάει την αλλόκοτη φαντασίωση ότι βλέπω ή συλλαμβάνω νοερά το «όλον», σαν να μπορώ να φανταστώ ότι ίσως είναι εφικτό να αντιληφθώ την εγκληματική βία του συστήματος, παρότι βρίσκομαι ταυτοχρόνως μέσα στη βίαιη συμπλοκή και πάνω από αυτή. Μου επιτρέπεται να ταυτίζω χωρίς να ταυτίζομαι. Δεν εμπλέκομαι παρά μόνο στον βαθμό που μπορώ να κατανοήσω τις πληροφορίες που μου μεταδίδουν η μακέτα και ο Matta, ο ξεναγός μου. Αυτό έγινε εκεί, τότε, σ’ αυτούς, από εκείνους… Η διαδικασία της αφήγησης επιφέρει χωρική και χρονική μετατόπιση. Η συνάντηση, σε αυτό το σημείο, έχει να κάνει με την αναπαράσταση και την εξήγηση των γεγονότων. Τραβάω φωτογραφίες και αναρωτιέμαι κατά πόσο η αδύναμη «τεκμηριωτική» ισχύς της φωτογραφίας μπορεί να επεκτείνει την εύθραυστη τεκμηριωτική αξίωση της μακέτας του στρατοπέδου κράτησης. Γνωρίζω τι συνέβη στη Βίλα Γκριμάλντι, φυσικά, αλλά αναρωτιέμαι εάν το να βρίσκομαι εκεί με βοηθάει να το αντιληφθώ διαφορετικά. Μπορώ, με το να βρίσκομαι εκεί, να κάνω κάτι που θα καταστήσει ακόμα πιο ορατή την εγκληματική βία;
Η «άλλη» βία, η οικονομική πολιτική που δικαιολόγησε και επέτρεψε το τσάκισμα των κορμιών, την εκμηδένιση των δικαιωμάτων των εργατών και την προσδοκία της πολιτικής ελευθερίας για την οποία πάλεψε η Χιλή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αυτή η βία παραμένει σε πλήρη λειτουργία σήμερα αλλά λειτουργεί στα κρυφά, εκτός κάδρου.
Σηκώνουμε το βλέμμα και κοιτάζουμε το ίδιο το «μέρος». Δεν μένουν πολλά να δούμε από το παλιό στρατόπεδο. Τα απομεινάρια από κάποιες αρχικές δομές και κάποια ομοιώματα των κελιών της απομόνωσης καθώς και από ένα υδραγωγείο απαρτίζουν το κτιριακό συγκρότημα, που είναι αδειασμένο αλλά όχι άδειο – άδειο από κάτι απτό μέσα από την απουσία του. Καμία ιστορία. Κανένας υπεύθυνος. Οι ακτιβιστές φύτεψαν ολόκληρες σειρές από σημύδες, όπως έμαθα αργότερα, για να συμβολίσουν την ευάλωτη και μοναχική κατάσταση των πρώην αιχμαλώτων, καθώς και την αντίστασή τους. Αυτό έγινε όταν κατεδαφίστηκε το στρατόπεδο, με πληροφορεί ο Matta και μου δείχνει τα δέντρα, αλλά ο ίδιος δεν φαίνεται να συνδέεται προσωπικά ή συναισθηματικά με αυτό που περιγράφει. Κάποια αντικείμενα έχουν ανακατασκευαστεί και έχουν τοποθετηθεί έτσι ώστε να στηρίζουν την αφήγηση – «αυτό που συνέβη εδώ». Το μοντέλο ενός από εκείνα τα κελιά της απομόνωσης, φερειπείν, που ήταν ένα επί δύο και όπου ανάγκαζαν πέντε φυλακισμένους να στέκονται όρθιοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι άντρες των Ενόπλων Δυνάμεων τα έλεγαν Casas Chile για να ειρωνευτούν την πρωτοβουλία του Salvador Allende να δώσει σπίτια στους φτωχούς – όσο μικρά και στριμωγμένα κι αν ήταν. Ο Matta μού είπε αργότερα ότι είχε μάθει να κοιμάται όρθιος σε ένα από εκείνα τα κελιά.
Ο Matta βαδίζει προς την αρχική είσοδο – την επιβλητική σιδερένια πύλη που τώρα είναι μονίμως κλειδωμένη και αμπαρωμένη, θαρρείς για να αποκλείσει την πιθανότητα μελλοντικής επανόδου της βίας. Από αυτό το σημείο είναι σαφές ότι άλλο ένα επίπεδο έχει προστεθεί στον χώρο. Μια σειρά από διακοσμητικά πλακάκια, θραύσματα από τα αρχικά κεραμικά που βρέθηκαν στο μέρος, δημιουργούν στο έδαφος ένα πελώριο σχήμα σαν βέλος που δείχνει πέρα από την πύλη προς ένα καινούριο «σιντριβάνι της ειρήνης» (ένα «σύμβολο ζωής και ελπίδας», σύμφωνα με το μικρό βιβλίο του Matta) και προς ένα μεγάλο περίπτερο για παραστάσεις. Η αρχιτεκτονική συμμετέχει στην αποκατάσταση του μέρους. Το σταυρικό σχήμα που έχουν αυτές οι προσθήκες κινεί την ιστορία από το εγκληματικό παρελθόν στο λυτρωτικό μέλλον. Ο Matta δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό προς το παρόν – δεν πιστεύει ότι βρίσκεται σε πάρκο ειρήνης. Δεν είναι καιρός για συμφιλίωση.
Ο Matta μιλάει απρόσωπα, στο τρίτο πρόσωπο, για τον ρόλο των βασανιστηρίων στη Χιλή – μισό εκατομμύριο άνθρωποι βασανίστηκαν και 5.000 θανατώθηκαν σε έναν συνολικό πληθυσμό οχτώ εκατομμυρίων. Κάνω τον υπολογισμό… 1 στους 16. Στη Χιλή τα βασανιστήρια ήταν περισσότερα, αλλά οι δολοφονίες λιγότερες απ᾽ ό,τι στη γειτονική Αργεντινή, όπου οι ένοπλες δυνάμεις εξαφάνισαν διά παντός 30.000 συμπατριώτες τους. Ο Pinochet προτίμησε να τσακίσει μάλλον παρά να αφανίσει τους «εχθρούς» του – ο πληθυσμός των φαντασμάτων και των ανθρώπων που καταστράφηκαν από τα βασανιστήρια και πετάχτηκαν ξανά στην κοινωνία θα αποτελούσε μια προειδοποίηση για τους άλλους. Ο Matta μιλάει για την εξέλιξη των βασανιστηρίων ως εργαλείου του κράτους από την πρώιμη πειραματική τους φάση ως την απόλυτης ακρίβειας δοκιμασμένη πρακτική στην οποία κατέληξαν. Ο τόνος του Matta είναι ελεγχόμενος και συγκρατημένος. Προσφέρει αρχειακές πληροφορίες, όχι προσωπική μαρτυρία, καθώς περιγράφει τις καθημερινές εργασίες στο στρατόπεδο, καθώς μιλάει για τη μεταμόρφωση της ίδιας της γλώσσας από τη στιγμή που πολλές λέξεις ήταν απαγορευμένες. Οι λέξεις crimenes, desaparecidos και dictadura (εγκλήματα, εξαφανισμένοι και δικτατορία) είχαν αντικατασταθεί από τις λέξεις ecxecos, presuntos και gobierno militar (υπερβολές, υποτιθέμενοι και στρατιωτική διακυβέρνηση). Καθώς βαδίζουμε, περιγράφει τι έγινε πού. Προσέχω ότι έχει το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος, μια συνήθεια που γεννήθηκε από τότε που ήταν αναγκασμένος να κοιτάζει προς τα κάτω ενόσω του είχαν δεμένα τα μάτια.
Βαθμιαία, ο τρόπος ομιλίας του Matta αλλάζει – ανεπαίσθητα σχεδόν αρχίζει να αναπαριστά όσο αφηγείται. Προχωράει βαθύτερα στο στρατόπεδο του θανάτου: εδώ, λέει δείχνοντας ένα κενό σημείο, «έπαιρναν το θύμα από το parrilla (το γυμνό μεταλλικό ράντζο) όταν έχανε τις αισθήσεις του, και αν ήταν άντρας τον έσερναν εδώ». Χαμηλώνω το βλέμμα και βλέπω τα χρωματιστά θραύσματα από τα κεραμικά πλακάκια και τις πέτρες που τώρα σημαδεύουν τα μέρη όπου κάποτε βρίσκονταν κτίρια και τα μονοπάτια που ακολουθούσαν τα θύματα καθώς τα έσπρωχναν βάναυσα προς τους θαλάμους των βασανιστηρίων. Καθώς τον ακολουθώ, βρίσκω κι εγώ τον δρόμο μου εστιάζοντας το βλέμμα μου στο έδαφος: Sala de tortura (θάλαμος βασανιστηρίων), Celdas para mujeres detenidas (κελιά για κρατούμενες). Ακολουθώ τις κινήσεις του, αλλά με τραβάει και η φωνή του. Βαθμιαία, επίσης, αλλάζουν και οι αντωνυμίες του — το τους βασάνισαν γίνεται μας βασάνισαν. Με φέρνει πιο κοντά. Η παράστασή του ενεργοποιεί τον χώρο και τον κρατάει ζωντανό. Το σώμα του με συνδέει με εκείνους που εξαφάνισε το καθεστώς του Pinochet, με συνδέει όχι μόνο με τον χώρο αλλά και με το τραύμα. Η παρουσία του Matta αναπαριστά την αξίωση, την ενσαρκώνει, le da cuerpo. Έχει επιζήσει για να μιλήσει. Το να βρίσκομαι επιτόπου μαζί του είναι κάτι που μου μεταδίδει μια πολύ διαφορετική αίσθηση για τα εγκλήματα απ' ό,τι όταν κοιτούσα τη μακέτα. Η περιήγηση στη Βίλα Γκριμάλντι με τον Matta φέρνει το παρελθόν κοντά, το παρελθόν σαν να μην είναι πραγματικά παρελθόν. Συμβαίνει τώρα. Εδώ. Και σε πολλά μέρη του κόσμου, καθώς μιλάμε. Συνοδεύοντας τον Matta εδώ είμαι και εγώ μέρος του σεναρίου τώρα. Τα μάτια μου κοιτάζουν κατευθείαν κάτω, μιμητικά μάλλον παρά στοχαστικά, μέσα από τα δικά του μάτια που είναι στραμμένα προς τα κάτω. Δεν βλέπω πραγματικά – φαντάζομαι. Presenciar. Παρίσταμαι. Σωματοποιημένη γνωστική λειτουργία το λένε οι νευροεπιστήμονες, αλλά εμείς των θεατρικών σπουδών το αντιλαμβανόμαστε πάντα ως μίμηση και ενσυναίσθηση – μαθαίνουμε και αφομοιώνουμε με το να καθρεφτίζουμε άλλους ανθρώπους. Συμμετέχω όχι στα γεγονότα αλλά στην εκ μέρους του Matta μετάδοση της συγκίνησης που απορρέει από τα γεγονότα. Το ότι παρίσταμαι δεν μου προσφέρει καμία αίσθηση ελέγχου, καμία μυθοπλασία κατανόησης.
Όταν φτάνει σε ένα από τα αρχικά δέντρα που χρησίμευαν για να βασανίζουν τους κρατουμένους με διάφορους δαιμόνιους τρόπους, παριστάνει κάποιες από τις στάσεις που υπέμειναν αυτός και άλλοι συγκρατούμενοί του. Υπέστη τότε μια μόνιμη κάκωση στον ώμο, μου λέει, ενώ έχει υποστεί βλάβη και η καρδιά του. Μπροστά από το μέρος όπου βρίσκονταν οι θάλαμοι των βασανιστηρίων αφηγείται πώς ένα κορμί που έχει βασανιστεί με ηλεκτροσόκ αρχίζει να εκβάλλει νερό από όλους τους πόρους του, παρά το ότι είναι εντελώς αφυδατωμένο. (Ο βασανιζόμενος δεν μπορεί να πιει νερό επειδή ο ηλεκτρισμός που παραμένει στο σώμα του θα του προκαλέσει ηλεκτροπληξία.) Και ο ηλεκτρισμός, συνεχίζει ο Matta, προκαλεί σπασμούς στο σώμα, κι έτσι οι βασανιστές δένουν το θύμα τους με δερμάτινα λουριά. Οι αιχμάλωτοι καταλήγουν με ανήκεστη βλάβη στη σπονδυλική στήλη, συχνά και στον σφιγκτήρα τους. Όταν φτάνουμε στον τοίχο της μνήμης, όπου είναι γραμμένα τα ονόματα των νεκρών (ένας τοίχος που χτίστηκε είκοσι χρόνια μετά τα βίαια εκείνα γεγονότα), ο Matta καταρρέει και ξεσπάει σε λυγμούς. Κλαίει για εκείνους που πέθαναν αλλά και για εκείνους που επέζησαν. «Τα βασανιστήρια», λέει, «καταστρέφουν τον άνθρωπο. Δεν αποτελώ εξαίρεση. Καταστράφηκα από τα βασανιστήρια». Αυτό είναι το απόγειο της περιήγησης. Το παρελθόν και το παρόν συγχωνεύονται μέσα από αυτή την παραδοχή. Τα βασανιστήρια λειτουργούν βαθιά στο μέλλον κι ωστόσο αποκλείουν την ίδια τη δυνατότητα του μέλλοντος. Το μέρος των βασανιστηρίων είναι μεταβατικό, αλλά τα ίδια τα βασανιστήρια λειτουργούν μεταμορφωτικά – μεταμορφώνουν τις κοινωνίες σε τρομακτικά μέρη και τους ανθρώπους σε ζόμπι. Τώρα, μετά το τέλος της δικτατορίας στα 1990, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο.
Όταν ο Matta απομακρύνεται από τον τοίχο της μνήμης, ο τόνος της φωνής του αλλάζει πάλι. Έχει φύγει από τον χώρο του θανάτου. Τώρα ο Matta γίνεται πιο προσωπικός, λιγότερο επίσημος. Μιλάμε για το πώς αντιμετώπισαν το τραύμα άλλοι επιζήσαντες, για τις ομοιότητες και τις διαφορές με άλλα κέντρα βασανιστηρίων και στρατόπεδα κράτησης στη Χιλή και άλλα μέρη του κόσμου. Λέει ότι νιώθει την ανάγκη να επιστρέφει εδώ· η περιήγηση τον επανασυνδέει με τους φίλους του που έχουν εξαφανιστεί. Κάθε φορά που ξεναγεί μια ομάδα επισκεπτών αισθάνεται ότι κάνει αυτό που θα επιθυμούσε να κάνει ένας φίλος του γι’ αυτόν αν είχε εξαφανιστεί ο ίδιος. Κατόπιν, πηγαίνει στο σπίτι του σωματικά και συναισθηματικά αποστραγγισμένος, λέει, πίνει ένα λίτρο φρουτοχυμό και πέφτει για ύπνο – και δεν σηκώνεται έως το άλλο πρωί. Το σώμα του ακόμη πονάει από τα βασανιστήρια και υποφέρει από απότοκα που τον εξασθενούν.
Συνεχίζουμε να βαδίζουμε, περνάμε τη ρέπλικα του υδραγωγείου στο οποίο απομόνωναν τους εξέχοντες κρατουμένους, περνάμε τη sala de la memoria (αίθουσα μνήμης) –ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα αρχικά κτίσματα που άλλοτε στέγαζε τα εργαστήρια φωτογραφίας και μεταξοτυπίας– και σταματάμε στην πισίνα όπου μου αφηγείται μια από τις πιο ανατριχιαστικές ιστορίες που του είχε διηγηθεί ένας δωσίλογος…
Διάφορα επιμνημόσυνα έργα τέχνης και αναμνηστικά έχουν τοποθετηθεί εδώ από κάποια από τα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις που χτυπήθηκαν πιο ανελέητα από τις Ένοπλες Δυνάμεις, ανάμεσά τους το Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής και το MIR (Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς), και παρατάσσονται στην περιφέρεια σαν μικροί τάφοι.
Κοντά στη έξοδο μια μεγάλη πινακίδα με τα ονόματα των νεκρών μάς θυμίζει ότι El olvido esta lleno de memoria (η λήθη είναι γεμάτη μνήμη). Τη συνοδεύει, φυσικά, το πάντα ελπιδοφόρο Nunca Más (Ποτέ Ξανά). Ο Matta ελάχιστη σημασία δίνει στο σιντριβάνι – αυτή η χριστιανική επίκληση στην απολύτρωση ήταν, σαφώς, ιδέα της κυβέρνησης.
Το τραύμα ως διαρκής παράσταση
Μετά την επίσκεψή μου στη Βίλα Γκριμάλντι με τον Pedro Matta, ένας φίλος μού είπε ότι ο Matta κάνει την ίδια ξενάγηση με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά – κοντοστέκεται στο ίδιο σημείο, αφηγείται τα ίδια γεγονότα, κλαίει στον τοίχο της μνήμης. Κάποιοι το βρίσκουν παράξενο αυτό, σαν να θεωρούν ότι η ρουτίνα καθιστά ύποπτη τη συγκίνηση. Είναι αληθινά τα δάκρυα; Είναι μια παράσταση; Είναι ο Matta ένας επαγγελματίας επιζήσας του τραύματος; Η αναπαράσταση, πιστεύω, έχει κεντρική σημασία τόσο για το τραύμα όσο και για την παράσταση. Το τραύμα, όπως και η παράσταση, αναγνωρίζεται από τη φύση των επαναλήψεών του, «ποτέ για πρώτη φορά».1 Μιλάμε για τραύμα μόνο όταν δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε το συμβάν, κι όμως αυτό εξακολουθεί να μας προξενεί χαρακτηριστικά μετατραυματικά σοκ. Το τραύμα, όπως και η παράσταση, πάντοτε βιώνεται στο παρόν. Εδώ. Τώρα. Για κάποιον που επέζησε από τα βασανιστήρια το να επιστρέφει στο στρατόπεδο των βασανιστηρίων είναι σαν να εισέρχεται ξανά οικειοθελώς σε ένα οδυνηρό μονοπάτι της μνήμης. Η μνήμη, όπως ξέρουμε, είναι συνδεδεμένη με τον χώρο – ιδού ένας σαφής λόγος για τον οποίο ο χώρος αυτός είναι ανάγκη όχι μόνο να υπάρχει αλλά και να σημαδεύεται για τη βία που υπέστησαν άνθρωποι εκεί. Μέσα από την περιήγηση (recorrido), την πράξη του βαδίσματος, το σώμα θυμάται. Αυτές οι «ξεναγήσεις», λοιπόν, προσφέρουν στον Matta έναν τρόπο να διατηρήσει το παρελθόν του ζωντανό, και ωστόσο υπό έλεγχο.
Για τον Matta το τραύμα (όπως και ο ακτιβισμός του) είναι μια παράσταση μακράς διαρκείας. Η εμπειρία του δεν διαρκεί δύο ώρες – έχει διαρκέσει χρόνια, από τον καιρό της φυλάκισής του από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Οι επαναλαμβανόμενες ξεναγήσεις του, το ότι επανειλημμένα οδηγεί ανθρώπους στις ατραπούς του παρελθόντος, χαρακτηρίζουν το τραύμα και τις καθοδηγούμενες από το τραύμα ενέργειες που σκοπό έχουν να το διοχετεύσουν και να το καταπραΰνουν. Μπορώ να καταλάβω τι κάνει ο Matta με το να βρίσκεται εκεί περισσότερο απ᾽ ό,τι μπορώ να καταλάβω τι έκανα εγώ πηγαίνοντας εκεί. Αναρωτιέμαι για την αύρα του μέρους και ανησυχώ για την ηδονοβλεψία και τον (σκοτεινό) τουρισμό. Τι θέλει η παράσταση του Matta από μένα ως κοινό και ως μάρτυρα; Τι σημαίνει να είσαι μάρτυρας και ποιο είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο του να βρίσκεσαι στο σημείο; Ο Matta χρειάζεται τους άλλους για να αναγνωρίσουν τι συνέβη εκεί και να ζητήσουν δικαιοσύνη. Το μεταβατικό ρήμα μαρτυρεῖν ορίζει τόσο τη δράση όσο και τον δράστη και προηγείται του ουσιαστικού μάρτυρας – μέσα από την πράξη του μαρτυρεῖν γινόμαστε μάρτυρες. Η ταυτότητα βασίζεται στην πράξη. Είμαστε τόσο το υποκείμενο όσο και το προϊόν των πράξεών μας. Ο Matta είναι ο μάρτυρας εκείνων που δεν είναι πια ζωντανοί για να μιλήσουν· είναι ο μάρτυρας του εαυτού του καθόσον μιλάει για το μαρτύριο που ο ίδιος υπέστη. Είναι μάρτυρας με τη νομική έννοια – κατέθεσε άλλωστε αγωγές ενάντια στη δικτατορία του Pinochet. Είναι επίσης το αντικείμενο του δικού μου μαρτυρεῖν: με χρειάζεται για να αναγνωρίσω όσα αυτός και οι άλλοι υπέστησαν στη Βίλα Γκριμάλντι. Η μεταβατικότητα του «μαρτυρεῖν» μάς συνδέει – ιδού ένας λόγος για τον οποίο επιθυμεί πάντα να γνωρίζει τη φύση του ακροατηρίου του. Ο κινούμενος από το τραύμα ακτιβισμός (όπως και το ίδιο το τραύμα) δεν μπορεί απλώς να ειπωθεί ή να γνωστοποιηθεί. Είναι ανάγκη να ενσαρκωθεί, να επαναληφθεί και να εξωτερικευτεί μέσα από κάποιου είδους σωματοποιημένη πρακτική.
Στην καθημερινή ζωή μας δεν έχουμε τρόπο να επεξεργαστούμε τις βίαιες πράξεις που διαρρηγνύουν τα όρια της κατανόησής μας. Ζούμε όλοι σε εγγύτητα με την εγκληματική βία και μολονότι κάποιοι από μας την έχουμε νιώσει πιο προσωπικά από άλλους, αυτή η βία δεν είναι ποτέ απλώς προσωπική. Ιδού η δύναμη και η αδυναμία αυτού του είδους μνημόνευσης. Είναι τόσο προσωποποιημένη και συμπυκνωμένη ώστε τείνει να εστιάζει μόνο στα συγκεκριμένα θύματα και στους συγκεκριμένους χώρους. Αλλά αν εστιάσουμε μόνο στο προσωπικό τραύμα, κινδυνεύουμε να παραβλέψουμε τις κακόβουλες πολιτικές πρακτικές. Όταν στεκόμαστε εκεί, μαζί, και ανακαλούμε στη ζωή τα κτίρια και την καθημερινότητά τους, καταθέτουμε μια μαρτυρία όχι μόνο για την προσωπική απώλεια αλλά και για ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας, ιεραρχιών και αξιών που επέτρεψε και απαίτησε την καταστροφή των άλλων.
2012: Αμφισβητούμενοι τόποι: επιστροφή στη Βίλα Γκριμάλντι
Έξι χρόνια αργότερα έμαθα ότι ενόσω ήταν πρόεδρος της Χιλής η Michelle Bachelet –θύμα και η ίδια κράτησης και βασανιστηρίων στη Βίλα Γκριμάλντι– η κυβέρνηση είχε ολοκληρώσει την ανακαίνιση της Βίλας. Ο πατέρας της ήταν στρατηγός και είχε θανατωθεί από τις δυνάμεις του Pinochet. Η τοποθεσία έχει αναπλαστεί και διαθέτει πλέον κέντρο εκπαίδευσης και ενημέρωσης. Τώρα είναι διαθέσιμη μια ηχογραφημένη περιήγηση στα ισπανικά και στα αγγλικά. Ήταν σαφές, λοιπόν, ότι έπρεπε να επιστρέψω εκεί – να προσπαθήσω, αυτή τη φορά χωρίς κάποιον επιζήσαντα, να καταλάβω πώς η παρουσία και η φωνή του Matta είχαν επηρεάσει την εκ μέρους μου κατανόηση του χώρου.
Το εξωτερικό έμοιαζε τώρα πολύ διαφορετικό, πιο θεσμοποιημένο, καίτοι υποτιμημένο. Στο εσωτερικό η παλιά αυτοσχέδια πινακίδα, που μου υπενθύμιζε να φερθώ με σεβασμό, είχε αφαιρεθεί. Ένα βάθρο από ατσάλι χαρτογραφεί το χρονικό. Δεν υπάρχει αναφορά σε κάποιο «εμείς» ούτε και σε κάποια μοιρασμένη ευθύνη. Ποιο μπορεί να είναι το ακροατήριο, ποιοι μπορεί να είναι οι επισκέπτες σε αυτό το ανακαινισμένο μέρος; Αισθάνομαι ότι η Βίλα Γκριμάλντι έχει ενσωματωθεί στη βιομηχανία των διεθνών τόπων μνήμης. Έτσι, ακόμα ένα υπόστρωμα έχει προστεθεί στο μέρος.
Μια νεαρή γυναίκα μού δίνει τα ακουστικά και τον πομπό στο νέο κέντρο ενημέρωσης. Επιλέγω την περιήγηση στα ισπανικά. Όπως και την προηγούμενη φορά, δεν υπάρχει άλλος επισκέπτης. Γιατί; Και αυτό, έχω την εντύπωση, είναι ένα ιστορικού τύπου ερώτημα. Ρωτάω την κοπέλα στο κέντρο ενημέρωσης αν μπορώ να μπω να δω τα νέα κτίρια. Μου λέει ότι δεν υπάρχει κανένας να μου τα δείξει, αλλά, καθώς νιώθει την απογοήτευσή μου, μου δίνει τα κλειδιά και με παρακαλεί να κλειδώσω και να της τα επιστρέψω όταν τελειώσω. Ακόμα και δίχως την πινακίδα που μου ζητούσε να συμπεριφερθώ με σεβασμό, τα κλειδιά στο μπρελόκ με σχήμα καρδιάς με κάνουν να νιώθω πολύ υπεύθυνη.
Βάζω τα ακουστικά και αρχίζω τη περιήγησή μου. Η ήρεμη, ρυθμική φωνή της «ξεναγού» ανήκει, όπως έμαθα αργότερα, σε μια διάσημη ηθοποιό που παίζει σε χιλιανές telenovelas (σαπουνόπερες). Ακόμα και δίχως να το γνωρίζω αυτό εκ προτέρων, συμπεραίνω ότι η νέα, δροσερή φωνή είναι ανέγγιχτη από τη βία που περιγράφει. Οι οδηγίες είναι σαφείς από την αρχή: πρέπει να κινηθώ προς διάφορα σημεία της ηχογραφημένης περιήγησης που είναι σημειωμένα στον φωτοτυπημένο χάρτη.
Η recorrido, η περιήγηση, ακολουθούσε την ίδια διαδρομή που είχα ακολουθήσει και με τον Matta – η χειροποίητη μακέτα του στρατοπέδου δεν υπάρχει πια, έχει αντικατασταθεί από μια καινούρια, γυαλιστερή, μηχανικά κατασκευασμένη ρέπλικα. Τα πάντα σ’ αυτήν ήταν μυτερά και λευκά, σαν να είχε βγει από κατάψυξη. Όλα όσα ήταν λευκά σημάδευαν ό,τι είχε χαθεί, ενώ τα εναπομείναντα κτίσματα ήταν σκουρόχρωμα. Αναγνωρίζω τα κτίσματα, αλλά όχι την αίσθηση. Το μοντέλο είχε χάσει το χρώμα του, είχε χάσει εκείνη τη χειροποίητη ποιότητά του, την ανθρώπινη ιστορία του. Ήταν ένα διαφορετικό είδος κενότητας από εκείνο που αισθάνθηκα όταν βρισκόμουν εκεί την πρώτη φορά – η κτηνωδία της κατεδάφισης είχε αντικατασταθεί από την άρνηση της ίδιας της ζωής.
Πηγαίνω στην κλειδωμένη σιδερένια πύλη, αλλά τώρα, μόνη μου πλέον, σταματάω για να κοιτάξω από το πορτάκι που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι δεσμοφύλακες του στρατού.
Δεν σταματάω για πολύ. Τώρα οι προβλεπόμενες στάσεις σημειώνονται με πλακέτες που φέρουν αριθμούς οι οποίοι σχετίζονται με την ηχογραφημένη ξενάγηση και με καινούριες πινακίδες που τονίζουν τις οδηγίες του κέντρου ως προς το πού πρέπει να «παραμείνεις» και πώς να ενημερωθείς. Μερικά καινούρια κτίρια είναι κλειδωμένα. Βρίσκω το κατάλληλο κλειδί και μπαίνω. Βλέπω προθήκες στις οποίες εκτίθενται τα μεταλλικά βαρίδια που έδεναν οι στρατιωτικοί στα κορμιά που πετούσαν στον ωκεανό για να διασφαλίσουν ότι δεν θα επέπλεαν. Ένας μεγεθυντικός φακός που υπάρχει εκεί προσφέρει περαιτέρω αποδείξεις, αν κάποιος τις χρειάζεται, του πώς προσαρμόζονταν τα βαρίδια και του τι συνέβαινε στα πτώματα.
Το μέρος είναι πολύ πιο τακτοποιημένο, τα μονοπάτια είναι ξεκάθαρα χαραγμένα και φωτισμένα – τμήμα από το κάλλος που χαρακτήριζε τη βίλα κατά τον 19ο αιώνα έχει αποκατασταθεί με πισίνες και σιντριβάνια. Επίσης, η τοποθεσία έχει ενσωματωθεί, οπτικά και πολιτικά, στο γειτονικό περιβάλλον. Φαίνονται πλέον καθαρά τα γύρω σπίτια. Η θέα του «πάρκου» που έχουν με τη σειρά τους αυτά πρέπει να είναι μάλλον ευχάριστη. Ο τόπος των βασανιστηρίων έχει εξημερωθεί – ο πόνος στα σπλάχνα που ένιωσα με τον Matta έχει καταλαγιάσει. Αυτό σαφώς μεταδίδει την αίσθηση μιας διαφορετικής πολιτικής στιγμής. Φαίνεται ότι, με τα εγκαίνια του νέου Μουσείου για τη Μνήμη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Σαντιάγο την ίδια χρονιά, στις αρχές του 2010, η αμφισβήτηση έχει δώσει τη θέση της σε μια εποχή αποδοχής και επετειακής μνημόνευσης. Αργότερα, καθώς κοιτάζω πίσω από τα κτίσματα, βλέπω όλα τα χειροποίητα υλικά στοιβαγμένα κάτω από μουσαμάδες, σ’ ένα υπόστεγο πίσω από ένα κτίριο. Τα ονόματα των νεκρών μοιάζουν να αιμορραγούν στην πινακίδα, θυμίζοντάς μας ότι «η λήθη είναι γεμάτη μνήμη». Είναι όμως ξεκάθαρο πως και η μνήμη είναι επίσης γεμάτη λήθη.
Αισθάνομαι πολύ μόνη καθώς συνεχίζω την περιήγηση και, όπως και την προηγούμενη φορά, αναρωτιέμαι τι κάνω εδώ. Εάν ο Matta με χρειαζόταν για να παρίσταμαι και να συνοδεύω [presenciar και acompañar], συνειδητοποιώ πόσο τον χρειαζόμουν και εγώ για να βιώσω την εμπειρία της Βίλας Γκριμάλντι. Παίζω με τα κουμπιά του ψηφιακού μαγνητοφώνου και αισθάνομαι ανόητη με τα ακουστικά παρόλο που το μέρος είναι άδειο. Εκνευρίζομαι καθώς η ηχογραφημένη φωνή μού μιλάει με έναν άχρωμο, κυριολεκτικό τόνο για τις πολιτικές πράξεις που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του κέντρου βασανιστηρίων. Οι λεπτομέρειες –τα ονόματα των στρατηγών, των οργανώσεων, και πάει λέγοντας– με πνίγουν. Είμαι αντιμέτωπη με την «Ιστορία», αλλά χάνω την ανθρώπινη κλίμακα.
Μπαίνω στον πειρασμό να βγάλω τα ακουστικά, αλλά αντιστέκομαι και συνεχίζω. Όταν κάθε ηχογραφημένο κομμάτι φτάνει στο τέλος του, κοντοστέκομαι, αναζητώ στον χάρτη την επόμενη «στάση» και προχωρώ προς αυτήν. Ο ίδιος ανέκφραστος τόνος στην ηχογράφηση μιλάει για μια αδιανόητη κτηνωδία και αναφέρεται σε μια κρατούμενη που είχε φωνή σαν της Εντίθ Πιαφ και τραγουδούσε για να πνίξει τα ουρλιαχτά από τα βασανιστήρια – ακόμα κι όταν η φωνή μιλάει για αυτή τη συγκεκριμένη μαρτυρία ο τόνος της δεν αλλάζει καθόλου. Καθώς βαδίζω, η φωνή μιλάει για τον ροδόκηπο, αποκαλύπτοντας ότι εκεί βιάζονταν από τους βασανιστές οι γυναίκες. Τώρα η τοποθεσία αυτή αποτελεί φόρο τιμής στη μνήμη των γυναικών που έπεσαν θύματα. Κάθε φυτό φέρει το όνομα μιας γυναίκας που βασανίστηκε – άλλη μια περίπτωση εξατομικευμένου τρόμου.
Αντιλαμβάνομαι τα στοιχεία που ακούω, αλλά είναι δύσκολο να τα συσχετίσω με τα γεγονότα και με τον χώρο. Η φωνή δεν μιλάει σ’ εμένα, και με προβληματίζει έντονα η ασυμφωνία ανάμεσα στον τόνο της και στα όσα αφηγείται. Είναι σαν να ξεμοντάρονται οι διάφορες στιγμές, η καθημερινότητα και οι χώροι. Οι παύσεις ανάμεσα στο ένα ηχογραφημένο κομμάτι και στο άλλο είναι επίσης πολύ διαφορετικές από εκείνες στην αφήγηση του Pedro Matta. Οι σιωπές του ήταν γεμάτες μνήμη. Το πρόσωπό του, το σώμα του και η διάθεσή του μετέδιδαν τις διαδικασίες της σκέψης του και τις διακυμάνσεις της συγκίνησής του. Δεν μπορώ να ταυτιστώ με τις σιωπές στην ηχογράφηση – είναι απλώς ένα κενό τίποτα, δεν πρόκειται καν για μαγνητοταινία. Αν η λήθη και η σιωπή είναι γεμάτες μνήμη, γεμάτες ζωή, η ηχογράφηση αυτή δυσκολεύεται πολύ να συλλάβει τούτη τη ζωή. Εντέλει ένιωθα ευσυνείδητη αλλά όχι εμπλεκόμενη και ταυτισμένη καθώς ακολουθούσα εκείνη τη φωνή κατά την περιήγηση στη Βίλα Γκριμάλντι. Ήταν μια παιδαγωγική εμπειρία: μια σωματική άσκηση στο Ποτέ Ξανά.
Τι ζητάει από μένα αυτή η περιήγηση; Η φωνή με ευχαριστεί για την επίσκεψή μου. Μου εξηγεί ότι η Βίλα Γκριμάλντι είναι ένα υλικό και συμβολικό ίχνος της κρατικής τρομοκρατίας του Pinochet. Η εξήγηση αυτή αφήνει απέξω, φυσικά, τις εγκληματικές πρακτικές που συνδέονται με τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Λέει ότι αυτή η επίσκεψη είναι μια ματιά στο παρελθόν. Πάντως, «ελπίζουμε» (λέει η άγνωστη ακόμα τότε φωνή) να μας κάνει να στοχαστούμε το παρόν και να μας υποκινήσει να δώσουμε οριστικό τέλος στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα, λέει η φωνή, παρακαλώ επισκεφτείτε τον ιστότοπο κτλ. Μου δίνει επίσης έναν αριθμό τηλεφώνου.
Επιστρέφω τα ακουστικά και ρωτάω την κοπέλα στο γραφείο για την ηχογραφημένη αφήγηση. Πιστεύει, λέει, ότι διάλεξαν μια νεαρή ηθοποιό η οποία να μην έχει άμεσους δεσμούς με το βίαιο παρελθόν επειδή ήθελαν να ταυτιστούν μαζί της οι νέες γενιές. Η Βίλα Γκριμάλντι δεν έχει, λοιπόν, να κάνει πλέον με τον Matta, με το τραύμα και με τη δικαιοσύνη που μένει να απονεμηθεί. Έχει να κάνει με το να παροτρύνει την επόμενη γενιά να κατανοήσει την ιστορία της. Αυτό είναι, συνεπώς, το μέλλον που οραματίστηκε ο Matta στο βιβλιαράκι του, αλλά ο ίδιος δεν υπάρχει πουθενά σε αυτή τη νέα μετά-τους-επιζήσαντες στιγμή. Η μνήμη έχει επικαιροποιηθεί, και τώρα οι γραμμές της μάχης έχουν χαραχτεί διαφορετικά. Από τον Μάρτιο του 2010, που έγινε πρόεδρος της Χιλής ο δεξιός Sebastián Piñera, η Βίλα Γκριμάλντι και το Μουσείο της Μνήμης απώλεσαν σχεδόν τον μισό από τον λειτουργικό τους προϋπολογισμό. Ο αγώνας έχει μετατοπιστεί και πάλι. Υπάρχουν ακόμη αμφισβητούμενοι χώροι, αμφισβητούμενα παρόντα και αμφισβητούμενα παρελθόντα.
2013: Δεν είναι το ίδιο μέρος
Επιστρέφω και πάλι στη Βίλα Γκριμάλντι, αυτή τη φορά με την Teresa Anativia, στενή μου φίλη που είχε φυλακιστεί και βασανιστεί εκεί. Μπορεί να μιλήσει πολύ πιο άμεσα για όσα έχουν υποστεί οι γυναίκες σ’ αυτό το μέρος. Μου μίλησε για την πρώτη φορά που η ίδια και άλλοι επιζήσαντες ξαναγύρισαν εκεί όταν «επανακτήθηκε» το μέρος. Συγκεντρώθηκαν όλοι –γύρω στα 150 άτομα, όπως θυμάται– έξω από τη σιδερένια πύλη που άνοιξε για τελευταία φορά. Οι επιζήσαντες αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν βουβά. Η Anativia θυμάται ότι όλοι είχαν κλειστά τα μάτια όσο αγκαλιάζονταν. Δεν είχαν δει ποτέ ο ένας τον άλλο, δεν είχαν ακούσει ο ένας τη φωνή του άλλου: «Ήταν η σιωπή της επανένωσης τυφλών που είχαν συνυπάρξει κάπου, αλλά δεν είχαν δει ποτέ ο ένας τον άλλο». Μπήκαν και κοίταξαν ολόγυρα τον χώρο, που ήταν γεμάτος βατομουριές και αγκαθωτά συρματοπλέγματα, και δεν αναγνώριζαν τίποτα. «Ψάχναμε τα μέρη εκείνα και ήταν αδύνατον να τα βρούμε. Το ξέρω ότι δεν θα τα βρω ποτέ», κατέληξε. Η πύλη θα παραμείνει κλειδωμένη για πάντα.
Όταν ήμασταν στη Βίλα Γκριμάλντι μαζί, τη ρώτησα αν αναστατώθηκε που γύρισε εκεί.
«Όχι», είπε, «δεν είναι το ίδιο μέρος».
Και μετά, αργότερα, είπε: «Αλλά τα κόκαλά μου πονάνε ακόμη».
Ο ανασχεδιασμένος χώρος, οι κήποι, τα ρόδα, τα όμορφα δέντρα, οι πισίνες και το κιόσκι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το μέρος όπου τη βασάνισαν, τη βίασαν και της αρνήθηκαν την ανθρώπινη υπόστασή της.
Εκείνο το «μέρος» παραμένει εντός της, το φέρει μαζί της παντού.
Αυτή, όπως και ο Matta, είχε χάσει τόσο πολλά εκεί. Από τα βασανιστήρια μια γυναίκα έχασε τα δίδυμα που κυοφορούσε. Τόσο η Teresa όσο και ο Pedro παραδέχτηκαν ότι δεν έχασαν μόνο φίλους αλλά κι ένα μέρος από την ανθρώπινη υπόστασή τους, από την ικανότητά τους να εμπιστεύονται τους άλλους. Τα σώματά τους άλλαξαν και τώρα, σε προχωρημένη ηλικία, ακόμη φέρουν τους πόνους και τις ρωγμές από τα βασανιστήρια. Η απώλεια και το πένθος της εξαφάνισης και του βασανισμού ανήκουν στην επικράτεια του απροσμέτρητου πένθους. Κανείς δεν δικάστηκε γι’ αυτό.
Πώς μπορείς να πενθήσεις κάτω από τέτοιες περιστάσεις; Ενώ εκείνοι που δολοφονήθηκαν στη Βίλα Γκριμάλντι είναι καταγεγραμμένοι στον κατάλογο των θυμάτων στον ιστότοπο της Βίλας Γκριμάλντι και τα ονόματά τους είναι χαραγμένα στον Τοίχο της Μνήμης, οι επιζήσαντες δεν έχουν καμία θέση εδώ. Το 1991 η Έκθεση Retting της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης καταγράφει μόνο τις περιπτώσεις εκείνων που εξαφανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από το καθεστώς του Pinochet. Το 2004 η Έκθεση Valech της Εθνικής Επιτροπής για τις Φυλακίσεις και τα Βασανιστήρια αναγνώρισε επιτέλους εκείνους που είχαν βασανιστεί, καθώς και τα παιδιά των εξαφανισμένων. Το κράτος της Χιλής χρησιμοποίησε αυτόν τον κατάλογο για να προχωρήσει σε αποζημιώσεις προς τους επιζήσαντες, αλλά τα ονόματά τους και οι συνθήκες όσων υπέστησαν είχαν μείνει κλειδωμένα στα αρχεία επί πενήντα χρόνια – τα βασανιστήρια και οι εξαφανίσεις, όπως ξέρουμε, εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τα θύματα και τις οικογένειές τους για ολόκληρες γενιές.
Μέρη όπως το Parque por la Paz (Πάρκο Ειρήνης) της Βίλας Γκριμάλντι μάς θυμίζουν τι συνέβη πίσω από αυτούς τους τοίχους, αλλά επίσης υπερβαίνουν τη βία και την οδύνη επιζητώντας την ειρήνη και τη συμφιλίωση. Το πάρκο επιτελεί μια λυτρωτική, κοσμογονική χειρονομία. Αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι ο τόπος του τρόμου, το κέντρο της καταστροφής των κόσμων εκείνων των πολλών ανθρώπων που πέθαναν στην Terranova ή πέρασαν από κει. Το μέρος εκείνο δεν μπορώ να το συλλάβω με την κάμερά μου. Ο Pedro Matta δεν μπορεί να το επινοήσει εκ νέου ώστε να το δουν οι άλλοι. Η Teresa Anativia δεν το αναγνωρίζει. Αλλά με το να είμαι στο πάρκο μαζί τους αισθάνομαι τη δύναμη αυτού του μέρους, αισθάνομαι τον πόνο που εκείνοι συνδέουν μαζί του, κι εγώ τους συνοδεύω για λίγο στο πολύ μακρύ τους ταξίδι προς τη δικαιοσύνη, την αποδοχή και την ανανέωση.
2016: Μεταδίδοντας το τραύμα
Στο πλαίσιο του συνεδρίου και του φεστιβάλ παραστάσεων Encuentro του Hemispheric Institute of Performance and Politics στη Χιλή, η ομάδα εργασίας μας με τίτλο «Κινητοποιώντας τη Μνήμη» αποφάσισε να επισκεφτεί τη Βίλα Γκριμάλντι μόλις πέρυσι. Ζήτησα από τον Pedro Matta να μας ξεναγήσει. Ύστερα από κάποιες συνεννοήσεις για την αμοιβή του, υποδέχτηκε τελικά στην πύλη τα τριάντα πέντε μέλη της ομάδας μας. Μαζί μας ήρθε και η Teresa Anativia. Το ερώτημα και πάλι ήταν σε τι γλώσσα θα μιλούσε. Η ομάδα αποφάσισε να μας μιλήσει ισπανικά κι εγώ προθυμοποιήθηκα να μεταφράζω για όσους δεν ήξεραν τη γλώσσα.
Και πάλι ξεκινήσαμε από τη μακέτα, από την αφήγηση του πώς λειτουργούσε το Cuartel Terranova, και μετά προχωρήσαμε στους χώρους της Βίλας. Στην αρχή η μετάφραση ήταν εύκολη – ο Matta μετέδιδε τα γεγονότα, το ίδιο κι εγώ. Εδώ συνέβη αυτό, τότε, σ’ αυτούς. Αποστασιοποιημένα, σε τρίτο πρόσωπο. Βαδίσαμε προς την κλειδωμένη σιδερένια πύλη και προς τους πρώτους θαλάμους βασανιστηρίων. Βαθμιαία, όπως και την άλλη φορά, οι αντωνυμίες του Matta διολίσθησαν. Το «τους βασάνισαν» έγινε «μας βασάνισαν». Οι λέξεις με ταλάνιζαν. Μας βασάνισαν, υποχρεώθηκα να πω, εμένα μ’ έδεσαν με λουριά εκεί κάτω, έβαλαν ηλεκτρόδια στα γεννητικά μου όργανα, στους κροτάφους μου, σε όλες μου τις οπές. Το κορμί του τεντώθηκε προς τα πίσω από το σοκ. Ίδρωνα τόσο πολύ που κινδύνευα να πάθω ηλεκτροπληξία.
Καθώς έλεγα αυτές τις λέξεις, το σώμα μου άρχισε να μιμείται τις χειρονομίες και τις κινήσεις του σώματος του Matta. Οι παύσεις του έγιναν δικές μου παύσεις. Το σώμα μου έγινε ο διαμεσολαβητής. Συνέβη σταδιακά, ανεπαίσθητα, καθώς προχωρούσαμε στο παρελθόν που δεν ήταν παρελθόν, στο βασανιστήριο που δεν σταμάτησε και δεν λησμονήθηκε ποτέ. Έχασα την απόστασή μου. Τον ακολούθησα εκεί, σε εκείνο το μέρος. Τον συνόδευα, η φωνή μου ήταν ηχώ της δικής του. Παρά τη θέλησή μου άρχισα να ενσωματώνω τον πόνο. Ένιωσα τις λέξεις να βιάζουν το σώμα μου, ένιωθα να μεγαλώνει ο θυμός μου ακόμα και την ώρα που πρόφερα τις λέξεις. Γιατί εγώ; Γιατί δεν μαθαίνουν ισπανικά αυτοί οι άνθρωποι; Ο Matta συνέχισε να μας λέει την ιστορία του με μαλακό, διόλου δραματικό τρόπο. Δεν χρησιμοποιούσε επίθετα, συνειδητοποιούσα τώρα που οι λέξεις ήταν στο στόμα μου. Οι αισθήσεις μου κλείδωσαν, εστίασαν μονάχα σε ό,τι εξιστορούσε ο Matta. Η μετάφραση έγινε ερμηνεία και μετά εγκόλπωση, ταύτιση μαζί του και με όσα αφηγούταν. Ένιωσα να χάνω την αυτενέργειά μου – δεν μπορούσα να διευκρινίσω ή να εξηγήσω ή να διακόψω. Συνέχισα να μεταφράζω. Δεν ήθελα να είμαι εκεί. Αλλά ίσως να μετέδιδα απλώς τα δικά του συναισθήματα, το ότι ούτε αυτός ήθελε να είναι εκεί.
Ο θυμός έγινε το όργανο της αποστασιοποίησής μου. Στο τέλος της διαδρομής έδωσα στον Matta τα χρήματα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναγυρίσω ποτέ εκεί. Ποτέ Ξανά! Μπορεί αυτός να είναι επαγγελματίας επιζήσας, αλλά εγώ δεν είμαι επαγγελματίας παρατηρήτρια.
Κι όμως, φυσικά και είμαι.
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης