Όταν ο ταξιδιώτης έφτασε στην πανσιόν ο άνεμος φυσούσε δυνατά. Προτού μπει μέσα για να φάει την καυτή σούπα που είχε στο νου του, άφησε τις αποσκευές του μέσα από την πόρτα και περπάτησε μερικά τετράγωνα για να πάρει μια ιδέα της πόλης. Έφτασε σε μια πολύ μεγάλη αψίδα. Στάθηκε από κάτω και είδε μπροστά του να απλώνεται μια πεδιάδα. Του φάνηκε πως διέκρινε φιγούρες καθισμένες γύρω από μια μακρινή φωτιά, αλλά δεν ήταν σίγουρος γιατί ο άνεμος του έφερνε δάκρυα στα μάτια.
«Τι θλιβερό» σκέφτηκε, κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μα δεν πειράζει. Σύνελθε. Μάλλον θα είναι καμιά παρέα από αγόρια και κορίτσια που κάθονται γύρω από τη φωτιά και διασκεδάζουν. Ο κόσμος είναι ο κόσμος, ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάνεις, και μια τούφα γρασίδι εδώ είναι το ίδιο πράσινη με οπουδήποτε αλλού».
Γύρισε και περπατώντας βιαστικά προσπέρασε τους τοίχους των χαμηλών πέτρινων σπιτιών. Ανησυχούσε λίγο μήπως δεν μπορέσει να αναγνωρίσει την πόρτα της πανσιόν του.
«Υποτίθεται πως δεν υπάρχει ποικιλία στις ΗΠΑ» είπε μέσα του. «Μα αυτή η ισπανική αρχιτεκτονική τα ξεπερνάει όλα, είναι τόσο μονότονη». Χτύπησε κάποια από τις πόρτες, και σε λίγο εμφανίστηκε ένα παιδί με ξυρισμένο κεφάλι. Της είπε με βαριά αμερικανική προσφορά: «Αυτή είναι η Πανσιόν Εσπινόσα;»
«Si!» Το παιδί τον οδήγησε μέσα σε ένα μικρό σιντριβάνι στο κέντρο του τετράγωνου πάτιο. Κοίταξε μέσα στο νερό και το παιδί έκανε το ίδιο.
«Υπάρχουν τέσσερα ψάρια εδώ μέσα» του είπε στα ισπανικά. «Θέλετε να προσπαθήσω να σας πιάσω ένα;»
Ο ταξιδιώτης δεν την καταλάβαινε. Στεκόταν αμήχανος, επιθυμώντας να πάει στο δωμάτιό του. Το κοριτσάκι προσπαθούσε ακόμη να πιάσει ένα ψάρι, όταν η μητέρα του, που ήταν η ιδιοκτήτρια της πανσιόν, βγήκε και τους πλησίασε. Η γυναίκα ήταν αρκετά παχιά, αλλά το πρόσωπό της ήταν μικρό και μυτερό, και φορούσε γυαλιά πιασμένα με μία χρυσή αλυσίδα από το φόρεμά της. Τον χαιρέτησε διά χειραψίας και τον ρώτησε σε αρκετά καλά αγγλικά αν έκανε ευχάριστο ταξίδι.
«Θέλει να δει τα ψάρια» εξήγησε το παιδί.
«Βεβαίως» είπε η σενιόρα Εσπινόσα, κουνώντας με επιδεξιότητα τα χέρια της μέσα στο νερό. «Έλα, έλα» είπε γελώντας, καθώς ένα ψάρι γλίστρησε ανάμεσα στα δάχτυλά της.
Ο ταξιδιώτης κούνησε το κεφάλι του. «Θα ’θελα να πάω στο δωμάτιό μου» είπε.
Ειδύλλιο στη Γουατεμάλα
Jane Bowles
Πίνακες της Vivian Suter
Ο Αμερικανός σάστισε λίγο βλέποντας το δωμάτιό του. Είχε τέσσερα μπρούντζινα κρεβάτια στη σειρά, όλα πολύ παλιά και λίγο στραβά.
«Θεέ μου!» είπε από μέσα του. «Θα τους πω να πάρουν αυτά τα κρεβάτια. Με αρρωσταίνουν».
Ένα καλώδιο κρεμόταν από το ταβάνι. Στην άκρη του, στο ύψος της μύτης του, υπήρχε ένας μικροσκοπικός ηλεκτρικός λαμπτήρας. Τον άναψε και κοίταξε τα χέρια του κάτω από το φως. Ήταν σκασμένα και βρώμικα. Ένα ξυπόλυτο κορίτσι με μία κανάτα και μία λεκάνη μπήκε μέσα.
Στην τραπεζαρία οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με ημερολόγια, και σε κάθε τραπέζι ήταν ακουμπισμένη μία καράφα από σκαλιστό γυαλί. Μερικοί είχαν ήδη αρχίσει να τρώνε σιωπηλά. Ένα κορίτσι μιλούσε δυνατά.
«Δε θα πάω απόψε στη συναυλία της ορχήστρας, μαμά» έλεγε.
«Γιατί δε θα πας;» ρώτησε η μητέρα της με γεμάτο στόμα. Κοίταξε την κόρη της με αυστηρό ύφος.
«Γιατί δε μ’ αρέσει ν’ ακούω μουσική. Τη μισώ!»
«Γιατί;» ρώτησε η μητέρα της αφηρημένα, τρώγοντας άλλη μία μεγάλη μπουκιά από το φαγητό της. Μιλούσε με βαριά φωνή, σαν αντρική. Το κεφάλι της, χωμένο ανάμεσα στους ώμους της, το σκέπαζαν μαύρες μπούκλες. Το σαγόνι της ήταν βαρύ και το δέρμα της σκούρο και τραχύ· όμως είχε πολύ όμορφα γαλάζια μάτια. Καθόταν με τα πόδια ανοιχτά, με το ένα μπράτσο απλωμένο πάνω στο τραπέζι. Το παιδί δεν έμοιαζε καθόλου στη μητέρα του. Ήταν λεπτό, με σκληρά μαλλιά, που είχαν αυτό το παράξενο ανοιχτό χρώμα που έχουν συνήθως οι μιγάδες. Τα μάτια του ήταν τόσο ξεθωριασμένα, που έδειχναν σχεδόν άσπρα.
Την ώρα που ο ταξιδιώτης έμπαινε στην τραπεζαρία, το παιδί γύρισε και τον κοίταξε.
«Τώρα είναι εννιά οι άνθρωποι που τρώνε σ’ αυτή την πανσιόν» είπε αμέσως.
«Εννιά» είπε η μητέρα του. «Πολλά στόματα». Έσπρωξε πιο πέρα το πιάτο της κουρασμένα και σήκωσε τα μάτια της στο ημερολόγιο που ήταν δίπλα της στον τοίχο. Μετά γύρισε και είδε τον ξένο. Έχοντας τελειώσει ήδη το δικό της φαγητό, άρχισε να τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον που έτρωγε. Κάποια στιγμή τα μάτια τους συναντήθηκαν.
«Καλή όρεξη» είπε, κουνώντας με σοβαρό ύφος το κεφάλι της, και συνέχισε να τον παρακολουθεί, ώσπου τέλειωσε τη σούπα του.
«Τα χάπια μου» είπε στη Λιλίνα, απλώνοντας το χέρι της, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της. Για να διασκεδάσει, η Λιλίνα άδειασε ολόκληρο το μπουκαλάκι στο χέρι της μητέρας της.
«Ορίστε τα χάπια σου» είπε. Όταν η σενιόρα Ραμίρες συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, χαστούκισε τη Λιλίνα με δύναμη στο πρόσωπο, με το χέρι που κρατούσε τα χάπια· τα χάπια κόλλησαν στο υγρό δέρμα του παιδιού και στα μαλλιά του. Ο ταξιδιώτης γύρισε. Έπληττε τόσο πολύ και ταυτόχρονα είχε αηδιάσει από αυτό που είδε, ώστε αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα να ψάξει να βρει μια άλλη πανσιόν το ίδιο βράδυ.
«Όπου να ’ναι» είπε η σερβιτόρα, βάζοντάς του μπροστά του το κρέας, «θα ’ρθει ο μουσικός. Με πενήντα σεντς θα σας παίξει όλα τα τραγούδια που θέλετε ν’ ακούσετε. Μια νύχτα ολόκληρη δε θα φτάνει. Μέχρι τότε αυτή θα ’χει φύγει». Κοίταξε τη Λιλίνα, που στρίγγλιζε σαν γουρούνι που το σφάζουν.
«Αυτά τα χάπια μού στοιχίζουν τρία quetzales το μπουκάλι» παραπονιόταν η σενιόρα Ραμίρες. Ένας από τους νεαρούς του διπλανού τραπεζιού πλησίασε και εξέτασε το άδειο μπουκάλι. Κούνησε το κεφάλι του.
«Βάρβαρο πράγμα» είπε.
«Τι κακό παιδί που είσαι, Λιλίνα!» είπε μια Αγγλίδα κυρία που καθόταν σε αρκετή απόσταση από όλους τους άλλους. Όλοι γύρισαν προς το μέρος της. Το πρόσωπό της και ο λαιμός της είχαν κοκκινίσει από τη δυσαρέσκεια. Τους μιλούσε αγγλικά.
«Δεν μπορείτε να συμπεριφερθείτε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι;» είπε με έντονο ύφος.
«Εσύ σώπα!» Ο νεαρός είχε τελειώσει την εξέταση του άδειου μπουκαλιού. Οι φίλοι του έβαλαν τα γέλια.
«Ο.Κ., καλό μου κορίτσι» της είπε μιλώντας κι αυτός στα αγγλικά. «Θέλεις μία τσίκλα;» Οι φίλοι του ξεκαρδίστηκαν ακούγοντας τα λόγια του, μετά σηκώθηκαν και οι τρεις και βγήκαν από το δωμάτιο. Τα γέλια τους ακούγονταν από το πάτιο, είχαν μαζευτεί γύρω από το σιντριβάνι και χαχάνιζαν.
«Θέλουν να λέγονται ενήλικες» είπε η Αγγλίδα κυρία. Η μύτη της Λιλίνας είχε αρχίσει να αιμορραγεί και έφυγε τρέχοντας.
«Και πες στην Κονσουέλο να έρθει γρήγορα να φάει» της φώναξε η μητέρα της καθώς έφευγε. Εκείνη τη στιγμή έφτασε ο μουσικός. Ήταν ένας μικροσκοπικός άνθρωπος και φορούσε μαύρο κοστούμι και βρώμικο πουκάμισο.
«Επιτέλους» είπε η μητέρα της Λιλίνας. «Ήρθες».
«Έφαγα με το θείο μου. Η ώρα περνάει σενιόρα Ραμίρες! Gracias a Dios!»
«Gracias a Dios σαχλαμάρες! Πού ξανακούστηκε να τρως χωρίς μουσική».
Ο βιολιστής έπεσε σε μια καρέκλα και, σκυμμένος χαμηλά, άρχισε να παίζει με όλη του τη δύναμη.
«Βαλς!» φώναξε η σενιόρα Ραμίρες δυνατότερα από τη μουσική. «Βαλς!» Έδειχνε θυμωμένη και ταυτόχρονα σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει. Στην πραγματικότητα, ο ξένος ήταν σχεδόν σίγουρος πως είδε ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της.
«Θα πάτε στη συναυλία της ορχήστρας απόψε;» τον ρώτησε. Μιλούσε αρκετά καλά αγγλικά.
«Δεν ξέρω. Εσείς;»
«Ναι, με την κόρη μου, την Κονσουέλο. Εάν το καημένο το κορίτσι έρθει ποτέ να φάει το βραδινό του. Δεν της αρέσει το φαγητό. Μόνο ο χορός. Χορεύει σαν αληθινή πεταλούδα. Έχει πάρει γαλλικό αίμα από μένα. Είναι πολύ καλύτερος χαρακτήρας απ’ τη μικρή, τη Λιλίνα, που όλη την ώρα κοιτάζει να πληγώνει τους άλλους. Πληγώνει εμένα, πληγώνει την αδελφή της, πληγώνει τους φίλους της. Ελπίζω να τη λυπηθεί ο Θεός». Σε αυτό το σημείο έχυσε ένα δύο δάκρυα, που τα σκούπισε με την πετσέτα της.
«Ε, είναι μικρή ακόμη» είπε ο ξένος. Η σενιόρα Ραμίρες συμφώνησε αμέσως.
«Ναι, είναι μικρή». Του χαμογέλασε γλυκά και έδειξε ικανοποιημένη.
Στο μεταξύ η Λιλίνα ήταν στο δωμάτιό της, στεκόταν πάνω από την άσπρη λεκάνη που έπλεναν τα χέρια τους, αφήνοντας το αίμα να στάζει μέσα. Ανάσαινε βαριά σαν κάποιος που προσποιείται πως είναι θυμωμένος.
«Σταμάτα να ανασαίνεις έτσι! Κάνεις σαν γέρος» είπε η αδελφή της, η Κονσουέλο, που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με ένα καυτό τούβλο πάνω στο στομάχι της. Η Κονσουέλο ήταν μικροσκοπική και μελαχρινή, με πλατύ επίπεδο πρόσωπο και παράξενο στενό κρανίο. Ήταν χωρίς κέφι, πράγμα αρκετά συνηθισμένο στις κοπέλες που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ονειρεύονται έναν εραστή. Η Λιλίνα, που ήταν πειραχτήρι και δε νοιαζόταν καθόλου για τον κόσμο των ενηλίκων, μισούσε την αδελφή της περισσότερο από όλους τους ανθρώπους που γνώριζε.
«Η μαμά λέει πως αν δεν πας γρήγορα να φας, θα σε δείρει».
«Γι’ αυτό μας ήρθες εσύ με ματωμένη μύτη;»
«Όχι» είπε η Λιλίνα. Απομακρύνθηκε από τη λεκάνη και το βλέμμα της έπεσε στον κορσέ της μητέρας της που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. Τον άρπαξε γρήγορα, βγήκε στο πάτιο και τον πέταξε μέσα στο νερό του σιντριβανιού. Η Κονσουέλο, φοβισμένη από αυτό που έκανε η αδελφή της, σηκώθηκε βιαστικά και τακτοποίησε τα μαλλιά της.
«Φοβερή αδιαθεσία για ένα κορίτσι της ηλικίας μου» είπε στον εαυτό της, χτυπώντας ελαφρά το στομάχι της. Την ώρα που διέσχιζε το πάτιο, είδε τη σενιορίτα Κόρδοβα να περπατάει με το κεφάλι σηκωμένο πολύ ψηλά, καθώς στερέωνε μερικές φουρκέτες στον κότσο της, πίσω στον αυχένα της. Η Κονσουέλο ένιωσε σαν βάτραχος ή σαν σκαθάρι περπατώντας πίσω της. Μπήκαν μαζί στην τραπεζαρία.
«Γιατί δεν περίμενες να χτυπήσουν μεσάνυχτα;» είπε η σενιορίτα Ραμίρες στην Κονσουέλο. Η σενιορίτα Κόρδοβα, νομίζοντας ότι το σχόλιο απευθυνόταν σε κείνη, κοντοστάθηκε και σφίχτηκε. Τα μάτια της στένεψαν και έμεινε ακίνητη. Η σενιορίτα Ραμίρες, που ήταν πολύ φοβιτσιάρα, την κοίταξε με ένα παράξενο, ηλίθιο χαμόγελο.
«Πώς είναι η υγεία σας, σενιορίτα Κόρδοβα;» ρώτησε μαλακά, κι έπειτα έχοντας μπερδευτεί γύρισε στον ξένο και τον ρώτησε αν ήξερε τη σενιορίτα Κόρδοβα.
«Όχι, όχι, δε με ξέρει». Άπλωσε το χέρι της αδέξια προς τον ξένο κι εκείνος το έπιασε. Δεν αναφέρθηκαν ονόματα.
Η Κοσνουέλο κάθισε δίπλα στη μητέρα της και άρχισε να τρώει με μία θλιμμένη έκφραση στα μάτια της. Η σενιορίτα Κόρδοβα παρήγγειλε μόνο φρούτα. Κάθισε κοιτάζοντας έξω στη σκοτεινή αυλή, αφήνοντας τους υπόλοιπους να βλέπουν τον αυχένα της. Σε λίγο άνοιξε ένα γράμμα και άρχισε να το διαβάζει. Όλοι οι άλλοι την παρακολουθούσαν με προσοχή. Οι τρεις νεαροί, που είχαν γελάσει πριν τόσο πολύ, τώρα χαμογελούσαν σαν ηλίθιοι, περιμένοντας να τους δοθεί κάποια ανάλογη ευκαιρία.
Ο μουσικός έπαιζε ένα βαλς, όπως του είχε ζητήσει η σενιορίτα Ραμίρες, που είχε βάλει τα δυνατά της να ξαναπροσελκύσει την προσοχή του ξένου. «Τρα-λα-λα-λα» τραγουδούσε, και για να μεταδώσει καλύτερα την ομορφιά του βαλς, σταύρωσε τα μπράτσα της μπροστά της και κουνιόταν πέρα δώθε.
«Άυ, Κονσουέλο! Γι’ αυτή είναι τα βαλς» είπε στον ξένο. Θα είναι πολύς κόσμος στην πλάσα απόψε, και φυσάει τόσο πολύ. Νομίζω πως πρέπει να φέρεις το σάλι μου Κονσουέλο. Έπιασε κρύο».
Όση ώρα περίμενε την επιστροφή της Κονσουέλο, έτρεμε και σκάλιζε τα δόντια της.
Ο ταξιδιώτης σκέφτηκε πως ήταν παλαβή και ελαφρώς αηδιαστική. Είχε έρθει εδώ ως αγοραστής για μία σπουδαία υφαντουργία. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, για κάποιο λόγο αποφάσισε να μείνει άλλη μία βδομάδα, ίσως γιατί άκουγε πάντα πως οι διακοπές σε μία ξένη χώρα έχουν ενδιαφέρον. Είχε ήδη μετανιώσει για την απόφασή του, αλλά δεν υπήρχε πλοίο ως την επόμενη Δευτέρα. Στο τέλος του φαγητού βρισκόταν σε τέτοια απελπισία, που το πρόσωπό του είχε μία παράξενα νεανική και ευαίσθητη έκφραση. Για να αναθαρρήσει, άρχισε να σκέφτεται τι θα έτρωγε έπειτα από τρεις εβδομάδες, στο τραπέζι που θα είχε ετοιμάσει η μητέρα του, την ημέρα των Ευχαριστιών. Θα χαίρονταν πολύ όταν θα άκουγαν πως δεν είχε ευχαριστηθεί στο ταξίδι, γιατί πάντοτε το θεωρούσαν ένα είδος προδοσίας όταν κάποιος στην οικογένεια εξέφραζε την επιθυμία να ταξιδέψει. Σκέφτηκε πως ζούσαν ωραία και ήταν αναγκασμένος να συμφωνήσει μαζί τους.
Η Κονσουέλο είχε επιστρέψει με το σάλι της μητέρας της. Ονειροπολούσε ξανά όταν η μητέρα της της τσίμπησε το μπράτσο.
«Λοιπόν, Κονσουέλο, θα ’ρθεις στη συναυλία ή θα κάθεσαι εδώ σαν χαζή; Φαντάζομαι πως ο σενιόρ δε θα ’ρθει μαζί μας, αλλά εμάς μας αρέσει η μουσική. Σήκω, λοιπόν, να πούμε καληνύχτα στον κύριο, και να φύγουμε».
Ο ταξιδιώτης δεν κατάλαβε τι έλεγε. Γι’ αυτό έμεινε έκπληκτος όταν η σενιόρα Ραμίρες τον άγγιξε στον ώμο και του είπε αυστηρά στα αγγλικά: «Καληνύχτα, σενιόρ. Η Κονσουέλο κι εγώ πάμε στη συναυλία. Θα σας δούμε αύριο στο πρωινό».
«Ω, μα θα πάω κι εγώ στη συναυλία της ορχήστρας» είπε πανικόβλητος στη σκέψη ότι θα τον άφηναν εκεί, με ολόκληρο το βράδυ μπροστά του.
Η σενιόρα Ραμίρες κοκκίνισε από ευχαρίστηση. Οι τρεις τους προχώρησαν μαζί στον κακοφωτισμένο δρόμο, με τη συνοδεία μερικών κίτρινων κοκαλιάρικων σκύλων.
«Αυτά τα παλιά καφασωτά παράθυρα είναι στ’ αλήθεια πολύ όμορφα» είπε ο ταξιδιώτης στη σενιόρα Ραμίρες. «Είναι παμπάλαια, έτσι δεν είναι;»
«Πρέπει να πάτε στην πρωτεύουσα αν θέλετε να δείτε όμορφα κτίρια» είπε η σενιόρα Ραμίρες. «Ολοκαίνουργα και πεντακάθαρα».
«Νόμιζα» είπε «πως αυτά τα παλιά κτίρια είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχετε εδώ, εκτός από τους Ινδιάνους και τις τοπικές φορεσιές τους».
Περπάτησαν λίγο σιωπηλοί. Ένα μικρό αγόρι τους πλησίασε και προσπάθησε να τους πουλήσει γλειφιτζούρια.
«Πέντε centavos» είπε το αγόρι.
«Και βέβαια όχι» είπε ο ταξιδιώτης. Τον είχαν προειδοποιήσει ότι οι ντόπιοι θα τον κορόιδευαν, και γινόταν κυριολεκτικά έξαλλος κάθε φορά που τον πλησίαζαν με το εμπόρευμά τους.
«Τέσσερα centavos… Τρία centavos…»
«Όχι, όχι, όχι! Φύγε!» Το αγόρι έφυγε τρέχοντας.
«Θα ’θελα ένα γλειφιτζούρι» του είπε η Κονσουέλο.
«Και γιατί δεν το ’λεγες;» της είπε ο ταξιδιώτης.
«Όχι» είπε η Κονσουέλο.
«Δεν εννοεί όχι» εξήγησε η μητέρα της. «Δεν μπορεί να μάθει να μιλάει αγγλικά. Έχει σύννεφα μέσα στο κεφάλι της».
«Καταλαβαίνω» είπε ο ταξιδιώτης. Η Κονσουέλο έδειχνε πληγωμένη. Όταν έφτασαν στο τέλος του δρόμου, η σενιόρα Ραμίρες στάθηκε ακίνητη και χαμήλωσε το κεφάλι της σαν ταύρος.
«Άκου» είπε στην Κονσουέλο. «Άκου. Η μουσική ακούγεται ως εδώ».
«Ναι, μαμά, την ακούω». Στάθηκαν και άκουγαν το μακρινό ήχο του μαρίμπα που έφτανε ως αυτούς. Ο ταξιδιώτης αναστέναξε.
«Σας παρακαλώ, πάμε. Αν πρόκειται να πάμε» είπε. «Αλλιώς δεν έχει νόημα».
Η πλατεία ήταν ήδη γεμάτη κόσμο όταν έφτασαν. Οι πιο μεγάλοι κάθονταν σε πάγκους κάτω από τα δέντρα, ενώ οι νεότεροι περπατούσαν γύρω γύρω, τα κορίτσια προς τη μία κατεύθυνση και τα αγόρια προς την άλλη. Οι μουσικοί έπαιζαν σ’ ένα κιόσκι στο κέντρο της πλατείας. Η σενιόρα Ραμίρες οδήγησε και τους δύο, την Κονσουέλο και τον ξένο, στη γραμμή των κοριτσιών, και δεν είχαν περπατήσει περισσότερο από ένα λεπτό όταν εκείνη επιβράδυνε το βήμα της και άφησε το πρόσωπό της να πάρει την έκφραση ανθρώπου που ξεκουράζεται στην πολυθρόνα.
«Έχουμε τρεις ώρες» είπε στην Κονσουέλο.
Ο ξένος κοίταξε γύρω του. Πολλές από τις κοπέλες ήταν ξυπόλυτες. Ινδιάνες. Περπατούσαν κρατώντας σφιχτά η μία την άλλη και πολύ συχνά έβαζαν τα γέλια.
Οι μουσικοί έπαιζαν ένα άμορφο κομμάτι που έμοιαζε με εμβατήριο και δεν έλεγε να τελειώσει. Ο ντράμερ ήταν ο άνθρωπος που μόλις πριν έπαιζε βιολί στην πανσιόν της σενιόρα Εσπινόσα.
«Κοιτάξτε!» είπε ο ταξιδιώτης με έξαψη. «Αυτός δεν είναι που μας έπαιζε μουσική την ώρα που τρώγαμε; Θα πρέπει να ήρθε τρέχοντας. Πάω στοίχημα πως είναι ιδρωμένος».
«Ναι, αυτός είναι» είπε η σενιόρα Ραμίρες. «Τον παλιοαπατεώνα. Θα ’θελα να τον κάνω κομματάκια. Θυμάσαι εκείνον στο Γκραντ Οτέλ, Κονσουέλο; Σταματούσε σε κάθε τραπέζι, σενιόρ, και δεν έχω ξαναδεί πιο ωραία δόντια στη ζωή μου. Χαμογελούσε απ’ τη στιγμή που έμπαινε στο δωμάτιο μέχρι που έφευγε. Αυτός εδώ κοιτάζει τα παπούτσια του την ώρα που παίζει και θα ’θελε να μας σκοτώσει όλους».
Μερικά μεγάλα αγόρια πέταξαν κονφετί στο πρόσωπο του ταξιδιώτη.
«Αναρωτιέμαι» ρώτησε τον εαυτό του. «Αναρωτιέμαι τι σόι διασκέδαση είναι αυτή, να περπατάνε γύρω γύρω σ’ αυτό το μικρό πάρκο και να πετάνε κονφετί ο ένας στον άλλον».
Στη γραμμή των αγοριών γινόταν συνεχής φασαρία. Όσο πιο πλατιά γίνονταν τα χαμόγελά τους, τόσο περισσότερο τους υποπτευόταν ότι συνωμοτούσαν, κατά πάσα πιθανότητα εναντίον του, γιατί ήταν ουσιαστικά ο μοναδικός τουρίστας εκεί, εκείνο το βράδυ. Στο τέλος ήταν τόσο ταραγμένος, που περπατούσε κοιτάζοντας τα αστέρια, κάνοντας και μερικά βήματα με τα μάτια κλειστά. Του φαινόταν πως κατά κάποιο τρόπο, έτσι γινόταν λιγότερο ορατός. Ξαφνικά το μάτι του έπιασε τη σενιορίτα Κόρδοβα. Ήταν στην άλλη πλευρά του δρόμου και αγόραζε γλειφιτζούρια από ένα αγόρι.
«Σενιορίτα!» Της έγνεψε με το χέρι του από εκεί που βρισκόταν, και μετά πήδηξε χαρούμενα έξω από τη γραμμή και διέσχισε το δρόμο. Στάθηκε δίπλα της ασθμαίνοντας, ενώ εκείνη κοκκίνισε και δεν ήξερε τι να του πει.
Η σενιόρα Ραμίρες και η Κονσουέλο σταμάτησαν και τον κοίταζαν ακίνητες σαν αγάλματα, ενώ οι γραμμές συνέχιζαν να περνούν δίπλα τους και να τις σκουντάνε.
* * *
Η Λιλίνα κοιτούσε από το παράθυρό της μερικά αγόρια που έπαιζαν στη γωνία του δρόμου κάτω από το φως. Ένα από αυτά έβγαζε κάθε τόσο από την τσέπη του ένα φίδι. Μετά το ξανάβαζε μέσα. Η Λιλίνα ήθελε παρά πολύ το φίδι. Διάλεγε τα παιχνίδια της ανάλογα με την ποσότητα της δύναμης ή της ευθύνης που νόμιζε πως της έδιναν στα μάτια των άλλων. Τώρα σκέφτηκε πως αν κατόρθωνε να πάρει το φίδι, θα μπορούσε ίσως να κάνει ένα μικρό νούμερο που θα το έλεγαν «η Λιλίνα και η Οχιά», και να βάλει εισιτήριο. Θα φορούσε, φαντάστηκε, ένα φανταχτερό φουστάνι και θα άφηνε το φίδι να κουλουριάζεται κάτω από το γιακά της. Άφησε το δωμάτιό της και βγήκε έξω. Ο άνεμος ήταν δυνατότερος από πριν, και έφερνε τη μουσική ως εκεί. Ένιωσε κρύο και κατευθύνθηκε βιαστικά προς τα αγόρια.
«Πόσα θέλεις για να πουλήσεις το φίδι σου;» ρώτησε το μεγαλύτερο αγόρι, τον Ραμόν.
«Τη Βικτώρια εννοείς;» είπε ο Ραμόν. Η φωνή του είχε αρχίσει να αλλάζει και μια σκιά φάνηκε στο επάνω του χείλος.
«Η Βικτώρια είναι πολύ σπουδαία για να την πάρεις εσύ» είπε ένα από τα μικρότερα αγόρια. «Είναι πολύ όμορφη κι εσύ δεν είσαι». Έβαλαν όλοι τα γέλια, συμπεριλαμβανομένου και του Ραμόν, που ξαφνικά φαινόταν πολύ ανόητος. Κρυφογελούσε σαν κορίτσι. Η Λιλίνα στενοχωρέθηκε. Ήταν αποφασισμένη να αποκτήσει το φίδι.
«Θα σταματήσεις επιτέλους να γελάς για να μου πεις πόσα θέλεις; Αλλιώς φεύγω, γιατί η μητέρα μου κι η αδελφή μου θα γυρίσουν όπου να ’ναι, και δε μου επιτρέπουν να μιλάω έτσι εδώ μαζί σου. Είμαι από καλή οικογένεια».
Αυτό έκανε τον Ραμόν να σοβαρευτεί, και διέταξε τα αγόρια να σωπάσουν. Έβγαλε τη Βικτώρια από την τσέπη του και έπαιξε μαζί της σιωπηλός. Η Λιλίνα κοιτούσε καλά καλά το φίδι.
«Έλα σπίτι μου» είπε ο Ραμόν. «Η μητέρα μου θα θέλει να ξέρει πόσο θα την πουλήσω».
«Εντάξει» είπε η Λιλίνα. «Κάνε γρήγορα όμως, και δεν τους θέλω αυτούς μαζί μας». Έδειξε τα άλλα αγόρια. Ο Ραμόν τους διέταξε να πάνε στα σπίτια τους και να τον συναντήσουν αργότερα στην παιδική χαρά, δίπλα στην εκκλησία.
«Πού μένεις;» τον ρώτησε.
«Κάλιε δε λα Δελισίας, αριθμός έξι».
«Το σπίτι είναι δικό σου;»
«Το σπίτι είναι της θείας Γουδελία».
«Είναι πιο πλούσια απ’ τη μητέρα σου;»
«Ω, ναι». Δεν είπαν τίποτε άλλο.
Υπήρχαν οκτώ δωμάτια που έβλεπαν στο πάτιο του σπιτιού του Ραμόν, μόνο ένα όμως ήταν επιπλωμένο. Σε αυτό το δωμάτιο η οικογένεια μαγείρευε και κοιμόταν. Η μητέρα του και η θεία του ήταν καθισμένες απέναντι η μία στην άλλη, σε δύο καρέκλες με χτυπητό χρώμα. Ήταν και οι δύο χοντρές και φορούσαν και οι δύο τους μαύρα. Το μοναδικό φως προερχόταν από τη φωτιά που έκαιγε στο μαγκάλι στο πάτωμα.
Είχαν αγοράσει τις καρέκλες εκείνο το πρωί και γι’ αυτό ήταν εύθυμες και κεφάτες. Όταν έφτασαν τα παιδιά τραγουδούσαν μαζί ένα τραγουδάκι.
«Γιατί δεν αγοράζουμε κάτι να πιούμε;» είπε η Γουδελία όταν σταμάτησαν το τραγούδι.
«Μη λες σαχλαμάρες» είπε η μητέρα του Ραμόν. «Γίνεσαι ανυπόφορη όταν πίνεις.
«Όχι, δεν γίνομαι» είπε η Γουδελία.
«Μητέρα» είπε ο Ραμόν. «Αυτό το κοριτσάκι ήρθε για ν’ αγοράσει τη Βικτώρια».
«Δε σ’ έχω ξαναδεί» είπε η μητέρα του Ραμόν στη Λιλίνα.
«Ούτε εγώ» είπε η Γουδελία. «Είμαι η θεία του Ραμόν, η Γουδελία. Εδώ είναι το σπίτι μου».
«Το όνομά μου είναι Λιλίνα Ραμίρες. Θέλω να αγοράσω τη Βικτώρια του Ραμόν».
«Τη Βικτώρια» επανέλαβαν με σοβαρό ύφος.
«Ο Ραμόν έχει αδυναμία στη Βικτώρια, το ίδιο κι η Γουδελία κι εγώ» είπε η μητέρα του. «Μετανιώσαμε που πουλήσαμε τον Αλφρέδο τον παπαγάλο. Τον πουλήσαμε πολύ φτηνά. Τραγουδούσε και χόρευε. Φροντίζουμε τη Βικτώρια πολύ καιρό τώρα, κι είναι πολυδάπανη. Τρώει πολύ κρέας». Αυτό ήταν ολοφάνερο ψέμα. Κοίταξαν όλοι τη Λιλίνα.
«Πού μένεις, χρυσό μου;» ρώτησε η Γουδελία τη Λιλίνα.
«Μένω στην πρωτεύουσα, αλλά τώρα μένω στην πανσιόν της σενιόρα Εσπινόσα».
«Τη συναντάω στην αγορά κάθε μέρα σ’ όλη μου τη ζωή» είπε η Γουδελία. «Μαρία δε λα Λους Εσπινόσα. Αγοράζει πολλά πράγματα. Πόσους έχει που μένουνε στο σπίτι της; Πέντε; Έξι;»
«Εννιά».
«Εννιά! Θεέ και Κύριε! Έχει πολλά ζώα;»
«Βέβαια» είπε η Λιλίνα.
«Έλα» είπε ο Ραμόν στη Λιλίνα. «Πάμε έξω να κανονίσουμε την τιμή».
«Το αγαπάει αυτό το φίδι» είπε η μητέρα του Ραμόν, έχοντας το βλέμμα προσηλωμένο πάνω στη Λιλίνα.
Η θεία αναστέναξε. «Βικτώρια… Βικτώρια».
Η Λιλίνα και ο Ραμόν σκαρφάλωσαν μέσα από μια τρύπα στον τοίχο και κάθισαν μαζί στη φυλλωσιά ενός δέντρου.
«Άκου» είπε ο Ραμόν. «Αν με φιλήσεις θα σου δώσω τη Βικτώρια τζάμπα. Έχεις γαλάζια μάτια. Τα είδα όταν ήμαστε στο δρόμο».
«Ακούμε τι λέτε» φώναξε η μητέρα του από την κουζίνα.
«Ντροπή, ντροπή» είπε η Γουδελία. «Να δώσεις τη Βικτώρια τζάμπα. Η μητέρα σου θα μείνει χωρίς φαγητό. Εγώ μπορώ ν’ αγοράσω το δικό μου φαγητό, αλλά η μητέρα σου τι θα κάνει;»
Η Λιλίνα πήδηξε κάτω ανυπόμονα. Είδε πως δεν κατέληγαν πουθενά, κι αντίθετα με τους περισσότερους συμπατριώτες της, ήθελε πάντοτε να γίνονται τα πράγματα γρήγορα.
Μπήκε θυμωμένη στην κουζίνα, γούρλωσε τα μάτια της για να φοβίσει τις δύο κυρίες, και ξεφώνισε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Πουλήστε μου αυτό το φίδι τώρα αμέσως, γιατί θα φύγω και δε θα ξαναπατήσω ποτέ το πόδι μου σ’ αυτό το σπίτι».
Οι δυο γυναίκες δεν ήταν συνηθισμένες σε τέτοιες εκδηλώσεις οργής απλώς για ένα παζάρεμα. Σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και άρχισαν να βηματίζουν άσκοπα μέσα στο δωμάτιο, παίρνοντας πράγματα και αφήνοντάς τα πάλι στη θέση τους. Δεν ήξεραν τι ακριβώς να κάνουν. Η Γουδελία ήταν υπερβολικά ταραγμένη. Πήγαινε πέρα δώθε με το χέρι της κάτω από το στήθος της, και περιεργαζόταν γύρω της με προσοχή. Τελικά βγήκε αθόρυβα στο πάτιο και εξαφανίστηκε.
Ο Ραμόν έβγαλε τη Βικτώρια από την τσέπη του. Κανόνισαν μια τιμή και η Λιλίνα έφυγε, κουβαλώντας τη μέσα σε ένα μικρό κουτί.
* * *
Στο μεταξύ η σενιόρα Ραμίρες και η κόρη της επέστρεφαν από τη συναυλία της ορχήστρας. Και οι δυο τους ήταν άκεφες. Η Κονσουέλο δεν είχε όρεξη να μιλήσει καθόλου. Κοιτούσε με θυμό τα σπίτια που περνούσαν και αναστέναζε σε όλα όσα της έλεγε η μητέρα της. «Δεν έχεις ευθυμία στην καρδιά σου» είπε η σενιόρα Ραμίρες. «Μόνο εκδίκηση». Καθώς η Κονσουέλο αρνήθηκε να απαντήσει, συνέχισε. «Μερικές φορές νιώθω πως περπατάω μ’ ένα δολοφόνο».
Στάθηκε ακίνητη μέσα στο δρόμο και σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. «Jesu María!» είπε. «Μη μ’ αφήνεις να λέω τέτοια πράγματα για την ίδια μου την κόρη». Άρπαξε το μπράτσο της Κονσουέλο.
«Έλα, έλα. Ας βιαστούμε. Τα πόδια μου πονάνε. Τι άσχημη πόλη είναι αυτή!»
Η Κονσουέλο άρχισε να κλαψουρίζει. Η λέξη «δολοφόνος» την είχε πληγώσει πολύ. Παρ’ όλο που δεν είχε πολύ ξεκάθαρη εικόνα του δολοφόνου στο μυαλό της, ήξερε πως ήταν φοβερή προσβολή όταν απευθυνόταν σε μία νεαρή κυρία καλής ανατροφής. Την τρόμαξε τόσο πολύ το γεγονός ότι η μητέρα της τη χαρακτήρισε έτσι, που ένιωσε ναυτία.
«Όχι, μαμά, όχι!» φώναξε. «Μη λες πως είμαι δολοφόνος. Μην το λες!» Τα χέρια της είχαν αρχίσει να τρέμουν, και τα μάτια της είχαν ήδη γεμίσει δάκρυα. Η μητέρα της την αγκάλιασε και έμειναν για μία στιγμή αγκαλιασμένες σφιχτά.
Η Μαρία, η υπηρέτρια, στεκόταν κοντά στο σιντριβάνι και κοιτούσε μέσα όταν έφτασαν στην πανσιόν η Κονσουέλο και η μητέρα της. Ο ταξιδιώτης και η σενιορίτα Κόρδοβα κάθονταν μαζί και κουβέντιαζαν.
«Δε σας ενδιαφέρει ο έρωτας;» τη ρωτούσε ο ταξιδιώτης.
«Όχι… όχι…» απάντησε η σενιορίτα Κόρδοβα. «Η ζωή της πόλης, οι επιχειρήσεις, το θέατρο…» Το θέατρο το είπε μάλλον με μισή καρδιά.
«Παράξενο» είπε ο ταξιδιώτης. «Στη χώρα μου τα περισσότερα νέα κορίτσια ενδιαφέρονται για τον έρωτα. Είναι μερικά βέβαια που ενδιαφέρονται να κάνουν καριέρα, είτε στις επιχειρήσεις είτε στο θέατρο. Μα έχω ακούσει να λένε πως ακόμη κι αυτές οι γυναίκες κατά βάθος θέλουν ένα σπίτι κι όλα όσα πάνε μ’ αυτό».
«Αλήθεια;» είπε η σενιορίτα Κόρδοβα.
«Ε, ναι» είπε ο ταξιδιώτης. «Δεν ελπίζετε πάντοτε κατά βάθος πως κάποια μέρα θα βρεθεί και για σας ο σωστός άντρας;»
«Όχι… όχι… όχι… Εσείς το πιστεύετε;» τον ρώτησε αφηρημένα.
«Ποιος, εγώ; Όχι».
«Όχι;»
Ήταν η πιο επιφυλακτική γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ του.
«Κοιτάξτε, σενιόρας» είπε η Μαρία στην Κονσουέλο και τη μητέρα της. «Κοιτάξτε, κάτι επιπλέει στο νερό! Τι είναι;»
Η Κονσουέλο έσκυψε στο σιντριβάνι, έβαλε το χέρι της μέσα στο νερό, και τράβηξε έξω το ροζ κορσέ της μητέρας της.
«Α, μαμά» είπε. «Είναι ο κορσές σου».
Η σενιόρα Ραμίρες εξέτασε το βρεγμένο κορσέ. Ήταν γεμάτος βρωμιές από τον πάτο του σιντριβανιού. Πήγε σε μια καρέκλα και κάθισε, κρύβοντας το πρόσωπό της στα χέρια της. Κουνιόταν μπρος πίσω και έκλαιγε με λυγμούς. Η σενιόρα Εσπινόσα βγήκε από το δωμάτιό της.
«Η αδελφή μου η Λιλίνα τον πέταξε στο σιντριβάνι» ανακοίνωσε η Κονσουέλο σε όλους τους παρόντες.
Η σενιόρα Εσπινόσα κοίταξε τον κορσέ.
«Δεν πειράζει. Δεν πειράζει» είπε, πλησιάζοντας τη σενιόρα Ραμίρες και αγκαλιάζοντάς την.
«Καλή μου φίλη. Καλή μου, μικρή μου φίλη, γιατί δεν πάτε να ξαπλώσετε και να κοιμηθείτε λιγάκι; Αύριο βλέπετε πώς θα τον καθαρίσετε».
«Πώς να το αντέξουμε; Ω, πώς να το αντέξουμε;» ρώτησε η σενιόρα Ραμίρες ικετευτικά, και τα όμορφα μάτια της ήταν γεμάτα θλίψη. «Μερικές φορές» είπε με τρεμάμενη φωνή «δεν έχω περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι ένα σπουργίτι. Θα ’θελα να στείλω τα παιδιά μου στους τέσσερις ανέμους και να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ.»
Η Κονσουέλο ακούγοντάς την, είπε με γλυκό τόνο: «Και γιατί δεν το κάνεις, μαμά;»
«Είναι σαν δύο στιλέτα στην καρδιά μου, καταλαβαίνετε;» συνέχισε η μητέρα της.
«Όχι, δεν είναι» είπε η σενιόρα Εσπινόσα. «Είναι λουλούδια που σας ομορφαίνουν τη ζωή». Έβγαλε τα γυαλιά της και τα καθάρισε πάνω στην μπλούζα της.
«Στιλέτα στην καρδιά μου» επανέλαβε η σενιόρα Ραμίρες.
«Φάτε λίγη ζεστή σούπα» την παρακίνησε η σενιόρα Εσπινόσα.
«Θα σας φτιάξει λίγη η Μαρία –δώρο από μένα– κι έπειτα θα πάτε στο κρεβάτι σας και θα τα ξεχάσετε όλα αυτά».
«Όχι, μου φαίνεται πως θα μείνω εδώ, ευχαριστώ».
«Η μαμά θα πάθει πάλι κρίση» είπε η Κονσουέλο στην υπηρέτρια. «Παθαίνει μερικές φορές. Αντί να θυμώσει γίνεται σαν μικρό παιδί και δεν τη νοιάζει τίποτε ούτε για το τι θα φάει, ούτε πότε θα πάει να κοιμηθεί, κάθεται μόνο σε μία καρέκλα ή πηγαίνει βόλτα και το πρόσωπό της δείχνει πολύ διαφορετικό απ’ τις άλλες φορές». Η υπηρέτρια κούνησε το κεφάλι της, και η Κονσουέλο πήγε για ύπνο.
«Έχω γαλλικό αίμα» έλεγε η σενιόρα Ραμίρες στη σενιόρα Εσπινόσα. «Αυτός είναι ο λόγος που είμαι τόσο ευαίσθητη – υπερβολικά ευαίσθητη για τον άντρα μου».
Η σενιόρα Εσπινόσα έδειχνε ανήσυχη από τις εξομολογήσεις της φίλης της. Δεν την ενδιέφερε το κουτσομπολιό ή αυτά που έλεγαν οι άνθρωποι για τη ζωή τους. Για τη σενιόρα Ραμίρες έμοιαζε με άντρα, και συχνά την έβλεπε στα όνειρά της να γίνεται άντρας.
Ο ταξιδιώτης διασκέδαζε πολύ.
«Πανάθεμά με!» είπε. «Όλα αυτά για έναν παλιό κορσέ. Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν τίποτε να σκεφτούν σ’ αυτό τον κόσμο. Είναι αστείο πάντως, τόσο αστείο σαν να βλέπεις μαϊμούδες σε βαρέλι».
Για τη σενιορίτα Κόρδοβα δεν ήταν αστείο. «Είναι πολύ κακό» είπε. «Πάρα πολύ κακό, πάει ο κορσές, καταστράφηκε. Τι κάνετε εδώ, σ’ αυτή τη χώρα;»
«Αγοράζω υφάσματα. Τουλάχιστον, αυτό έκανα, και τώρα κάνω εδώ λίγες ημέρες διακοπές μέχρι να φύγει το επόμενο πλοίο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχω επιθυμήσει κάπως την οικογένειά μου και βιάζομαι να επιστρέψω. Δε βλέπω τι υποτίθεται ότι αποκομίζει κανείς απ’ τα ταξίδια».
«Ω, ναι, ναι. Και βέβαια βλέπετε» είπε η σενιόρα Κόρδοβα ευγενικά. «Τώρα, αν μου επιτρέπετε, θα πάω μέσα να κάνω μερικά σκίτσα. Δεν πρέπει να τ’ αμελήσω εδώ στην επαρχία».
«Τι είσαστε, καλλιτέχνης;» ρώτησε.
«Σχεδιάζω φορέματα». Εξαφανίστηκε.
«Ω, Θεέ μου!» σκέφτηκε ο ταξιδιώτης όταν εκείνη έφυγε. «Να με, ολομόναχος, και δε νυστάζω ακόμη. Αυτό το άδειο πάτιο είναι τόσο γυμνό και αδιάφορο, και όσον αφορά τη σενιορίτα Κόρδοβα, είναι παγόβουνο. Μ’ αρέσει πάντως ο λαιμός της. Έχει ένα λαιμό σαν κύκνος, τόσο μακρύ και λευκό και λεπτό, το είδος του λαιμού που ονειρεύεσαι πως έχουν τα κορίτσια. Μα μοιάζει περισσότερο με παρθένα παρά με κύκνο». Γύρισε και ανακάλυψε πως η σενιόρα Ραμίρες καθόταν ακόμη στην καρέκλα της. Πήρε τη δική του καρέκλα και τη μετέφερε δίπλα στη δική της.
«Σας ενοχλώ;» ρώτησε. «Αποφασίσατε, βλέπω, να πάρετε λίγο νυχτερινό αέρα. Δεν είναι κακή ιδέα. Ούτε κι εγώ έχω διάθεση να πάω στο κρεβάτι μου».
«Όχι» είπε. «Δε θέλω να πάω στο κρεβάτι μου. Θα καθίσω εδώ. Μ’ αρέσει να κάθομαι έξω τις νύχτες, αν είμαι αρκετά ζεστά ντυμένη, και να κοιτάζω τ’ αστέρια».
«Ναι, φέρνει γαλήνη» είπε ο ταξιδιώτης. «Δεν το συνηθίζουν και πολύ οι άνθρωποι στις μέρες μας».
«Δε θα θέλατε πολύ να πάτε στην Ιταλία;» τον ρώτησε η σενιόρα Ραμίρες. «Τα οπωροφόρα δέντρα και τα λουλούδια θα είναι υπέροχα εκεί τη νύχτα».
«Θα έλεγα ότι έχετε αρκετά φρούτα και λαχανικά εδώ. Για ποιο λόγο να πάτε στην Ιταλία; Πάω στοίχημα πως δεν υπάρχει εκεί τόση ποικιλία από φρούτα όση εδώ».
«Δεν υπάρχει; Στη χώρα σας έχετε πολλά λουλούδια;»
Ο ταξιδιώτης δεν μπορούσε να αποφασίσει.
«Θα ήθελα πραγματικά» συνέχισε η σενιόρα Ραμίρες «να ήμουνα κάπου αλλού – στη χώρα σας ή στην Ιταλία. Θα ’θελα να ’μουνα κάπου όπου η ζωή να είναι όμορφη. Έχει μεγάλη σημασία για μένα αν η ζωή είναι όμορφη ή άσχημη. Τους ανθρώπους που είναι εδώ δεν τους νοιάζει και πολύ. Επειδή δε σκέφτονται». Έφερε το δάχτυλό της στο μέτωπό της. «Αγαπώ τα όμορφα πράγματα: όμορφα σπίτια, όμορφοι κήποι, όμορφα τραγούδια. Όταν ήμουν μικρό κορίτσι ήμουν στ’ αλήθεια τρελή από ευτυχία – πήγαινα πέρα δώθε, έτρεχα μέσα έξω. Ήμουνα τόσο ευτυχισμένη, που η μητέρα μου φοβόταν πως θα πέσω και θα σπάσω το πόδι μου ή πως θα πάθω κάποιο ατύχημα. Ήταν πολύ θρήσκα, μα όταν ήμουν μικρό κορίτσι δεν καθόμουνα να σκεφτώ τέτοια πράγματα. Σηκωνόμουνα κάθε μέρα πριν απ’ όλους, μόνο οι Ινδιάνοι είχαν σηκωθεί, και κάθε μέρα πήγαινα μαζί τους στην αγορά για τα ψώνια. Το έκανα για πολλά χρόνια. Ακόμη κι όταν ήμουνα πολύ μικρή. Ήταν πολύ εύκολο για μένα να κάνω οτιδήποτε. Μ’ άρεσε να μαθαίνω αγγλικά. Μου είχαν πάρει καθηγητή, και πήγαινα και παρακαλούσα τον πατέρα μου γονατιστή για να μένει ο καθηγητής περισσότερη ώρα μαζί μου κάθε μέρα. Περπατούσα στα πάρκα όταν οι αδελφές μου κοιμόνταν. Τα μάτια μου ήταν τόσο μεγάλα». Έκανε έναν κύκλο με τα δύο της δάχτυλα. «Και λαμπερά σαν διαμάντια. Ήμουνα γεμάτη ενθουσιασμό όλη την ώρα». Χτύπησε τον αέρα με τη σφιγμένη της γροθιά. «Έτσι» είπε. «Σαν καταιγίδα. Οι αδελφές μου με φώναζαν θεότρελη Σοφία. Τότε ήταν που ερωτεύτηκα το θείο μου, τον Άλδο Τόρρες. Δεν ερχόταν συχνά στο σπίτι μας πιο πριν, αλλά άκουσα τη μητέρα μου να λέει ότι δεν έχει πια άλλα λεφτά και θα τον ταΐζαμε εμείς. Ήμαστε πολύ πλούσιοι και γινόμαστε πιο πλούσιοι κάθε χρόνο. Τον λυπόμουνα πολύ και τον σκεφτόμουνα όλη την ώρα. Ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον και φιλιόμαστε και αγκαλιαζόμαστε όταν δεν μπορούσε να μας δει κανείς. Θα ζούσα μαζί του και σε αχεροκάλυβο. Παντρεύτηκε μία γυναίκα που είχε κάποια χρήματα και τον αγαπούσε κι αυτή πάρα πολύ. Όταν παντρεύτηκε πάχυνε κι άρχισε ν’ αστειεύεται με τον πατέρα μου. Χαιρόμουνα γι’ αυτόν που έγινε πλουσιότερος, αλλά λυπόμουνα για μένα. Έπειτα η αδελφή μου η Χουανίτα, η μεγαλύτερη, παντρεύτηκε έναν πολύ πλούσιο άντρα. Ήμαστε όλοι πολύ ευτυχισμένοι και έγινε ένας πολύ μεγάλος γάμος».
«Θα πρέπει να υποφέρατε πολύ πάντως, που ο θείος σας ο Άλδο Τόρρες έφυγε με άλλη, αν και εσείς του είχατε παρασταθεί τόσο πολύ όταν ήτανε φτωχός».
«Ω, τον συμπαθούσα πάρα πολύ» είπε. Οι αναμνήσεις της φάνηκαν ξαφνικά να την εγκαταλείπουν και δεν είχε ενδιαφέρον πια να μιλήσει για το παρελθόν. Ο ταξιδιώτης ένιωθε ταραγμένος.
«Θα ’θελα να ταξιδέψω» συνέχισε «πάρα, πάρα πολύ, και νομίζω πως θα ’ταν πολύ όμορφα να ζήσω τη ζωή μιας ηθοποιού, χωρίς παιδιά. Ξέρετε, είναι στη φύση μου να μου αρέσουν οι άντρες και τα φιλιά».
«Παρ’ όλα αυτά» είπε ο ταξιδιώτης «κανείς δεν παίρνει όσα φιλιά θα ήθελε. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι απογοητευμένοι. Θα σας ξάφνιαζε αν ξέρατε πόσο πολλοί είναι στη χώρα μου αυτοί που αν και όμορφοι είναι ταυτόχρονα απογοητευμένοι».
Γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του. Ο μικρός ηλεκτρικός λαμπτήρας έριχνε αρκετό φως, ώστε να βλέπει τα όμορφα μάτια της. Τα δάκρυα ήταν ακόμη υγρά στις βλεφαρίδες της και μεγέθυναν τα μάτια της τόσο πολύ, που έμοιαζαν διπλάσια από το κανονικό τους μέγεθος. Την ώρα που τον κοιτούσε κράτησε την ανάσα της.
«Ω, αγαπημένε μου» του είπε ξαφνικά. «Δε θέλω να σ’ αποχωριστώ. Ας πάμε κάπου που να μπορώ να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου». Ο ταξιδιώτης τα έχασε. Του είχε πιάσει το χέρι και του το έσφιγγε πολύ.
«Πού θέλετε να πάμε;» ρώτησε ανόητα.
«Στο κρεβάτι σου». Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε την απάντησή του.
«Εντάξει. Είσαστε σίγουρη;»
Κούνησε το κεφάλι της αποφασιστικά.
«Είναι» είπε από μέσα του «αναμφισβήτητα απ’ αυτά τα πράγματα που δε θέλεις να τα θυμάσαι το επόμενο πρωί. Θα θέλω να το τινάξω από πάνω μου, όπως τινάζουν τα σκυλιά το νερό απ’ την πλάτη τους. Αλλά τι μπορώ να κάνω; Τώρα προχωρήσαμε πολύ. Σύντομα θα πάω σπίτι μου κι όλα αυτά δε θα ’ναι παρά μία σαπουνόφουσκα ανάμεσα σε τόσες άλλες σαπουνόφουσκες».
Είχε αρχίσει να νιώθει ευφορία και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αφού δεν είχε πιει.
«Μία σαπουνόφουσκα ανάμεσα σε τόσες άλλες σαπουνόφουσκες» επανέλαβε στον εαυτό του. Η εσωτερική του ζωή ήταν ακαθόριστη, αλλά σε γενικές γραμμές βρισκόταν υπό έλεγχο. Πήγαν μαζί στο δωμάτιό του.
«Αχ» είπε η σενιόρα Ραμίρες, όταν πια εκείνος είχε κλείσει την πόρτα πίσω τους, «πόσο ευτυχισμένη νιώθω».
Έπεσε λοξά στο κρεβάτι, σαν να την είχαν δείρει. Τα πόδια της προεξείχαν, και η βαριά αναπνοή της γέμιζε το δωμάτιο. Ο ταξιδιώτης συνειδητοποίησε πως δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο, εκτός κι αν είχε καταναλώσει οινόπνευμα, και δεν ήξερε τι να κάνει. Σε σχέση με τα δικά του πρότυπα, και τα πρότυπα των φίλων του, μάλλον δεν ήταν ευχάριστο να ξαπλώσει δίπλα της.
Η σενιόρα Ραμίρες ξεκούμπωνε το φόρεμά της στο λαιμό. Την καρφίτσα που κρατούσε το κολάρο της την κάρφωσε στο μαξιλάρι δίπλα της.
«Τόσο πάχος» είπε «τόσο πάχος», και του χαμογέλασε πολύ τρυφερά. Αυτό για κάποιο λόγο τον ερέθισε, και έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε δίπλα της στο κρεβάτι. Ήταν παγωμένος σαν στρείδι και πολύ αδύνατος, αλλά εκείνη όντας πολύ θερμή γυναίκα δεν πρόσεξε τίποτε από όλα αυτά.
«Θέλετε πραγματικά να προχωρήσουμε;» της είπε, γιατί ήταν ανίκανος να βρει καινούριες λέξεις για μια κατάσταση που σίγουρα δεν έμοιαζε με καμία άλλη εμπειρία του. Έπεσε από πάνω του και του χάιδεψε το πρόσωπο και το λαιμό του με πυρετώδη ταραχή.
«Θεέ μου!» είπε. «Θεέ μου!» Είχαν αρχίσει πια να κάνουν έρωτα. «Έζησα είκοσι χρόνια γι’ αυτή τη στιγμή και ούτε ο ίδιος ο παράδεισος δεν είναι τόσο υπέροχος».
Ο ταξιδιώτης δεν την άκουγε σχεδόν καθόλου. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στο μαξιλάρι και ένιωθε τα σκιρτήματα της ενοχής, ακόμη και τις στιγμές ακριβώς της ευχαρίστησης. Όταν τέλειωσαν όλα του είπε: «Μόνο αυτό θέλω να κάνω πάντοτε». Του χάιδεψε τα χέρια και του χαμογέλασε.
«Είσαι κι εσύ ευτυχισμένος;» τον ρώτησε.
«Ναι, βέβαια» είπε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε στο πάτιο.
«Το σώμα της ήταν φρίκη» σκέφτηκε. «Ήταν σαν τον ίδιο το θάνατο». Δεν ήθελε να σκεφτεί άλλο. Έμεινε έξω κοντά στο σιντριβάνι όσο το δυνατόν περισσότερο. Όταν επέστρεψε, εκείνη είχε σηκωθεί, στεκόταν μπροστά στο κομοδίνο και προσπαθούσε να μαζέψει τα μαλλιά της.
«Ντρέπομαι για την εμφάνισή μου» είπε. «Δε δείχνω όπως νιώθω». Γέλασε, κι εκείνος της είπε πως έδειχνε θαυμάσια. Τον τράβηξε πάλι στο κρεβάτι. «Μη με στείλεις πίσω στο δωμάτιό μου» είπε. «Μ’ αρέσει να είμαι εδώ μαζί σου, αγάπη μου!»
Είχε αρχίσει να χαράζει όταν ο ταξιδιώτης ξύπνησε το επόμενο πρωί. Η σενιόρα Ραμίρες βρισκόταν ακόμη δίπλα του. Κοιμόταν ήσυχα. Το μπράτσο της ήταν απλωμένο πάνω στο μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι της.
«Θεέ μου» είπε ο ταξιδιώτης στον εαυτό του. «Καλύτερα να τη βγάλω από εδώ μέσα». Την κούνησε όσο δυνατότερα μπορούσε.
«Κυρία Ραμίρες» είπε. «Κυρία Ραμίρες, ξυπνήστε. Ξυπνήστε!» Όταν τελικά ξύπνησε έδειχνε τρομοκρατημένη. Γύρισε και τον κοίταξε για λίγο με βλέμμα απλανές. Προτού προσέξει κάποια αλλαγή στη έκφρασή της, το χέρι της είχε αρχίσει να κινείται επάνω στο σώμα του.
«Κυρία Ραμίρες» είπε. «Ανησυχώ μήπως σηκωθούν οι κόρες σας και αρχίσουν να κάνουν φασαρία». Ξέρετε, μήπως αρχίσουν να σας φωνάζουν ή κάτι τέτοιο. Η θέση σας είναι μάλλον εκεί».
«Τι;» τον ρώτησε. Είχε τραβηχτεί μακριά της στην άλλη πλευρά του κρεβατιού.
«Λέω πως πρέπει να πάτε στο δωμάτιό σας τώρα που ξημέρωσε».
«Ναι, καλέ μου. Θα πάω στο δωμάτιό μου. Έχεις δίκιο». Γύρισε στο πλάι και τον αγκάλιασε.
«Θα σε δω αργότερα στην τραπεζαρία, και θα σε κοιτάζω και θα σε κοιτάζω, γιατί σ’ αγαπώ τόσο πολύ».
«Μην είσαστε τρελή» είπε. «Δεν πρέπει να φανεί τίποτε στο πρόσωπό σας. Δεν πρέπει να το καταλάβουν. Πρέπει να είμαστε τυπικοί μεταξύ μας».
Έβαλε το χέρι της στην καρδιά της.
«Άυ!» είπε. «Αυτό δεν μπορεί να γίνει».
«Ω, κυρία Ραμίρες. Σας παρακαλώ, λογικευτείτε. Κοιτάξτε, πηγαίνετε στο δωμάτιό σας και θα τα συζητήσουμε το πρωί… ή, τουλάχιστον, αργότερα το πρωί».
«Ψυχρή δεν μπορώ να είμαι». Και για να το αποδείξει, τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Το ξέρω, το ξέρω» είπε. «Είσαστε πολύ θερμή γυναίκα. Μα για το Θεό! Βρισκόμαστε σε μια τρελή ισπανική χώρα».
Πήδησε από το κρεβάτι κι εκείνη τον ακολούθησε. Όταν φόρεσε τα παπούτσια της, εκείνος την οδήγησε στην πόρτα.
«Αντίο» της είπε.
Ακούμπησε το μάγουλό της στα δύο της χέρια, σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Εκείνος έκλεισε την πόρτα.
Ήταν πολύ ευτυχισμένη για να πάει κατευθείαν στο κρεβάτι της, κι έτσι πήγε στο κομοδίνο, έβγαλε ένα παλιό κομμάτι ζάχαρη και το έσπασε στα τρία. Πλησίασε την Κονσουέλο και την κούνησε δυνατά. Η Κονσουέλο άνοιξε τα μάτια της και ύστερα από λίγο ρώτησε θυμωμένα τη μητέρα της τι ήθελε. Η σενιόρα Ραμίρες έσπρωξε τη ζάχαρη στο στόμα της κόρης της.
«Φά’ το, χρυσό μου» είπε. «Είναι το κομμάτι που ήταν στο κομοδίνο».
«Άυ, μαμά!» αναστέναξε η Κονσουέλο. «Ποιος ξέρει τι άλλο πρόκειται να κάνεις. Σχεδόν φώτισε έξω κι εσύ είσαι ακόμη ντυμένη. Είμαι σίγουρη πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν υπάρχει άλλη μητέρα ντυμένη τέτοια ώρα. Σε παρακαλώ, μη με βάλεις να φάω άλλη ζάχαρη τώρα. Θα φάω αύριο κι άλλο. Αλλά τώρα είναι αύριο, έτσι δεν είναι; Τι μπέρδεμα. Δε μ’ αρέσει». Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθεί. Στο πρόσωπό της είχε μία έκφραση βαθιάς αηδίας. Η όψη της μητέρας της αυτή τη φορά την είχε τρομάξει.
Η σενιόρα Ραμίρες πήγε τώρα στο κρεβάτι της Λιλίνα και την ξύπνησε. Η Λιλίνα άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και αμέσως το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση φόβου, γιατί νόμισε πως θα τη μάλωνε για τον κορσέ και επειδή είχε βγει έξω μόνη της ενώ είχε σκοτεινιάσει.
«Έλα, μικρό μου» είπε η μητέρα της. «Φάε λίγη ζάχαρη».
Η Λιλίνα χάρηκε. Έφαγε την μπαγιάτικη ζάχαρη και χτύπησε το στομάχι της για να δείξει πόσο ευχαριστημένη ήταν. Το φίδι κοιμόταν σε ένα κουτί κοντά στο κρεβάτι της.
«Πες μου» είπε η μητέρα της. «Τι έκανες σήμερα;» Είχε ξεχάσει εντελώς τον κορσέ. Η Λιλίνα ενθουσιάστηκε. Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη της μητέρας της και έπειτα τα έσπρωξε στο στόμα της. Η σενιόρα Ραμίρες δάγκωσε τα δάχτυλα σαν σκύλος. Έπειτα γέλασε δυνατά.
«Μαμά, σε παρακαλώ, κάνε ησυχία» την ικέτεψε η Κονσουέλο. «Θέλω να κοιμηθώ».
«Ναι, χρυσό μου. Θα κάνουμε ησυχία για να κοιμηθείς καλά».
«Αγόρασα ένα φίδι, μαμά» είπε η Λιλίνα.
«Ωραία!» αναφώνησε η σενιόρα Ραμίρες. Και αφού ονειροπόλησε για λίγο κρατώντας το χέρι της κόρης της, πήγε για ύπνο.
* * *
Στο δωμάτιό της η σενιόρα Ραμίρες ντυνόταν και μιλούσε στα παιδιά της.
«Θέλω να φορέσετε τα γιορτινά σας φορέματα» είπε «γιατί θα ζητήσω από τον ταξιδιώτη να φάει μαζί μας».
Η Κονσουέλο ήταν ήδη ερωτευμένη με τον ταξιδιώτη και ζήλευε τη σενιορίτα Κόρδοβα, για την οποία είχε αποφασίσει πως ήταν ερωμένη του. «Φαντάζομαι πως θα ’χει ήδη καλέσει τη σενιορίτα Κόρδοβα να φάνε μαζί» είπε. «Συζητάνε δίπλα στο σιντριβάνι από τα ξημερώματα».
«Santa Catarina!» φώναξε με θυμό η μητέρα της. «Έχεις μάτια παλαβού που βλέπει λουλούδια εκεί που υπάρχουν μόνο κοπριές». Σκέπασε το πρόσωπό της με ένα παχύ στρώμα πούδρας που είχε έντονη βιολετιά απόχρωση, και έριξε στους ώμους της μία πράσινη βελούδινη εσάρπα, πιάνοντάς τη με μία καρφίτσα σε σχήμα μπαστουνιού του γκολφ. Έπειτα μαζί με τα κορίτσια, που ήταν ντυμένα με ροζ σατέν, βγήκαν στο πάτιο και κάθισαν λίγο πιο πέρα από τον ήλιο. Ο παπαγάλος κουνιόταν πέρα δώθε στην κούνια του και τραγουδούσε. Η σενιόρα Ραμίρες τραγουδούσε μαζί του. Η δική της φωνή ήταν λίγο πιο χαμηλή από του παπαγάλου.
Pastores, pastores, vamos a Belén
A ver a María y al niño también.
Διηύθυνε τον παπαγάλο με το χέρι της. Η ηλικιωμένη σενιόρα, η μητέρα της σενιόρα Εσπινόσα, γύρναγε γύρω γύρω στο πάτιο. Σταμάτησε μία στιγμή και έπαιξε με το κοραλλένιο μπρασελέ της σενιόρα Ραμίρες.
«Θέλεις κανένα ζαχαρωτό;» ρώτησε τη σενιόρα Ραμίρες.
«Δεν μπορώ. Το στομάχι μου είναι χάλια».
«Θέλεις κανένα ζαχαρωτό;» επανέλαβε. Η σενιόρα Ραμίρες χαμογέλασε και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Η γριά της χτύπησε χαϊδευτικά το μάγουλο.
«Όμορφη» είπε. «Είσαι όμορφη».
«Μαμά!» ούρλιαξε η σενιόρα Εσπινόσα, και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιό της. «Έλα στο κρεβάτι σου!»
Η γριά αρπάχτηκε γερά από το ξύλο της καρέκλας που καθόταν η σενιόρα Ραμίρες, και η κόρη της αναγκάστηκε να της ανοίξει τα χέρια πριν κατορθώσει να την απομακρύνει.
«Λυπάμαι, σενιόρα Ραμίρες» είπε. «Μα ξέρετε πώς είναι όταν γερνάει κανείς».
«Πολύ άσχημα» είπε η σενιόρα Ραμίρες. Κοιτούσε τον ταξιδιώτη και τη σενιορίτα Κόρδοβα. Της είχαν τις πλάτες τους γυρισμένες.
«Λιλίνα» είπε. «Πήγαινε και ζήτησέ του να φάει μαζί μας… πήγαινε. Όχι, θα το γράψω. Φέρε μου μολύβι και χαρτί».
«Αγαπητέ μου» έγραψε, όταν επέστρεψε η Λιλίνα. «Θα έρθετε να φάτε στο τραπέζι μου σήμερα το μεσημέρι; Θα είναι μαζί μου και τα κορίτσια. Σας στέλνουμε και οι τρεις μας τη βαθιά μας αγάπη. Θα πω στην Κονσουέλο να πει στην υπηρέτρια να βάλει όλα τα πιάτα στο ίδιο τραπέζι. Ειλικρινώς δική σας, Σοφία Πιέγα δε Ραμίρες».
Ο ταξιδιώτης διάβασε το σημείωμα, συγκατένευσε, και σε λίγο ήταν όλοι μαζί καθισμένοι σε ένα τραπέζι της τραπεζαρίας.
«Αυτό είναι πιο παράξενο κι από μυθιστόρημα» είπε από μέσα του. «Κάθομαι μαζί τους, στο τραπέζι τους, και αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι εδώ όλη μου τη ζωή, και στην πραγματικότητα είμαι σ’ αυτή την πανσιόν κάπου δεκατέσσερις με δεκαπέντε ώρες όλο κι όλο – ούτε καν μια μέρα. Χτες ένιωθα πως βρισκόμουνα σε νησί των Ζουλού, αισθανόμουν τόση κατάθλιψη. Ο άνθρωπος είναι το πιο παράξενο απ’ όλα τα ζώα».
Η σενιόρα Ραμίρες είχε κανονίσει να καθίσει πολύ κοντά στον ξένο, και πίεζε το μηρό της στο δικό του, όση ώρα έτρωγε τη σούπα της. Η όρεξη του ταξιδιώτη δεν ήταν σπουδαία. Ήταν σε υπερδιέγερση και είχε διάθεση για συζήτηση.
Μετά το φαγητό η σενιόρα Ραμίρες αποφάσισε να πάει βόλτα αντί να κοιμηθεί με τις κόρες της. Φόρεσε τα γάντια της και πήρε μαζί της μία ομπρέλα για να προστατευθεί από τον ήλιο. Προχώρησε λιγάκι και έφτασε σε ένα μακρύ δρόμο, τελείως έρημο εκτός από κάτι ερείπια και μερικά όμορφα ψηλά δέντρα. Κοίταξε γύρω της και κούνησε το κεφάλι της στη σκέψη του φοβερού σεισμού που είχε ισοπεδώσει αυτή την πόλη, με τη φήμη κάποτε της ωραιότερης πόλης του Δυτικού Ημισφαιρίου. Έβλεπε μακριά μπροστά της, στην προέκταση του δρόμου, το ηφαίστειο που ονομαζόταν Φωτιά. Έκανε το σταυρό της και δάγκωσε τα χείλη της. Είχε βγει να περπατήσει με την πρόθεση να ονειρευτεί τον εραστή της, αλλά η σκέψη αυτού του ηφαιστείου που είχε εκραγεί πριν από πολλούς αιώνες κυνήγησε όλα τα ερωτικά όνειρα από το μυαλό της. Είδε με το μυαλό της τους τοίχους των σπιτιών να καταρρέουν και τις στέγες να πέφτουν στα κεφάλια των μωρών… και τις μητέρες, με τις φούστες τους λερωμένες με λάσπες, να τρέχουν απελπισμένες στους δρόμους.
«Οι αθώοι» είπε στον εαυτό της. «Ο Θεός, είμαι σίγουρη, κάποιο σπουδαίο λόγο είχε, μα ποιος μπορεί να ήταν; Santa María, ποιος μπορεί να ήταν! Αν ξανασυνέβαινε στη γη τέτοια καταστροφή, θα παρέλυα τελείως σαν ηλίθια».
Κοίταξε ξανά το ηφαίστειο μπροστά της, και παρ’ όλο που δεν είχε αλλάξει τίποτε, της φάνηκε πως ένα σύννεφο είχε περάσει μπροστά στο πρόσωπο του ήλιου.
«Είσαι τρελή» συνέχισε «να πιστεύεις πως ένας σεισμός θα ισοπεδώσει πάλι αυτή την πόλη. Δε θα περάσεις τη δοκιμασία που πέρασαν εκείνες οι μητέρες, γιατί τώρα είναι διαφορετικά. Ο Θεός δε μας υποβάλλει πια σε τέτοιες μεγάλες δοκιμασίες, δε στέλνει πια πλημμύρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ούτε επιδημίες».
Ευχαρίστησε τα άστρα της που ζούσε τώρα κι όχι πιο πριν. Η σκέψη των γυναικών που είχαν αναγκαστεί να ζήσουν προτού γεννηθεί εκείνη την έκανε να νιώθει αδύναμη. Και το μέλλον, είχε ακούσει πως θα ήταν θυελλώδες, εξαιτίας των πολέμων.
«Άυ!» είπε στον εαυτό της. «Απ’ όλες τις πλευρές γκρεμός!» Δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα να πάει περίπατο, τελικά. Κλείνοντας τα μάτια της για μια στιγμή, σκέφτηκε ξανά τον ταξιδιώτη.
«Mi amante! Amante querido!» ψιθύρισε, και θυμήθηκε τα μικρά βιβλία με τα χρυσά γράμματα στο εξώφυλλό τους, βιβλία για έρωτες, που διάβαζε όταν ήταν νέα κοπέλα, και χωρίς το φορτίο της οικογένειας. Αυτά τα μικρά βιβλία είχαν κάνει την ικανότητα της ανάγνωσης να της φαίνεται σαν το μεγαλύτερο και πιο ευχάριστο ταλέντο. Ποτέ, βέβαια, δεν άγγιζαν τις πιο φτηνές πλευρές του έρωτα, τα τελευταία χρόνια όμως δεν της φαινόταν παράξενο το ότι σε αυτές ακριβώς τις σωματικές απολαύσεις απέβλεπαν οι ήρωες και οι ηρωίδες. Δεν είχε δυσκολευτεί ποτέ να συνδέσει τις ανθοδέσμες και τα στιχάκια με τις πιο πρόστυχες εκδηλώσεις του έρωτα.
Έστριψε σε κάποιον άλλο δρόμο για να αποφύγει το ηφαίστειο, που βρισκόταν συνέχεια μπροστά της. Σκεφτόταν τον ταξιδιώτη, χωρίς να τον σκέφτεται στην πραγματικότητα καθόλου. Τα μάτια της έλαμπαν από ευχαρίστηση, επειδή ήταν ερωτευμένη, και αποφάσισε πως ήταν πολύ ανόητη να σκέφτεται για σεισμούς την ίδια μέρα που ο Θεός της έστρωνε ένα κρεβάτι με τριαντάφυλλα.
«Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» Του ψιθύρισε «από τα βάθη της καρδιάς μου. Αχ!» Τακτοποίησε το φουστάνι της πάνω στο στήθος της. Ξαφνικά ήταν πολύ ευχαριστημένη με όλα. Μπροστά της παρατήρησε πως υπήρχε ένα μακρόστενο μοναστήρι, ελαφρώς κατεστραμμένο, κοντά στο οποίο έπαιζαν μερικά αγόρια. Υπήρχε επίσης κι ένα μικρό περίπτερο εκεί κοντά. Ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί βρισκόταν εκεί, αφού δεν υπήρχε κανονικό πάρκο, ούτε δέντρα ή γρασίδι – μόνο λίγα σκουπίδια και κάτι θάμνοι. Είχε την παράξενη ακινησία ενός πλοίου προσαραγμένου. Η σενιόρα Ραμίρες το κοίταξε με απέχθεια. Δεν ήταν παρά ένα μικρό κιόσκι και χρειαζόταν επειγόντως ένα χέρι βάψιμο. Μα επειδή ένιωθε κουρασμένη, άρχισε να ανεβαίνει τα σαπισμένα σκαλοπάτια, με πρόσωπο κόκκινο από φόβο μήπως σπάσουν και πέσει. Μέσα στο κιόσκι άπλωσε μια εφημερίδα πάνω στον πάγκο και κάθισε. Σε λίγο τα όνειρά της για τον εραστή της ξεθώριασαν στο μυαλό της, και ένιωσε εξουθενωμένη από τη ζέστη και εκνευρισμένη. Στη σκέψη ότι έπρεπε να ξανακάνει το δρόμο της επιστροφής, έσυρε ανυπόμονα τα πόδια της στο δάπεδο. Η σκόνη σηκώθηκε στον αέρα και αναγκάστηκε να σκεπάσει το στόμα της με το μαντίλι της.
«Μακάρι, Θεέ μου» είπε από μέσα της «να ερχόταν εκείνος να μ’ έπαιρνε απ’ αυτό το κιόσκι». Αφέθηκε να παρακολουθεί τεμπέλικα τα αγόρια που έπαιζαν στη σκόνη μπροστά στο μοναστήρι. Ένα από αυτά ήταν πολύ ψηλότερο από τα άλλα. Καθώς παρακολουθούσε το παιχνίδι τους, το κεφάλι της έγειρε μπροστά και την πήρε ο ύπνος.
Δεν ήρθαν τουρίστες, κι έτσι τα μικρότερα αγόρια αποφάσισαν να πάνε στην κεντρική πλατεία και να περιμένουν τα λεωφορεία, για να πουλήσουν τα γλειφιτζούρια τους και τις καρτ ποστάλ τους. Το μεγαλύτερο αγόρι ανακοίνωσε πως θα έμενε εκεί.
«Είσαι τρελός» του είπαν. «Τελείως τρελός».
Τα κοίταξε υπεροπτικά και δεν απάντησε. Έφυγαν τρέχοντας, φωνάζοντας πως θα έβγαζαν χίλια quetzales.
Δε θέλησε να πάει μαζί τους, γιατί αρκετή ώρα πριν είχε προσέξει πως κάποιος ήταν στο κιόσκι. Ήξερε ακόμη, από εκεί που στεκόταν, πως ήταν γυναίκα, γιατί μπορούσε να δει πως το φόρεμά της ήταν χρωματιστό σαν τα λουλούδια του κήπου. Την είχε δει να είναι εκεί αρκετή ώρα και αναρωτήθηκε μήπως είχε πεθάνει.
«Αν είναι πεθαμένη» σκέφτηκε «θα τη μεταφέρω στην πόλη». Η ιδέα τον ενθουσίασε και πλησίασε το περίπτερο με κομμένη ανάσα. Μπήκε μέσα και στάθηκε πάνω από τη σενιόρα Ραμίρες, όταν όμως είδε ότι ήταν αρκετά μεγάλη και παχιά και πιθανότατα η μητέρα μιας καλής πλούσιας οικογένειας φοβήθηκε και η φαντασία του τον εγκατέλειψε. Σκέφτηκε να φύγει, άλλαξε όμως γνώμη και της κούνησε το πόδι. Τίποτε δεν άλλαξε. Το στόμα της που ήταν ανοιχτό, παρέμεινε όπως ήταν, και συνέχισε να κοιμάται. Το αγόρι πήρε ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά του και το έστριψε με δύναμη. Ξύπνησε με ένα τίναγμα και κοίταξε το αγόρι σαστισμένη.
Τα μάτια του ήταν τρυφερά.
«Σας ξύπνησα» είπε «γιατί πρέπει να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, κι εδώ δεν είστε ασφαλής. Πριν, ήταν ένας άντρας εδώ στο πάλκο και προσπαθούσε να δει κάτω απ’ τη φούστα σας. Όταν κοιμόμαστε, ξέρετε, οι άνθρωποι κάνουν του κόσμου τις παλαβομάρες. Ήταν εδώ και μερικοί μεθυσμένοι, τραγουδούσαν ένα πρόστυχο τραγούδι, είχαν σταθεί εκεί, ακριβώς από κάτω σας. Θα κοκκίνιζαν τ’ αυτιά σας αν τ’ ακούγατε. Είμαι σίγουρος». Ανασήκωσε του ώμους του και έφτυσε στο δάπεδο. Έδειχνε εντελώς αηδιασμένος.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η σενιόρα Ραμίρες.
«Ουφ! Αυτή η πόλη μ’ αρρωσταίνει. Θέλω να γίνω μαραγκός στην πρωτεύουσα, αλλά δεν μπορώ. Η μητέρα μου φοβάται να μείνει μονάχη της. Όλα τα αδέλφια μου κι οι αδελφές μου έχουν πεθάνει».
«Άυ!» είπε η σενιόρα Ραμίρες. «Τι κρίμα! Έχω ένα όμορφο σπίτι στην πρωτεύουσα. Αν δεν έπρεπε να μείνεις κοντά στη μητέρα σου, ίσως ο άντρας μου να σε άφηνε να γίνεις μαραγκός».
Τα μάτια του αγοριού έλαμπαν.
«Θα έρθω μαζί σας» είπε. «Ο θείος μου είναι με τη μητέρα μου».
«Ναι» είπε η σενιόρα Ραμίρες. «Ίσως έρθεις».
«Η αγαπημένη μου είναι στην πόλη» συνέχισε το αγόρι. «Πριν ζούσε εδώ».
Η σενιόρα Ραμίρες έπιασε το μακρύ χέρι του αγοριού. Η λέξη «αγαπημένη» της είχε θυμίσει πολλά πράγματα.
«Κάθισε, κάθισε» του είπε. «Κάθισε εδώ, δίπλα μου. Κι εγώ έχω έναν αγαπημένο. Βρίσκεται στο δωμάτιό του τώρα».
«Πού δουλεύει;»
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες».
«Τι τυχερή που είστε! Η αγαπημένη μου πάντως δε θα τον αγαπούσε περισσότερο από μένα. Θέλει ή εμένα ή να πεθάνει. Μου το λέει κάθε φορά που τη ρωτάω. Θα σας το ’λεγε κι εσάς αν τη ρωτούσατε για μένα. Αλήθεια».
Η σενιόρα Ραμίρες τον τράβηξε να καθίσει δίπλα της. Το αγόρι σάστισε και γύρισε το βλέμμα του πάνω από τον ώμο του στο δρόμο. Του γαργάλησε το χέρι και του χαμογέλασε κοκέτικα. Το αγόρι την κοίταξε και το πρόσωπό του έδειξε να μαλακώνει.
«Έχετε γαλάζια μάτια» της είπε.
Η σενιόρα Ραμίρες δεν μπορούσε να περιμένει πια ούτε λεπτό, Έπιασε το κεφάλι του με τα δύο της χέρια και τον φίλησε πολλές φορές στο στόμα.
«Ω, Θεέ μου!» είπε.
Το αγόρι ενθουσιάστηκε με τα ακριβά της ρούχα, τα γαλάζια μάτια της και τους γυναικείους τρόπους της. Πήρε τη σενιόρα Ραμίρες στην αγκαλιά του με πραγματική τρυφερότητα.
«Σας αγαπώ» της είπε. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, κι επειδή ένιωθε τόσο γεμάτος ευγνωμοσύνη και καλοσύνη, πρόσθεσε: «Αγαπώ την αγαπημένη μου και αγαπώ κι εσάς».
Τη βοήθησε να κατέβει τα σκαλιά, και με το χέρι του γύρω από τους ώμους της, την οδήγησε σε ένα απόμερο σημείο μέσα στα ερείπια του μοναστηριού.
* * *
Ο ταξιδιώτης ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Βασανιζόταν από ένα αίσθημα ενοχής. Είχε ξαναπεράσει τη νύχτα με τη σενιόρα Ραμίρες, και αναρωτιόταν αν η μητέρα του θα το διάβαζε στα μάτια του όταν θα γύριζε στο σπίτι του. Δεν είχε ξανακάνει τέτοιο πράγμα. Η συμπεριφορά του μέχρι τώρα ήταν πάντοτε μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια, και ένιωθε σαν τέρας με δύο κεφάλια, σαν να είχε γλιστρήσει από τον πραγματικό κόσμο στον άλλο κόσμο, στον κόσμο που φανταζόταν όταν ήταν μικρό παιδί ότι τον κατοικούσαν δολοφόνοι και ορφανά, και παιδιά που οι μητέρες τους δούλευαν. Έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια του και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει τη σενιόρα Ραμίρες. Θυμήθηκε πως είχε διαβάσει ότι οι καριέρες πολλών αντρών είχαν καταστραφεί από γυναίκες, που είχαν μια ιδιαίτερη ικανότητα να τους κρατούν, κι εκείνοι ήταν αδύνατον να ξεφύγουν. Οι γυναίκες αυτές, το ήξερε, ήταν πάντοτε κακές, και δεν ήταν ποτέ Αμερικανίδες. Ούτε, ήταν σίγουρος, έμοιαζαν με τη σενιόρα Ραμίρες. Ήταν φοβερό να έχει κάνει κάτι τέτοιο που ήταν σίγουρος ότι κανένας από τους φίλους του δεν το είχε κάνει πριν από αυτόν, ούτε και θα το έκανε μετά. Η εμπειρία του αυτή, το ήξερε, θα έπρεπε να παραμείνει μυστική, και τίποτε δεν τον έκανε να νιώθει πιο άσχημα από το να έχει μυστικά. Του άρεσε να φαντάζεται πως αυτός και η ομάδα των αντρών που θεωρούσε φίλους του συζητούσαν ελεύθερα όλα όσα είχαν στην καρδιά τους και την ψυχή τους. Είχε αρχίσει να μιλάει και στις γυναίκες με αυτό τον ανοιχτό τρόπο – τους μιλούσε πολύ, και πίεζε τους φίλους του να κάνουν το ίδιο. Συνειδητοποίησε πως με τη σενιόρα Ραμίρες δε μιλούσαν ποτέ, κι αυτό τον τρομοκράτησε. Ανατρίχιασε και είπε στον εαυτό του: «Είμαστε σαν δύο γορίλλες».
Είχε πάει, ήταν αλήθεια, με μια δυο πόρνες, ποτέ όμως δεν τις είχε βάλει στο δικό του κρεβάτι, ούτε είχε μείνει μαζί τους περισσότερο από μία ώρα. Και ήταν σγουρομάλλες ξανθιές Αμερικανίδες, που του τις είχαν συστήσει οι φίλοι του.
«Λοιπόν» είπε από μέσα του «δεν υπάρχει λόγος να πάθω νευρική κρίση. Ό,τι έγινε έγινε, και τέλος πάντων, έχω, νομίζω, κάποιες δικαιολογίες αν σκεφτεί κανείς ότι: πρώτον, είμαι σε ξένη χώρα, και κατά κάποιο τρόπο έχω χάσει τη σειρά μου· δεύτερον, τρώω παράξενες τροφές που δεν τις έχω συνηθίσει, και ζω σε ιδιαίτερα μεγάλο υψόμετρο· και τρίτον, δεν έχω κανέναν δικό μου για να μιλήσω εδώ και τρεις ολόκληρες εβδομάδες».
Ένιωσε πολύ πιο καλά όταν τελείωσε την απαρίθμηση των ελαφρυντικών του, και πρόσθεσε: «Όταν μπω στο πλοίο μου θα αποχαιρετήσω την προβλήτα, και θα πω στα κομμάτια όλα αυτά, κι αν ποτέ τ’ αφεντικό ξαναδοκιμάσει να με στείλει στο εξωτερικό, θα του πω: ‟ούτε για ένα εκατομμύριο δολάρια!ˮ». Θα ήθελε να μπορούσε να αλλάξει πανσιόν, μα είχε ήδη πληρώσει ως το τέλος της εβδομάδας. Ήταν πολύ προσεκτικός στα έξοδά του, όπως έπρεπε βέβαια να είναι. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του, αρκετά ικανοποιημένος με τον εαυτό του, σε λίγο όμως άρχισε να νιώθει πάλι ένοχος, και σαν γέρικο άλογο που τραβάει το αμάξι του άρχισε και πάλι, με κόπο, από την αρχή, ολόκληρη τη διαδικασία για να καθησυχάσει τον εαυτό του.
* * *
Η Λιλίνα είχε βάλει τη Βικτώρια σε ένα κουτί και περπατούσε στην πόλη. Κοντά στην κεντρική πλατεία υπήρχε ένα κατάστημα νεωτερισμών που το είχε μια Εβραία. Η Λιλίνα είχε πάει εκεί πολλές φορές με τη μητέρα της για να αγοράσουν νήμα. Γνώριζε το γιο της ιδιοκτήτριας, και συχνά σταματούσε για να του μιλήσει. Ήταν πολύ σιωπηλός, της Λιλίνας όμως της άρεσε. Αποφάσισε να περάσει από το μαγαζί τώρα μαζί με τη Βικτώρια.
Όταν έφτασε, η μητέρα του αγοριού ήταν πίσω από τον πάγκο και σφράγιζε κάτι παλιά τόπια ύφασμα με κόκκινο μελάνι. Είδε τη Λιλίνα και της χαμογέλασε με συμπάθεια.
«Ο Ενρίκε είναι στην αυλή. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που έρχεσαι να τον δεις. Γιατί δεν έρχεσαι πιο συχνά;» Έκανε κάθε προσπάθεια να ευχαριστήσει τη Λιλίνα, γιατί ήξερε πόσο πλούσια ήταν η σενιόρα Ραμίρες και ήταν περήφανη που την είχε πελάτισσα.
H Λιλίνα κατευθύνθηκε προς την πορτούλα που οδηγούσε στο πάτιο πίσω από το μαγαζί, και την άνοιξε. Ο Ενρίκε ήταν σκυμμένος στο χώμα δίπλα στις σκάφες. Η Λιλίνα απόρησε βλέποντας το κεφάλι του τυλιγμένο με επιδέσμους. Από μακριά ο βρώμικος επίδεσμος φαινόταν σαν άσπρο τουρμπάν.
Πήγε λίγο πιο κοντά, και είδε πως έβαζε βώλους στη σειρά.
«Καλημέρα, Ενρίκε» του είπε.
Ο Ενρίκε αναγνώρισε τη φωνή της, και χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, άρχισε να μαζεύει αργά έναν έναν τους βώλους και να τους βάζει στην τσέπη του.
Η μητέρα του είχε ακολουθήσει τη Λιλίνα στο πάτιο. Όταν είδε ότι ο Ενρίκε, αντί να σηκωθεί και να χαιρετήσει τη Λιλίνα, έμεινε απορροφημένος στους βώλους του, πήγε κοντά του και τον άρπαξε από το μπράτσο.
«Παράτα αυτούς τους καταραμένους βώλους και μίλα στη Λιλίνα» του είπε. Ο Ενρίκε σηκώθηκε και πήγε κοντά στη Λιλίνα, ενώ η μητέρα του, σκύβοντας με δυσκολία, μάζεψε από το χώμα τους υπόλοιπους βώλους.
Η Λιλίνα κοίταξε τη μεγάλη σκουροκόκκινη κηλίδα στον επίδεσμο του Ενρίκε. Γύρισαν μαζί στο μαγαζί. Του Ενρίκε δεν του άρεσε να είναι με τη Λιλίνα. Στην πραγματικότητα, τη φοβότανε λιγάκι. Από την ώρα που την έβλεπε να μπαίνει στο μαγαζί ανυπομονούσε να τη δει να φεύγει.
Πήγε σε ένα τόπι σταμπωτό ύφασμα και άρχισε να το ξετυλίγει. Όταν ξετύλιξε μερικά μέτρα, άρχισε να ακολουθεί με το δείκτη του χεριού του τα σχέδια του υφάσματος. Η Λιλίνα, που δεν κατάλαβε πως η χειρονομία του αυτή ήταν μια προσεκτικά συγκεκαλυμμένη προσβολή προς στο άτομό της, τον παρακολουθούσε με αρκετό ενδιαφέρον.
«Έχω κάτι μαζί μου μέσα σ’ αυτό το κουτί» του είπε ύστερα από λίγο.
Ο Ενρίκε, ακούγοντας τα βήματα της μητέρας του να πλησιάζουν, γύρισε και της χαμογέλασε θλιμμένα.
«Δείξ’ το μου σε παρακαλώ» είπε.
Έβαλε το σκέπασμα από το κουτί του φιδιού και το πήγε στον Ενρίκε.
«Αυτή είναι η Βικτώρια» είπε.
Ο Ενρίκε τη βρήκε όμορφη. Την έβγαλε από το κουτί της και την κράτησε με σταθερό χέρι, λίγο πιο χαμηλά από το κεφάλι του.
Έπειτα τη σήκωσε ώστε τα μάτια του φιδιού να έρθουν στο ίδιο ύψος με τα δικά του.
«Καλημέρα Βικτώρια» της είπε. «Σ’ αρέσει εδώ στο μαγαζί;»
Αυτά τα λόγια ενόχλησαν τη μητέρα του. Είχε πάει στην άλλη άκρη του πάγκου, γιατί είχε τρομοκρατηθεί από το φίδι.
«Μιλάς σαν μεθυσμένος» είπε στον Ενρίκε. «Το φίδι δεν καταλαβαίνει ούτε λέξη απ’ ό,τι του λες».
«Είναι στ’ αλήθεια όμορφη» είπε ο Ενρίκε.
«Έλα να τη βάλουμε πάλι στο κουτί και να την πάμε στην πλατεία» είπε η Λιλίνα. Ο Ενρίκε όμως δεν την άκουσε, είχε γοητευθεί από την αίσθηση της επαφής του με τη Βικτώρια.
Η μητέρα του μίλησε πάλι. «Ακούς τη Λιλίνα που σου μιλάει;» φώναξε. «Ή ο επίδεσμος σου σκεπάζει και τ’ αυτιά εκτός απ’ το κεφάλι;»
Ήθελε το σχόλιό της αυτό να είναι δηκτικό και πνευματώδες, αλλά κατάλαβε και η ίδια πως δεν ήταν.
«Λοιπόν, πήγαινε με το κοριτσάκι» συμπλήρωσε.
Η Λιλίνα και ο Ενρίκε ξεκίνησαν μαζί για την πλατεία. Η Λιλίνα είχε ξαναβάλει τη Βικτώρια στο κουτί της.
«Γιατί πάμε στην πλατεία;» ρώτησε ο Ενρίκε τη Λιλίνα.
«Γιατί πάμε μαζί με τη Βικτώρια».
Έξι ή επτά λεωφορεία είχαν σταθμεύσει σε έναν από τους δρόμους που οδηγούσαν στην πλατεία. Είχαν έρθει από την πρωτεύουσα και από άλλες μικρότερες πόλεις της περιοχής. Οι επιβάτες που δε θα συνέχιζαν είχαν ήδη κατέβει, ήταν μαζεμένοι σε ένα σημείο, και μιλούσαν μεταξύ τους ή αγόραζαν φαγώσιμα από τους μικροπωλητές. Μία κυρία είχε φέρει μαζί της μία χαρτονένια βεντάλια που διαφήμιζε μία μπίρα. Έκανε αέρα όχι μόνο στον εαυτό της, μα σε οποιονδήποτε τύχαινε να βρεθεί δίπλα της.
Οι οδηγοί των λεωφορείων μαρσάριζαν τις μηχανές τους, και μερικοί προσπαθούσαν να τα μετακινήσουν, έτσι ώστε να μπορούν να φύγουν πιο εύκολα μετά. Η Λιλίνα ενθουσιάστηκε από το θόρυβο και το πλήθος. Ο Ενρίκε, αντιθέτως, είχε βρει ένα ήσυχο σημείο, και στεκόταν κάτω από ένα δέντρο. Ύστερα από λίγο η Λιλίνα έτρεξε κοντά του και του είπε πως θα έβγαζε τη Βικτώρια από το κουτί της.
«Μετά θα δούμε τι θα γίνει» είπε.
«Όχι, όχι!» επέμενε ο Ενρίκε. «Θα πάει κάτω απ’ τα λεωφορεία και θα τη λιώσουν. Τα φίδια ζουν στα δάση ή στα βράχια».
Η Λιλίνα δεν του έδωσε σημασία. Κάθισε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου και άρχισε να λύνει βιαστικά το σπάγκο από το κουτί της Βικτώρια.
Του Ενρίκε είχε αρχίσει να του πονάει το κεφάλι του και ένιωθε λίγο άσχημα. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να φύγει από την πλατεία, αλλά αποφάσισε ότι δεν είχε το κουράγιο. Παρ’ όλο που ο άνεμος είχε δυναμώσει, ο ήλιος έκαιγε πολύ, και το δέντρο του πρόσφερε ελάχιστη σκιά. Παρακολούθησε για λίγο τη Λιλίνα, μετά όμως έστρεψε το βλέμμα του αλλού, και άρχισε να τον απασχολεί ο δικός του θάνατος. Ήταν σίγουρος πως το κεφάλι του πονούσε πιο πολύ σήμερα από ό,τι συνήθως. Αυτό τον έκανε να βυθιστεί σε βαθιά θλίψη, όπως κάθε φορά που θυμόταν την ημέρα που είχε πέσει και είχε χτυπήσει το κεφάλι του σε ένα σκουριασμένο καρφί. Τη ζωή του πάντοτε τη θεωρούσε πολύτιμη, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, και τώρα ίσως ακόμη περισσότερο, γιατί συνειδητοποιούσε πως μπορούσε να διακοπεί απότομα. Αντιπαθούσε τη Λιλίνα· πιθανότατα επειδή διαισθανόταν πως ήταν άτομο που μπορούσε να πέσει ξανά και ξανά πάνω στην ίδια στοίβα από σπασμένα γυαλιά και να ουρλιάζει και την τελευταία φορά το ίδιο δυνατά όσο και την πρώτη.
Η Βικτώρια είχε συρθεί κάτω από τα λεωφορεία και είχε γίνει λιώμα. Τα λεωφορεία έφυγαν, και ο Ενρίκε είδε ότι μόνο το κεφάλι του φιδιού, που είχε κοπεί από το σώμα του, είχε απομείνει άθικτο.
Ο Ενρίκε πλησίασε και στάθηκε δίπλα στη Λιλίνα. «Τώρα θα πας σπίτι σου;» τη ρώτησε, και δάγκωσε το χείλος του.
«Κοίτα πόσο μικρό είναι το κεφάλι της. Θα πρέπει να ήταν πολύ μικρό φίδι» είπε η Λιλίνα.
«Θα γυρίσεις τώρα στο σπίτι σου;» την ξαναρώτησε.
«Όχι. Θα πάω στην εκκλησία να παίξω στις κούνιες. Θέλεις να ’ρθεις; Θα πάω τρέχοντας».
«Δεν μπορώ να τρέξω» είπε ο Ενρίκε, αγγίζοντας τους επιδέσμους με τα δάχτυλά του. «Και δεν ξέρω αν θέλω να πάω στις κούνιες».
«Λοιπόν» είπε η Λιλίνα. «Εγώ θα πάω τρέχοντας και θα με βρεις εκεί αν αποφασίσεις να ’ρθεις».
Ο Ενρίκε ήταν πολύ κουρασμένος και λίγο ζαλισμένος, αποφάσισε όμως να την ακολουθήσει για να τη ρωτήσει γιατί άφησε τη Βικτώρια να πάει κάτω από τα λεωφορεία.
Όταν έφτασε, η Λιλίνα έκανε ήδη κούνια. Κάθισε σε ένα παγκάκι κοντά στις κούνιες και την κοιτούσε. Κάθε φορά που τα πόδια της άγγιζαν το χώμα, έκανε να τη ρωτήσει για τη Βικτώρια, αλλά η ερώτηση στεκόταν στο λαιμό του. Τελικά σηκώθηκε, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του, και της φώναξε.
«Θα πάρεις άλλο φίδι;» τη ρώτησε. Δεν ήταν αυτό που σκόπευε να πει. Η Λιλίνα δεν απάντησε, τον κοιτούσε όμως από την κούνια. Του ήταν αδύνατο να καταλάβει εάν είχε ακούσει ή όχι την ερώτησή του.
Τελικά πάτησε τα τακούνια της στο χώμα και ακινητοποίησε την κούνια. «Πρέπει να πάω σπίτι» του είπε «αλλιώς η μητέρα μου θα θυμώσει».
«Όχι» είπε ο Ενρίκε, αρπάζοντάς την από το φουστάνι. «Έλα μαζί μου και θα σε κεράσω παγωτό».
«Θα ’ρθω» είπε η Λιλίνα. «Τρελαίνομαι για παγωτά».
Κάθισαν μαζί σε ένα μαγαζάκι, κι ο Ενρίκε αγόρασε δύο παγωτά.
«Θα ’θελα να ’χα μια κούνια κρεμασμένη από τη στέγη του σπιτιού μου» είπε η Λιλίνα. «Και να μου σερβίρουν το πρωινό μου και το βραδινό μου φαγητό στην κούνια». Αυτή η ιδέα τη διασκέδασε κι άρχισε να γελάει τόσο πολύ, που το παγωτό έτρεξε από το στόμα στο σαγόνι της.
«Πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, και θα κάνω και μπάνιο στην κούνια» συνέχισε. «Και θα κάνω και πιπί στο κεφάλι της Κονσουέλο απ’ την κούνια».
Ο Ενρίκε εκνευριζόταν όλο και περισσότερο, γιατί ήταν πια αργά, κι ακόμη δεν είχαν μιλήσει για τη Βικτώρια.
«Θα μπορούσα να κάνω κι εγώ κούνια μαζί σου στο σπίτι σου;» ρώτησε τη Λιλίνα.
«Ναι. Θα ’χουμε δύο κούνιες και θα κάνεις κι εσύ πιπί στο κεφάλι της Κονσουέλο».
«Πολύ θα το ’θελα» είπε.
Η ερώτησή του του φαινόταν όλο και πιο δύσκολη να την πει. Τώρα πια του φαινόταν πως έμοιαζε περισσότερο με ερωτική εξομολόγηση παρά με απλή ερώτηση.
Στο τέλος ξαναπροσπάθησε. «Θ’ αγοράσεις άλλο φίδι;» Και πάλι όμως δεν μπόρεσε να τη ρωτήσει γιατί ήταν τόσο απρόσεκτη.
«Όχι» είπε η Λιλίνα. «Θ’ αγοράσω ένα κουνέλι».
«Κουνέλι;» είπε. «Μα τα κουνέλια δεν είναι ούτε τόσο έξυπνα ούτε τόσο όμορφα όσο τα φίδια. Καλύτερα ν’ αγοράσεις ένα φίδι σαν τη Βικτώρια».
«Τα κουνέλια έχουν πολλά παιδιά» είπε η Λιλίνα. «Γιατί δεν αγοράζουμε μαζί ένα κουνέλι;»
Ο Ενρίκε το σκέφτηκε για λίγο. Άρχισε να νιώθει σχεδόν χαρούμενος, και ίσως λίγο πονηρός.
«Εντάξει» είπε. «Ας αγοράσουμε δύο κουνέλια, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό». Τελείωσαν τα παγωτά τους και συνέχισαν να συζητούν με όλο και περισσότερο ενθουσιασμό για τα κουνέλια.
Στο δρόμο προς το σπίτι, η Λιλίνα έσφιγγε το χέρι του Ενρίκε και τον φίλησε πολλές φορές στα μάγουλα. Εκείνος είχε κοκκινίσει από ευχαρίστηση.
Χώρισαν στην πλατεία, αφού έδωσαν υπόσχεση να ξανασυναντηθούν το ίδιο απόγευμα.
* * *
Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα, πιο κρύα από ό,τι συνήθως, και η σενιόρα Ραμίρες αποφάσισε να φορέσει τα πένθιμα ρούχα της, που τα είχε πάντοτε μαζί της. Κρέμασε πολλές σειρές από μαύρες χάντρες στο λαιμό της και πουδράρισε πολύ το πρόσωπό της. Μαζί με την Κονσουέλο άρχισαν να περπατούν αργά αργά στο πάτιο.
Η Κονσουέλο φύσηξε τη μύτη της.
«Άυ, μαμά» είπε. «Γιατί, αλήθεια, υπάρχει περισσότερη λύπη στον κόσμο απ’ ό,τι ευτυχία;»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνεις τέτοιες σκέψεις» είπε η μητέρα της.
«Γιατί μετρούσα τις ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες μέρες μου. Είναι πολύ περισσότερες οι δυστυχισμένες μέρες, και είμαι στην καλύτερη ηλικία για μια κοπέλα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από τσακωμούς, ακόμη και στους χορούς. Δε θα πίστευα ποτέ έναν άντρα που θα μου ’λεγε πως προτιμάει το χορό από τον καβγά».
«Αυτό είναι αλήθεια» είπε η μητέρα της. «Μα δεν είναι όλοι οι άντρες έτσι. Μερικοί είναι ήσυχοι σαν αρνάκια. Αλλά όχι πολλοί».
«Αισθάνομαι σαν να έχω γεράσει. Ίσως να νιώθω καλύτερα όταν παντρευτώ». Πέρασαν αργά, μπροστά από την πόρτα του ταξιδιώτη.
«Θα πάω μέσα» είπε η Κονσουέλο ξαφνικά.
«Δε θα καθίσεις στην αυλή;» τη ρώτησε η μητέρα της.
«Όχι, μ’ όλα αυτά τα παιδιά που στριγγλίζουν και τα κοτόπουλα και τον παπαγάλο που μιλάει και τον άσπρο σκύλο. Κι είναι και φρικτή μέρα. Γιατί;»
Η σενιόρα Ραμίρες δεν μπορούσε να σκεφτεί κανένα λόγο για τον οποίο η Κονσουέλο θα έπρεπε να μείνει στο πάτιο. Κι έπειτα προτιμούσε να μείνει μόνη της, μήπως αποφάσιζε να της μιλήσει ο ταξιδιώτης.
«Ποιος άσπρος σκύλος;» ρώτησε.
«Η σενιόρα Εσπινόσα αγόρασε ένα μικρό άσπρο σκύλο για τα παιδιά».
Ο άνεμος φυσούσε και τα παιδιά έπαιζαν κυνηγητό στην πίσω αυλή. Η σενιόρα Ραμίρες κάθισε σε μια μικρή καρέκλα με ίσια πλάτη, και ακούμπησε τους αγκώνες της στα γόνατά της. Της ήρθε στο μυαλό η σκέψη πως εν τέλει τις περισσότερες ημέρες έκανε κρύο και φυσούσε, και πως θα ακολουθούσαν πολλές ημέρες ακριβώς σαν κι αυτή. Υποσυνείδητα ένιωθε πάντοτε πως αυτές τις ημέρες προτιμούσε ο Θεός, παρ’ όλο που εκείνη δεν τις συμπάθησε ποτέ.
Ο ταξιδιώτης μάζευε τις αποσκευές του με τη ζωηράδα κάποιου που έχει τη συνήθεια να κάνει μικρές εκδρομές έξω από το μαγευτικό του κόσμο και να επιστρέφει σχεδόν αμέσως.
«Γουόου!» είπε χαρούμενα στον εαυτό του. «Σίγουρα ήμουν λιγάκι χαμένος σ’ αυτό το μέρος, αλλά το κακό όνειρο τελείωσε πια». Κόντευε η ώρα που θα ερχόταν το λεωφορείο. Μετέφερε τις βαλίτσες του στο πάτιο, και σάστισε που βρήκε τη σενιόρα Ραμίρες να κάθεται εκεί. Πίεσε τον εαυτό του να γίνει ευχάριστος.
«Σενιόρα» είπε, πηγαίνοντας προς το μέρος της. «Σας αποχαιρετώ και ελπίζω να ξαναϊδωθούμε».
«Τι είπατε;» τον ρώτησε.
«Παίρνω το λεωφορείο των δώδεκα. Πάω σπίτι μου».
«Α! Θα πρέπει να είσαστε ευτυχισμένος που γυρίζετε σπίτι σας».
Δε σκέφτηκε να απομακρύνει τα μάτια της από το πρόσωπό του. «Θα πάτε με πλοίο;» τον ρώτησε, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει.
«Ναι. Πέντε μέρες στο πλοίο».
«Θα είναι υπέροχα. Ή μήπως σας πειράζει;» Έφερε το χέρι της στο στομάχι της.
«Δεν έχω πάθει ποτέ στη ζωή μου ναυτία».
Έμεινε σιωπηλή.
Ο ταξιδιώτης έκανε πίσω προς τη μεριά του παπαγάλου, που έκανε κούνια στο ξύλο του, και ξανάκανε αμέσως μπροστά, καθώς τον είδε να σκύβει για να τον τσιμπήσει.
«Υπάρχει κανείς που θα θέλατε να βρω στις Ηνωμένες Πολιτείες;»
«Όχι. Θα αργήσετε πολύ να ξανάρθετε;»
«Δε νομίζω πως θα ξανάρθω ποτέ εδώ. Λοιπόν…» Άπλωσε το χέρι του κι εκείνη σηκώθηκε. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή με τα μαύρα ρούχα της. Κοίταξε τις χάντρες που σκέπαζαν το στήθος της.
«Λοιπόν, αντίο, σενιόρα. Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα».
«Adios, σενιόρ, και ο Θεός να σας προστατεύει στο ταξίδι σας. Μπορεί να ξανάρθετε. Δεν ξέρετε».
Κούνησε το κεφάλι του και κατευθύνθηκε προς το μικρό Ινδιάνο που στεκόταν δίπλα στις αποσκευές του. Βγήκαν μαζί στο δρόμο και η βαριά πόρτα έκλεισε με θόρυβο. Η σενιόρα Ραμίρες κοίταξε γύρω της στο πάτιο. Είδε τη σενιορίτα Κόρδοβα να απομακρύνεται από τη μισάνοιχτη πόρτα του υπνοδωματίου όπου στεκόταν.
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη, από το βιβλίο Απλές Απολαύσεις (εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 1991)