κλείσιμο

Αίμα ρέει στην Καρχηδόνα: Η πικρή νίκη της Simone Weil

Κάθε εποχή έχει την αναγέννηση της αρχαιότητας που της αξίζει.
Aby Warburg

Σήμερα, η επιστήμη, η ιστορία, η πολιτική, η οργάνωση της εργασίας, ακόμα και η θρησκεία, στον βαθμό που έχει στιγματιστεί από τη ρωμαϊκή βεβήλωση, δεν προσφέρουν τίποτα στο μυαλό των ανθρώπων εκτός από ωμή βία. Αυτός είναι ο πολιτισμός μας. Είναι ένα δέντρο που βγάζει τον καρπό που του αξίζει.
Simone Weil

Simone Weil, εξώφυλλο σημειωματαρίου, Cahier 3 (1941). Bibliothèque nationale de France, Παρίσι

Η καταστροφή της αρχαίας Καρχηδόνας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την Ιταλίδα καλλιτέχνιδα Lara Favaretto και για το έργο της με τίτλο As If a Ruin (Σαν ερείπιο), το οποίο παρουσιάστηκε από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 2012 στο Εθνικό Μουσείο της Καρχηδόνας, στην παρθενική (και μοναδική ως τώρα) έκθεση του Carthage Contemporary με τίτλο Chkoun Ahna («Σχετικά με εμάς» στη διάλεκτο των Τυνήσιων).1 Το έργο το συνιστά ένας κύβος συμπιεσμένου σκούρου καφέ κομφετί εγκατεστημένος εν μέσω των αρχαίων ρωμαϊκών ψηφιδωτών της μόνιμης συλλογής του μουσείου.2 Σύμφωνα με έναν από τους επιμελητές της έκθεσης, το έργο, το οποίο αποτελεί αναφορά στις στάχτες της πόλης μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ., παρερμηνεύτηκε από πολλούς Τυνήσιους επισκέπτες, «οι οποίοι ήταν βέβαιοι πως παρέπεμπε στην Κάαμπα», το ιερό μαύρο οικοδόμημα στην καρδιά της Μέκκας.3 Επρόκειτο για μια εσφαλμένη ερμηνεία με τη δυναμική να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, κρίνοντας από τις διαμαρτυρίες και τις αναταραχές που ξέσπασαν στο περιθώριο της ετήσιας έκθεσης Printemps des Arts στο Palais Abdelliya της La Marsa, ενός προαστίου της Τύνιδας, όπου ομάδες σαλαφιστών χαρακτήρισαν ορισμένα από τα έργα τέχνης βλάσφημα.4 Δεδομένου του σταδιακού εκφυλισμού του κατά τους δύο μήνες της έκθεσης, το έργο της Favaretto διέτρεχε κι αυτό τον κίνδυνο να σπιλωθεί ως βλάσφημο, όπως συνέβη και με εκείνα της γειτονικής Printemps des Arts.5 Βρισκόμαστε ενάμιση χρόνο μετά την Αραβική Άνοιξη και την επονομαζόμενη Επανάσταση των Γιασεμιών της Τυνησίας· κυβερνά το ισλαμικό κόμμα Ennahdha· το νέο σύνταγμα της χώρας δεν έχει θεσπιστεί ακόμα και το κοσμικό κόμμα Nidaa Tounes θα ανέβει στην εξουσία ύστερα από δύο χρόνια, το 2014· η έριδα όσον αφορά το Ισλάμ και τη σύγχρονη τέχνη αποτελεί κομμάτι της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ελπίδας και ανησυχίας η οποία συνοδεύει την πολιτική μετάβαση της Τυνησίας.6

Το As If a Ruin, τοποθετημένο αντίκρυ στα ρωμαϊκά ψηφιδωτά, τα μόνιμα εκθέματα του μουσείου, φιλοτεχνημένα από τους ηγεμόνες και εκθεμελιωτές της αρχαίας Τύνιδας, θυμίζει σε όλους μας πόσο ευάλωτοι είμαστε στη χρήση της δύναμης. Παρά τη συνειρμική τους συνάφεια με την καθυπόταξη και την καταστροφή της πόλης ως έργων των Ρωμαίων κατακτητών, τα ψηφιδωτά περισσότερο υποβαθμίζουν παρά υπογραμμίζουν τη σημασία της αυτοκρατορικής βίας. Από την άλλη, το έργο της Favaretto αντανακλά την ίδια την εφήμερη φύση του πάνω στα κερματισμένα ψηφιδωτά, καθιστώντας τα δηλωτικά της πτώσης των κατακτητών, ως αποτέλεσμα όχι μόνο της παρέλευσης του χρόνου αλλά και της χρήσης βίας.7 Το «εφήμερο μνημείο» γεννά έναν διαφορετικό αντίλογο στην επιβολή της δύναμης· συνιστά μια σπονδή υλοποιημένη ως ένα αμφίσημο ερείπιο που συνυφαίνει στενότερα το παρελθόν με το παρόν, τον Καρχηδόνιο του τότε με τον Τυνήσιο του σήμερα. Εν τω μεταξύ, η λανθασμένη ταύτιση του έργου με την Κάαμπα απηχεί στο παρόν τη ρωμαϊκή κυριαρχία και τα δεινά της Καρχηδόνας και περιορίζει το εκφραστικό φάσμα της έκθεσης καθιστώντας τη «σχετικά με εμάς» (τους Τυνήσιους) αποκλειστικά ως φορείς μιας ισλαμικής κουλτούρας.8 Ερμηνευμένο ως σύμβολο της Κάαμπα, το έργο της Favaretto καταδεικνύει τη λεπτή γραμμή μεταξύ της διαχρονικότητας και της εύθραυστης φύσης ενός νευραλγικού συμβόλου του ισλαμικού πολιτισμού· μια γραμμή χαραγμένη υπό τη σκιά του νέου κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος, των βίαιων διαμαρτυριών των σαλαφιστών και των εκκλήσεων για μια κοσμική ηγεσία η οποία θα συνοδεύσει τη μετάβαση στην εποχή μετά την Αραβική Άνοιξη. Αν η ρωμαϊκή ηγεμονία με τη βία της κατάφερε να καταστρέψει τον αρχαίο καρχηδονιακό πολιτισμό υποκαθιστώντας την κουλτούρα του με τη δική της (χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας ήταν τα ψηφιδωτά), σε τι διαφοροποιείται η ισλαμική κουλτούρα; Από την άλλη, ακόμα κι αν προς το παρόν η ισλαμική κουλτούρα κυριαρχεί, όπως συνέβαινε με τους Ρωμαίους και τα μωσαϊκά τους, δεν διατρέχει κι αυτή τον κίνδυνο να μετατραπεί στο μέλλον σε ερείπιο με τη μορφή μιας παραπαίουσας Κάαμπα; Από αυτόν τον κίνδυνο απορρέει ένα ηθικό δίδαγμα που αφορά τα όρια της εξουσίας και τη δυναμική της βίας να επιφέρει μια εξίσου βίαιη ανταπόδοση. Συνεπώς, η εγκατάσταση του As If a Ruin στο Εθνικό Μουσείο της Καρχηδόνας μάς υπενθυμίζει πως η βία έχει αντίκτυπο τόσο στους ηττημένους όσο και στους νικητές, στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας σχέσης η οποία διαμορφώνει τον θεμελιώδη ηθικό κώδικα της δίκαιης τιμωρίας.

Η αναδρομή στο βίαιο παρελθόν ως μέσο αναχαίτισης της σύγχρονης βίας με γνώμονα τη διέπουσα ηθική της ισχύος αποτελεί ένα βασικό μοτίβο στη σκέψη της φιλοσόφου και ακτιβίστριας Simone Weil (1909-1943). Σε δοκίμιά της όπως το «The Power of Words» (Η ισχύς των λέξεων) του 1937 και το «The Iliad, or the Poem of Force» (Η Ιλιάδα, ή το ποίημα της δύναμης), γραμμένο σε τετράδιο στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και εκδομένο το 1940, η Weil κάνει αναδρομή στον Τρωικό Πόλεμο με σκοπό να διερευνήσει την ηθική της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας και βίας, ιδωμένης υπό το γόνιμο ποιητικό πρίσμα του ομηρικού έπους.9 Ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος του «Η ισχύς των λέξεων» είναι «Ne recommencons pas la guerrede Troie», που σημαίνει «Ας μην ξαναρχίσουμε τον Τρωικό Πόλεμο», φέρνοντας στον νου το θεατρικό έργο του Jean Giraudoux με τίτλο La guerre de Troie naura pas lieu, και καθιστά σαφή τον παραλληλισμό μεταξύ Τρωικού Πολέμου και σύγχρονου πολιτικού σκηνικού. Σε αυτό το δοκίμιο η Weil διερευνά διάφορες συγκρούσεις του καιρού της (ταξικές συγκρούσεις, τη σύγκρουση μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού κ.ά.) με γνώμονα αυτό που εκείνη αποκαλεί «εξωπραγματικό χαρακτήρα» των στόχων τους.10 Ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τρώων, επισημαίνει η Weil, διεξήχθη για τη διεκδίκηση ενός συμβόλου, της Ελένης· στο σύγχρονο συγκρουσιακό σκηνικό «τον ρόλο της Ελένης διαδραματίζουν λέξεις που ξεκινούν με κεφαλαίο γράμμα» – για παράδειγμα, Έθνος, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός, Δημοκρατία, Τάξη.11 Η Weil θεωρεί πως για να αποτραπεί η χρήση αυτών των όρων είτε ως λάβαρων είτε ως όπλων είναι αναγκαία η σωκρατική τους ανάλυση, έτσι ώστε, αφού οριστούν με σύνεση και αναλυθούν με ακρίβεια, το κεφαλαίο τους γράμμα να υποβιβαστεί σε μικρό και η ικανότητά τους να παραπλανούν να εξανεμιστεί.

Το ομηρικό έπος βρίσκεται στο επίκεντρο της Ιλιάδας της Weil, όπου «πραγματικός πρωταγωνιστής» είναι η δύναμη, όπως αναφέρει και η συγγραφέας στην εναρκτήρια πρόταση του δοκιμίου. Η αρχαιοελληνική αντίληψη περί δύναμης, υποστηρίζει η Weil, εδραζόταν στην αρχή της αντιστάθμισης, της ισορροπίας. Η κατάχρηση αυτής της δύναμης επέφερε δίκαιη τιμωρία στον υπαίτιο. Η Weil χρησιμοποιεί το ομηρικό ποίημα ως σημείο αναφοράς για την κριτική αξιολόγηση των σύγχρονων συσχετισμών εξουσίας και των ιδεολογιών, καθώς σχολιάζει εμμέσως τη σύγχρονη βία. Ας αναλογιστούμε τη διάσημη εκδοχή της Weil για τον ομηρικό στίχο όπου η Ανδρομάχη διατάζει τις υπηρέτριές της να ετοιμάσουν το ζεστό λουτρό για τον Έκτορα, ο οποίος είχε ήδη πέσει νεκρός χωρίς εκείνες να το γνωρίζουν: «Όλη σχεδόν η ζωή των ανθρώπων, και τότε και τώρα, συμβαίνει μακριά από ζεστά λουτρά».12

Οι αναφορές της Weil στην κλασική αρχαιότητα, όμως, δεν σταματούν στην Ελλάδα· στα γραπτά της αρθρώνει εκτενή και κριτικό λόγο και για τη Ρώμη. Αυτό γίνεται ορατό και στο χωρισμένο σε τρία μέρη δοκίμιό της «The Great Beast: Some Reflections on the origins of Hitlerism» (Το μεγάλο θηρίο: Προβληματισμοί για τις απαρχές του χιτλερισμού), γραμμένο την ίδια περίοδο με το «Η ισχύς των λέξεων» και το «Η Ιλιάδα, ή το ποίημα της δύναμης» και εκδομένο στο σύνολό του μετά τον θάνατό της. Εδώ η Weil εντάσσει τις συγκρούσεις της αρχαιότητας στο σύγχρονο διαλεκτικό πεδίο και προσφέρει μια αναλυτική αντιπαραβολή μεταξύ της χιτλερικής Γερμανίας και της αρχαίας Ρώμης, δίνοντας έμφαση στην καταστροφή της Καρχηδόνας και στην αποικιοκρατική καταπίεση επί των Ελλήνων ως τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα ρωμαϊκής βαρβαρότητας και βίας.13 Η Weil προσανατολίζεται στον ίδιο παραλληλισμό και σε ένα άλλο δοκίμιο, από το 1939, με τίτλο «Cold War Policy in 1939» (Η πολιτική του ψυχρού πολέμου το 1939). Σε αυτό μας παρουσιάζει μια πολιτική τραγωδία η οποία ήδη εκτυλισσόταν στην Ευρώπη, αξιολογώντας την από ευρύτατη ιστορική σκοπιά.14 Ξεχάστε τις επιδρομές των βαρβάρων, τον Εκατονταετή Πόλεμο, τη βασιλεία του Καρόλου Ε’, του Λουδοβίκου ΙΔ’ και του Ναπολέοντα· για τη Weil, σημείο αναφοράς αποτελεί μια συγκεκριμένη τραγωδία:

Για να συναντήσουμε μια άλλη τέτοια περίοδο στην ιστορία κατά την οποία άνθρωποι ανεξαρτήτως γνωρισμάτων, πολίτες χωρών μιας τεράστιας επικράτειας, αγωνιούσαν στον ίδιο βαθμό στο πρόσωπο μιας πολιτικής απειλής, θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε στην περίοδο κατά την οποία η Ρώμη ισοπέδωνε την Καρχηδόνα και γονάτιζε την Ελλάδα. Πρόκειται για μια εποχή τόσο καθοριστική, ώστε ακόμα βιώνουμε τις συνέπειές της, ασχέτως αν συνεχίζουμε να μην έχουμε αποκτήσει συνείδηση της βαρύτητάς της. Μέχρι σήμερα, τίποτα δεν έχει συμβεί που να μπορεί να συγκριθεί με εκείνα τα γεγονότα.15

Παρά τις όποιες διαφορές στα παραδείγματα που παραθέτει –Ελλάδα και Τροία, Ρώμη και Καρχηδόνα– κοινός παρονομαστής των διάφορων δοκιμίων της Weil είναι η προσήλωσή της σε έναν ηθικό κώδικα ο οποίος εδράζεται τόσο στις σπουδές της στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία και ιστορία όσο και στον μυστικισμό της χριστιανικής της πίστης.16 Τόσο στο δοκίμιο περί της Ιλιάδας όσο και στο «Μεγάλο θηρίο» η Weil καθιστά σαφή την απόρριψη του ρωμαϊκού μοντέλου, εγκωμιάζοντας την Ελλάδα και την ενδοσκοπική της προσέγγιση στις πράξεις βίας, τόσο ως θύμα όσο και ως αυτουργός τους. Για τη Weil η τέχνη αποτελεί το μέσο με το οποίο οι Έλληνες αποζητούν εξιλέωση για τις βιαιοπραγίες του παρελθόντος, αναγνωρίζοντας τις επιπτώσεις τους, εμφυσώντας κάλλος σε αυτές και καθιστώντας τες αφετηρίες ηθικών διδαγμάτων. Αντιθέτως, οι Ρωμαίοι διαιωνίζουν την αποτρόπαιη βία μέσω της πολιτικής υποκρισίας, της βαρβαρότητας, της προπαγάνδας και της αυταπάτης. Για τη Weil, ακροατήριο της οποίας ήταν η Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’30, τόσο η Τροία όσο και η Καρχηδόνα αποτελούσαν ακλόνητα σημεία αναφοράς όχι μόνο σε σχέση με την επιθετικότητα της χιτλερικής Γερμανίας, αλλά και όσον αφορά το ηθικό ζήτημα της γαλλικής αποικιοκρατικής βίας. Σε μια φορτισμένη επιστολή της κατά τα τέλη του 1939 ή τις αρχές του 1940 προς τον Jean Giraudoux, ο οποίος τότε εκτελούσε καθήκοντα γενικού επιτρόπου πληροφοριών, η Weil αποδοκίμαζε έντονα τη βία της γαλλικής αποικιοκρατίας.17 Σε αυτή την επιστολή η Weil κάνει χρήση πολλών αναφορών στην κλασική αρχαιότητα επιχειρώντας να εγκαλέσει τη γαλλική κυβέρνηση, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην αιματηρή κατάπνιξη της εξέγερσης των εργατών σε ορυχεία της κεντρικής Τυνησίας το 1938.18 Στη συνέχεια, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί πως ζει σε μια ιστορική περίοδο συγγενική εκείνης της αρχαίας Ρώμης και της βίας της, κατά την οποία ο ελληνικός ηθικός κώδικας έχει εξανεμιστεί, όπως και η έμφασή του στην αντιστάθμιση και στην ισορροπία. Η Weil, αποκρινόμενη σε αυτή την κατάσταση, στρέφεται στην ανάκτηση των ελληνικών αρετών από κουλτούρες εκτός δυτικού πλαισίου, υποστηρίζοντας πως οι γαλλικές αποικίες στην Ινδονησία και στη Βόρεια Αφρική ήταν αυτές που κατάφεραν να διδάξουν το «ελληνικό πνεύμα» στους «ρωμαιοτραφείς» Ευρωπαίους καταπιεστές τους.

 

Ελληνικά γράμματα

Διαδηλώσεις στην Τύνιδα εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας, 9 Απριλίου 1938. Εθνικό Αρχείο Τυνησίας, Τύνιδα

Αν παρατηρήσουμε το εξώφυλλο του Pre-War Notebook (Προπολεμικό τετράδιο) της Weil, το οποίο γράφτηκε μεταξύ 1933 και 1939, θ’ ανακαλύψουμε ένα μωσαϊκό αρχαίων ελληνικών γραμμάτων που συνθέτουν αποφθέγματα αντλημένα από την Ιλιάδα του Ομήρου, από την αρχαία ελληνική τραγωδία και από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα και φιλόσοφο Μάρκο Αυρήλιο. Δύο από αυτά ξεχωρίζουν, κατέχοντας περίοπτη θέση και τα μεγαλύτερα γράμματα:

ἀεὶ ὁ θεὸς γεωμετρεῖ (Ο Θεός πάντα γεωμετρεί)
δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω (δώσε μου κάπου να σταθώ και θα κινήσω τη γη)19

Το πρώτο, το οποίο αποδίδεται στον Πλάτωνα, προδίδει την άμεση συνάφεια μεταξύ πλατωνικής φιλοσοφίας και γεωμετρίας. Το δεύτερο, το οποίο αποδίδεται στον Αρχιμήδη, αποτελεί το αξίωμα που διέπει την έννοια της ισορροπίας στη φυσική. Όταν η Weil μνημονεύει τον Αρχιμήδη στις σελίδες του τετραδίου της, προσθέτει μια πολιτιστική και πολιτική πτυχή σε αυτό το τσιτάτο μαθηματικής σοφίας:

Κάπου να σταθώ: η άσκηση της αντίρροπης δύναμηςη βασική αρχή της ισορροπίαςΗ Ελλάδα ήταν η νεότητα της ανθρωπότητας. Αλίμονο όμως, η ενηλικίωση που υποσχόταν δεν έφτασε ποτέ.20

Ο νοσταλγικός τόνος της Weil για το χαμένο ελληνικό όνειρο είναι έκδηλος σε όλα τα γραπτά της, όπου συχνότατα δίνεται έμφαση στην ιδέα της ισορροπίας και της θείας δίκης. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το δοκιμίο περί Ιλιάδας η Weil προβαίνει σε περαιτέρω ανάλυση:

Αυτή η θεία δίκη, η οποία διαθέτει γεωμετρική αυστηρότητα και η οποία τίθεται σε αυτόματη εφαρμογή, τιμωρώντας την κατάχρηση της δύναμης, ήταν ο βασικός άξονας της ελληνικής σκέψης. Είναι η ψυχή του έπους. Ενσαρκωμένη ως Νέμεσις, λειτουργεί ως πυλώνας των τραγωδιών του Αισχύλου. Από τους πυθαγόρειους μέχρι τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ήταν ο πνευματικός βατήρας στοχασμού πάνω στη φύση του ανθρώπου και του σύμπαντος. Συναντούμε τη γνώριμη αυτή έννοια οπουδήποτε διείσδυσε ο ελληνισμός. Πιθανώς να είναι η ίδια έννοια που στις γαλουχημένες από τον βουδισμό χώρες της Ανατολής διαιωνίστηκε μετονομασμένη ως κάρμα. Η Δύση, ωστόσο, την έχει ξεχάσει. […] Στη Δύση οι ιδέες του ορίου, του μέτρου και της ισορροπίας, αξίες που θα έπρεπε να διέπουν τον ανθρώπινο βίο, είναι λειτουργικά υποβαθμισμένες στην υπηρεσία ενός τεχνικής φύσεως λεξιλογίου.21

Οι ηθικές επιταγές του ελληνικού πνεύματος έχουν λησμονηθεί από τη Δύση και οι απορρέουσες αρετές της ισορροπίας, του ορίου και του μέτρου έχουν περιέλθει στην κυριότητα του «τεχνικού», του χειροπιαστού. Ο δυτικός πολιτισμός εν γένει έχει υποστεί μια μετατροπή όμοια με εκείνη των έμψυχων όντων τα οποία η αλόγιστη δύναμη μετατρέπει σε αντικείμενα.

Στην Ιλιάδα της η Weil αναπτύσσει τους συσχετισμούς μεταξύ ισορροπίας και απονομής δικαιοσύνης κινούμενη μεθοδικά και εξηγώντας πώς η δύναμη μετατρέπει τους ανθρώπους σε αντικείμενα. Ξεκινά με την απλούστερη περίπτωση –την «κυριολεκτική» περίπτωση, κατά την ίδια–, τότε που η δύναμη καθιστά έναν άνθρωπο πτώμα.22 Συνεχίζοντας όμως περιγράφει μια άλλη εκδοχής της, μια εκδοχή «εξαιρετικής βαρύτητας», όπως γράφει: τη δύναμη που μετατρέπει ένα ανθρώπινο ον σε αντικείμενο όσο ακόμα ζει. Η Weil παραθέτει μια σειρά χαρακτηριστικών παραδειγμάτων. Σε πρώτη φάση, ο Τρώας πρίγκιπας Λυκάονας υποβαθμίζεται σε αντικείμενο όταν, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αχιλλέα, του αφαιρείται η ανθρώπινη υπόσταση, όντας αντιμέτωπος με τη φρίκη της αναπότρεπτης μοίρας του επικείμενου θανάτου του: «Συνεχίζει και ανασαίνει, μόνο που πια είναι άψυχη ύλη· συνεχίζει και σκέφτεται, μόνο που η σκέψη είναι αδύνατη».23 Έπεται ο βασιλιάς Πρίαμος τη στιγμή που ικετεύει τον Αχιλλέα για την επιστροφή του ατιμασμένου κορμιού του γιου του του Έκτορα. Ωστόσο, ο Πρίαμος υποβαθμίζεται σε αντικείμενο μόνο προσωρινά, μιας και «όταν εισακούεται η παράκληση ενός ικέτη τότε εκείνος γίνεται άνθρωπος ξανά».24 Όμως, υπάρχουν και εκείνοι που, σε αντίθεση με τον Λυκάονα ή τον Πρίαμο, δεν λυτρώνονται από τη δυστυχία τους μέσω του θανάτου ή της ανταπόκρισης:

Υπάρχουν όμως κι άλλα, πιο άτυχα όντα τα οποία έχουν καταντήσει αντικείμενα για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο χρόνος των ημερών τους δεν τους ανήκει, ούτε και ο χώρος, καμία θέση μέσα τους για τίποτε αυθόρμητο.

Στη συνέχεια, η Weil παραθέτει διάφορα αποσπάσματα όπου περιγράφονται οι ηττημένες Τρωάδες –η Κασσάνδρα και η Ανδρομάχη– οι οποίες θα αιχμαλωτιστούν ως σκλάβες όταν πέσει η Τροία.

Η Weil, αφού σκιαγραφεί τη θέση του σκλάβου καθώς και την παρελκόμενη συναισθηματική υποταγή στο πρόσωπο του αφέντη, στρέφεται στον ίδιο τον καταπιεστή. Διακηρύσσει με έμφαση τους κινδύνους της βίας γι’ αυτούς που την ασκούν: «Η ικανότητά της να υποβαθμίζει τον άνθρωπο σε αντικείμενο είναι διττή και η άσκησή της δίκοπο μαχαίρι. Τόσο ο θύτης όσο και το θύμα μετατρέπονται σε πέτρα –στον ίδιο βαθμό– ακόμα κι αν καταλήγουν έτσι με διαφορετικό τρόπο».25 Όσοι καταφεύγουν στη βία τρέφουν την ψευδαίσθηση πως κατέχουν το μονοπώλιο στη χρήση της. «Η δύναμη δεν είναι κτήμα κανενός», γράφει η Weil. «Δεν υπάρχει κανείς, ούτε ένας, που να μην αναγκαστεί κάποια στιγμή να σκύψει το κεφάλι στη βία».26 Η μέθη που κυριεύει εκείνους που χρησιμοποιούν βία είναι το βέβαιο σημάδι πως την άσκησαν αμέτρως· διέπραξαν ύβριν, και συνέπεια της συμπεριφοράς τους είναι η απώλεια του ελέγχου: «Έκαναν χρήση περισσότερης δύναμης απ’ ό,τι τους αναλογούσε στην πραγματικότητα. Αναπόφευκτα, έχασαν το μέτρο, επειδή δεν γνώριζαν πως αυτό υφίσταται. Και πλέον τους παρατηρούμε έρμαια της τύχης, χωρίς επιστροφή. Ξαφνικά τα αντικείμενα σταματούν να τους υπακούν».27 Αυτή η υπερβολή, αυτή η ύβρις, επισύρει τη δίκαιη τιμωρία από τη θεά Νέμεσιν.

Προς το τέλος του δοκιμίου περί Ιλιάδας η Weil μαρτυρά την προοπτική της λύτρωσης η οποία ενδεχομένως εμπεριέχεται στη σχέση μεταξύ εκείνου που ασκεί τη βία και του θύματός του:

Η υπέρτατη αίγλη όλων των πολέμων, ο θρίαμβος και η αγνότερη αγάπη απ’ όλες είναι η φιλία που κατακλύζει τις καρδιές θανάσιμων εχθρών. Είναι η φιλία που κατευνάζει τη δίψα για εκδίκηση για τον θάνατο ενός γιου, ενός φίλου. Ακόμα πιο θαυμαστό είναι πως γεφυρώνει το χάσμα που χωρίζει τον ικέτη και τον ευεργέτη, τον ηττημένο και τον νικητή. […] Τέτοιες στιγμές σπανίζουν στην Ιλιάδα, αλλά είναι αρκετές ώστε να μας κάνουν να βιώσουμε με εξαιρετική θλίψη την απώλεια όλων αυτών που έχει εξοντώσει η βία και αυτών που πρόκειται να εξοντώσει. […] Η έσχατη ένδεια και η δυστυχία όλων των ανθρώπων παρουσιάζεται χωρίς περιστροφές ή υπεροψία· κανείς δεν ξεπερνά την κοινή ανθρώπινη στάθμη ούτε και βυθίζεται κάτω από αυτή, και η καταστροφή συνεπάγεται μεταμέλεια. Ισαπέχουμε τόσο από τους νικητές όσο και από τους ηττημένους, χαρακτηριζόμαστε από κοινά σημεία αναφοράς και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ήρωες παρουσιάζονται όμοιοι τόσο του ποιητή όσο και του ακροατηρίου του.

Τα δύο αποσπάσματα που απουσιάζουν από το παραπάνω κείμενο συνδέουν τη συζήτηση περί ισορροπίας μεταξύ των θυτών και των θυμάτων της βίας, με την επίδρασή της στην Ιλιάδα ως έργο τέχνης. Η Weil χρησιμοποιεί την ιδέα της «πικρίας» ως μια ενστικτώδη ή νομοτελειακή ένδειξη ταύτισης η οποία απαντάται στα έργα τέχνης:

Αυτό είναι που κάνει την Ιλιάδα ένα μοναδικό ποίημα· αυτή η πικρία που απορρέει από τον συμμερισμό και στέφει, όπως το φως του ήλιου, όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως. Το ύφος ολόκληρου του ποιήματος είναι διαποτισμένο από αυτή την πικρία, η οποία όμως ποτέ δεν εκφυλίζεται σε δυσαρέσκεια. Η δικαιοσύνη και η αγάπη, για τις οποίες υπάρχει ελάχιστος χώρος σε αυτό το σκηνικό των άκρων και της άδικης βίας, συνεχίζουν ν’ απλώνουν παντού το φως τους και γίνονται αισθητές αποκλειστικά από τη χροιά του έπους. Τίποτα πολύτιμο δεν καταφρονείται, είτε είναι προορισμένο να χαθεί είτε όχι.

Η Weil, υπογραμμίζοντας το γεγονός πως οι Έλληνες ποιητές, από τον Όμηρο κι έπειτα, χαλιναγώγησαν την αισθητική ισχύ της πικρίας, συμβάλλει σε μια νίκη της ηθικότητας εν μέσω της βίας και του μαρτυρίου των ημερών της, στα χέρια της χιτλερικής Γερμανίας και της γαλλικής αποικιοκρατίας. Στον πυρήνα αυτής της αντίστιξης, της ιδέας, δηλαδή, της σύντηξης μαρτυρίου και κάλλους, βρίσκεται η βαθιά προσήλωση της Weil στην ιδέα της ισορροπίας ως μέσου νομής δικαιοσύνης. Οι ποιητές, τόσο ο Όμηρος όσο και οι τραγωδοί, επαναπροσδιόρισαν τη λεηλασία της Τροίας ως έναν τρόπο να εξαχθούν ηθικά διδάγματα όσον αφορά το πρόβλημα της βίας. Ωστόσο, για τη Weil η αντιπαραβολή της Ρώμης και της καταστροφής της Καρχηδόνας με την άνοδο του χιτλερισμού και τη βία της γαλλικής αποικιοκρατικής ηγεμονίας δεν προσφέρει καμία προοπτική έστω και μιας πικρής νίκης.

 

Ρωμαίοι σκλάβοι

Εικόνα XXXXIII από τις Ελληνιστικές – Βυζαντινές Μινιατούρες της Ιλιάδας (Ilias Ambrosiana) (5ος αιώνας, αντίγραφο 1955). Kunstbibliothek—Staatliche Museen zu Berlin

Προς το τέλος του δοκιμίου περί Ιλιάδας η Weil απαντά (εν μέρει) στο ερώτημα πώς «εμείς», οι φαινομενικά δυτικοί κληρονόμοι της ελληνικής παράδοσης, λησμονήσαμε τις έννοιες της ισορροπίας και της θείας δίκης, και προβαίνει σε μια γενεαλογική παράθεση των διαδόχων της Ιλιάδας, από την αρχαία τραγωδία μέχρι τα χριστιανικά ευαγγέλια – «την έσχατη αξιοζήλευτη έκφανση της ελληνικής ιδιοφυΐας», όπως το θέτει η ίδια.28 Η Weil υποστηρίζει πως τα συγκεκριμένα κείμενα ήταν προικισμένα με το «ελληνικό πνεύμα», όμως «το μόνο που απέμεινε από αυτό το πνεύμα, μετά την καταστροφή της Ελλάδας, ήταν μια ισχνή υποψία του».29 Η Weil συνεχίζει την επιχειρηματολογία της αντιπαραβάλλοντας Έλληνες και Ρωμαίους, χριστιανισμό και ιουδαϊσμό:

Οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι θεωρούσαν πως οι ίδιοι εξαιρούνταν από το κοινό πεπρωμένο της ανθρωπότητας, τη δυστυχία. Οι Ρωμαίοι έβλεπαν τη χώρα τους ως το έθνος που διάλεξε η μοίρα για να διαφεντέψει τον κόσμο. Στην περίπτωση των Εβραίων, ο Θεός ήταν αυτός που τους κατέστησε περιούσιο λαό και η διατήρηση της εξέχουσας θέσης τους εξαρτιόταν από την υπακοή τους σε Αυτόν. Οι ξένοι, οι εχθροί, οι κατακτημένοι λαοί, οι υποτελείς, οι σκλάβοι ήταν αντικείμενα περιφρόνησης για τους Ρωμαίους, οι οποίοι ποτέ δεν δημιούργησαν έπη ή τραγωδίες. Στη Ρώμη τη θέση των τραγωδιών πήραν οι αγώνες των μονομάχων.30

Ο πύρινος λόγος περί «Εβραίων», προερχόμενος από την εβραϊκής καταγωγής αλλά εν μέρει καθολική μυστικίστρια Weil, έτυχε της εξονυχιστικής εξέτασης λογίων και φιλοσόφων όπως ο Emmanuel Levinas και ο Martin Buber. Από την άλλη, η σκιαγράφηση της ρωμαϊκής εξουσίας δεν απέσπασε την ίδια προσοχή.31 Παρόλο που οι Έλληνες ασπάζονταν την ύπαρξη ενός δυναμικού συστήματος ισορροπίας και θείας δίκης ως θεμελιώδους μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης και ηθικής επιταγής, οι Ρωμαίοι, όντας απλώς μιμητές των Ελλήνων όσον αφορά τις έννοιες της αρετής, κατά την άποψη της Weil, δεν ασπάστηκαν το ίδιο σύστημα, ασχέτως αν θα μπορούσαν. Η φύση τους ως μιμητών καταδεικνύεται από αυτό που η Weil θεωρούσε δευτερογενή υφή της γραμματείας τους («δεν δημιούργησαν έπη ή τραγωδίες»). Τη στιγμή που ο Όμηρος και οι τραγωδοί αφηγούνταν με πικρία την Πτώση της Τροίας περιγράφοντάς την όχι ως ένδοξη νίκη των Ελλήνων ηρώων του παρελθόντος αλλά ως αφετηρία ενός ηθικού κώδικα, οι ρωμαϊκές αφηγήσεις της καταστροφής της Καρχηδόνας κηλιδώνονταν από την προσήλωσή τους στην αυτοκρατορική προπαγάνδα.

Για να κατανοήσουμε τη στηλίτευση της ρωμαϊκής κουλτούρας από τη Weil θα χρειαστεί να διευρύνουμε την ανάλυσή μας και να στρέψουμε το βλέμμα μας πέρα από το «Η Ιλιάδα, ή το ποίημα της δύναμης», σε ένα άλλο έργο της από την ίδια περίοδο. Το διαιρεμένο σε τρία μέρη δοκίμιο με τίτλο «Το μεγάλο θηρίο: Προβληματισμοί για τις απαρχές του χιτλερισμού» συνιστά μια εκτεταμένη συγκριτική ανάλυση μεταξύ του αρχαίου ρωμαϊκού κράτους και της ανόδου της χιτλερικής Γερμανίας. Από τα τρία μέρη του δοκιμίου, μόνο το δεύτερο, με τίτλο «Χίτλερ και ρωμαϊκή εξωτερική πολιτική», εκδόθηκε όσο ζούσε η Weil. Είδε το φως της δημοσιότητας τον Ιανουάριο του 1940, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου «ψευτοπολέμου», της εννιάμηνης περιόδου αδράνειας που μεσολάβησε μεταξύ της γερμανικής κατάκτησης της Πολωνίας και της εισβολής στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Τα άλλα δύο μέρη δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τον σκόπελο της λογοκρισίας: το πρώτο πιθανώς εξαιτίας της αντιπατριωτικής κριτικής που ασκούσε στην «αιώνια Γαλλία» και το τρίτο εξαιτίας της άποψης της Weil πως αν η Γαλλία νικούσε τη Γερμανία χωρίς να εγκαταλείψει τα ρωμαϊκά ιδεώδη θα γινόταν απλώς μια άλλη Γερμανία.32

Στην αρχή σχεδόν της πλήρους έκδοσης του «Μεγάλου θηρίου» η Weil δηλώνει πως «Η χιτλερική Γερμανία δεν έμοιαζε τόσο με την προ δύο χιλιάδων ετών Γερμανία όσο με τη Ρώμη».33 Στο εκδομένο δεύτερο μέρος η Weil εξερευνά σε βάθος αυτή την αντιπαραβολή:

Οι Ρωμαίοι […] επιστράτευσαν με επιτυχία, συστηματικότητα, υστεροβουλία και προμελέτη μέσα στυγνής βαρβαρότητας, εναλλάσσοντάς τα ή συνδυάζοντάς τα με αναίσχυντη διπροσωπία και υποκριτική προπαγάνδα. Με άκαμπτη βούληση θυσίαζαν τα πάντα στον βωμό του γοήτρου· ήταν μονίμως ασυνθηκολόγητοι στο πρόσωπο του κινδύνου και δυσανεκτικοί στον οίκτο ή σε οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα. Γνώριζαν πώς να μετέλθουν τον τρόμο ώστε να αλλοιώσουν τις ίδιες τις ψυχές των αντιπάλων τους· πώς να τους υπνωτίσουν με ψεύτικες ελπίδες πριν τους υποδουλώσουν με τη βία των όπλων. Τέλος, εφάρμοζαν την πολιτική του μεγάλου ψεύδους με τέτοια δεξιοτεχνία, ώστε να την επιβάλουν και στις επόμενες γενιές· αυτό το ψέμα το πιστεύουμε μέχρι σήμερα.34

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ο Αχιλλέας μεταφέρει το σώμα της αμαζόνας Πενθεσίλειας (1954), γραφίτης σε χαρτί, 28,4 × 20,2 εκ. Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Αθήνα

Η Weil παραθέτει διάφορα παραδείγματα ενδεικτικά της πολιτικής διπλοπροσωπίας, της βαρβαρότητας, των προπαγανδιστικών μεθόδων και της εμμονής της Ρώμης με το γόητρο, κάθε φορά που η αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει εξωτερικούς εχθρούς. Η έμφαση που δίνεται στον τρόμο παραπέμπει στο δοκίμιο περί Ιλιάδας και στην ανάλυση της δύναμης που γίνεται σε αυτό. Στη συνέχεια, η Weil, μελετώντας και παραθέτοντας εκτενώς αρχαίες πηγές (αντλώντας κυρίως από Τα Ρωμαϊκά του Αππιανού, από τον 2ο αιώνα μ.Χ.), δραματοποιεί τη ρωμαϊκή φαυλότητα, χρησιμοποιώντας ως πρωταρχικά παραδείγματα την καταστροφή της Καρχηδόνας και την προσάρτηση της Ελλάδας τον 2ο αιώνα π.Χ. Οι περιγραφές της, εξαιρετικά ηθικολογικές ενδεχομένως, δεν παρέκκλιναν δραστικά από τις πηγές της. Η καταστροφή της Καρχηδόνας, παρατηρεί η Weil, ήταν συνέπεια του Τρίτου Καρχηδονιακού Πολέμου και ενός ιδιαίτερου συγκερασμού υποκρισίας και βαρβαρότητας στον οποίο οι Ρωμαίοι κατέφευγαν μόνο όταν ήταν αποφασισμένοι να καταστρέψουν ολοσχερώς τα θύματά τους – να τους αφαιρέσουν την ανθρώπινη υπόσταση.

Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης που τερμάτισε τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο (218-201 π.Χ.), στον οποίο νίκησαν οι Ρωμαίοι, η Καρχηδόνα έπρεπε να δεχτεί συμμαχία με τη Ρώμη και να μην εμπλακεί σε κανέναν πόλεμο χωρίς πρώτα να έχει ζητήσει την άδεια της συμμάχου. Τελικά, έπειτα από πολυετείς επιθέσεις του γειτονικού βασιλείου της Νουμιδίας, το 150 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι ανταπέδωσαν (και ηττήθηκαν). Η πράξη τους στάθηκε αφορμή για την κήρυξη πολέμου από τους Ρωμαίους. Η Καρχηδόνα έστειλε πρέσβεις στη Ρώμη να ικετεύσουν για ειρήνη. Στις κακόπιστες, από πλευράς Ρωμαίων, διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν απαιτήθηκαν τριακόσια παιδιά των Καρχηδονίων και η παράδοση του οπλοστασίου της πόλης. Εντέλει, το τελεσίγραφο των Ρωμαίων υπαγόρευε την εγκατάλειψη της Καρχηδόνας και τη μετεγκατάστασή της δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, κάτι που θα σήμαινε το τέλος της οικονομίας της πόλης-λιμανιού. Οι Ρωμαίοι δεν δίστασαν να προβάλουν και το επιχείρημα πως όλα αυτά θα γίνονταν για το καλό των Καρχηδονίων. Η Weil αποσαφηνίζει τη θέση της προβαίνοντας σε μια διπλή σύγκριση, τόσο με τους Έλληνες όσο και με τον Χίτλερ:

Οι ύπατοι δεν τους επέτρεψαν καν να παρουσιαστούν μπροστά στη Σύγκλητο ώστε να παρακαλέσουν μια τελευταία φορά. Τους εξήγησαν πως η διαταγή για την ισοπέδωση της πόλης είχε δοθεί με γνώμονα το συμφέρον των ίδιων των Καρχηδονίων. Αυτού του τύπου ο προσχηματικός εξευγενισμός της αχρειότητας ήταν παντελώς άγνωστος στους Έλληνες, και χρειάστηκε να έρθει το 1933 για να τον βιώσουμε ξανά σε ανάλογη κλίμακα. Έπειτα από αυτό οι Καρχηδόνιοι απελπίστηκαν.35

Σύμφωνα με την περιγραφή του περιστατικού από τη Weil, οι Καρχηδόνιοι μέχρι την εξόντωσή τους υπέμειναν μια φριχτή περίοδο φόβου και απώλειας της ανθρώπινης υπόστασής τους, όπως συνέβη και με τον Λυκάονα λίγο πριν τον σκοτώσει ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα. Όσο για τις αντιπαραβολές με το παρόν, η συγκεκριμένη είναι μια από τις πολλές που απαντώνται στο «Μεγάλο θηρίο». Για παράδειγμα, η Weil παραλληλίζει τις ικεσίες για ειρήνη των απεσταλμένων των Καρχηδονίων μπροστά στη ρωμαϊκή Σύγκλητο με τα γεγονότα της 14ης Μαρτίου 1939, όταν ο Χίτλερ κάλεσε στο Βερολίνο τον Emil Hácha, πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας.

Οι συγκλητικοί, οι πρεσβύτεροι και οι ιερείς της Καρχηδόνας κλήθηκαν να παρουσιαστούν στους ύπατους, ενώπιοι του ρωμαϊκού στρατού. Η σκηνή που ακολούθησε, έτσι όπως την εξιστορεί ο Αππιανός, διαθέτει τραγικότητα σαιξπηρικής κλίμακας και συνιστά μια παραπλήσια, αλλά πολύ πιο στυγερή, εκδοχή των αφηγήσεων της επίσκεψης του Hácha στον Χίτλερ.36

Η Weil συνεχίζει να αντιπαραβάλλει γεγονότα της αρχαίας περιόδου με σύγχρονα, αντλώντας αυτή τη φορά αναλογίες από την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Γράφει, για παράδειγμα, πως «ο τρόμος που κατέλαβε τους Έλληνες είναι όμοιος, αν και πολλαπλάσιος, με εκείνον των χωρών που απειλούνται από τον Χίτλερ».37 Παρά τις προεκτάσεις στη νεότερη εποχή, η Weil διαχωρίζει την κατάκτηση της Ελλάδας από την καταστροφή της Καρχηδόνας, όχι μόνο εξαιτίας της ρωμαϊκής πολιτικής απέναντι στους Έλληνες, μιας πολιτικής όχι τόσο ισοπέδωσης όσο αποικιοκρατική προσάρτησης, αλλά επειδή οι αρχαίες πηγές που διαθέτουμε προέρχονται τόσο από Ρωμαίους όσο και από κατακτημένους Έλληνες, όπως ο ιστορικός Πολύβιος. Η Weil σημειώνει: «Γνωρίζουμε τη ρωμαϊκή ιστορία αποκλειστικά από τους ίδιους τους Ρωμαίους και από τους Έλληνες υποτελείς τους, που ήταν υποχρεωμένοι, οι δόλιοι, να κολακεύσουν τους αφέντες τους».38

Η προκείμενη κολακεία των Ελλήνων υποτελών παραπέμπει σε έναν θεματικό άξονα ο οποίος απαντάται συχνά στο «Μεγάλο θηρίο» και στην Ιλιάδα της Weil: στη σπουδαιότητα του γοήτρου. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ρώμη επιδίωκαν να γιγαντώσουν το γόητρό τους μέσω του επεκτατισμού και του ελέγχου μιας τεράστιας επικράτειας. Στην περίπτωση της Ιλιάδας, το γόητρο των ηρώων δεν τους επέτρεπε να διακρίνουν τα όρια της δύναμης που τους αναλογούσε. Η εξουσία ενός ήρωα, όπως αυτή της Ρώμης και του Χίτλερ, κάποτε στερεύει. Εν τω μεταξύ, υπάρχουν και άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορεί αυτή να αποσαθρωθεί. Έναν από αυτούς εξηγεί η Weil στο δοκίμιο περί Ιλιάδας αλλά και στο «Μεγάλο θηρίο», συνεχίζοντας την επιχειρηματολογία που είχε ξεκινήσει στο «Η ισχύς των λέξεων»: αναφέρει, λοιπόν, πώς οι μηχανισμοί της πολιτικής καταπίεσης οι οποίοι μετέρχονται το «μεγάλο ψεύδος» της προπαγάνδας με την προοπτική να ασκήσουν και πολιτισμικό έλεγχο μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους καταπιεζόμενους εναντίον των καταπιεστών τους. Για παράδειγμα, η Weil επισημαίνει πώς η ρωμαϊκή κουλτούρα της προπαγάνδας έδρασε ως κακέκτυπο του ελληνικού ιδανικού της ισορροπίας. Αποκαλεί όλους τους Ρωμαίους «γεννημένους προπαγανδιστές στην υπηρεσία της Ρώμης» για τους οποίους «η Ρώμη ερχόταν πριν από οτιδήποτε άλλο» και «η πνευματική ζωή συνιστούσε αποκλειστικά έκφραση της θέλησης για εξουσία».39 Οι κατακτημένοι Έλληνες συγγραφείς, από την άλλη, δεν ανήκαν στην ίδια κατηγορία. Στη λεηλασία της Κορίνθου ο Πολύβιος 

είδε με τα ίδια του τα μάτια το μεγαλείο της πόλης να καταρρέει. Η Ελλάδα υποβαθμίστηκε σε αποικιακό καθεστώς και οι Έλληνες περιήλθαν στην κατάπτωση της οποίας έγιναν μάρτυρες οι Λατίνοι συγγραφείς της αυτοκρατορικής εποχής. Εκείνη την περίοδο, το ελληνικό πνεύμα, το οποίο, παρά την όποια παρακμή, ήταν ακόμα ζωντανό σε όλο το διανοητικό φάσμα του 3ου αιώνα π.Χ., καταποντίστηκε και δεν ανέκαμψε ποτέ, με την εξαίρεση ορισμένων καταλοίπων του στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Όσο για τη Ρώμη, εκείνη απλώς σπίλωσε την καθαρότητά του με τη δουλική μίμησή του που το επισκιάζει μέχρι και σήμερα.40

Η συγκεκριμένη περιγραφή των Ρωμαίων ως «δουλικών μιμητών» φέρνει στον νου το απόσπασμα από την Ιλιάδα της Weil όπου η συγγραφέας αναφέρει πως τα ελληνικά ιδανικά του ορίου, της ισορροπίας και του μέτρου είναι «λειτουργικά υποβαθμισμένα στην υπηρεσία» της πρακτικής εφαρμογής. Η απώλεια του ελληνικού ιδεώδους της θείας δίκης –και, κατά συνέπεια, ενός ηθικού σημείου αναφοράς το οποίο θα αποτρέπει την αφιλάνθρωπη συμπεριφορά των φορέων της εξουσίας– δικαιολογείται από τη διαιώνιση της ρωμαϊκού τύπου χρήσης της εξουσίας. Η επιχειρηματολογία της Weil υποδηλώνει πως η αισθητική της πικρίας που απαντάται στο έργο του Ομήρου και των τραγωδών ως απόκριση στον Τρωικό Πόλεμο αντανακλάται και στους Έλληνες συγγραφείς υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι οποίοι περιέγραψαν τα δεσμά τους ως μια πολιτισμική σταθερά των πολιτικών καταπιεστών τους.

 

Οι «Αραβικές Ανοίξεις»

Simone Weil, εξώφυλλα σημειωματαρίων. Δεξιόστροφα από πάνω αριστερά: Cahier 13 (αρχές 1942), Cahier 14 (χ.χ.), Cahier 16 (χ.χ.), και Cahier 17 (χ.χ.). Bibliothèque nationale de France, Παρίσι

Στην κατακλείδα του «Μεγάλου θηρίου» η Weil κάνει την εμφατικότερη διακήρυξη της βαθιάς πεποίθησής της αναφορικά με την ενιαία θεώρηση παρελθόντος και παρόντος: «Αν θαυμάζω, ή έστω αν δικαιολογώ, μια βάρβαρη πράξη η οποία διαπράχθηκε δύο χιλιάδες χρόνια πριν, αυτό σημαίνει πως η σκέψη μου σήμερα δεν είναι προικισμένη με ανθρωπιά».41 Με αφετηρία αυτό το ηθικό πλαίσιο, η Weil βάλλει έναν στόχο ο οποίος διαφαίνεται τόσο στη μελέτη της δύναμης στο δοκίμιό της πάνω στην Ιλιάδα όσο και στη σύγκριση μεταξύ χιτλερισμού και αρχαίας Ρώμης. Ο στόχος αυτός είναι η γαλλική αποικιοκρατία.

Το πρώτο μέρος του «Μεγάλου θηρίου» ξεκινά με τους προβληματισμούς της Weil σε σχέση με τη Γαλλία της εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και στο τέλος του τρίτου και τελευταίου μέρους. Παρ’ όλες τις καταδικαστικές αντιπαραβολές μεταξύ Γερμανίας και αρχαίας Ρώμης, Χίτλερ και αυτοκρατόρων, η Weil καταλήγει στρέφοντας το βλέμμα στη σύγχρονη Γαλλία και στις αποικίες της:

Ακόμα και στις μέρες μας είναι δύσκολο ν’ αρνηθούμε πως η δημιουργία και η διαχείριση της αποικιοκρατικής μας αυτοκρατορίας, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, διακρίνονται από τη χρήση μεθόδων οι οποίες θυμίζουν εκείνες της Ρώμης· για πολλούς Γάλλους το γεγονός τείνει να συνιστά πηγή υπερηφάνειας και όχι ταπείνωσης.42

Μάλιστα, παρά την έμφαση η οποία δίνεται στη χιτλερική Γερμανία, η Weil, σε όλη την έκταση του κειμένου, μοχθεί να καταστήσει σαφές στους αναγνώστες της πως η ρωμαϊκή κληρονομιά δεν απέχει ιδιαίτερα από την πατρίδα τους, και αυτή η κληρονομιά είναι φορέας ηθικών επιταγών. Ενδεχομένως, η αναφορά στις γαλλικές αποικίες να γίνεται μόνο φευγαλέα στο «Μεγάλο θηρίο», ωστόσο η Weil έγραψε πληθώρα δοκιμίων πάνω στο θέμα· από γενικότερες πραγματείες –«Colonization» (Αποικιοκρατία), «About the Problems of the French Empire» (Σχετικά με τα προβλήματα της γαλλικής αυτοκρατορίας), «New Facts about the Colonial Problem in the French Empire» (Νέα στοιχεία σχετικά με το αποικιοκρατικό ζήτημα της γαλλικής αυτοκρατορίας)– μέχρι κείμενα που αφορούσαν συγκεκριμένες περιοχές της αυτοκρατορίας – «Letter to the Indochinese» (Γράμμα στην Ινδοκίνα), «A Little History Concerning Morocco» (Μικρή ιστορία για το Μαρόκο), «In the French Congo» (Στο Γαλλικό Κονγκό).43 Από τα έργα της Weil με θέμα την αποικιοκρατία, το χρονικά κοντινότερο στο «Μεγάλο θηρίο» και στο «Η Ιλιάδα, ή το ποίημα της δύναμης» είναι μια επιστολή που ίσως να μην έστειλε ποτέ.44 Παραλήπτης ήταν ο συμπατριώτης της, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος Jean Giraudoux, στα τέλη του 1939 ή στις αρχές του 1940. Η συγκεκριμένη επιστολή διέφερε από μια προγενέστερη στην οποία η Weil ζητούσε την άποψη του Giraudoux για την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, μιας και πλέον σκοπός της δεν ήταν να μοιραστεί τον θαυμασμό της με έναν έτερο θιασώτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και του πολιτισμού. Κατά την περίοδο του «ψευτοπολέμου» ο Giraudoux ήταν γενικός επίτροπος πληροφοριών, υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ραδιοφωνικών εκπομπών. Στην εκπομπή του στις 26 Νοεμβρίου 1939 ο Giraudoux απευθύνθηκε στις γυναίκες της Γαλλίας, ισχυριζόμενος πως «οι δεσμοί της αποικιακής επικράτειας της χώρας με τη μητρόπολη» δεν ήταν «δεσμοί υποταγής και εκμετάλλευσης».45 Όταν η Weil διάβασε την απομαγνητοφωνημένη δήλωση στην εφημερίδα Le Temps, ωθήθηκε να γράψει μια κατηγορηματική κριτική για τον αφελή ισχυρισμό του Giraudoux.

Διαδηλώσεις στην Τύνιδα εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας, 9 Απριλίου 1938. Fonds Beit el Bennani, Τύνιδα

Στον πρόλογο ενός δοκιμίου πάνω στο ευρύτερο ζήτημα της γαλλικής αποικιοκρατίας η Weil επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα της δύναμης και της εξουσίας: «Τα προβλήματα που απορρέουν από την αποικιοκρατία μπορούν να περιγραφούν, πάνω απ’ όλα, βάσει συσχετισμών ισχύος».46 Στο ξεκίνημα της επιστολής στον Giraudoux η Weil περιγράφει τη βία της γαλλικής αποικιοκρατικής ηγεμονίας στο Ανάμ (την κεντρική περιοχή του Βιετνάμ) και συγκρίνει την έννοια του κάρμα με την αρχαία ελληνική ιδέα της θείας δίκης (νέμεσις), όπως έκανε και στο «Η Ιλιάδα, ή το ποίημα της δύναμης»:

«Δεν ήταν [το Ανάμ] μια ειρηνική, ενωμένη, καλώς οργανωμένη χώρα με αρχαίο πολιτισμό διαποτισμένο με κινεζικές, ινδουιστικές και βουδιστικές επιρροές; Στη χώρα τους, συγκεκριμένα, υφίσταται μια δημοφιλής ιδέα την οποία αποκαλούν κάρμα. Πρόκειται για μια έννοια πανομοιότυπη με τη δυστυχώς λησμονημένη από μας ελληνική ιδέα της θείας δίκης, της αυτόματης, δηλαδή, τιμωρίας της απουσίας μέτρου.47

Συνεχίζοντας, η Weil χρησιμοποιεί άλλη μια αναφορά από την κλασική αρχαιότητα σε σχέση με τη διαβίωση υπό τους Ρωμαίους αποίκους:

Οι λαοί του Βορρά πεθαίνουν από ασιτία στην ίδια την πατρογονική τους γη την ώρα που ο νότος ξεχειλίζει από ρύζι, το οποίο εξάγεται. Όλοι υπόκεινται στον ίδιο ετήσιο φόρο, φτωχοί και πλούσιοι. Οι γονείς πωλούν τα παιδιά τους, όπως συνέβαινε και στις ρωμαϊκές επαρχίες. Οι οικογένειες πωλούν βωμούς αφιερωμένους στους προγόνους τους, τα πολυτιμότερα υπάρχοντά τους, όχι για να μετριάσουν την πείνα τους, αλλά για να πληρώσουν τους φόρους.48

Η σύντομη αναφορά στην ελληνική ιδέα της θείας δίκης, καθώς και η αναλογία μεταξύ των καταπιεσμένων πολιτών του Ανάμ και εκείνων των ρωμαϊκών επαρχιών, υπονομεύει την όποια καλή θέληση ίσως επιχειρούσε να επιδείξει η Weil προς τον Giraudoux, καθιστώντας σαφές πως, ανεξαρτήτως του κοινού τους θαυμασμού για τους Έλληνες, πλέον όλοι ζουν στον ρωμαϊκό κόσμο. Μάλιστα, η ίδια η ύπαρξη αυτής της κατάστασης οφείλεται στην προσκόλληση της Γαλλίας στο ρωμαϊκό μοντέλο. Όσο και να θέλουν να πιστέψουν πως η αποικιακή τους αυτοκρατορία διαφέρει από τον επεκτατισμό των Γερμανών στην Ευρώπη, η αλήθεια είναι πως και οι δύο είναι απόγονοι αυτής της ρωμαϊκού τύπου βίας.

Προς το τέλος της επιστολής η Weil αναφέρεται στις βορειοαφρικανικές αποικίες της Γαλλίας, κάνοντας μια σημαντική αντιπαραβολή με άλλο ένα γεγονός από την αρχαιότητα:

Αγνοείτε πως μετά τον τελευταίο πόλεμο οι Άραβες και οι μαύροι έπεσαν θύματα της ακόρεστης εξερεύνησης της Αφρικής; Πώς μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εμείς εκπολιτίσαμε τους Άραβες, τον λαό που κράτησε για μας ζωντανή την ελληνική παράδοση κατά τον Μεσαίωνα;49

Η Weil καταδεικνύει με ωμότητα το παράδοξο του γαλλικού ισχυρισμού περί εκπολιτισμού των Αράβων – του λαού που διαφύλαξε την ελληνική σοφία «για μας»· «εμάς», που λησμονήσαμε την ιδέα της θείας δίκης. Ωστόσο, η αναφορά της στη μεταλαμπάδευση της ελληνικής γνώσης από τους Άραβες διαφέρει ελαφρώς. Επίσης, η άποψη πως οι αραβικοί πολιτισμοί διατήρησαν ζωντανή την ελληνική παράδοση «για μας» αποτελεί μια ευρωκεντρική και επιδερμική περιγραφή των πραγματικών γεγονότων.50 Η Weil, αναφερόμενη στον αραβικό πολιτισμό του παρόντος και του παρελθόντος υπό το πρίσμα της αρχαίας ελληνικής πνευματικής κληρονομιάς, παρακάμπτει τη δυναμική ισορροπία μεταξύ της Ελλάδας ως θύματος και της Ρώμης ως φορέα πολιτικής βίας, όπως η ίδια την περιέγραψε στο «Μεγάλο θηρίο» και την υπονόησε στο τέλος του δοκιμίου της περί Ιλιάδας. Κατά τα γραφόμενά της, είναι σημαντικό το γεγονός πως οι αποικίες του Ανάμ και της Βόρειας Αφρικής είναι οι περιοχές οι οποίες διαφυλάσσουν –τόσο εμμέσως (στην ίδια την έννοια του κάρμα) όσο και άμεσα (με τη διαιώνιση του ελληνικού πνεύματος)– την αρχαία ελληνική παράδοση που ο Giraudoux και η Weil λατρεύουν. Αμέσως μετά η Weil παραθέτει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα καταπίεσης εκ μέρους των Γάλλων στην Τυνησία:

Δεν διαβάσατε στις εφημερίδες για την απεργία που ξέσπασε πριν από έναν χρόνο σε ένα ορυχείο της Τυνησίας, όταν κατά την περίοδο της νηστείας του Ραμαζανιού οι αρχές επιχείρησαν να υποχρεώσουν τους μουσουλμάνους εργάτες στον ίδιο φόρτο εργασίας; Υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αποδεχτούν οι μουσουλμάνοι τέτοια, και άλλα παρόμοια, πράγματα αν δεν τους επιβληθούν με τη βία;51

Αυτή η ισχυρή επιβολή οδήγησε σε μαζική εξέγερση των εργαζομένων στα ορυχεία, η οποία κατεστάλη βίαια από τις γαλλικές δυνάμεις το 1937. Με αφορμή το γεγονός, η Weil έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Blood Is Flowing in Tunisia» (Αίμα ρέει στην Τυνησία). Στο τέλος της επιστολής52 η Weil εφιστά την προσοχή του Giraudoux στο περιστατικό, και πιθανότατα και στο άρθρο της, στο οποίο επισημαίνεται η υποκρισία της προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων στη Γαλλία την ώρα που καταπατούνται στις αποικίες της.53

Η αναφορά της Weil στη διαφύλαξη της αρχαίας ελληνικής σοφίας «για μας» γίνεται ακόμα πιο σημαντική αν λάβουμε υπόψη το συγκεκριμένο πλαίσιο της βίας κατά των Τυνήσιων εργατών. Την ίδια στιγμή που οι εργάτες των ορυχείων πέφτουν θύματα στυγνής, αποικιοκρατικής βίας –όπως ο πολεμιστής Λυκάονας και οι πολίτες της Καρχηδόνας– η Weil υπογραμμίζει τις πράξεις των αρχαίων προγόνων τους για να διατηρήσουν το ελληνικό πνεύμα για λογαριασμό της Δύσης. Βεβαίως, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετικά απλουστευμένη εκδοχή όσων συνέβησαν, ενώ η άποψη πως η ελληνική επιστήμη διασώθηκε «για μας» (δηλαδή για τη Δύση) συνιστά ρητορική υπερβολή. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η χειρονομία της Weil παραπέμπει σε μια πικρή νίκη «της γεωμετρικής αυστηρότητας» της δύναμης, όπως αυτή περιγράφεται στο δοκίμιο περί Ιλιάδας.54 Η Weil ευελπιστούσε πως ο Giraudoux θα αναγνώριζε την οξεία αντίθεση μεταξύ της γαλλικής μεταχείρισης των Τυνήσιων εργατών και της ιστορικής διαιώνισης της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας από πλευράς μουσουλμάνων ως πράξη αγάπης. Αν το έκανε, θα αναγνώριζε επίσης πως οι σύγχρονοι Γάλλοι άποικοι ήταν αναγκαίο να προβούν σε μια κίνηση ανταπόδοσης.

Σε αυτή την επιστολή η Weil καταφέρνει να μετέλθει την ιδέα της «πικρίας», όπως απαντάται στο δοκίμιο περί Ιλιάδας, ως μέσο αποσόβησης της μοιραίας μετατροπής της Γαλλίας σε μια νέα Ρώμη, φόβος ο οποίος διατυπώνεται στο «Μεγάλο θηρίο». Η στενή σχέση των γαλλικών αποικιών της Βόρειας Αφρικής, της ίδιας της Τυνησίας, με την υποκρισία και τη βαρβαρότητα των Ρωμαίων κατά την καταστροφή της Καρχηδόνας καθιστούσε τα επιχειρήματά της ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα. Το ηθικό πόρισμα της Weil εμμένει στο ότι οι ιδέες της ισορροπίας που απαντώνται στο «Η Ιλιάδα, ή το ποίημα της δύναμης» –ενταγμένες στο σύστημα της θείας δίκης– πρέπει να ανακτηθούν, όπως και η αφοσίωσή μας στα διδάγματα της αρχαιότητας. Επιπλέον, πρέπει ν’ αποδεχτούμε πως ίσως η πιο αναπάντεχη απόδειξη της πικρής νίκης της ελληνικής αρετής επί της ρωμαϊκής βίας είναι πως οι ιδανικότεροι για να μας διδάξουν αυτό το μάθημα είναι οι ίδιοι οι πολύπαθοι και καταπιεσμένοι άποικοι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος

Διαδηλώσεις στην Τύνιδα εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας, 9 Απριλίου 1938. Fonds Beit el Bennani, Τύνιδα

1 Χρωστάω ευγνωμοσύνη στη Nadia Kaabi-Linke και στον Timo Kaabi-Linke για τις συζητήσεις μας σε σχέση με την Chkoun Ahna και τη δυναμική της έκθεσης στην παρούσα πολιτική συγκυρία της χώρας, καθώς και για τον χρόνο που μου αφιέρωσαν, η μεν Nadia ως συμμετέχουσα καλλιτέχνιδα, o δε Timo ως ένας εκ των επιμελητών της έκθεσης. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Moyra Davey που με προέτρεψε να εμβαθύνω στο δοκίμιο περί Ιλιάδας της Simone Weil, καθώς και την Quinn Latimer και τον Domenick Ammirati για την ενθάρρυνση και τη φροντίδα που έδειξαν ως επιμελητές. Το παρόν κείμενο είναι αφιερωμένο στον φίλο μου Bill Horrigan, επειδή αποτελεί αδιάλειπτη πηγή έμπνευσης και καθοδήγησης και επειδή όταν πρωτογνωριστήκαμε μοιράστηκε μαζί μου το DVD του Bitter Victory του Nicholas Ray (1957), και πιο πρόσφατα την έκδοση του Hanuman του On the Lords Prayer της Simone Weil.

2 Το έργο ανήκει στη συνεχιζόμενη σειρά των «εφήμερων μνημείων» της Favaretto, ένα από τα οποία ήταν ένας τεράστιος σωρός από παλιοσίδερα που εκτέθηκε στο πλαίσιο της documenta 13, επίσης το 2012. Για τη συγκεκριμένη σειρά κύβων συμπιεσμένου κομφετί, βλ. Lara Favaretto: Ageing Process (Μιλάνο: Mousse Publishing, 2016), σ. 136-41. Πρόσφατα επισκέφτηκα τον χώρο έκθεσης του έργου της Favaretto Momentary MonumentThe Stone (Ο Λίθος), το οποίο παρουσιάστηκε στη Μπιενάλε του Λίβερπουλ το 2016. Το μόνο που έχει απομείνει είναι ένας μικρός σωρός σκουπιδιών.

3 Για περιγραφή του έργου, βλ. Timo Kaabi-Linke, «On Revolution and Rubbish: What Has Changed in Tunisia Since 2011», στο Anthony Downey, επιμ., Uncommon Grounds: New Media and Critical Practices in North Africa and the Middle East (Νέα Υόρκη: I. B. Tauris), σ. 324. Το έργο Magnetism (Μαγνητισμός) (2012) του Σαουδάραβα καλλιτέχνη Ahmed Mater, το οποίο επίσης παρουσιάστηκε στην Chkoun Ahna, αποτελεί σαφή αναφορά στην Κάαμπα κάνοντας χρήση μαγνήτη και ρινισμάτων σιδήρου, ώστε να προσομοιάζει την κίνηση των προσκυνητών καθώς συγκεντρώνονται στον ιερό χώρο.

4 Για πληροφορίες πάνω σε αυτά τα γεγονότα και για το πλαίσιο των εκθέσεων Chkoun Ahna και Printemps des Arts, βλ. σ. 318-31.

5 Ως σημείο αναφοράς έχουμε την κατάληξη του έργου Smell (Μυρωδιά) (2012) της Nadia Kaabi-Linke, το οποίο παρουσιάστηκε στην Chkoun Ahna. Τη δημιουργία της καλλιτέχνιδας με καταγωγή από την Τυνησία και τη Ρωσία συνιστούσε μια σημαία των σαλαφιστών με τα λόγια της Σαχάντα αποτυπωμένα πάνω της με γιασεμιά – μια παραπομπή στην Επανάσταση των Γιασεμιών, τη δημοφιλή εναλλακτική ονομασία της τυνησιακής επανάστασης. Ανησυχώντας για ενδεχόμενες κατηγορίες βλασφημίας, δεδομένου του μαρασμού των λουλουδιών κατά την πάροδο της έκθεσης, η Nadia Kaabi-Linke χάρισε το έργο στον κηπουρό του μουσείου της Καρχηδόνας, ο οποίος στο κοντινό παρελθόν είχε υπερασπιστεί την έκθεση ενώπιον μιας ομάδας νεαρών σαλαφιστών.

6 Για έναν συνοπτικό απολογισμό της συγκεκριμένης περιόδου της τυνησιακής ιστορίας, βλ. Beverley Milton-Edwards, The Muslim Brotherhood: The Arab Spring and Its Future Face (Νέα Υόρκη: Routledge, 2016), σ. 111-36.

7 Ταυτόχρονα, τα εύθραυστα θνητά σώματα των ανθρώπων που απεικονίζονται στην εικόνα διαχέονται αενάως ως διαδικτυακά ερεθίσματα. Μάλιστα, όπως συνέβη και με τη διογκωμένη αντίληψη πως η Αραβική Άνοιξη ήταν μια επανάσταση των μέσων δικτύωσης, οι ακραίες αντιδράσεις σε σχέση με τα έργα του Printemps des Arts ξεκίνησαν με φωτογραφίες οι οποίες δημοσιεύτηκαν στο Facebook. Βλ. Kaabi-Linke, «On Revolution and Rubbish».

8 Ως αντανάκλαση του τίτλου –«Σχετικά με εμάς»– οι καλλιτέχνες που επιλέχθηκαν για την έκθεση κατάγονταν από χώρες «οι οποίες συνδέονται ιστορικά με την Τυνησία» και προσκλήθηκαν «ώστε να παρουσιάσουν νέα και σύγχρονα έργα που σχετίζονται με τον χώρο και το παρελθόν του». Εκ των επιμελητών. Στο διαδίκτυο: www.carthagecontemporary.com.

9 Simone Weil, «The Iliad, or the Poem of Force», στο War and the Iliad, μτφρ. Mary McCarthy (Νέα Υόρκη: New York Review of Books, 2005), σ. 3-37. (Ελλ. έκδ., Simone Weil, Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης, μτφρ. Μαρία Φέλκερ-Καμαρινέα, Εκδόσεις Σπανός-Βιβλιοφιλία, 1984. [Σ.τ.μ.].)

10 Simone Weil, «The Power of Words», στο Simone Weil: An Anthology, επιμ. Siân Miles (Λονδίνο: Virago Press, 1986), σ. 238-58.

11 Ό.π., σ. 241.

12 Weil, «The Iliad, or the Poem of Force», στο War and the Iliad, σ. 4. Πάνω σε αυτό το κείμενο, βλ. Moyra Davey και Quinn Latimer, «Hot Baths / Cool Letters», Mousse 58 (Απρίλιος-Μάιος 2017) σ. 88-95.

13 Simone Weil, «The Great Beast: Some Reflections on the Origins of Hitlerism», στο Richard Rees, επιμ., Simone Weil: Selected Essays, 1934–1943: Historical, Political, and Moral Writings (Οξφόρδη: Oxford University Press, 1962), σ. 89-144.

14 Simone Weil, «Cold War Policy in 1939», στο Simone Weil: Selected Essays, 1934–1943, σ. 177-94.

15 Ό.π., σ. 177.

16 Η μόνη περίπτωση κατά την οποία η καταστροφή της Τροίας και εκείνη της Καρχηδόνας συσχετίζονται άμεσα απαντάται σε κείμενο που βρίσκεται σε ένα από τα μεταγενέστερα σημειωματάρια της Weil και το οποίο εκδόθηκε αργότερα στον τόμο Gravity and Grace: «Αγάπη για τον Θεό η οποία διαπερνά και ξεπερνά την καταστροφή της Τροίας και της Καρχηδόνας – χωρίς προοπτική παρηγοριάς. Η αγάπη δεν είναι παρηγοριά, είναι φως». Simone Weil, Gravity and Grace (Λίνκολν: University of Nebraska Press, 1952), σ. 14. (Ελλ. έκδ., Σιμόνη Βέιλ, Η βαρύτητα και η χάρη, μτφρ. Αντιγόνη Βρυώνη, Εκδόσεις Ευθύνη, 1989. [Σ.τ.μ.].)

17 Simone Weil, «Letter to Jean Giraudoux», στο Simone Weil on Colonialism: An Ethic of the Other, επιμ. και μτφρ. J. P. Little (Οξφόρδη: Rowman and Littlefield, 2003) σ. 77-80.

18 Simone Weil, «Blood Is Flowing in Tunisia», στο Little, Simone Weil on Colonialism, σ. 41-44.

19 Η Weil χρησιμοποίησε τη φράση «ἀεὶ ὁ θεὸς γεωμετρεῖ», την οποία ο Πλούταρχος αποδίδει στον Πλάτωνα, ως επίγραμμα σε ένα από τα πρώτα δοκίμιά της με τίτλο «Science and Perception in Descartes», στο Simone Weil: Formative Writings, 1929–1941, επιμ. και μτφρ. Dorothy Tuck McFarland και Wilhelmina Van Ness (Λονδίνο: Routledge, 1987), σ. 15-63.

20 Simone Weil, First and Last Notebooks: Supernatural Knowledge, μτφρ. Richard Rees (Γιουτζίν, Όρεγκον: Wipf and Stock Publishers, 2015).

21 Weil, «The Iliad, or the Poem of Force», στο War and the Iliad, σ. 15-16.

22 Ό.π., σ. 3.

23 Ό.π., σ. 5.

24 Ό.π., σ. 8.

25 Ό.π., σ. 26.

26 Ό.π., σ. 11.

27 Ό.π., σ. 14.

28 Ό.π., σ. 34.

29 Ό.π., σ. 35. Στην προηγούμενη σελίδα η Weil περιγράφει την Αινειάδα του Βιργιλίου ως «μια απομίμηση, η οποία, όσο ευφυής κι αν είναι, παραμένει παραμορφωμένη από την ψυχρότητα, τον στόμφο και την κακογουστιά της».

30 Weil, «The Iliad, or the Poem of Force», στο War and the Iliad, σ. 35-36.

31 Για μια ικανοποιητική περιγραφή της άποψης της Weil για την Εβραϊκή Βίβλο, βλ. E. Jane Doering, Simone Weil and the Specter of Self-Perpetuating Force (Νοτρ Ντέιμ, Ιντιάνα: University of Notre Dame Press, 2010), σ. 75-83. Για τη Weil και τη Ρώμη, βλ. S. Fraisse, “Simone Weil contre les Romains”, CSW 3, no. 1 (1980), σ. 5-18.

32 Εκδόθηκε στο Nouveaux Cahiers , 1 Ιανουαρίου 1940. Ολόκληρο το δοκίμιο συγκεντρώθηκε το 1960 από τον Albert Camus. Για μια συνοπτική περιγραφή της ιστορίας αυτού του δοκιμίου, βλ. Doering, Simone Weil and the Specter of Self-Perpetuating Force, σ. 84.

33 Weil, «The Great Beast: Some Reflections on the Origins of Hitlerism», στο Simone Weil: Selected Essays, σ. 96.

34 Ό.π., σ. 102.

35 Ό.π., σ. 106.

36 Ό.π., σ. 104.

37 Ό.π., σ. 110.

38 Ό.π., σ. 102.

39 Ό.π., σ. 116.

40 Ό.π., σ. 110-11.

41 Ό.π., σ. 133.

42 Ό.π., σ. 134.

43 Όλα αυτά τα δοκίμια είναι συγκεντρωμένα στην εξαιρετική συλλογή J. P. Little, Simone Weil on Colonialism: An Ethic of the Other.

44 Όσον αφορά την αμφίβολη αποστολή της επιστολής, βλ. ό.π., σ. 77.

45 Weil, «Letter to Jean Giraudoux», στο Simone Weil on Colonialism, σ. 78.

46 Simone Weil, «New Facts about the Colonial Problem in the French Empire», στο Little, Simone Weil on Colonialism, σ. 66.

47 Ό.π.

48 Weil, «Letter to Jean Giraudoux», στο Simone Weil on Colonialism, σ. 78.

49 Ό.π., σ. 79.

50 Σε γενικές γραμμές, οι ακαδημαϊκοί της ελληνοαραβικής μετάφρασης δεν αρέσκονται να εισηγούνται γενικευμένες αιτιολογήσεις όσον αφορά τη διαφύλαξη και τη μεταλαμπάδευση των ελληνικών επιστημονικών και φιλοσοφικών έργων. Ωστόσο, έχει γίνει λόγος από ορισμένους για τη γενναιοδωρία των Αββασιδών χαλίφηδων προς τους λογίους, για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους. Βλ. Dimitri Gutas, Greek Thought, Arabic Culture: The Graeco-Arabic Translation Movement in Baghdad and Early 'Abbāsid Society (2nd–4th / 8th–10th Centuries) (Νέα Υόρκη: Routledge, 1999), σ. 4, σημ. 4. (Ελλ. έκδ., Δημήτρης Γούτας, Η αρχαία ελληνική σκέψη στον αραβικό πολιτισμό: Ελληνο-αραβικές μεταφράσεις στη Βαγδάτη κατά την πρώιμη αββασιδική περίοδο (2ος-4ος / 8ος-10ος αιώνας), Εκδόσεις Περίπλους, 2002. [Σ.τ.μ.].)

51 Weil, «Letter to Jean Giraudoux», στο Simone Weil on Colonialism, σ. 79.

52 Weil, «Blood Is Flowing in Tunisia», στο Simone Weil on Colonialism, σ. 41-44.

53 «Το ίδιο φαινόμενο [της υποβάθμισης των ανθρώπων σε αντικείμενα] φαίνεται πως υφίσταται και στην εργασία στα εργοστάσια και, φυσικά, στις πρακτικές της αποικιοκρατίας». Little, Simone Weil on Colonialism, σ. 17

54 Στο ομηρικό έπος η Weil έβλεπε στο πρόσωπο του Πατρόκλου τον μοναδικό ήρωα που αντιπροσώπευε αυτού του τύπου τη γενναιοδωρία. Βλ. Weil, «The Iliad, or the Poem of Force», στο War and the Iliad, σ. 25.