Για τον K. G. Subramanyan, ή «Mani da», όπως τον αποκαλούσαμε
I
Απαλά
σαν ζεστή ανάσα
σε παγωμένο καθρέφτηή σαν ψίθυρος
σε γυμνά πόδιαφορώντας μόνο λευκά
ξεγλίστρησε
υποκύπτοντας στον πειρασμό
πριν δραπετεύσεινα ρίξει μια τελευταία ματιά
Πόσες εσάρπες από το Κασμίρ μπορείς να κάνεις δώρο γενεθλίων σ’ έναν άνθρωπο που δεν πηγαίνει ποτέ στα βουνά; Που προτιμά τα ζεστά κλίματα. Κάθε χρόνο τα ίδια. Ή όταν τολμήσεις κάτι λίγο διαφορετικό και του αγοράσεις ύφασμα για κούρτα, θα καταφέρεις να βρεις αυτό που ταιριάζει στη λιτή αισθητική του και στην προτίμησή του για τα απλά βαμβακερά κάντι; Ομολογώ ότι τα δοκίμασα και τα δύο με σχετικό βαθμό επιτυχίας, αλλά σύντομα με έπιασα να του προσφέρω κομμάτια του «εσώτερου εαυτού μου», δώρα που είχαν μικρή υλική αξία ή σχήμα ή περιορισμένο βάρος ή όγκο, αλλά ήταν πάνω απ’ όλα προσωπικές δημιουργίες. Οι πρώτες απόπειρες δεν τον εντυπωσίασαν ιδιαίτερα: του πρόσφερα αργυροτυπίες. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μ’ έκαναν περήφανο. Τις αποδέχτηκε ευγενικά. Και σχολίασε με το παράξενο χαμόγελό του: «Πού θα τις κρεμάσω αυτές;». Δεν ήταν παράπονο, ήταν η συνεσταλμένη απορία ενός ανθρώπου του οποίου κάθε τοίχος ήταν καλυμμένος από ράφια με βιβλία σε τέσσερις πέντε γλώσσες. Τα βιβλία ήταν άλλο ένα αποτυχημένο δώρο επειδή, μετά από κάποιο διάστημα, τα ράφια άρχισαν να κάνουν κοιλιά από το βάρος των δικών μου βιβλίων και των βιβλίων που θαύμαζα. Άλλωστε, βιβλία δεχόταν σχεδόν καθημερινά μέσα στα χρόνια. Το δώρο γενεθλίων έπρεπε να είναι κάτι ιδιαίτερο.
Άρχισα να του δίνω σελίδες. Κι άλλες σελίδες. Με σύντομα αλλά και μακροσκελή ποιητικά κείμενα. Διστάζοντας να χρησιμοποιήσω τον όρο ποίηση. Ή ποιήματα. Αυτό ξεκίνησε στα ογδοηκοστά γενέθλιά του. Όταν έπαιρνε αυτές τις σελίδες, προσεκτικά τυπωμένες σε διαφορετικά είδη χαρτιού και μέσα σε μεγάλους χρωματιστούς φακέλους, η γλώσσα του σώματός του έδειχνε ότι ήταν ευπρόσδεκτες. Το ίδιο φανέρωνε και το διακριτικό χαμόγελό του. Η λάμψη στα μάτια του μ’ έκανε να νιώθω ότι ήμουν στον σωστό δρόμο. Αλλά ποιος ήξερε αν τα διάβαζε. Ή αν του άρεσαν. Πολύ αργότερα, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του για την ακρίβεια, δώδεκα χρόνια αφότου άρχισα να του χαρίζω ποιήματα, άκουσα ένα σχόλιο. Το είπε σ’ ένα από τα τακτικά τηλεφωνήματά του. Achha tum abh poet ban gaye ho (Έχεις γίνει καλός ποιητής). Αυτό ήταν. Τέλος του επαίνου. Προηγουμένως όμως απάγγειλε τα δύο που του άρεσαν:
I
Απαλή σαν αγγέλου φτερούγα
η ανάσα σου πάνω στα βλέφαρά μου
καθώς ονειρεύομαι ντροπαλά
ακόμα ένα φθινόπωρο.Προστατεύοντας
τα φύλλα που πέφτουν.
II
Ο χρόνος δεν μπορεί να πει
για πόσο καιρό κυλούσε
παραβγαίνοντας με την ίδια του τη σκιά.Μακραίνοντας.
Μετά άλλαξε θέμα αμέσως: «Και πού θα πάει το τσίρκο μετά;» Μια χιουμοριστική αναφορά στην έκθεση Σκίτσα Σχέδια Ζωγραφιές με την οποία περιόδευα σε όλη τη χώρα για πάνω από ενάμιση χρόνο, και δεν φαινόταν να πλησιάζει στο τέλος της!
Δεν δυσκολευόταν ποτέ να μιλήσει για σένα πίσω από την πλάτη σου. Με ευγενικά λόγια. Λόγια τρυφερά. Λόγια που θα σ’ έκαναν να κοκκινίσεις από καμάρι αν τον άκουγες να τα διατυπώνει. Πάντως κάποιες ήπιες εκδοχές τους έφταναν στα αυτιά σου ούτως ή άλλως. Μέσω πιστών φίλων.
Άκουγα συχνά, για παράδειγμα: «Μόνο ο αγαπημένος μου φίλος ο Naveen είναι τόσο τρελός ώστε να φορτώνει τους πίνακές μου σε φορτηγά και να τους εκθέτει σε όλη τη χώρα. Στο Λάκναου, στο Μπουμπάνεσβαρ, στο Τσαντγκάρ, στην Πάτνα, στην Μποπάλ… αλλιώς οι νεότερες γενιές δεν θα έβλεπαν τα έργα μου. Οι περισσότερες εκθέσεις και πωλήσεις έργων γίνονται στις μητροπόλεις».
Την περασμένη βδομάδα η κόρη του η Uma μού έδειξε τις τελευταίες σκέψεις του στις καταχωρίσεις που έκανε στα σημειωματάριά του, ντυμένα με καφέ χαρτί. Τα κείμενά του απηχούν την έγνοια του για την έκθεση, και πρέπει να γράφτηκαν λίγες μέρες πριν σπάσει τον γοφό του. Πριν μπει στο χειρουργείο. Πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του.
Όταν σε βλέπουν να δουλεύεις, συχνά σε ρωτούν αν δουλεύεις για συγκεκριμένη έκθεση. Εννοούν δηλαδή για κάποια «πώληση». Γι’ αυτούς ο πίνακας είναι κάτι υλικό, ένα φορητό αντικείμενο που κάποιοι άλλοι θα πληρώσουν για να το αποκτήσουν. Και μ’ αυτό θα διακοσμήσουν το σπίτι ή το γραφείο τους. Δεν τους περνάει εύκολα από το μυαλό ότι ένας πίνακας είναι η δική σου μέθοδος για να ξεδιπλώσεις το όραμά σου και να επεκτείνεις την εμβέλειά του, να διευρύνεις την απήχησή του.
Ήταν ένας άνθρωπος που πέρασε ολόκληρη τη ζωή του δηλώνοντας την πίστη του στο σύστημα των γκαλερί. Και συνεργάστηκε με κάθε γκαλερί της χώρας που τον πλησίασε. Παρ’ όλα αυτά, δεν τον απασχολούσε ο κόσμος της αγοράς. Δεν ζωγράφιζε παρά μόνο όταν τον δελέαζε η μούσα του - η τέχνη του.
II
Του έγραψα ένα γράμμα:
12 Σεπτεμβρίου 2012
Αγαπημένε Mani da,
μονότονος, προφανής, συνηθισμένος, κοινότοπος
Πόσο σημαντικό είναι να αποφεύγει κανείς να είναι κοινότοπος. Από τα τέσσερα θανάσιμα αμαρτήματα που καταγράφω πιο πάνω ίσως αυτό είναι το χειρότερο. Α, και το πέμπτο είναι να μη συνειδητοποιείς πως είσαι κοινότοπος! «Άγνοια» ή έλλειψη αυτογνωσίας. Η αδυναμία να κοιτάξεις το γραπτό σου και να παραδεχτείς ότι «αυτό είναι κοινοτoπία». Όταν σε ικανοποιούν όλα όσα γράφεις είσαι σαν νεκρός. Όχι σωματικά. Αλλά συναισθηματικά. Για μένα η πράξη της γραφής σημαίνει να παίζεις ρώσικη ρουλέτα με τις φλέβες στον καρπό σου. Με δεμένα μάτια. Κόβεις τον καρπό. Τον αφήνεις να αιμορραγήσει. Αν είσαι τυχερός θα γράψεις κάτι «σημαντικό». Τολμηρό. Όσο πιο κοντά σε μια αλήθεια μπορείς να φτάσεις. Ή σε ένα ψέμα. Εξίσου αποτελεσματικό. Άλλωστε, το αίμα της ζωής σου σταλάζει. Σου απομένει ελάχιστος χρόνος.
Πρέπει να το κάνεις αυτό κάθε φορά που βουτάς την πένα σου στο μπουκαλάκι με το αίμα — πρέπει να τελειοποιείς την τέχνη του θανάτου. Κάθε φορά. Πώς αλλιώς η γραφή θα προκαλεί την αίσθηση ότι εξαρτάται η ζωή σου απ’ αυτή;
Έχω την εντύπωση ότι το ίδιο ισχύει και στη δική σου τέχνη. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, στο καθημερινό δώρο των συζητήσεών μας όταν σε επισκέπτομαι. Φεύγω πάντοτε αναζωογονημένος και δυνατότερος. Τίποτα δεν είναι προσχεδιασμένο ή εσκεμμένο. Τίποτα υπερβολικά τετριμμένο ή ιδιαίτερα σοβαρό. Τα πάντα είναι διαισθητικά· γεμάτα προβληματισμό· όλες οι κουβέντες μας σημαντικές μέχρι να τελειώσουμε το κέικ thabdi που μοιραζόμαστε ή το παγωτό Vadilal με γεύση καφέ. Τίποτα περιττό, κι όμως, αν μας κοιτούσε κάποιος ξένος από ένα αόρατο παρατηρητήριο, δεν θα ήταν σε θέση να συναγάγει από τον διάλογό μας τις ίδιες φιλοσοφικές αλήθειες που αποκομίζω φεύγοντας! Μια αβίαστη ατμόσφαιρα περιβάλλει τόσο τις ομιλίες όσο και τις σιωπές μας. Χωρίς δισταγμούς. Λες πράγματα. Ακούω. Απαντώ. Αποκρίνεσαι. Ακούω. Συζητάμε. Όλα αυτά δεμένα μεταξύ τους με παύσεις.
Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Νιώθω βαθύτατα προνομιούχος. Ο τρόπος που δίδασκες, η ανθρωπιά της διδασκαλίας σου, έχει χαθεί οριστικά. Οι δάσκαλοι μιλούν αφ’ υψηλού στην εποχή μας. Δεν «συμπεριλαμβάνουν». Ούτε ανεβάζουν τους μαθητές στο επίπεδο όπου θα ανακαλύψουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση και, ναι, την αυτογνωσία. Μειώνουν και εκφοβίζουν, επιβάλλουν υπακοή. Καμία σχέση με τον δικό σου τρόπο. Θα έφτανα στο σημείο να πω ότι κάθε επικριτικός λόγος σου είναι ευλογία, επειδή εμπεριέχει μια μέθοδο, ένα διορθωτικό μέτρο, τη δυνατότητα να γίνει κάτι διαφορετικά, ιδέες πώς να προσεγγίσει κανείς τις ατέλειές του υπό θετική οπτική· με άλλα λόγια, η διδασκαλία σου μας δείχνει πώς να προχωρούμε μπροστά.
Ένα τελευταίο πράγμα και μετά θα σταματήσω τους επαίνους στο υπόλοιπο γράμμα! Η γενναιοδωρία που σε χαρακτηρίζει ως άτομο. Το πώς εικάζεις τις ανησυχίες που συχνά νιώθω ή τη ντροπή που με κάνει να διστάζω να ρωτήσω… ή να υπενθυμίσω… ή να αναφερθώ σε… πράγματα τα οποία τολμώ να σου διατυπώσω γραπτώς, αλλά φοβάμαι να τα πω προφορικά μήπως γίνω πιεστικός! Αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο με ενημέρωσες ευγενικά και δήθεν τυχαία ότι τα τρία Μαθήματα Ανατομίας ήταν εξασφαλισμένα και φυλαγμένα για μένα· ή ότι δεν είχες ξεχάσει τα διαστάσεων 5 × 5 υποσέλιδα στα οποία έφερνα διαρκώς τη συζήτηση τα τελευταία δύο χρόνια, ήρεμα αλλά επίμονα· ή την ελευθερία που μου παρείχες στη διοργάνωση εκθέσεων με τα έργα σου… τα ακρυλικά σου… σ’ ευχαριστώ ειλικρινά.
Είμαι πολύ ενθουσιασμένος με την ιδέα της «τοιχογραφίας» που σχεδιάζεις για τη μεγάλη έκθεση ζωγραφικής. Και το πώς οραματίζεσαι την υλοποίησή της. Αυτό που οι νέοι αποκαλούν διαδικασία! Εγώ το αποκαλώ «η μαγεία της δημιουργίας». Η λάμψη στα μάτια σου όταν είπες στους διοργανωτές: abhi time hai (Αν είναι να γίνει, θα γίνει πολύ γρήγορα!) μου θύμισε τον αγαπημένο μου διάλογο σε μια κουβέντα που κάναμε· σε ρώτησα: «Πόσο χρόνο χρειάζεται η ολοκλήρωση ενός πίνακα;» κι εσύ απάντησες με λαμπερά μάτια: «Όσο χρόνο χρειάζεται το κροτάλισμα των δαχτύλων!». Μακάρι να μπορούσα να εκφράσω με λόγια τη χαρά που αναδύεται από σένα όταν μοιράζεσαι τις ιδέες σου. Αυτό θα πρέπει να έχει σχέση με το πόσο κοντά νιώθεις στον παιδικό εαυτό σου. Ας εξηγήσω τι εννοώ: νομίζω ότι οι καλύτερες ιδέες μας είναι εκείνες που ελκύουν το «παιδί» εντός μας· τον θαυμασμό που ενυπάρχει σ’ εκείνο το κομμάτι του μυαλού και της καρδιάς μας το οποίο έχει διαφυλάξει ήρεμα και προσεκτικά την αθωότητα και το δέος που διαθέτουν τα παιδιά. Μια παιδικότητα που δεν χάνει ποτέ την ομορφιά ή τη χάρη της. Επειδή αρνείται να «μεγαλώσει». Αρνείται να αφεθεί σε οτιδήποτε δεν είναι η καθαρά ενστικτώδης χαρά που ακολουθεί κάθε απολαυστική ιδέα! Τι σπουδαίο χάρισμα να μπορείς να επιστρατεύεις αυτή την παιδικότητα κάθε φορά που δημιουργείς! Πόση ευχαρίστηση.
Σ’ ευχαριστώ για την υπομονή σου,
με πολύ σεβασμό και αγάπη,
Naveen
III
Έγραφε. Όπως ζωγράφιζε. Καθημερινά. Διαυγής και καθαρή γραφή που δεν στηριζόταν σε τεχνάσματα. Απόλυτα ειλικρινής. Κομψά σμιλεμένη σκέψη. Είτε μιλούσε για την καλλιτεχνική παιδεία και τις παραδοσιακές τέχνες στην Ινδία είτε για τη ζωγραφική του.
Με τα έργα μου επιδίωκα πάντοτε να κινηθώ ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικό δεν είναι παρά μια κάποιου είδους εικόνα. Κάποτε με ενδιέφερε κυρίως το πέρασμα από το αντικειμενικό στο αφηρημένο. Με τον όρο «αφηρημένο» εννοώ εδώ μια εικόνα σχετικής ανωνυμίας, χωρίς σαφές περιεχόμενο. Η οποία επέτρεπε ποικίλες ερμηνείες. Και έδινε στο έργο τη δυνατότητα να παίξει διάφορους εικαστικούς ρόλους. Τώρα πλέον μ’ ενδιαφέρουν πιο περίπλοκοι συσχετισμοί. Οι εικόνες είναι κάτι περισσότερο από οπτική αναπαράσταση. Έχουν πολυσύνθετη ταυτότητα, ευρείς πολιτιστικούς συνειρμούς και το υπόβαθρό τους βρίσκεται στη λαϊκή παράδοση. Η απεικόνιση του Χανουμάν [ήρωας που απαντάται σε πολλά ινδουιστικά έπη] έχει πίσω της μια ολόκληρη σειρά ηρώων. Είναι ο τολμηρός πίθηκος που αποπειράται να αιχμαλωτίσει τον ήλιο, αλλά συγχρόνως και ο γιος του Θεού του Ανέμου, από τον οποίο κληρονομεί ταχύτητα, δύναμη, σβελτάδα, εκρηκτικότητα και την ικανότητα να αλλάζει μέγεθος. Αργότερα, γίνεται ένας φανατικός πιστός του θεού Ράμα, αγγελιαφόρος και ευσεβής διαμεσολαβητής του. Ο ρόλος του αλλάζει κι από σκανταλιάρικη και κωμική φιγούρα γίνεται ηρωική. Σε μια παράσταση του κλασικού ινδικού χορού κατακάλι ενθουσιάζει το κοινό με τα μαϊμουδίσια κόλπα του. Σε έναν εμβληματικό πίνακα απεικονίζεται να πετάει στον αέρα, κουβαλώντας ένα βουνό πάνω στο οποίο φυτρώνουν ιαματικά βότανα. Ομοίως και η θεά Ντούργκα, η οποία επίσης έχει διάφορες εκδοχές· τη βλέπουμε από κομψή θεότητα του σπιτιού, σχεδόν μέλος της οικογένειας, μέχρι πολεμική θεά, οπλισμένη σαν αστακό, που ιππεύει λιοντάρι ή τίγρη και πολεμάει και σφάζει τον δαίμονα βούβαλο. Το λιοντάρι ή η τίγρη, ακόμα και ο πίθηκος, συμβολίζουν τις θετικές δυνάμεις που πυροδοτούν και υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες μας· ο βούβαλος, από την άλλη μεριά, συμβολίζει την αρνητική δύναμη ή την αδράνεια. Οι συμβολισμοί αυτοί προέρχονται αναμφίβολα από συνηθισμένες σκηνές που παρατηρεί κανείς σε μια πόλη ή ένα χωριό. Το θέαμα μιας γεροδεμένης γυναίκας σ’ ένα αγροτικό χωριό των Jat η οποία προσπαθεί να μαζέψει ένα μοσχαράκι που το έσκασε ή ενός νευρώδους Βεγγαλέζου χωρικού να κάνει το ίδιο –αν και ο άντρας χρησιμοποιεί περισσότερο σωματική επιδεξιότητά παρά δύναμη– είναι δύο εικόνες που εξηγούν την προέλευση της Ντούργκα. Το βλέμμα μου έχει εξασκηθεί να διακρίνει τέτοιες πηγές, όπου η εικόνα απεκδύεται το χειροπιαστό και αποκαλύπτει τις κρυμμένες συνεκδοχές – για τις θεότητες που ενυπάρχουν στα ανθρώπινα όντα και τις δυνάμεις τους. Και την ανάγκη του ανθρώπου να μη λησμονεί ποτέ τη διαμάχη ανάμεσα στις αγαθές και στις κακόβουλες δυνάμεις, στον άγγελο και στον δαίμονα, εντός του εαυτού του.
Χρησιμοποίησε επίσης τον γραπτό λόγο ως απάντηση στους καιρούς που εσείς κι εγώ ονομάζουμε «πολιτικούς» ή «στρατευμένους». Μετά από πολλές δεκαετίες ενασχόλησης με την τέχνη του και την τέχνη να είναι άνθρωπος με ενεργή συμμετοχή στα πράγματα και συγχρόνως καλλιτέχνης, επέτρεψε στον εαυτό του να επηρεαστεί βαθύτατα από τις εξελίξεις των καιρών και τα γεγονότα γύρω του, είτε αυτά συνέβαιναν στη χώρα μας είτε αλλού.
Νομίζω ότι η απάντησή μας στα γεγονότα θα πρέπει να βγαίνει από μια βαθιά βιωμένη συναισθηματική αντίδραση, η οποία συνδέεται, με τη σειρά της, με παλιότερες εμπειρίες ή αντιδράσεις. Όπως η Guernica του Πικάσο που προχωράει από την αντίδρασή του στη βαρβαρότητα της ταυρομαχίας και γίνεται η αντίδρασή του στον πόλεμο. Έτσι κι εγώ κάποτε, δημιουργώντας κάποια ανάγλυφα από τερακότα, προχώρησα από την αντίδρασή μου στον όλεθρο μιας πλημμύρας στην αντίδρασή μου απέναντι στις ωμότητες του πολέμου στο Μπανγκλαντές, οι οποίες οδήγησαν τελικά στην ανεξαρτησία του κρατιδίου. Προσπαθώντας να υπογραμμίσω το γεγονός ότι η σφαγή μιας ομάδας ανθρώπων και οι απώλειές τους έγιναν απόδειξη επιτυχίας μιας άλλης ομάδας. Αλλά αυτό μπορεί να προκύψει μόνο όταν βιώσεις ένα εξωτερικό γεγονός σαν επίθεση στην ίδια την ύπαρξή σου. Επιλέγω συνειδητά να μένω μακριά από την επιφανειακή επικαιρότητα και τον διδακτισμό.
Πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο μας σε αναγκάζουν να αντιδράσεις εναντίον τους και να γίνεις ακτιβιστής, να τα επικρίνεις ή να λάβεις άλλα μέτρα που εξαρτώνται από την εμπειρία και την ικανότητά σου. Είναι ανεπαρκής χειρονομία να ζωγραφίζεις απλώς πίνακες. Δεν αποδοκιμάζω εντούτοις αυτούς που το κάνουν. Η δική μου επιλογή είναι να είμαι καλλιτέχνης ακτιβιστής – όχι ακτιβιστής καλλιτέχνης.
Και αργότερα, στην τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε, στα ενενηκοστά γενέθλιά του, είπε:
Πολλά πράγματα στη ζωή μάς εξοργίζουν. Πολλά πράγματα στο περιβάλλον μας μας ενοχλούν. Υφιστάμεθα διάφορες κοινωνικές πιέσεις που θέλουμε να επαναστατήσουμε εναντίον τους. Η ζωή μας είναι εγκλωβισμένη σε περιορισμούς και ματαιώσεις διάφορων ειδών. Σ’ αυτόν τον υπερβολικά πυκνοκατοικημένο κόσμο υπάρχουν ποικίλες συγκρούσεις συμφερόντων που δεν μπορούν να επιλυθούν πλήρως. Αξιωματούχοι, κοινωνικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιερείς – όλοι προσπαθούν με τον δικό τους τρόπο να τιθασεύσουν τις συγκρούσεις. Αλλά το καλύτερο κίνητρο του πολιτισμένου ανθρώπου είναι να αγαπάει τον κόσμο. Αυτό μόνο θα αναγκάσει τους πάντες να ζουν εν ειρήνη, να φροντίζουν το περιβάλλον σαν να ήταν το πάρκο της γειτονιάς τους.
Θυμάμαι που όταν ήμουν παιδί άκουγα τον πατέρα μου να λέει τραγουδιστά μια προσευχή. Είχε μια φράση που έλεγε: «Κύριε, είθε η κάθε μέρα της ζωής μου να είναι μια γιορτή, ένα πανηγύρι».
IV
Στα ντυμένα με καφέ χαρτί σημειωματάρια βρήκαμε κι άλλες σκέψεις του και αυτά που ήταν, πιθανότατα, τα τελευταία ημιτελή ποιήματά του:
I
Για να εκτιμήσεις πλήρως ένα έργο τέχνης ή για να απολαύσεις ένα ποίημα θα πρέπει να το συναντήσεις αιφνίδια. Να το δεις ξαφνικά ντυμένο λαμπρά για να σε εντυπωσιάσει. Κι εσύ να είσαι πρόθυμος να γοητευτείς.II
Η ανταπόκρισή μας στα έργα τέχνης ή στη λογοτεχνία μπορεί να πάρει διάφορες μορφές – να ξεκινήσει με μια επιφανειακή σχέση· να το προσπεράσεις για να παραμείνεις νηφάλιος. Κατόπιν, να προσέξεις τις λεπτομέρειές του, το περιεχόμενό του, την ιστορία, το ύφος του. Τέλος, να ανακαλύψεις ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του που θα σε υψώσει για να ατενίσεις έναν νέο ορίζοντα: σαν να είναι πύργος.III
Ένας αλμυρός λευκός ήλιος
πασπαλισμένος
με καρφάκια πιπεριού
πλέει στον αέρα
πλέει με τα αρώματα
μιας πρώιμης άνοιξηςΑλλά οι μέρες είναι καυτές
IV
Υπάρχει ο γέρος που κάθεται κάτω από την ιερή συκιά
Και η απάντησή μου, την οποία δεν θα διαβάσει:
Μαζεύοντας όλα τα σκονισμένα απογεύματα μιας ζωής σε μια μοναδική φράση ενός ποιήματος που δεν τέλειωσε ακόμα
Έκανα ένα βήμα μέσα στο λυκόφως
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου