Οι ζωές και τα έργα της Lorenza Böttner
Η Lorenza Böttner (1959-1994) ήταν μια καλλιτέχνις που είχε έντονα βιωματική, σωματική σχέση με τη μεταμόρφωση. Μεταμόρφωσε μια ζωγραφική πρακτική σε εικαστική περφόρμανς που «βγήκε» στον δρόμο και έκανε τον δημόσιο χώρο θεατρική σκηνή για μια πολιτικοποιημένη σωματική διαφορετικότητα. Η πρακτική της Böttner εν μέρει συμβαδίζει με την παράδοση των καλλιτεχνών που ζωγραφίζουν με το στόμα και το πόδι και εξασφαλίζουν τα προς το ζην ζωγραφίζοντας δημόσια. Ωστόσο, υπονόμευσε ακόμα κι αυτή την παράδοση μέσω των θεμάτων της και μιας εννοιολογικής γλώσσας που παραμέρισε την παράδοση και πραγματεύτηκε πολιτικά και σεξουαλικά ζητήματα.
Η Lorenza γεννήθηκε ως Ernst Lorenz Böttner το 1959 από οικογένεια γερμανικής καταγωγής που ζούσε στην κοινότητα Punta Arenas της Χιλής. Σε ηλικία οκτώ ετών έπαθε ηλεκτροπληξία σκαρφαλώνοντας σ’ έναν πυλώνα, με αποτέλεσμα να της ακρωτηριάσουν και τα δύο χέρια από το ύψος των ώμων. Το 1973 ο Ernst Lorenz επέστρεψε στη Γερμανία με τη μητέρα του για να υποβληθεί σε σειρά πλαστικών χειρουργικών επεμβάσεων και μετακόμισε στο Λιχτενάου, μια πόλη κοντά στο Κάσελ. Ο Böttner μεγάλωσε με την ταμπέλα του «ανάπηρου» και υπέφερε από τους ίδιους περιορισμούς και τον κοινωνικό αποκλεισμό με τα επονομαζόμενα παιδιά του Contergan, τα οποία γεννήθηκαν με μορφολογικές διαφορές λόγω της επίδρασης του συστατικού της θαλιδομίδης που λάμβαναν οι μητέρες τους κατά την κύηση.
Η Böttner, εντούτοις, αντιστάθηκε και αρνήθηκε τα προσθετικά χέρια. Επέλεξε να μετασχηματίσει την κατάστασή της αναπτύσσοντας παθιασμένο ενδιαφέρον για το κλασικό μπαλέτο, την τζαζ και τις κλακέτες, και μαθαίνοντας να ζωγραφίζει με το πόδι και το στόμα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Κάσελ, εκπονώντας μια διπλωματική με τίτλο “Behindert?” (Ανάπηρος/η;), στην οποία αμφισβητούσε την κατηγοριοποίηση των ατόμων ως αναπήρων και διερευνούσε την προέλευση της ζωγραφικής με το στόμα και το πόδι. Στο Κάσελ ξεκίνησε η διπλή διαδικασία της υποκειμενικής και καλλιτεχνικής ανακατασκευής του εαυτού της. Πρώτον, ο Lorenz αποφάσισε να χρησιμοποιεί το όνομα Lorenza, δηλώνοντας μια ανοιχτά διεμφυλική γυναικεία στάση· τα σχέδια και οι αυτοπροσωπογραφίες της Lorenza ως γυναίκας, τα γυναικεία ρούχα σχεδιασμένα για σώμα χωρίς χέρια και οι σειρές φωτογραφιών που τεκμηρίωναν αυτή τη διαδικασία μεταμόρφωσης λειτούργησαν ως βασικές αρχές μιας περφόρμανς με θέμα τη δημιουργία της υποκειμενικότητας ενός ατόμου διεμφυλικού και χωρίς χέρια (όπως παρουσιάστηκε στην περφόρμανς Αφροδίτη της Μήλου, που ανέβηκε πρώτη φορά στο Κάσελ το 1982, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη και στο Σαν Φρανσίσκο). Δεύτερον, ενώ η ιατρική ορολογία και οι μέθοδοι αναπαράστασης στοχεύουν στην αποστέρηση του κατεστραμμένου σώματος από τη σεξουαλικότητα και το φύλο του, η περφόρμανς της Lorenza προσέδιδε ερωτισμό στο διεμφυλικό και χωρίς χέρια σώμα, χορηγώντας του σεξουαλική και πολιτική δύναμη.
Η Lorenza συνέχισε να ταξιδεύει διαρκώς, παρουσιάζοντας εκατοντάδες περφόρμανς-πίνακες σε δημόσιους χώρους. Συνδέθηκε με το Δίκτυο Ανάπηρων Καλλιτεχνών και αγωνίστηκε για την αναγνώριση της ζωγραφικής με το στόμα και το πόδι από την επίσημη ιστορία της τέχνης και τα μουσεία. Επίσης, αντιτάχθηκε ενεργά στις διαδικασίες στέρησης της υποκειμενικότητας και της σεξουαλικότητας, στο σακάτεμα και στον ευνουχισμό που οι σύγχρονες κοινωνίες επιφυλάσσουν στη σωματική διαφορετικότητα μέσω της ομαλοποίησης. Το 1988 η Lorenza εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη και το 1992 έγινε η ζωντανή ενσάρκωση της Petra, της αμφιλεγόμενης μασκότ των Παραολυμπιακών Αγώνων που σχεδίασε ο Mariscal. Πέθανε το 1994 από επιπλοκές που σχετίζονταν με τον ιό HIV.
Το διεμφυλικό αντιφρονούν σώμα της Lorenza έγινε ζωντανό πολιτικό γλυπτό, ένα διεμφυλικό-χωρίς χέρια γλυπτικό μανιφέστο. Υπερβαίνοντας την ένταξή της στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό ή στην παράδοση της φεμινιστικής περφόρμανς, η Lorenza ζωγράφιζε και χόρευε –στους δρόμους, σε χαρτί ή σε μουσαμά– διεκδικώντας το δικαίωμα να υπάρχει και να δημιουργεί μέσα σ’ ένα διεμφυλικό κορμί χωρίς χέρια.
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου