Ποια θεμέλια τέθηκαν για αυτούς: Το χτίσιμο και το κάψιμο της γνώσης
Δημοκρατία χωρίς βιβλία δεν είναι δημοκρατία
—Marta Minujín
Εκεί όπου καίνε βιβλία, καίνε, στο τέλος, ανθρώπους
—Heinrich Heine
Είμαστε μάλλον εξοικειωμένοι με την εξίσωση λογοτεχνίας και αρχιτεκτονικής – μια στροφή (stanza), άλλωστε, η βασική δηλαδή μονάδα στην ποίηση, σημαίνει «δωμάτιο» στα ιταλικά. Στην περίπτωση των κτιρίων που κατασκευάστηκαν για να συγκεντρώνουν βιβλία αυτή η σχέση είναι πιο άμεση, όχι πια μόνο γλωσσολογική ή μεταφορική, αλλά στερεή, σφραγισμένη με σκυρόδεμα (ή και μάρμαρο συχνά). Αν μια στροφή είναι ένα δωμάτιο με λέξεις, μια βιβλιοθήκη είναι μια σειρά από τέτοια δωμάτια –γεμάτα βιβλία– θεμελιωμένα στο έδαφος. Και το έδαφος συχνά αμφισβητείται, βεβηλώνεται, καταπατάται, στερείται από τους κατόχους του. Περιέχει πάντα μια έντονη πολιτική διάσταση: Εκτός από έδρα του κτιρίου όπου προβάλλεται η γνώση, συχνά γίνεται πεδίο καταστροφής. Ας σκεφτούμε τρία σχετικά παραδείγματα:
Το Fridericianum στο Κάσελ της Γερμανίας άνοιξε τις πύλες του το 1779 ως βιβλιοθήκη και δημόσιο μουσείο, ένα από τα πρώτα που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη. Μαζί με τις συλλογές έργων τέχνης των ευγενών της Έσης φιλοξενούσε πάνω από 100.000 βιβλία. Η κατασκευή του Fridericianum χρηματοδοτήθηκε από τον Φρειδερίκο B’, κόμη της Έσης και του Κάσελ, ο οποίος είχε δημιουργήσει την περιουσία του πουλώντας ντόπιους μισθοφόρους στη Μεγάλη Βρετανία για να αγωνιστούν ενάντια στην Αμερικανική Επανάσταση. Αφού λειτούργησε προσωρινά ως κυβερνητικό κτίριο υπό τον μικρότερο αδελφό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Ζερόμ, βασιλιά τότε της Βεστφαλίας και του Κάσελ, το Fridericianum επέστρεψε στην αρχική λειτουργία του, ενώ στη βιβλιοθήκη του έμελλε να εργαστούν αργότερα οι αδελφοί Γκριμ, ο Γιάκομπ και ο Βίλχελμ. Οι συλλογές του μουσείου μεταφέρθηκαν στο υπό πρωσικό ζυγό Βερολίνο και από τις αρχές του εικοστού αιώνα το κτίριο λειτουργούσε πλέον αποκλειστικά ως κρατική βιβλιοθήκη. Αυτά υπήρξαν κάποια από τα αρχικά στάδια του Fridericianum ως κτιρίου της γνώσης, δεν θα αργούσε πολύ όμως να ακολουθήσει η πυρά.
Στις 19 Μαΐου 1933 κάηκαν ενώπιον πλήθος κόσμου περίπου 2.000 βιβλία στον βωμό που στήθηκε στην κεντρική πλατεία Φρειδερίκου (Friedrichsplatz) του Κάσελ. Παρόμοιες τελετουργίες ρίψης βιβλίων στην πυρά ήταν συχνό φαινόμενο εκείνη την εποχή στις έδρες πανεπιστημίων σε όλη τη χώρα, μια πανεθνική «Δράση Κατά του Αντιγερμανικού Πνεύματος», όπως λεγόταν, που στόχο είχε να απαλλάξει τη Γερμανία από τον «εβραϊκό διανοουμενισμό». Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, το 1941, στο Fridericianum –βιβλιοθήκη ακόμα τότε– ξέσπασε πυρκαγιά μετά τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων που ισοπέδωσαν το Κάσελ. Κοιτάζοντας φωτογραφίες που τραβήχτηκαν αμέσως μετά τον βομβαρδισμό παρατηρεί κανείς όχι μόνο τις χιλιάδες καμένες σελίδες που φυλλορροούν ακόμα πάνω σε τεράστιους σκούρους σωρούς ερειπίων, αλλά και τους γυμνούς πια νεοκλασικούς κίονες του κτιρίου, το οποίο σχεδιάστηκε ακριβώς σύμφωνα με το «πνεύμα του Διαφωτισμού» από τον Ουγενότο αρχιτέκτονα Simon Louis du Ry.
Η κυρίαρχη αρχιτεκτονική ενσάρκωση αυτού του πνεύματος, και του κλασικού ιδεώδους γενικότερα, υπήρξε, φυσικά, ο Παρθενώνας, που οικοδομήθηκε στην Αθήνα μεταξύ 447 και 432 π.Χ., επί ηγεσίας Περικλή, και ήταν ναός αφιερωμένος στην Αθηνά, θεά της σοφίας, του πολιτισμού, της δικαιοσύνης και του πολέμου, μεταξύ άλλων. Ο Παρθενώνας έμελλε να γίνει το αρχιτεκτονικό πρότυπο που καθόρισε τη μορφή των δυτικών δημόσιων κτιρίων της γνώσης, ανάμεσά τους βιβλιοθήκες, μουσεία, πανεπιστήμια, κυβερνητικά κτίρια, δικαστήρια και τράπεζες. Αν και χτίστηκε για να στεγάσει ένα μνημειώδες άγαλμα της Αθηνάς, στον Παρθενώνα βρισκόταν επίσης το δημόσιο ταμείο και το ταμείο των συμμάχων. Η χρηματοδότηση του κτιρίου άλλωστε προερχόταν από φόρους και από εισφορές άλλων μικρότερων πόλεων-κρατών στο Αιγαίο μετά τους νικηφόρους Περσικούς Πολέμους (ο Πλούταρχος αναφέρει χαρακτηριστικά την τάση του Περικλή να σκορπά τα λεφτά των συμμάχων σε «ιερά κτίρια»). Κατά την οθωμανική κατοχή της πόλης ο αρχαίος ναός μετατράπηκε σε τζαμί και υπέστη πολλές καταστροφές μέχρι να λάβει την κοσμική του μορφή της σύγχρονης εποχής, οπότε κατοχυρώθηκε ως έμβλημα της, όχι αποκλειστικά δημοκρατικής, δυτικής πολιτιστικής ηγεμονίας.
Σ’ αυτόν ακριβώς τον συμβολισμό αποφάσισε κατά πάσα πιθανότητα να αντιταχτεί ο ποιητής και καλλιτέχνης Γιώργος Μακρής, όταν στις 18 Νοεμβρίου 1944, έναν μήνα μόλις μετά τη λήξη της Κατοχής (πριν από την οποία το δημόσιο κάψιμο «ανθελληνικής» και ανατρεπτικής λογοτεχνίας ήταν συχνό φαινόμενο κατά τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά), πρότεινε την ανατίναξη του Παρθενώνα. Η δημόσια «Διακήρυξη Υπ. Αριθμόν 1» του Μακρή άρχιζε ως εξής: «Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής […] αποφασίζουμε να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών». Και συνεχίζει, σημειώνοντας εξοργισμένος: «Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει». Παρόλο που η διακήρυξη δεν ήταν παρά μια απλή αλλά κρίσιμη προβοκάτσια (αν και ποτέ δεν είναι απλές τέτοιες πράξεις), η επίκληση της καταστροφής ήταν, παραδόξως ίσως, μια ιδιαίτερα δυναμική λογοτεχνική χειρονομία – η οποία στρεφόταν ενάντια σε κάθε είδος κατοχής, παλιάς και μελλοντικής, αλλά και ενάντια στον «εθνικό τουρισμό και τις εφιαλτικές φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν». Μόνο με την (έστω και κατά φαντασία) καταστροφή του εμβλήματος της υπεροχής του δυτικού πολιτισμού και του ένδοξου αρχαιοελληνικού παρελθόντος μπορεί να γίνουν εφικτά ένα νέο κτίριο γνώσης και ένα μέλλον για την Ελλάδα.
Τέσσερις δεκαετίες σχεδόν αργότερα ο Παρθενώνας ενέπνευσε μια άλλη υπερβατική χειρονομία, αυτή τη φορά όμως όχι με γνώμονα την καταστροφή, αλλά το αντίθετό της. Ήταν το 1983, όταν η Αργεντινή μόλις είχε βγει από τη σκοτεινή περίοδο της στρατιωτικής χούντας, μία δεκαετία μετά την ελληνική χούντα. Η εικαστικός Marta Minujín δούλευε μια σειρά έργων με γενικό τίτλο «Η πτώση των παγκόσμιων μύθων» και αποφάσισε να προσθέσει ένα νέο έργο στη σειρά με τίτλο Ο Παρθενώνας των απαγορευμένων βιβλίων. Έχτισε, λοιπόν, σε μια πλατεία του Μπουένος Άιρες έναν σκελετό του διάσημου αρχαίου ναού και στη συνέχεια έχτισε τους τοίχους του χρησιμοποιώντας περίπου 25.000 βιβλία, όλα απαγορευμένα από το δικτατορικό καθεστώς. Με αυτό τον τρόπο, η Minujín επιχείρησε να συγκεράσει δύο ισχυρά και γνωστά σύμβολα: τον Παρθενώνα ως εμβληματικό κτίριο γνώσης και δημοκρατίας και τη βεβήλωση των βιβλίων από αυταρχικά καθεστώτα.
Τα βιβλία καίγονται από την εποχή που άρχισαν να γράφονται. Τα κτίρια της γνώσης καταστρέφονται από τότε που άρχισαν να χτίζονται – και συχνά χτίζονται ξανά. Η πρώτη documenta εγκαινιάστηκε από τον Arnold Bode στο στοιχειωδώς αναπαλαιωμένο κτίριο του Fridericianum το 1955, μία μόλις δεκαετία μετά την πιο πρόσφατη πυρκαγιά του. Η κεντρική ιδέα της έκθεσης αφορούσε, εν μέρει, την ανοικοδόμηση (τόσο της παράδοσης της μοντέρνας τέχνης που είχε τρωθεί από τους ναζί όσο και της γερμανικής και ευρωπαϊκής κουλτούρας γενικότερα που είχαν να διαχειριστούν το τραύμα του παγκόσμιου πολέμου). Ομοίως, τα τρία παραδείγματα χτισίματος και καταστροφής της γνώσης που παρατίθενται εδώ αποκαλύπτουν ότι τα κτίρια που δημιουργούνται για να συντηρούν τη γνώση είναι πάντα κάτι περισσότερο από απλά κτίρια – οι βιβλιοθήκες και οι ναοί αποτελούν ενσαρκώσεις των σχέσεων εξουσίας και εμβλήματα ηγεμονίας. Προβάλλουν αλλά και δέχονται εξουσία, η οποία πάντα εμπεριέχει τη βία. Η αρχιτεκτονική δομή τους είναι αδιαχώριστη από την ιδεολογία και την πολιτική και οικονομική επιθετικότητα, ενώ συγχρόνως επιτρέπει στους χώρους αυτούς να λειτουργούν ως καταφύγια λόγου, ιδεών και αντίστασης. Όπως σημειώνει ο Lukasz Stanek, τα αρχιτεκτονικά εγχειρήματα μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως «γνωστικά αντικείμενα τα οποία μας επιτρέπουν να φανταστούμε τις δυνατότητες της κοινωνικής παραγωγής του χώρου». Οι ναοί κι οι βιβλιοθήκες, αυτές οι παλιές αφηγήσεις γνώσης που μοιάζουν να αναρριχώνται προς τον πολιτικό αιθέρα, είναι επίσης οι νέες μας αφηγήσεις: Μας βοηθούν να εντοπίσουμε τα σύγχρονα κοινά μας στοιχεία, ένα είδος κοινωνικού χρέους.
—Quinn Latimer
Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης