Τώρα λαχταρούσα ακόμα περισσότερο να γνωρίσω τον άνθρωπό μας από το Μάλι, και συγχρόνως ήλπιζα ότι εκείνος κι εγώ δεν θα απογοητεύαμε τον Γκλισάν επιδεικνύοντας μία αποκλειστική εθνική ταυτότητα (την νεγρότητά μας) ή όντας πολύ εξωτικοί (σύμφωνα με την ανθρωπολογία, «αυθεντικοί αυτόχθονες άνθρωποι»). Μετά τους χαιρετισμούς και τις συστάσεις, ο Γκλισάν άφησε τον άνδρα από το Μάλι κι εμένα στο δωμάτιο, σα να ήθελε να μας εξασφαλίσει απομόνωση. Ο άνδρας ήταν γύρω στα πενήντα και φορούσε παραδοσιακή γαλάζια κελεμπία, με χρυσά κεντίδια γύρω από τον λαιμό. Τον έλεγαν Μαμαντού Σουμαρέ, και μου είπε ότι είχε επιμείνει να με συναντήσει μόνο για έναν λόγο, ο οποίος ήταν να ευχαριστήσω τον Γκλισάν για όλα όσα είχε κάνει για αυτόν και την οικογένειά του, και, πάνω απ’ όλα, επειδή τον περιέλαβε στον «κόσμο του», σαν εκείνος, ο Μαμαντού, να ήταν εξίσου καταρτισμένος και σημαντικός όπως όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στην αίθουσα του σεμιναρίου. Μου είπε να πω στον Γκλισάν ότι παρόλο που εκείνος, ο Μαμαντού, μιλούσε μόνο στοιχειώδη γαλλικά, καταλάβαινε τί έλεγε ο καθένας στο συνέδριο. Επανέλαβε ότι το μόνο που ήθελε από μένα ήταν να ευχαριστήσω τον Γκλισάν εκ μέρους του∙ δεν ήθελε τίποτε άλλο.
Ο Μαμαντού κι εγώ χαιρετηθήκαμε στα σονίνκε, την μητρική μας γλώσσα, και κλείνοντας την μικρή τελετή προσευχήθηκε στον Θεό να χαρίσει περισσότερη ειρήνη στην υπόλοιπη βραδιά μας. Τον βλέπω ακόμα μπροστά μου με τη γαλάζια κελεμπία του, να γίνεται ένα με το πλήθος της οδού Σεν Ζερμέν και να χάνεται στον σταθμό του μετρό της οδού ντι Μπακ. Όπως είπα, στην αρχή ανησυχούσα για τη συνάντησή μου με τον Μαμαντού Σουμαρέ επειδή δεν ήμουν σίγουρος τι περίμεναν από μένα, τόσο ο ίδιος όσο και ο Γκλισάν. Δεν ήθελαν να απογοητεύσω κανέναν τους. Τώρα συνειδητοποίησα ότι και οι δύο ήθελαν να παραδώσουν ένα μήνυμα ο ένας στον άλλον, ότι με χρησιμοποιούσαν σαν ένα μονοπάτι, όχι έναν ανοιχτό δρόμο, αλλά σαν το ίχνος ενός δρόμου, για τη σχέση τους. Είχα γίνει ένα ακόμα στρώμα στον αδιαφανή τρόπο που είχαν να σχετίζονται μέσω της επικοινωνίας. Αυτό που είχα σκεφτεί αρχικά σαν μία τυχαία συνάντηση δύο ανθρώπων από το Μάλι οι οποίοι παρακολουθούσαν ένα συνέδριο στο Παρίσι, ήταν κάτι πλήρως ενορχηστρωμένο. Τώρα μπορώ να δω ότι ο Γκλισάν είχε απλουστεύσει με ηγεμονικό τρόπο την απεικόνιση της αντίληψής του περί ενορατικής συνάφειας, για την οποία μίλησε με ένα πολύ ποιητικό, περίπλοκο τρόπο στη Philosophie de la Relation. Ήθελε να πάρω μαζί μου στις Ηνωμένες Πολιτείες κάτι που δεν μπορούσαν να με διδάξουν τα εγχειρίδια.
Μόλις την προηγούμενη ημέρα, ο Γκλισάν κι εγώ μιλούσαμε για το κινηματογραφικό μου εγχείρημα τρώγοντας μαζί με την Ανιές Μπ., την γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας που θαύμαζε το έργο του. Στη διάρκεια του δείπνου, ο Γκλισάν είχε ασκήσει κριτική σε αυτό που αποκαλούσε διαφάνεια της κινηματογραφικής εικόνας, και στη συστηματική και δογματική συγκόλληση πλάνων με σκοπό να παραχθεί νόημα. Για εκείνον, αυτό που έμενε εκτός πλάνου ήταν εξίσου σημαντικό με αυτό που ερχόταν στο φως. Οι καλές ταινίες ήταν αυτές που συνειδητά έπαιζαν με την προβολή σαν μια μορφή μεταμφίεσης, αυτές που αποκάλυπταν μεταθέτοντας το νόημα, λες και ήθελαν να δείξουν ότι δίνοντας μία ταυτότητα, έκρυβαν εσκεμμένα την ετερότητά της.
Είχα επωφεληθεί από αυτή την συζήτηση γύρω από τον κινηματογράφο για να ρωτήσω τον Γκλισάν αν υπήρχαν τρόποι να απλοποιήσει τις ιδέες του για μία ευρύτερη παρουσίαση στα αμερικανικά πανεπιστήμια, και αν η ταινία μου θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέσο σε αυτή την προσπάθεια. Μου απάντησε ότι οι ιδέες του ήταν ήδη απλές∙ ότι αυτό που χρειάζονταν περισσότεροι οι Αμερικανοί, όπως και πολλοί Γάλλοι, ήταν να αλλάξουν νοοτροπία και να περάσουν από τη νοοτροπία της παγκοσμιοποίησης σε αυτή της mondialite, της κοσμικότητας. Πρότεινε ότι χρειαζόμαστε να εισέλθουμε σε μία κατάσταση του κόσμου και του μυαλού η οποία ρέπει λιγότερο προς την ανακάλυψη και την κατάκτηση, και να υιοθετήσουμε μία φιλοσοφία της συνάφειας που θα αντιμετωπίσει τις διαφορές μας όχι σαν αυτά που μας χωρίζουν, αλλά σαν αυτά που μας συνδέουν ατομικά και συλλογικά στον Ένα Κόσμο, όπου η επικοινωνία ανάμεσα στις ενοράσεις μας δεν γνώριζε τα σύνορα της γλώσσας, της επικράτειας ή της εξουσίας. Όσο για την ταινία μου, όπως μου είπε ο Γκλισάν κοιτάζοντάς με και χαμογελώντας μου, στη θέση μου θα περίμενε μέχρι να φτάσουμε στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού και τότε θα έστρεφε την κάμερα στην υδάτινη μάζα, με την αβυσσαλέα της έκταση. Αυτό θα ήταν για εκείνον ολόκληρη η ταινία σε ένα πλάνο.
Κατά ειρωνικό τρόπο, την επόμενη μέρα ο Μαμαντού Σουμαρέ μου είπε να μεταφέρω στον Γκλισάν ότι, παρόλο που τα γαλλικά του ήταν στοιχειώδη, καταλάβαινε τι έλεγαν στο συνέδριο οι φιλόσοφοι και οι ποιητές. Μήπως αυτό που εννοούσε ο Γκλισάν μιλώντας για την είσοδο στην κοσμικότητα, ήταν η απόπειρα να καταλάβει κανείς τον Ένα Κόσμο προσεγγίζοντάς τον σαν μία ασάφεια αντί για μία διαφάνεια; Θα μπορούσε η οξύνοια της ενόρασης του Μαμαντού Σουμαρέ να είναι εξίσου εύγλωττη και ακριβής όσο η τέλεια γνώση της γαλλικής γλώσσας; Όπως σημειώνει ο Γκλισάν στο Philosophie de la Relation:
Το μεγαλείο πηγάζει από το ενορατικό ισοζύγιο (ατομικό ή συλλογικό) των σχέσεων με το Άλλο, όταν πρόκειται για ένα ζήτημα μιας χώρας με μία άλλη, και αλλού από την οξύνοια της αντίληψης μίας αισθητικής του κόσμου, προστάτιδας των αντιλήψεων της ισορροπίας ή της ρήξης (σε αρμονία με αυτές τις σχέσεις), όταν η εν λόγω αισθητική κινείται από τη μία κουλτούρα των ανθρωπιστικών σπουδών προς την άλλη: ισοζύγιο και οξύνοια, διαίσθηση και αντίληψη, όλα διατηρούνται σε ισοδύναμες αναλογίες.
Η σύντομη γνωριμία μου με τον Μαμαντού Σουμαρέ ήταν η στιγμή που άλλαξε η στάση μου απέναντι στα κείμενα του Γκλισάν. Μέχρι τότε, τον διάβαζα, όπως πολλοί αναγνώστες, ως έναν θεωρητικό του μετααποικιακού, Μαύρου Ατλαντικού, και των μειονοτικών σπουδών. Κατά συνέπεια, θεωρούσα την συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Caribbean Discourse (1989) για παράδειγμα, μία πραγματεία πάνω στην κριτική της μετα-νεγρότητας. Παρόλο που πολλοί είδαν το βιβλίο ως εφαλτήριο του κινήματος της κρεολότητας, εισήγαγε επίσης το πεδίο των Μαύρων σπουδών στις Ηνωμένες Πολιτείες στη ριζωματική σκέψη, τις μελέτες της αφρικανικής διασποράς και την επιμιξία (metissage). Τώρα ένιωθα, παρ’ όλα αυτά, ότι για να συνεχίσω να διαβάζω τον Γκλισάν στη γενεαλογία της μετααποικιακής θεωρίας έπρεπε να τον θεωρήσω ως έναν ανταγωνιστικό θεωρητικό αντί για έναν θεωρητικό της συνάφειας. Για παράδειγμα, αν ήμαστε εκπαιδευμένοι ώστε να διακρίνουμε την έννοια της διαφοράς στην ανταγωνιστική κριτική ως αντίθετη ενός νοήματος ή μίας επιστημολογικής κατασκευής του Άλλου, μία εκ νέου ανάγνωση του Γκλισάν θα μας προκαλούσε να προσεγγίσουμε την έννοια διαφορετικά, ως συνδεόμενη και σχετιζόμενη με τα ποικίλα στοιχεία του Ενός Κόσμου, περιλαμβάνοντας και αυτά που είναι αόρατα.
Τώρα, με τις νέες ενοράσεις του Γκλισάν, πρέπει να λάβουμε ως δεδομένο ότι κάθε «αλήθεια» και κάθε «πραγματικότητα» δεν έφτασε σε μας με τον τρόπο θα ήθελαν να πιστεύουμε τα καθεστώτα της επιστημονικής αφαίρεσης και διαφάνειας, αλλά ότι κάποιες από τις εκδηλώσεις τους φτάνουν σε μας ενορατικά, σαν μία σπίθα φωτός στο σκοτάδι. Ζητώντας μας να δούμε διαφορετικά την διαφορετικότητα, ο Γκλισάν θέλει να συνειδητοποιήσουμε τον θεμελιώδη ρόλο της στην κατασκευή του Ενός Κόσμου. Παραφράζοντας τον Γκλισάν, δεν πρέπει να υποκύψουμε στον κερματισμό του κόσμου, ούτε στις ασυμφιλίωτες διαφορές, τους δυαδικούς διαχωρισμούς, τον ανταγωνισμό των ειδών και των γενών. Πρέπει να καταπολεμήσουμε την επιθυμία να διαχωριστούμε σε απειλητικές ποικιλότητες, οι οποίες αφαιρούν κάθε αίσθηση ποίησης και φαντασίας από τις διαφορές μας. Η σπίθα της αλήθειας και της πραγματικότητας δεν πρέπει να απομονωθεί από το σκοτάδι και την αδιαφάνεια από την οποία πηγάζει. Ο Γκλισάν δεν αμφέβαλλε ότι η μετααποικιακή συζήτηση, όπως η κυρίαρχη αφήγηση του ευρωκεντρισμού στην οποία αντιτίθεται, έχει παρομοίως διαφύγει από αυτή την αδιαφάνεια, επιχειρώντας να καταλήξει σε εύκολα συμπεράσματα. Ένιωσε ότι αυτή η συζήτηση έχει πάρει την πλευρά της λογικής ενάντια στην ποίηση, της διαφάνειας ενάντια στην πολυπλοκότητα και έτσι έχει συνεισφέρει εξίσου στην καταστροφή των ζωών και του περιβάλλοντος (για παράδειγμα, μέσω του εθνικισμού που οδηγεί στη βία και στη μετανάστευση), όπως έκαναν οι πρώην αποικιστές και τώρα και οικονομικοί και πολιτιστικοί καταπιεστές. Έτσι ο Γκλισάν συνεχίζει να μας θυμίζει:
Ας μην ξεχάσουμε ποτέ ότι το ποίημα ήταν ενταφιασμένο σε μία κατάρρευση της γης. Από συνήθειο, παρά από ευκολία, η μοναδικότητα και η πολλαπλότητα των πραγμάτων παρουσιάστηκαν ως διαχωρισμένα ζεύγματα και δυϊσμοί, πριν ανακαλυφθούν τα γένη και τα είδη. Αυτός ο ρυθμός επέτρεψε μία καλύτερη διάκριση ανάμεσα στα πράγματα (εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε με βάση αυτό τον δυϊστικό τρόπο, και συχνά αντλούμε μία απροσδόκητη ηδονή απ’ αυτό). Όμως περιμένουμε επίσης την ανανεωμένη αντίληψη των διαφορών να αποκαλυφθεί και το ποίημα να αναδυθεί εκ νέου για άλλη μια φορά.