Μια παρόμοια μορφή, αυτή τη φορά μια τσιγγάνα, «αλανιάρα» μάνα, εμφανίζεται και πάλι αργότερα στο L’Aûmone d’un mendiant à Ornans (Ελεημοσύνη από έναν διακονιάρη στην Ορνάν) [εικόνα 4], ένα έργο του 1868 που, το δίχως άλλο, επιστρέφει στην έμπνευση και στη σύλληψη του έργου του 1854-55, τότε που ο Courbet καταπιανόταν με τη μορφή της ζητιάνας και με το θέμα της εξαθλίωσης που εκείνη ενσάρκωνε. Στον μεταγενέστερο πίνακα η γυναίκα εμφανίζεται σαν μια ρακένδυτη τσιγγάνα, κουρνιασμένη στον δρόμο με το μωρό της, βλέποντας τον εξίσου ρακένδυτο γιο της να δέχεται ένα κέρμα από έναν κάτισχνο, αναμαλλιασμένο διακονιάρη. Το μικρό αγόρι μοιάζει να προφυλάσσει τη μύτη του από την μπόχα που αναδίνει ο διακονιάρης. Μολονότι αυτό το έργο ενδέχεται να είναι, σύμφωνα με τη Ségolène Le Men, μέρος της σειράς του Courbet με θέμα τους ανοιχτούς δρόμους, φρονώ ότι ενδέχεται εξίσου να συνιστά έναν κρίκο στην αλυσίδα των έργων του Courbet με δεσπόζον θέμα, και με μια ποικιλία προσχημάτων, την εξαθλίωση καθώς και τους πένητες και περιθωριοποιημένους ανθρώπους, ένα θέμα που διαδραμάτισε έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην εικαστική παραγωγή του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα, κάτι που δεν το διαβάζει κανείς παρά μονάχα σπάνια στα κείμενα της κατεστημένης ιστορίας της τέχνης.
Ο Courbet αναπαρέστησε το θέμα της ένδειας –ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, της συνθήκης που υποδηλώνει ο γαλλικός όρος misère (μιζέρια, εξαθλίωση)– κάμποσες φορές στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Ένα από τα πρώιμα έργα του, το Les Casseurs de pierres (Οι λατόμοι) του 1849 [εικόνα 5], είναι μια ισχυρή, δυναμική και με αυτεπίγνωση ενσάρκωση του θέματος της εξαθλίωσης καθώς και μια δριμύτατη καταγγελία του ανάλγητου κοινωνικού συστήματος που επιφέρει ακριβώς αυτή την εξαθλίωση. Ο ίδιος ο Courbet ήταν σαφής σχετικά με τη φύση του θέματός του όταν έγραψε στον φίλο του, τον Francis Weys, για την εμπειρία του στις 26 Νοεμβρίου 1849: «Πήρα την άμαξά μας και πήγα στον Πύργο του Σεν Ντενί για να φιλοτεχνήσω ένα τοπίο – κοντά στη Μεζιέρ. Σταμάτησα για να κοιτάξω δύο άντρες που έσπαζαν πέτρες πλάι στη δημοσιά. Σπάνια συναντάς μια τόσο απόλυτη έκφραση εξαθλίωσης, κι έτσι μου ήρθε επιτόπου και αυτοστιγμεί η ιδέα για έναν πίνακα». Και συνεχίζει, μιλώντας με την ίδια προσήλωση στο θέμα του και στον επίμονο κοινωνικό προβληματισμό που ενσαρκώνει το έργο:
Στη μια μεριά ένας γέρος άντρας, εβδομηντάρης, γερμένος στη δουλειά του, με ανασηκωμένη τη βαριοπούλα του: Το δέρμα του μοιάζει φαγωμένο από τον ήλιο, ενώ το πρόσωπό του το σκιάζει ένα ψάθινο καπέλο. Το πανταλόνι του είναι καμωμένο από ύφασμα τραχύ, όλο μπαλώματα, και μέσα από τα ξυλοπάπουτσά του φαίνονται πίσω στις φτέρνες του οι χοντρές του κάλτσες που κάποτε ήταν μπλε. Στην άλλη μεριά ένας νέος άντρας, με σκονισμένα μαλλιά και μελαμψή επιδερμίδα. Το λερό και κουρελιασμένο του πουκάμισο αφήνει να φανούν τα πλευρά και τα μπράτσα του. Μια δερμάτινη τιράντα συγκρατεί ό,τι έχει απομείνει από το πανταλόνι του, ενώ τα λασπωμένα δερμάτινα παπούτσια του είναι γεμάτα χάσκουσες τρύπες σε κάθε τους μεριά. Ο γέρος άντρας γονατίζει κι ο νέος στέκεται πίσω του με όση ρώμη διαθέτει βαστώντας ένα καλάθι με σπασμένες πέτρες. Αλίμονο, σε τούτη την [κοινωνική] τάξη έτσι αρχίζει κανείς και έτσι, δυστυχώς, τελειώνει.
Οι γενικεύσεις του Courbet σχετικά με τα ψεγάδια του κοινωνικού συστήματος είναι αποτέλεσμα της ίδιας της εμπειρίας του από συγκεκριμένα ανθρώπινα κορμιά, από την περιβολή τους, από την επιδερμίδα τους. Ο Courbet συνεχίζει και γενικεύει ακόμα περισσότερο σχετικά με την τέχνη και το ύφος, επιλέγοντας για στόχο του κάποιον Louis Peisse, έναν κριτικό τέχνης, επιμελητή και έκδηλο πολέμιο του καλλιτέχνη, διακηρύσσοντας: «Ναι, κύριε Peisse, οφείλουμε να κατεβάσουμε την τέχνη από το βάθρο της. Για πάρα πολύ καιρό κάνετε τέχνη που είναι αρωματισμένη και μπολιασμένη με ‟καλό γούστοˮ. Για πάρα πολύ καιρό οι ζωγράφοι, ακόμα και οι σύγχρονοί μου, έχουν βασίσει την τέχνη τους σε ιδέες και στερεότυπα».
Η σημασία τόσο του θέματος των Λατόμων όσο και της ρεαλιστικής και εμπεριστατωμένης προσέγγισής του, εκ μέρους του Courbet, υπογραμμίζεται από μια παρεμφερή παράγραφο σε μια μακροσκελή και σημαντική επιστολή του από το 1850 προς τον Champfleury, στην οποία επιμελώς περιγράφει τους Λατόμους με ακόμα πιο έντονους όρους που τονίζουν ιδιαίτερα τη φτώχεια και την εξαθλίωση εκείνων των χειρωνάκτων. Ο πίνακας, δηλώνει, συντίθεται από «δύο πολύ αξιοθρήνητους ανθρώπους: Ο ένας είναι γέρος, ένα παλιό μηχάνημα που έχει γίνει άκαμπτο από τη χρήση και την ηλικία». Συνεχίζοντας, τονίζει λεπτομέρειες όπως «το τραχύ πανταλόνι του που θα μπορούσε να σταθεί ακόμα και από μόνο του» και τις «φθαρμένες μπλε κάλτσες του» που αφήνουν να φαίνονται οι φτέρνες του μέσα από τα «γεμάτα ραγίσματα ξυλοπάπουτσά του». Ο νέος άντρας πίσω από τον γέρο, σημειώνει ο Courbet, είναι μόλις δεκαπέντε χρονών και «πάσχει από σκορβούτο». Και προσθέτει: «Το πουκάμισό του δεν είναι παρά μερικά άθλια ράκη… Το παντελόνι του το συγκρατεί μια δερμάτινη τιράντα, ενώ φοράει τα παλιοπάπουτσα του πατέρα του που είναι γεμάτα τρύπες που χάσκουν». Και αφού περιγράψει τα εργαλεία της δουλειάς τους και το γύρω τοπίο, συνεχίζει, για μια ακόμα φορά, με μια διακήρυξη της φιλαλήθειας που ενέχει ο πίνακάς του («τίποτε από όλα αυτά δεν επινόησα, καλέ μου φίλε, τους έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους καθημερινά στον περίπατό μου») για να καταλήξει με την ίδια γενίκευση που είχε κάνει και στην επιστολή του προς τον Weys: «Σε τούτο τον σταθμό καταλήγει κανείς ακριβώς όπως ξεκίνησε».
Είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι την ίδια περίοδο κατά την οποία φιλοτεχνούσε τους Λατόμους, χρησιμοποιώντας ένα παρεμφερές πρότυπο, ο Courbet δημιούργησε το όχι και τόσο γνωστό έργο Le Vagabond (1843-49), γνωστό επίσης και ως Le Chemineau, που προσφάτως δημοσιοποιήθηκε σε μια μονογραφία σχετικά με τον καλλιτέχνη, την οποία εκπόνησε η Ségolène Le Men. Αυτή η καταρρακωμένη μορφή, ένας άντρας ελεεινά ντυμένος και αμήχανα στημένος, μισοκοιμάται, με το κεφάλι γερμένο στο χέρι του, στην άκρη του δρόμου, με τα πόδια του, που φοράνε φθαρμένα παπούτσια, απλωμένα μπροστά του, ενώ το ραβδί και το δισάκι του βρίσκονται κατάχαμα, στο βραχώδες έδαφος δίπλα του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια αλλόκοτη συνάφεια τόσο ως προς τη διάθεση όσο και ως προς τη στάση του σώματος ανάμεσα στον περιπλανώμενο διαβατάρη που ξαποσταίνει και στην καθιστή Ιρλανδέζα ζητιάνα του Ατελιέ. Η απομόνωση, η περιθωριοποίηση και η απόλυτη απουσία ακόμα και της ελάχιστης υποστήριξης από τον ίδιο τους τον εαυτό καθώς και της ελάχιστης αξιοπρέπειας αποτελούν κοινά στοιχεία: Και οι δύο ενσαρκώνουν τη συνθήκη της misère στην ίδια την ύπαρξή τους.