Εκδοτικό σημείωμα
Το δεύτερο τεύχος του South as a State of Mind ως περιοδικού της documenta 14 τυπώνεται ακριβώς έναν χρόνο πριν από την επίσημη έναρξη της έκθεσης στην Αθήνα και 14 μήνες πριν από τα προγραμματισμένα εγκαίνια της δεύτερης και καταληκτικής εκδοχής της στο Κάσελ. Σύμφωνα με την αρχική πρόταση που υποβλήθηκε το 2013, η documenta 14 είναι μια έκθεση διάρκειας 163 ημερών που θα διεξαχθεί σε δύο ξεχωριστές χρονικές στιγμές, οι οποίες αλληλοεπικαλύπτονται μερικώς, από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο του 2017. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η documenta 14 θα συμπεριλάβει δύο τοποθεσίες, εμβληματικές των έντονων αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν την Ευρώπη, αλλά ίσως και ολόκληρο τον κόσμο σήμερα. Από τις αρχές του 2015, όταν ξεκινήσαμε τη διαδικασία παραγωγής του South της documenta 14, αλλά και του επιμελητικού έργου της έκθεσης, η ροή των πολιτικών γεγονότων που διαμορφώνουν το μέλλον μας έμοιαζε ενίοτε εξαιρετικά ταραχώδης. Συγχρόνως, όμως, τα γεγονότα αυτά περιέργως έχουν καταστεί προβλέψιμα και όχι πλέον όσο αφηρημένα και μακρινά φαίνονταν κάποτε.
Η συνεχιζόμενη στρατιωτική και πολιτική εμπλοκή των δυτικών δυνάμεων και της Ρωσίας στη Συρία έχει οδηγήσει σε ένα αιματηρό, αλλά διόλου απροσδόκητο, τέλμα – χαρακτηριστικό μιας πολεμοκάπηλης διεθνούς πολιτικής. Παράλληλα, συνεχίζονται οι συγκρούσεις στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στην υποσαχάρια Αφρική. Από τους πολέμους αυτούς, που συχνά είναι αποτέλεσμα της δυτικής πολιτικής από την εποχή της αποικιοκρατίας αλλά και πρόσφατων στρατιωτικών επεμβάσεων, έχουν προκύψει εκατομμύρια πρόσφυγες που προσπαθούν να διαφύγουν από μη βιώσιμες συνθήκες ακραίας βίας – άνθρωποι που ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή και τη ζωή των παιδιών τους επιχειρώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο και το Αιγαίο για να καταλήξουν στην Ελλάδα, όπου λίγες ελπίδες έχουν να βρουν μόνιμο καταφύγιο. Αντίθετα, βρίσκονται σ’ ένα κράτος που μαστίζεται από την οικονομική κρίση και αντιμετωπίζουν την απειλή άμεσης επαναπροώθησης στην Τουρκία, ως συνέπεια της συμφωνίας ανταλλαγών («ένας μέσα, ένας έξω») μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας, συμφωνίας που φέρνει στη μνήμη –σε μια περίεργα διαστρεβλωμένη σύγχρονη εκδοχή– τη συνθήκη της Λοζάνης και τη βίαιη ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923.
Στο μεταξύ, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα έχουν επιδεινωθεί, καθώς η κατ’ όνομα αριστερή ελληνική κυβέρνηση έχει εφαρμόσει μια σειρά από μέτρα λιτότητας (με τη σιωπηρή συνενοχή της νεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης) τα οποία επιβλήθηκαν από την Ε.Ε. και τους συνεργαζόμενους μ’ αυτή διεθνείς οικονομικούς θεσμούς. Αγνοώντας πλήρως κάθε αντίληψη κοινωνικής και οικονομικής ανάκαμψης, τέτοια μέτρα καθώς και οι πολιτικές τις οποίες παράγουν έχουν σπείρει την αδιαφορία, τη ματαίωση, την απελπισία, την οργή.
Υπερβάλλουμε; Στη Γερμανία η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού (με τη μορφή του κόμματος AfD, ή «Εναλλακτική για τη Γερμανία») και του εξτρεμισμού (οργανωμένου γύρω από τον φόβο για το «διαφορετικό» και την αυθαίρετη σύνδεση των ντόπιων μουσουλμάνων και των νέων προσφύγων με την τρομοκρατία) είναι φανερή όσο ποτέ στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Παρόμοιες εθνικιστικές, ξενοφοβικές δυνάμεις με δημοκρατική αμφίεση έχουν βρεθεί στο προσκήνιο στη Δυτική Ευρώπη (βλέπε Αυστρία, Δανία, Γαλλία, Ελβετία) και στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ (όπως στις περιπτώσεις των ισχυρών ανδρών της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, και της Πολωνίας, Γιαροσλάβ Καζίνσκι), ενώ το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και τον πόλεμο στην Ανατολική Ουκρανία, ανακαλεί το φάσμα του Ψυχρού Πολέμου. Τα μέχρι πρόσφατα περιθωριακά ευρωπαϊκά κόμματα, τα οποία αντλούν δύναμη από κάθε μορφής λαϊκή δυσαρέσκεια, συμβαδίζουν με την έλλειψη νέων πολιτικών πρωτοβουλιών που θα μπορούσαν να αναζητηθούν στις ιδέες της αλληλεγγύης και της κοινότητας από τα πρώην «κυρίαρχα» κόμματα.
Όλες αυτές οι εξαιρετικά ανησυχητικές εξελίξεις έχουν συμβεί τα δύο τελευταία χρόνια, ακριβώς το χρονικό διάστημα προετοιμασίας της documenta 14. Ως ομάδα που εργαζόμαστε γι’ αυτή τη διοργάνωση στην Αθήνα και στο Κάσελ νιώθουμε έντονα την πίεση υπό την οποία καλούμαστε να λειτουργήσουμε. Καθώς πρόσφατα αρχίσαμε να υποδεχόμαστε στην Αθήνα τους πρώτους προσκεκλημένους συνεργάτες στο εγχείρημα της documenta 14 –καλλιτέχνες από όλα τα μέρη του πλανήτη– κατανοήσαμε πλήρως ότι όσο παρέχεται έστω και περιορισμένη ελευθερία κινήσεων στα άτομα (γνωρίζοντας επίσης ότι λίγοι απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο) υπάρχει πιθανότητα συνεργασίας με άξονα στρατηγικές που τίθενται ενάντια στις κυρίαρχες μορφές παθητικότητας, ελέγχου, τρόμου και στον εκφυλισμό των κοινωνικών δεσμών σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Παρ’ όλα αυτά, ενώ τα οργανωμένα γύρω από τη ροή του κεφαλαίου έθνη-κράτη εξακολουθούν να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους προς όφελος του ενός τοις εκατό, αυτό που κάποτε έμοιαζε με απειλητικό φάσμα από το μακρινό μέλλον αποτελεί πλέον μια πικρή πραγματικότητα που μας χτυπά την πόρτα (σε όποιον διαθέτει ακόμη πόρτα).
«Οι άνθρωποι ζουν διαρκώς με τον κίνδυνο του θανάτου και θέλουν να αφηγηθούν την ιστορία τους», σημειώνει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ο εκπρόσωπος της συριακής κολεκτίβας κινηματογραφιστών Abounaddara.1 Πέρσι τέτοιο καιρό αποφασίσαμε να φιλοξενήσουμε στη διαδικτυακή πλατφόρμα της documenta 14 αυτή την κολεκτίβα ανώνυμων κινηματογραφιστών διαθέτοντας στον ιστότοπό μας τα νέα φιλμ που βγάζει στη δημοσιότητα κάθε Παρασκευή – αυτό το «σινεμά του επείγοντος», όπως με ακρίβεια το αποκαλούν οι ίδιοι, γυρισμένο στη Συρία από αυτοδίδακτους εθελοντές κινηματογραφιστές. Πιστεύουμε ότι ο αγώνας για το «δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή εικόνα»,2 που αποτελεί κυρίαρχο αίτημα της κολεκτίβας από την ίδρυσή της το 2011, όταν ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση στη Συρία, πρέπει να στηριχτεί. Ίσως δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς μπορεί να κάνει η σύγχρονη τέχνη προκειμένου να αλλάξει η ολοένα πιο απαράδεκτη αλλά και προφανώς μη βιώσιμη κατάσταση των πραγμάτων, ελπίζουμε όμως να καταφέρουμε να προσφέρουμε κάποιες πιθανές απαντήσεις μέσω των έργων που δημιουργήθηκαν ειδικά για την documenta 14 ή αυτών που θα παρουσιαστούν στο πλαίσιό της. Οι πρώτες αντιδράσεις των καλλιτεχνών που επισκέφτηκαν την Αθήνα στις αρχές του 2016 ήταν ξεκάθαρα φορτισμένες από τον επείγοντα χαρακτήρα της παρούσας ιστορικής στιγμής σε επίπεδο πολιτικό, κοινωνικό, οικολογικό. Παρομοίως, ελπίζουμε ότι το δεύτερο τεύχος του South για την documenta 14 μαρτυρεί αυτή την ανάγκη καταγραφής του πραγματικού – δίχως όμως να πέφτει στην παγίδα της άμεσης αντιπροσώπευσης, που παραμένει ένας πολιτικά αμφιλεγόμενος όρος, αν αναλογιστούμε το αδιέξοδο της σύγχρονης δημοκρατίας, η οποία, αντί να κάνει αυτό που πρέπει, αναλώνεται στην ιδέα της πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Οι λέξεις και οι εικόνες μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία της κριτικής έρευνας: Η σιωπή και τα προσωπεία, ενώ δεν μπορούν να έχουν αξιώσεις αυταπόδεικτης αλήθειας, μπορούν να ενισχύσουν την ευκρίνεια της πολιτικής δήλωσης. Μέσω της ποιητικής έκθλιψης ή της θεατρικής παρουσίασης σε μια δημόσια περφόρμανς μιας αφήγησης ή στην ιδιωτική αφήγηση μιας προσωπικής ιστορίας μπορεί να αποκατασταθεί μια επική διάσταση ανάμεσα στα ενδεχόμενα μιας θρυμματισμένης καθημερινότητας. Μια σειρά από επισκέψεις καλλιτεχνών στα πλαίσια της documenta 14 που έλαβαν χώρα σε σχολές τεχνών της Αθήνας και του Κάσελ, συμπεριλαμβανομένων συναντήσεων με φοιτητές και εκπαιδευτικό προσωπικό, είναι ένα μόνο από τα στάδια της διαδικασίας (το περιοδικό είναι ένα άλλο τέτοιο στάδιο) τοποθέτησης του εικαστικού έργου, θεωρητικά και κυριολεκτικά, σ’ έναν χώρο τον οποίο μπορούμε να ορίσουμε ως ποιητικό και συγχρόνως κοινωνικό – δηλαδή πολιτικό. Η συζήτηση περί του κοινωνικού και του πολιτικού νοήματος που μπορεί να έχουν τα τεχνουργήματα, οι τελετουργίες και οι ποιητικές πράξεις για συγκεκριμένες κοινότητες υφαίνει ένα κόκκινο νήμα που διαπερνά αυτό το τεύχος του South, χαράζοντας προοπτικές για τα σύγχρονα έργα τέχνης πέρα από την αισθητική, την εμπορική ή απλώς την ενδοκαλλιτεχνική κριτική λειτουργία τους. Τόσο στο περιοδικό όσο και στην έκθεση της documenta 14 θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με στόχο τη δημόσια και κριτική αξιολόγηση αυτών των νοημάτων.
Προσωπεία και σιωπή ως εργαλεία αντίστασης και, παραδόξως ίσως, ως μέσα δράσης και ομιλίας, ως μέθοδοι πολιτικής και αισθητικής συμμετοχής. Ας αναλογιστούμε τις πρόσφατες εικόνες με τους διαδηλωτές ενάντια στον καπιταλισμό που φορούσαν τις μάσκες με τη μορφή του Guy Fawkes στους δρόμους του Λονδίνου τον Νοέμβριο του 2015, στα πλαίσια της «Πορείας του ενός εκατομμυρίου προσωπείων» (“Million Mask March”). Ας αναλογιστούμε επίσης την πιθανότητα μιας γλώσσας χωρίς απόθεμα, όπως την περιγράφει ο Georges Bataille: «Θέλησα να μιλήσω μια γλώσσα ίση με το μηδέν, μια γλώσσα που ισοδυναμεί με το τίποτα, μια γλώσσα που επιστρέφει στη σιωπή».3 Σ’ αυτό το δεύτερο τεύχος του South as a State of Mind για την documenta 14 διερευνούμε τα προσωπεία ως ιστορικό αλλά και σύγχρονο μέσο ανατροπής που συχνά επιστρατεύεται για να αντισταθεί στους τρόπους με τους οποίους το σώμα μας στερείται βασικά δικαιώματα μέσα στο πλέγμα αποκτήνωσης που περιστοιχίζει την παγκόσμια οικονομία της γεωγραφίας, της ιθαγένειας, της φυλής και του φύλου.
Παράλληλα, εξετάζουμε τη σιωπή –ένα από τα πολλά προσωπεία της γλώσσας– ως αντίδραση στην κενή εξουσία και στον ολοκληρωτισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα της επικοινωνίας που εκδηλώνεται ως μακρόσυρτος γλωσσολογικός κατακλυσμός εθνικιστικής προπαγάνδας, νεοφιλελεύθερου κηρύγματος και διαρκούς κίνησης κεφαλαίου. Πράγματι, αν η σιωπή και τα προσωπεία αποτελούν μεταφορές και εργαλεία αισθητικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, τότε αποτελούν επίσης τρόπους διεκδίκησης και επέκτασης τόσο της υποκειμενικότητας όσο και της συλλογικότητας. Όπως φανερώνουν τα κείμενα αυτού του τεύχους, τα προσωπεία και η σιωπή συχνά αποτελούν το σημείο όπου η πολιτική και η αισθητική, η πολιτική αντίσταση και η πολιτιστική παραγωγή συναντιούνται και αναμειγνύονται μεταξύ τους. Τόσο στη σύγχρονη εικαστική πρακτική όσο και στην ιστορία της διανόησης η σιωπή συνδέεται συνήθως με την αφαίρεση, την άρνηση και την απόσυρση. Εξετάζουμε επίσης τη σιωπή ως αναγκαίο συστατικό της γλώσσας, το οποίο δεν έχει να κάνει τόσο με τη συμπίεση του μοντερνισμού, την αισθητική της λευκής σελίδας και την καλλιτεχνική απόσυρση, όσο με τη λειτουργία του ως μέσου με το οποίο προτείνεται η πολιτική πράξη να ακούμε με προσοχή καθώς και με ένα είδος ριζοσπαστικής ανταπόκρισης. Η σιωπή δεν υποδηλώνει μόνο αντίσταση, αλλά και αποδοχή και αναγνώριση. Όπως παρατηρεί ο Στάθης Γουργουρής στο δοκίμιό του που φιλοξενείται εδώ, «Πριν από οτιδήποτε άλλο, το σύμπαν το αφουγκράζεσαι».
Παρ’ όλα αυτά, γεγονός παραμένει ότι «το θέαμα είναι γλώσσα», όπως έχει σημειώσει ο Giorgio Agamben. «Αυτό σημαίνει ότι μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο καπιταλισμός (ή οποιοδήποτε άλλο όνομα επιθυμούμε να δώσουμε στη διαδικασία που κυριαρχεί στην παγκόσμια ιστορία σήμερα) όχι μόνο στόχευσε στην ιδιοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά επίσης, και πάνω απ’ όλα, και στην αποξένωση της ίδιας της γλώσσας, της γλωσσικής και επικοινωνιακής φύσης των ανθρώπινων όντων, του κοινού λόγου όπως τον αντιλαμβανόταν ο Ηράκλειτος».4 Η αντίσταση σ’ αυτή την αποξένωση και η προσπάθεια εντοπισμού ενός κοινού λόγου –στη γλώσσα και στη ζωή– συχνά οδηγεί στη σιωπή ή στην επίκλησή της, που μπορεί, παραδόξως, να οδηγήσει στην εκχείλιση της γλώσσας – όπως εδώ, στην παρούσα έκδοση.
Αρκεί να δει (ή να ακούσει) κανείς το ηχηρό δοκίμιο “Taci, anzi parla” της Barbara Casavecchia, το οποίο πήρε τον τίτλο του –«Σκάσε. Ή μάλλον μίλα»– από το «Ημερολόγιο μιας φεμινίστριας» (1978) της Ιταλίδας τεχνοκριτικού και ακτιβίστριας Carla Lonzi. Το κείμενο της Casavecchia χρονογραφεί μια ομάδα Ιταλίδων εικαστικών και συγγραφέων από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι οποίες επαναπροσδιόρισαν τη γλώσσα ως κάτι «κειμενικό, σωματικό, επιτελεστικό, πολιτικό και πλάγιο». Η προτροπή της Lonzi –και η έμμεση παραδοχή ότι η επίκληση της σιωπής συνδέεται με την πράξη της ομιλίας– ακούγεται δυνατά στις σελίδες του τεύχους, που είναι γεμάτες από φωνές που μιλάνε για –αλλά και μέσα από– τα λαμπερά και σκοτεινά προσωπεία της γλώσσας.
Όπως και στο πρώτο τεύχος του South για την documenta 14, οι ξεχωριστές φωνές που παρουσιάζονται εδώ συνομιλούν μεταξύ τους σε μια συζήτηση που υπερβαίνει τα όρια του χώρου και του χρόνου. Στο ποίημά της με τίτλο “Fragments for Subduing the Silence” («Θραύσματα για την καταστολή της σιωπής») η Αργεντινή εκπρόσωπος του μοντερνισμού του 20ού αιώνα Alejandra Pizarnik γράφει: «Το κορίτσι που ξαπλώνει στην άμμο κουρνιάζει πάνω μου φορώντας προσωπείο λύκου. Εκείνο που δεν άντεχε πια και εκλιπαρούσε για φλόγες και του βάλαμε φωτιά». Οι ονειρικά διαυγείς στίχοι φέρνουν στον νου την ιστορία της κανίβαλου Dzunuk’wa, που απεικονίζεται σε τόσο πολλές μάσκες Kwakwaka’wakw του χαράκτη Beau Dick. Όπως περιγράφει η Candice Hopkins στην «Κοινωνική ζωή εκτός νόμου», που αφηγείται την ιστορία του potlatch και του έργου του Dick, «υπάρχει μια ιστορία για μια κοινότητα που αποφάσισε να αντιδράσει στην Dzunuk’wa· έτσι, λοιπόν, την αιχμαλώτισαν και τη σκότωσαν. Για να σιγουρευτούν ότι δεν θα επανέλθει στη ζωή, άναψαν μια μεγάλη πυρά για να κάψουν το σώμα της. Τη στιγμή που το σώμα της άρχισε να καίγεται και να μαυρίζει μεταμορφώθηκε σε σμήνος κουνουπιών». Συνεχίζοντας, γράφει ότι η μεταμόρφωση της Dzunuk’wa «θυμίζει το ίδιο το potlatch: Μια πρακτική που επέζησε χάρη στις μεταλλάξεις της την εποχή της κορύφωσης της αποικιοκρατικής βίας και καταστολής».
Η ιστορία της Dzunuk’wa –με τα διαφορετικά επίπεδα αποικιακής και σεξιστικής βίας– φέρνει με τη σειρά της στον νου την “Draupadi” στο ομότιτλο διήγημα της Mahasweta Devi. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή της η μεταφράστρια της Devi, Gayatri Chakravorty Spivak, η “Draupadi” εμφανίστηκε πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων Agnigarbha (Μήτρα της φωτιάς): Η πρωταγωνίστρια βασίζεται σε μια ηρωίδα του ινδικού έπους Μαχαμπαράτα. Στο έπος αυτό η Draupadi «αποτελεί την αφορμή μιας βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ αντρών». Καθώς ένας «αρχηγός εχθρικής φυλής τραβάει το σάρι της Draupadi», γράφει η Sivak, «η ίδια η ιδέα του υφιστάμενου νόμου (Ντάρμα) αυτοπραγματώνεται ως ένδυμα… Η Draupadi είναι ντυμένη για πάντα». Η ιστορία της Devi υπονομεύει επίμονα αυτή την κρίσιμη στιγμή: Η Draupadi γδύνεται και βιάζεται ομαδικά, «κι αυτή είναι η πολιτική τιμωρία από τους εκπροσώπους του νόμου. Παραμένει δημόσια γυμνή κατά δική της απαίτηση».
Το να παραμένεις γυμνός ενώ οι αρχές επιχειρούν να σε καλύψουν (για να κρύψουν τη δική τους βία): Αυτό μπορεί να είναι επίσης μια πράξη αντίστασης. Η εξερεύνηση των προσωπείων στο παρόν τεύχος δεν στέκεται μόνο στο μεταφορικό πεδίο, αλλά θίγει επίσης τη διάσταση τέτοιων αντικειμένων και δράσεων ως πολιτικών-πολιτιστικών γεγονότων. Για πολλούς αυτόχθονες τα προσωπεία λειτουργούν από παλιά όχι ως αισθητικά τεχνουργήματα που τα οικειοποιήθηκαν (μέσω κλοπής, μελέτης και έκθεσης) τα εθνογραφικά μουσεία της Δύσης, αλλά ως πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε τελετουργίες. Η Clémentine Deliss και ο Frédéric Keck συζητούν σχετικά με την επείγουσα ανάγκη αποκατάστασης των εθνογραφικών συλλογών στο “Occupy Collections!” ενώ οι Maria Thereza Alves, Jolene Rickard και Candice Hopkins πραγματεύονται ζητήματα προέλευσης, επαναπατρισμού, ιερών αντικειμένων και πολιτισμικής πατρότητας στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας και της νεοαποικιοκρατίας στο “Fair Trade Heads”. H Elsa Dorlin, στο μεταξύ, επιχειρεί μια φρέσκια ανάγνωση του επιδραστικού βιβλίου του Frantz Fanon Black Skin, White Masks (Μαύρο δέρμα, λευκές μάσκες), υπό το πρίσμα του αποικιοποιημένου υποκειμένου, των ευάλωτων σωμάτων και της (αυτο)βίας.
Την εξέταση του ευάλωτου σώματος, του σώματος που δύναται να μεταμορφώνεται και να μεταμφιέζεται διαρκώς –πότε άνθρωπος, πότε ζώο, πότε «απόκομμα», πότε κάτι άλλο– συνεχίζει στο τεύχος το εικαστικό project της Mariana Castillo Deball. Κομμένες σελίδες από καθημερινές ελληνικές και γερμανικές εφημερίδες σχηματίζουν το περίγραμμα ανθρωποζωικών υβριδίων, παράξενων στη συμμετρία τους. Απόηχους αυτού του έργου –που καταπιάνεται με θέματα εξορίας και μετασχηματισμού, με τα ίχνη της ιστορίας που μοιάζουν με σύνορα, με το γράψιμο και το χαρτί– συναντάμε ξανά στα ποιήματα της Pizarnik. «Η μικρή χάρτινη κούκλα: Την έκοψα από πράσινο, κόκκινο και γαλάζιο χαρτί», γράφει. «Σ’ αφήνουν στη μέση του δρόμου, μικρέ περιπλανώμενε. […] Οι εικόνες μου αφήνουν αποτυπώματα, χωρίς ήχο, χωρίς χρώμα (ούτε καν λευκό). Αν τα ίχνη των ζώων της νύχτας χαραχτούν στις επιγραφές των οστών μου –αν ριζώσω στο μέρος της μνήμης όπως ένα ζώο που βαδίζει στην άκρη του βουνού μπορεί ξαφνικά να παραπατήσει και να πέσει– μιλάω για το ανεπανόρθωτο».
Γράφουμε τούτο το σημείωμα από την Αθήνα –κάτω από τη σιωπή του ήλιου–, ενώ σκεφτόμαστε εικόνες βίας αλλά και εικόνες αποκατάστασης, καθώς και τα τόσο πολλά σώματα (επιφυλακτικά ή δεκτικά, ανθεκτικά, συχνά εκτοπισμένα και μεταμορφωμένα) και τις φωνές που μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ αυτή την έκδοση του South as a State of Mind. Ανάμεσα στις μεταμφιέσεις που θα δει κανείς στο τεύχος –από αυτές των Ζαπατίστας στο σύγχρονο Μεξικό ως εκείνες της Ελληνίδας φωτογράφου Nelly’s τη δεκαετία του ’30 κι από τις μάσκες ζωόμορφων θεών που κατασκεύαζαν επί αιώνες οι αυτόχθονες ιθαγενείς στον Καναδά ως τα βασιλικά καβούρια που ζουν στη Νοτιοανατολική Ασία εδώ και 450 εκατομμύρια χρόνια– θα προσθέταμε άλλη μία: Το προσωπείο και τις πολλές μεταμορφώσεις αυτής εδώ της έκδοσης. Τη «σωματογραφή», όπως γράφει ο Mustapha Benfodil στις σελίδες μας. Τα βιβλία που στρέφονται ενάντια στον εαυτό τους («Αυτό είναι σκέψη»), όπως γράφει η μυστηριώδης Elina Ferrante της Carla Lonzi. Η έκδοση –η γλώσσα η ίδια– είναι το μεγάλο προσωπείο. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση.
Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης
1 Ο Charif Kiwan σε συνέντευξή του στο New School, New York, όπως παρατίθεται στο Melena Ryzik, “Syrian Film Collective Offers View of Life Behind a Conflict”, New York Times, 18 Οκτωβρίου 2015. Στο διαδίκτυο: http://www.nytimes.com/2015/10/19/movies/syrian-film-collective-offers-view-of-life-behind-a-conflict.html.
2 Abounaddara, όπως παρατίθεται στο Christy Lange, “Emergency Cinema”, frieze, 18 Μαρτίου 2016. Στο διαδίκτυο: https://www.frieze.com/article/emergency-cinema).
3 Georges Bataille, όπως παρατίθεται στο Jason Bahbak Mohaghegh, Silence in Middle Eastern and Western Thought: The Radical Unspoken (New York: Routledge, 2013), σ. 166.
4 Giorgio Agamben, Means Without End: Notes on Politics, μτφρ. Vincenzo Binetti και Cesare Casarino (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2000), σ. 81.