Παθογενής υποκειμενικότητα

Όσοι σχολιάζουν το έργο του στοχαστή από τη Μαρτινίκα Frantz Fanon (Φραντς Φανόν) τείνουν να θεωρούν ότι το βιβλίο του Της Γης οι κολασμένοι, που εκδόθηκε το 1961, έρχεται σε ρήξη με την ανάλυσή του για την εποχή μετά τη δουλεία, την οποία έκανε εννέα χρόνια νωρίτερα στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αντίληψη του Fanon ριζοσπαστικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου: Με την επικείμενη ανεξαρτησία της Αλγερίας ο Fanon εγκατέλειψε την κοινωνιολογική-ψυχαναλυτική οπτική που είχε επιμελώς επεξεργαστεί προκειμένου να θεωρητικοποιήσει τη μετά τη δουλεία γαλλική κοινωνία. Στο Της Γης οι κολασμένοι προκρίνει ένα πολιτικό ύφος, ενώ το σύνολο του έργου είναι αφιερωμένο στη συγκρότηση μιας μαχητικής συλλογικής συνείδησης σε συνάρτηση με την εξέγερση στην Αλγερία. Από την άλλη πλευρά, το έργο Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες καταπιάνεται με την επεξεργασία μιας επιστημολογίας της πένθιμης –και φορτισμένης με βία– υποκειμενικότητας που «συνενώνει το Μηδέν και το Άπειρο».2 Αρμόζει άραγε να υποθέσουμε ότι, στο διάστημα μεταξύ των δύο έργων, ο Fanon πέρασε από την ανάλυση της βίας ως αναγκαίου κακού στην ανάλυση της βίας ως ανάληψης «δράσης»; Και σε ποιο βαθμό είναι εφικτό να ερμηνεύσουμε τούτη τη διαδρομή ως μια μεταμόρφωση του υποκειμένου εντός και διά της βίας ώστε να καταστεί έτοιμο να συναγάγει από τη βία έναν τρόπο υποκειμενοποίησης;

Στη μελέτη του Fanon Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες, του 1952, όπου εξετάζονται τα αποτελέσματα της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού στην ταυτότητα των μαύρων, οι εν λόγω μάσκες αντιπροσωπεύουν βιωμένες περιπτώσεις βίας – μιας βίας που μοιάζει διαρκώς να γυρίζει εναντίον του ίδιου της του εαυτού. Η πρώτη μάσκα αναφέρεται στη διαλεκτική της αναγνώρισης· η δεύτερη, στην επιβεβαίωση του εαυτού. Ο Fanon αποφεύγει τους σκοπέλους της εγελιανής αναγνώρισης και ειρωνικά διερωτάται σχετικά με τις ίδιες τις στιγμές, τα περιστατικά, της αναγνώρισης (‟Να αναγνωριστώ; Ναι, αλλά από ποιον;ˮ) ενάντια στο μοιραίο κάλεσμα της «νεγρότητας», από το οποίο ο συγγραφέας κρατάει αποστάσεις, προτιμώντας να εγείρει μια πρόκληση: Αυτή του υποκειμένου που αποκαθίσταται σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να δρα και, επιπλέον, σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να δρα και να βλάπτει. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει η δεύτερη μάσκα: Να μην «παίζεις» πλέον τον λευκό, αλλά να «είσαι» ένας «βρομερός νέγρος» (‟sale nègreˮ): Το να υποδύομαι τον λευκό συνιστά μια ατυχή εμπειρία που ακυρώνει κάθε διαλεκτική υπέρβαση της κατάστασής μου. Εάν κάθε αναγνώριση είναι επί ματαίω, τότε πρέπει κανείς να επιβάλει στον εαυτό του να «κερδίσει την αναγνώριση» (‟se faire connaîtreˮ).3 Ο Fanon χρησιμοποιεί το ίδιο πλαίσιο με τις στροφές και τις παρεκκλίσεις που επιβάλλουν μια διαδικασία αυτοσυνείδησης και άμεσης ενδόρρηξης του «Εγώ είμαι» (‟Je suisˮ):

Η διαλεκτική που καθιστά αναγκαία τη θεμελίωση της ελευθερίας μου με οδηγεί έξω από τον εαυτό μου. Θρυμματίζει τη δίχως αναστοχασμό θέση μου. Με όρους συνείδησης όμως, η μαύρη συνείδηση είναι έμφυτη, ενυπάρχουσα στα ίδια της τα μάτια. Δεν είμαι η δυνητικότητα κάποιου πράγματος. Είμαι εξ ολοκλήρου και απολύτως αυτό που είμαι. Δεν είναι ανάγκη να γυρέψω το καθολικό, το παγκόσμιο. Κανένα ενδεχόμενο δεν έχει θέση εντός μου. Η συνείδησή μου ως νέγρου δεν υφίσταται ως έλλειψη. Απλώς είναι. Η νέγρικη συνείδησή μου είναι ακόλουθος του ίδιου της του εαυτού.4

Εννέα χρόνια αργότερα, στο έργο Της Γης οι κολασμένοι, ο Fanon έδωσε όνομα σε τούτη την αναγκαία αντιδιαλεκτική διαδικασία. Την ονόμασε βία. Το υποκείμενο που υφίσταται βία δεν έχει διέξοδο παρά μόνο εντός και μέσω της βίας. Για να σταματήσει τη «δράση εναντίον του», για να γίνει ο ίδιος δράστης, θα πρέπει να αποσπάσει τον εαυτό του από το είναι του, να βγει έξω από την τραγική του κατάσταση. Στο έργο Της Γης οι κολασμένοι η βία δεν είναι ακριβώς το μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο Fanon όρισε τη βία περισσότερο ως «απόλυτη πράξη». Όπως σημειώνει: «Η βία μπορεί έτσι να εννοηθεί ως η απόλυτη μεσολάβηση (mediation). Ο αποικιοποιημένος άνθρωπος απελευθερώνεται εντός και διά της βίας. Τούτη η πράξη (praxis) διαφωτίζει τον μαχόμενο αγωνιστή καθόσον του δείχνει τόσο τον σκοπό όσο και τα μέσα».5 Αυτός ο ορισμός της βίας ενέχει απόηχους από τον Σαρτρ,6 και μάλιστα είναι άξιο λόγου το ότι ο Fanon οικειοποιείται τούτο τον όρο. Ως «πράξη» η βία είναι μια δράση που υλοποιείται μέσω των αποτελεσμάτων της. Μολονότι ο Σαρτρ ορίζει τον Άνθρωπο ως πράξη και τον διατηρεί σε τούτο το πεδίο της πρακτικής, ο Fanon υποκαθιστά τον σαρτρικό άνθρωπο με τη βία. Σύμφωνα με τον Fanon, δεν είναι η βία αλλά ο «άνθρωπος» που μπαίνει στο παιχνίδι: Στον κόσμο της αποικιοκρατίας η βία είναι πανταχού παρούσα, ενώ ο άνθρωπος στέκεται όρθιος μονάχα στις κομψές ευρωπαϊκές γειτονιές της αποικιακής πόλης. Από τη θέση του, ο αποικιοποιημένος άνθρωπος του Fanon υφίσταται απολύτως την αποικιακή βία. Ο Fanon εγκαταλείπει το δραστικὀ πεδίο της πράξης, θεωρώντας το επιβεβλημένο από την αποικιοκρατία, με άλλα λόγια από την ίδια τη βία, στον βαθμό που η βία είναι μια καθολικά επεμβατική πρακτική. Και κατά συνέπεια, μονάχα η βία –ως πράξη– μπορεί να καταστεί αυτό διά του οποίου δρω. Με άλλα λόγια, η βία στην οποία υποβάλλεται καθημερινά το σώμα του αυτόχθονα (η βία μιας μητροπολιτικής κοινωνίας μετά την εποχή της δουλείας, όπως ήταν η αποικιοκρατική αλγερινή κοινωνία) είναι εξ ορισμού εσωτερικευμένη και ταυτοχρόνως θεωρείται από τον Fanon ότι είναι το μόνο μέσο διά του οποίου καθίσταται εφικτό το να εξωτερικεύσεις τον εαυτό σου και να πράξεις – ακόμα κι αν ο εαυτός δεν προϋπάρχει σε τούτη την προβολή. Αυτή συνεπώς τη βία θα αναζητήσει ο Fanon στα βάθη των ανθρώπων προκειμένου να βγουν από «τον εαυτό τους».7 Απαξιώνοντας κάθε μέριμνα για τον κίνδυνο αυτού του οργάνου, αυτού του μέσου, αυτού του εργαλείου, ο Fanon θεωρητικοποιεί τη βία ως συνθήκη της δυνατότητας δράσης – και συνεπώς ως συνθήκη του ίδιου του ερωτήματος μιας σχέσης ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς. Για να παραφράσουμε τον Σαρτρ, μπορούμε να πούμε ότι η βία είναι πάντοτε μια εσωτερίκευση της εξωτερικότητας και μια εξωτερίκευση της εσωτερικότητας. Αυτή η αντίληψη όμως δεν προϋποθέτει την επίλυση των ηθικών και πολιτικών προβλημάτων που θέτει η βία.

Η βία, κατά τον Fanon, είναι μια πράξη την οποία μπορούμε να αποτιμήσουμε ως ενδορρηκτική, επινοητική και ουσιωδώς αισθησιακή. Κατά τη δική μου ανάγνωση, η βία δεν είναι μόνο ένα είδος αντίδρασης, είναι ουσιώδης ως επινόηση του εαυτού, είναι μια αυτενέργεια, η οποία απομακρύνεται από το αποικιοκρατικό καθεστώς εντός του οποίου το σύγχρονο υποκείμενο «αποσυντίθεται». Έτσι, ο Fanon δοκιμάζει κάτι που μοιάζει με προβολή του εαυτού έξω από μια άθλια προσωρινότητα, και με αυτή ακριβώς την κίνηση της προβολής το υποκείμενο επινοεί τον εαυτό του. Αυτή η προβολή καθίσταται εφικτή διά της βίας και εντός της βίας, καθόσον, όπως γράφει ο Fanon στο έργο Της Γης οι κολασμένοι, «σε ατομικό επίπεδο η βία είναι μια εξαγνιστική δύναμη».8 Αυτό δεν σημαίνει ότι το υποκείμενο προϋπάρχει της βίας και ότι αυτή έρχεται να επανεγκαταστήσει το υποκείμενο στα δικαιώματά του. Το υποκείμενο που επιθυμεί ο Fanon να υπάρξει δεν υπήρξε ποτέ. Ο Fanon ενδιαφέρεται για την καταστροφή της παθογενούς υποκειμενικότητας, η οποία διατηρεί τους άντρες και τις γυναίκες σε μια αποτρόπαιη «εαυτότητα» (selfhood). Κατά την έννοια αυτή, η αποικιοκρατική αθλιότητα είναι σωματικά τοξική, ενώ η βία είναι αυτό που δημιουργεί την υποκειμενοποίηση (subjectification). Εάν το υποκείμενο δεν προϋπάρχει της βίας, τότε μπορούμε να πούμε ότι το υποκείμενο γεννιέται μέσω της βίας.
 

Εκστατική υποκειμενοποίηση

Η σχέση ανάμεσα στα έργα Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες και Της Γης οι κολασμένοι είναι, συνεπώς, μια σχέση μεγέθους. Στα 1951 ο Fanon παγιδεύεται εκούσια στη σχέση αναλυόμενου-αναλυτή (“dans les rets de la relation analysant-analyste”) και, κατά κάποιον τρόπο, ο στοχαστής ποτέ δεν αποσπάται από την κρίση του για τον άνθρωπο από τις Αντίλλες  – ποτέ δεν καταφέρνει να απελευθερωθεί απολύτως. Ούτως ή άλλως, οι «οδηγίες» στο Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες είναι σαφείς: Η θεματική της βίας στο εν λόγω πόνημα καθιστά την ίδια τη βία τον μοναδικό δρόμο προς την αυτοσυνείδηση, παρότι ο ίδιος ο Fanon δεν είναι ακόμη σε θέση να εξερευνήσει και να υιοθετήσει αυτόν τον δρόμο. Στο πρώτο αυτό βιβλίο η βία εννοιοποιείται ως μια βία που μάχεται στο πλευρό του εαυτού. Και στο έργο Της Γης οι κολασμένοι ο Fanon θα ορίσει τελικά τούτη τη διαδικασία απελευθέρωσης εντός και διά της βίας. Η δική μου υπόθεση είναι ότι η εν λόγω βία έχει να κάνει αρχικά με την αυτοβία, με το να κάνεις κάτι βίαιο προς τον εαυτό σου. Η αυτοβία επικαλείται τη διπλή κίνηση η οποία συνίσταται στο να βγεις έξω από τον εαυτό σου και, συνάμα, να είσαι δεμένος με το σώμα σου που έχει υποστεί αποπραγματοποίηση (derealization) εξαιτίας της μυστικοποίησης που επιβάλλουν οι λευκοί αποικιοκράτες.9 Και μέσω ακριβώς αυτής της βίαιης διαδικασίας απελευθέρωσης ο Fanon σκοπεύει να αντιστρέψει τη λογική της αποικιοκρατίας, η οποία δένει κάποιον στον ίδιο του τον εαυτό και συνεπώς τον κρατά «παραδίπλα», έξω από το ίδιο του το σώμα (το οποίο είναι, στην πραγματικότητα, το σώμα του άλλου). Έτσι, η προοπτική του Fanon είναι η προοπτική της αυτοβίας, πράγμα που σημαίνει να είσαι έξω από τον εαυτό, αλλά μέσα στο σώμα σου. Και η πληρότητα του έργου Της Γης οι κολασμένοι εκφράζει και δοκιμάζει αυτή την αντιστροφή, αυτή την «οργασμική» σύλληψη της υποκειμενοποίησης.

Στο έργο Της Γης οι κολασμένοι ο Fanon λαμβάνει πλήρως υπόψη του την ιδιαιτερότητα της αλγερινής κατάστασης. Πράγματι, το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο διαφέρει τόσο από την αγροτική οικονομία όσο και από τις ουλές που αυτή αφήνει. Στο πλαίσιο της Αλγερίας εν προκειμένω ο Fanon θα ενσαρκώσει εκείνο τον μαχόμενο διανοούμενο του οποίου σέβεται τα δικαιώματα. Περιγράφει με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια τη βία –αυτό που αποκαλεί «ατμόσφαιρα της βίας»10 η οποία ενδημεί στο αποικιοκρατικό καθεστώς– και δημιουργεί o ίδιος τις συνθήκες της μεταστροφής του, που σημαίνει τη στροφή του προς τις αποτελεσματικές συνθήκες της δυνατότητας αυτού του αποκαλεί «βία εν κινήσει».11 Η ατμόσφαιρα της αποικιακής βίας χαρακτηρίζεται μονίμως από το γεγονός ότι ο αποικιακός κόσμος είναι ένας «τμηματοποιημένος κόσμος»12 (ένας κόσμος χωρισμένος στα δύο, ένας κόσμος ανταγωνιστικός, συγκρουσιακός), αλλά και γεμάτος από τις ίδιες μυστικοποιήσεις που περιγράφονται στο έργο Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες. Και οι εν λόγω μυστικοποιήσεις είναι σαφώς διακριτές στις κλινικές περιγραφές των αποικιακών ψυχοπαθολογιών που προκαλούνται από τον ρατσισμό, εκείνων των «περιπτώσεων» των κατοίκων της Μαρτινίκας, της Μαδαγασκάρης, της Αλγερίας που δομούν τη σκέψη του Fanon. Οι χαρακτήρες αυτοί ενσαρκώνουν in situ τη συνέχεια της σκέψης του. Στον αποικιακό κόσμο τα αποικιοποιημένα σώματα υφίστανται παντού τη βία και είναι ανέφικτο να υπερασπιστείς τον εαυτό σου σωματικά και ψυχολογικά απέναντι σε τέτοια ιμπεριαλιστική βία. Το αποικιοποιημένο υποκείμενο φυλάσσει τον εαυτό του έξω από το ίδιο του το σώμα, ένα σώμα μη αναγνωρίσιμο και μη κατοικήσιμο. Και έτσι φαντασιώνεται το ίδιο του το σώμα: Ονειρεύεται ότι μετακινείται, ότι τρέχει, ότι χοροπηδάει, ότι κολυμπάει, ότι χρησιμοποιεί όλους τους μυς του.13 Η ίδια του η ύπαρξη αλλοιώνεται εντός της σχέσης του με έναν φαντασιωμένο εαυτό. Συνεπαρμένο από τα «παραισθησιακά όνειρα» (“tourmente onirique”)14 και συγχρόνως τοποθετημένο στη θέση του από το αποικιοκρατικό σύστημα, το αποικιοποιημένο υποκείμενο παραμένει αδρανές μέσα στην ένταση μιας μυϊκότητας που μονίμως αναστέλλεται. Αυτή η υπερβολική ροπή στη φαντασίωση αποτελεί την προέλευση της παθογενούς υποκειμενικότητας. Αν εξοβελιστώ από το ίδιο μου το σώμα –το οποίο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αντικείμενο– κι αν το απογυμνώσω από κάθε αποτέλεσμα και κάθε αποτελεσματικότητα, αυτό σημαίνει ότι είμαι καταδικασμένος.

Αλλοτριωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, το αποικιοποιημένο υποκείμενο δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον εναγώνιο μάρτυρα της αποϋλοποίησης, της αποπραγματοποίησης του ίδιου του σώματός του. Από δω αναδύεται ένας από τους ορισμούς του Fanon για την απελευθέρωση, η οποία θα διέλθει από μια μορφή εξεγερμένου αισθησιασμού, ακόμα και αχαλίνωτου αισθησιασμού, και, κατά συνέπεια, θα είναι ανυποχώρητα, αδυσώπητα βίαιη. Η βία παρεμβαίνει πρώτα και πάνω απ᾽ όλα ως μια αναγκαία μεσολάβηση (médiation). Τι σημαίνει αυτό; Η βία θεσπίζει την αναγκαία μεσολάβηση διά της οποίας (ανα)παρατάσσω το σώμα μου και (ανα)παρατάσσω τον εαυτό μου εντός του σώματός μου, διά της οποίας (επανα)θέτω τον εαυτό μου σωματικά, σαρκικά, σε κίνηση. Το σώμα αναζωογονείται μέσω της βίας και, κατά τον ίδιο τρόπο, το υποκείμενο επανατοποθετείται στην καθημερινή ύπαρξη. Η βία, λοιπόν, δεν είναι κάτι άλλο παρά αυτή η μυϊκή ένταση, συνάμα οδυνηρή και ευφραντική, η οποία με ανακαλεί στο σώμα μου. Σύμφωνα με τον Fanon, αυτή η έξω-από-τον-εαυτό προβολή είναι πάνω από όλα μια δύναμη που εμμένει ενάντια σε αυτό το οποίο είμαι ή, με άλλα λόγια, ενάντια σε αυτό το οποίο είμαι για τον αποικιοκράτη – και εντέλει για τον ίδιο μου τον εαυτό. Κατά συνέπεια, η βία έρχεται να υποκαταστήσει την εγελιανή διαλεκτική: Η αυτοσυνείδηση που επιτυγχάνεται κατ᾽ αυτόν τον τρόπο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άλλη μορφή αναστοχασμού που αναδύεται μέσα από τη μυϊκή εμμένεια, και αυτή η χέρι-με-χέρι, σώμα-με-σώμα μάχη είναι επαναστατική. Μιλώντας με το ύφος του αποικιοποιημένου διανοούμενου ο Fanon γράφει:

Αυτό το ύφος, το οποίο οι Δυτικοί έβρισκαν κάποτε τόσο αντιαισθητικό, δεν αποτελεί, όπως θεωρούσαν ορισμένοι, ένα φυλετικό χαρακτηριστικό, αλλά πάνω απ᾽ όλα αντανακλά μια ατομική μάχη και αποκαλύπτει πόσο αναγκαίο είναι για τον διανοούμενο να βλάψει τον εαυτό του, να τραυματιστεί, να χύσει κυριολεκτικά αίμα και να απελευθερωθεί από το είναι του, που είναι ήδη μολυσμένο από τα μικρόβια της παρακμής. Μια εσπευσμένη, οδυνηρή μάχη όπου αναπόδραστα ο μυς θα πρέπει να αντικαταστήσει την ιδέα.15

Οφείλει, λοιπόν, ο διανοούμενος να πειραματιστεί προσωπικά και απόλυτα με την απελευθέρωση, της οποίας τις αρχές επεξεργάζεται για λογαριασμό ενός λαού σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο διανοούμενος είναι και ο ίδιος ένας μαχόμενος και με το να επιβιώσει από την μάχη με τον εαυτό του την οποία ο ίδιος ξεκίνησε ετοιμάζεται για τον ένοπλο αγώνα –για τα χτυπήματα που θα καταφέρουν και για τα βασανιστήρια που θα υποστούν οι αγωνιστές– αναγγέλλοντας την καταστροφή ενός ετοιμοθάνατου καθεστώτος. Συνεπώς, η εν δράσει βία για την οποία μιλάει ο Fanon είναι μια βία την οποία έχει ήδη γευτεί με το ίδιο του το σώμα, με την ίδια του την ένταξη. Τη θεωρεί, λοιπόν, το μοναδικό μονοπάτι θέσπισης μιας συλλογικής συνείδησης που ανοίγεται στο μέλλον.16
 

Σαρκικός ανθρωπισμός

Στον σχολιασμό της για τη σχέση ανάμεσα στον Σαρτρ και στον Fanon η Judith Butler (Τζούντιθ Μπάτλερ) προκρίνει μια αντιστροφή της σειράς των έργων του Fanon.17 Από φιλοσοφική σκοπιά, σημειώνει, το έργο Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες θα πρέπει να διαβαστεί μετά το έργο Της Γης οι κολασμένοι. Είναι ως εάν το συμπέρασμα του έργου Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες να συνιστά το «επακόλουθο», ή τη μόνη δυνατότητα μιας καθησυχασμένης κοινότητας και υποκειμενικότητας, η οποία εντέλει ξεπερνάει την καταστροφική και λυτρωτική βία που τις γέννησε μέσα από τη δύναμη του σαρκικού ανθρωπισμού.18

Ο σαρκικός ανθρωπισμός συμβολίζεται από την τελευταία πρόταση του έργου Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες, στην οποία ο Fanon γράφει: «Ω σώμα μου, κάνε με άνθρωπο που πάντα ρωτάει!».19 Εδώ ακολουθώ και πάλι την ανάλυση της Butler όταν επισημαίνει ότι αυτή η παράκληση του Fanon προς το ίδιο του το σώμα δεν είναι απλώς μια στιγμή ενδοσκόπησης, αλλά μια στιγμή όπου συντελείται ένα άνοιγμα προς τον άλλο, προς τον ίδιο τον κόσμο. Πράγματι, η ανάλυση της Butler για την τελευταία σελίδα του έργου Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες απηχεί το κεφάλαιό της από το έργο της Undoing Gender, του 2004, με τίτλο “Beside Oneself’’ (στο οποίο θα επανέλθει στο βιβλίο της Precarious Life της ίδιας χρονιάς), καθώς επίσης και το κεφάλαιο “When is Life Grievable?” από το βιβλίο της Frames of War (2010). Αυτό που με ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι ο τρόπος με τον οποίο η Butler αντιλαμβάνεται εκ νέου την άρθρωση ανάμεσα στη βία –στον βαθμό που αυτή είναι ένα παραγωγικό στοιχείο–, στο σώμα και στην υποκειμενικότητα. Στο “Beside Oneself” πραγματεύεται την έννοια της «έκστασης», ή του «σώματός μου», ως κοινωνικού φαινομένου, ως αυτού που με εκθέτει στον άλλο. Η «εκστατική» μας συνθήκη είναι η συνθήκη της ύπαρξής μας. Στη συνθήκη αυτή η Butler ορίζει εκείνο που ενδεχομένως είναι μια πολιτική φαινομενολογία: Βεβαίως, χρειαζόμαστε μηχανισμούς –νομικούς ιδίως– προκειμένου να προστατέψουμε την αυτονομία του σώματός μας («ένα σώμα που ανήκει στον εαυτό του»),20 αλλά αυτό σημαίνει ότι εξακολουθούμε να είμαστε εντός του εαυτού μας.21 Απεναντίας, το να είμαστε πάντοτε ήδη «εκ-στατικοί» υπονοεί μια ορισμένη ευάλωτη κατάσταση που απορρέει από τη σαρκική κοινωνική ύπαρξη. Στο κείμενο της Butler η βία σημαίνει τη βία στην οποία είμαστε ποικιλοτρόπως εκτεθειμένοι. Συνεπώς, ως έναν βαθμό, η Butler προσχωρεί στον εκ μέρους του Fanon επαναπροσδιορισμό της «πράξης»: Η βία εμπλέκεται στο πεδίο της πρακτικής. Με άλλα λόγια, η βία είναι αυτό εντός και διά του οποίου θεσπιζόμαστε ως υποκείμενα και εντός του οποίου και εξαιτίας του οποίου οφείλουμε να συμβούμε ως υποκείμενα. Απέναντι σε αυτούς τους κανόνες που επιδρούν διαρκώς πάνω στο υποκείμενο η βία είναι παντού: Δίνει υπόσταση στο ίδιο το υποκείμενο και το διαμορφώνει. Και για την Butler –όπως και για τον Fanon– αυτή η βία, η οποία χαρακτηρίζει το πεδίο της πρακτικής και των κοινωνικών κανόνων που μας συνέχουν, που μας διαπλάθουν και μας δίνουν υπόσταση, δεν τίθεται άπαξ και διά παντός. Η βία δεν είναι το αρχικό χωνευτήρι που καθορίζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Η βία εργάζεται και, κατά συνέπεια, επικαλείται μια επαναληπτική διαδικασία εντός και διά της οποίας το υποκείμενο πάντα (και ασχέτως των περιστάσεων) βρίσκεται σε κατάσταση διερώτησης: «Πώς θα βιώσω τη βία της διαμόρφωσής μου; Πώς θα ζήσει αυτή η βία εντός μου; Πώς θα με φέρει, παρά και πέρα από μένα, ενόσω και εγώ τη φέρω;».22

Έτσι, λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε την ανάγνωση της Butler στην τελευταία πρόταση του έργου Μαύρο δέρμα, άσπρες μάσκες: «Ω σώμα μου, κάνε με έναν άνθρωπο που πάντα ρωτάει!». Το ότι ρωτάει είναι ακριβώς το σημάδι που ποτέ δεν εξουδετερώνεται οριστικά ούτε από τη βία που υφίσταται ούτε από τη βία που ασκεί – απεναντίας, είναι αυτό που διαρκώς απαιτεί αποδείξεις της δύναμής μου να δρω. Με ένα ηθικό tour de force η Butler επαναθέτει το ζήτημα της μη βίας στην καρδιά της παράκλησης του Fanon, παράκληση που γνωρίζουμε ότι εισακούστηκε (και φυσικά για τον λόγο αυτόν η Butler αντιστρέφει τη χρονολογία των έργων του Fanon). Σύμφωνα με την Butler, η μη βία εγγυάται την ακεραιότητά μας ως «εκστατικών» υποκειμένων που εμπλέκονται σε μια αλληλουχία ανταγωνισμών με άλλα υποκείμενα, ευάλωτα εξ ορισμού και, ως τέτοια, άξια να μην υποστούν βία (‟ne pas être violentésˮ), ασχέτως πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μια τέτοια βία. Σύμφωνα με την Butler, αυτή η αναστολή της βίαιης δράσης, αυτή η άρνηση να δράσεις (αυτό το άντε γαμήσου!) είναι η εναρκτήρια κατάσταση ενός νέου πλαισίου, ενός νέου σχήματος αντίληψης του εαυτού μας και επίσης μιας άνευ προηγουμένου πολιτικής αντίληψης: «Κατ᾽ αυτή την έννοια, η μη βία δεν είναι μια ειρηνική κατάσταση, αλλά ένας κοινωνικός και πολιτικός αγώνας που στόχο έχει να καταστήσει έναρθρη και αποτελεσματική την οργή – αυτό το προσεκτικά κατασκευασμένο «άντε γαμήσου».23 Το να είσαι εκτός εαυτού σημαίνει να αναστέλλεις τη δύναμη να δράσεις. Σημαίνει να μην αποκρίνεσαι στη βίαιη έγκληση της δύναμης αυτής. Και πάλι, η Butler δεν θεωρεί τη μη βία απόλυτη ηθική προσταγή, ούτε προφανή πολιτική στάση (διότι αυτή η προσταγή ή η στάση της μη βίας μοιάζει κατά πολύ να επιβαρύνει εκείνους οι οποίοι υποφέρουν από τη βία και από τους οποίους περιμένουμε να ενδώσουν στη βία). Με τη «μη βία» η Butler σηματοδοτεί ταυτοχρόνως την επεξεργασία άλλων τρόπων να πράττουμε και συνεπώς να είμαστε, άλλες δυνατότητες δράσης και συνεπώς ζωής και, πιο θεμελιωδώς, την αποκατάσταση της συγκρουσιακής διαδικασίας με το να καταστήσουμε αυτά τα πλαίσια και τις συντεταγμένες αντικείμενο της κοινωνικής διαπάλης.

Ο Fanon και η Butler προτείνουν δύο διαφορετικές «εκ-στατικές» ιστορικές οντολογίες του εαυτού. Αυτή που ελπίζω να έδειξα σχετικά με τον Fanon έχει να κάνει με τη μυϊκή, σαρκική προβολή σε έναν εμμενή κόσμο, με το να είμαι «εκτός εαυτού» (‟hors de soiˮ), κάτι που από μόνο του είναι ικανό να με ρίξει μέσα στην ιστορία, να ανοίξει ένα μέλλον εντός του οποίου η πρακτική μου, δηλαδή το να πω «εγώ», παράγει ιστορία. Η ερμηνεία του Fanon εκ μέρους μου σκοπεύει να καταδείξει ότι η βία είναι πριν και πάνω απ’ όλα μια απόπειρα να καταστρέψω αυτό που με αποστεώνει, που με εξορίζει από το σώμα μου, και συνεπώς με εξορίζει από την ιστορική μου ύπαρξη. Σε τέτοιες συνθήκες, η βία και μόνο είναι αυτό που δίνει στον εαυτό μου ένα σώμα – η βία είναι αυτό που υλοποιεί την υποκειμενικότητα. Για την Butler το ‟être hors de soiˮ είναι ήδη μια υλική συνθήκη ύπαρξης και το όλο enjeu της πρότασής της είναι να δείξει ότι πρόκειται για μια αναπόδραστη και κοινά μοιρασμένη συνθήκη. Αυτό λοιπόν που η ίδια αποκαλεί ευάλωτη κατάσταση βασίζεται σε μια ενσαρκωμένη, αέναη υποκειμενοποίηση, που διαρκώς την επικαλείται η βία (η δική μου, η δική σου, η δική μας, η δική τους) διότι μονίμως δέχεται αμφισβητήσεις από ένα «εμείς». Για τον Fanon το να είσαι εκτός εαυτού είναι μια παρόρμηση, un élan· για την Butler είναι μια συνθήκη, μια κατάσταση. Εντέλει, και οι δύο αυτές γραμμές σκέψης, που καταπιάνονται με τον κόσμο, εγείρουν ένα πολιτικά επιτακτικό ερώτημα, το οποίο οφείλουμε θαρραλέα να αντιμετωπίσουμε: Τι θα πρέπει να κάνω για τον εαυτό μου μέσω της βίας; Ή, αντίστροφα: Τι θα πρέπει να κάνω για την ίδια μου τη βία;

 

Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης