κλείσιμο

Η κατασκευή των ερειπίων του Νότου ή Οδηγίες για τη διαχείριση χρέους

Dorothee Burr Thompson, Athenean Agora, Athens (1937), ασπρόμαυρη φωτογραφία

Η λέξη κείμενο έχει διπλό νόημα στα ελληνικά. Ως επίθετο προσδιορίζει κάτι που έπεσε: Κάτι ανίκανο να αναλάβει δράση για τον εαυτό του, κάτι που κείται. Το ίδιο επίθετο αντιστοιχεί σήμερα στο νεοελληνικό ουσιαστικό που ονομάζει το γραπτό: Το γραπτό κείμενο φτιάχνεται από ύλη πτώσης. Κείμενο σημαίνει πεσμένο. Με την ευκαιρία του παρόντος δοκιμίου, αναγνωρίζουμε, στο έδαφος των Αθηνών, τις στρώσεις των πεσμένων κατασκευών ως γραφές. Καταχωρίστηκαν σε διάφορες εποχές. Τεκμηριώνουν πεσμένα κτίσματα. Συνυπάρξεις κειμένων καταγράφονται από τις αλληλοκαλύψεις αρχαιοελληνικών, ρωμαϊκών, ελληνιστικών, βυζαντινών, οθωμανικών ερειπωμένων θεμελίων. Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο θα άξιζε αυτές οι γραφές να μελετηθούν συνολικά σήμερα: όχι μόνο δηλαδή με την αποκρυπτογράφηση κάθε στρώσης ξεχωριστά. Η σύγχρονη Αθήνα εκφέρεται από πολλές φωνές μεμιάς. Κι ωστόσο, όταν εγκαινιάστηκε ως πρωτεύουσα της Ελλάδας, στη μοντέρνα εκδοχή της, η πόλη οργανώθηκε ως μονοφωνική ανάγνωση μιας γραφής. Αποκομμένη από το παλίμψηστο των λοιπών κειμένων της η νέα πόλη οργανώθηκε ως κατάργηση της περίσσειας των κειμένων που χωρούσε στο ίδιο έδαφος.

Εστιάζοντας εδώ ή εκεί, η Αθήνα των πεσμένων γραφών προσφέρει το υλικό για να συγκροτηθεί μια βιαστική γραμμική ιστορία διαδεχόμενων ιδεών. Η εξιδανίκευση της αρχαιότητας, η δυτική ηγεμονία, η απόρριψη του ιδεαλισμού, το τέλος του λογοκεντρισμού, η αποδόμηση τεκμηριώνονται στο ίδιο έδαφος: Κι ακόμη πιο πρόσφατα (ως μια επιπλέον ανάγνωση του εδάφους) η μεταδημοκρατική αφήγηση ιχνογραφείται στην επιφάνεια της πόλης. Το ηγεμονικό πλαίσιο κάποιας νέας ωμότητας δείχνει τώρα τον υποδεή (subaltern) ως υποκείμενο μιας «αναπόφευκτης» κατάστασης: Ο υποδεής θα είναι ανέστιος και μη αναπαραστάσιμος σε αυτή τη νεότατη αστική αρχαιολογία. Η πόλη δεν είναι πλέον σε θέση να αναπαριστά τον κάτοικό της ως πολίτη ούτε να κανονίζει την εκάστοτε κατάστασή του.

Η σημερινή σταδιακή ακύρωση του κόσμου της αρχαίας Ελλάδας (ως πάλαι ποτέ σταθερού και εξιδανικευμένου σημείου αναφοράς) παγιώνει το παρόν της πόλης ως αναπόδραστη συνθήκη. Μαζί με την ατυχή εξιδανίκευση της αρχαίας Ελλάδας, απουσιάζουν δηλαδή σήμερα οι ανατρεπτικές διαβρωτικές δυνατότητες της αρχαιότητας. Απουσιάζουν εν γένει παραστάσεις που θα έβλεπαν το παρόν της σύγχρονης βόρειας ηγεμονίας ως κάτι κατώτερο από παραδειγματικές περιπτώσεις του παρελθόντος. Ο Βορράς καθόρισε για τον εαυτό του, ως μόνη εξέλιξη, τη διαμονή στην τέλεια μορφή του εαυτού του. Κάθε διαφορετικό μέλλον από εκείνο που συνεχίζει να κοιμάται στο ίδιο παρόν μοιάζει σήμερα αβάσιμο. Η ελληνική αρχαιότητα ως παραδειγματική δυνατότητα για διαφορετικό, ευκταίο μέλλον στήθηκε ως απόσταση από το παρόν που ζητούσε ρήξη. Η αναφορά στην Αθήνα κατά τη νέα κτίση της υλοποιούσε μια ευχή για επιστροφή στο ιδεώδες, απολεσθέν και μακρινό παρελθόν. Η νέα Αθήνα κτίστηκε ως απόσταση από τον εαυτό της. Η σημερινή αμεσότητα του αθηναϊκού παρόντος εννοείται λοιπόν πρώτα σε αυτή την πόλη ως αδυναμία πένθους. Τα ερείπια σίγασαν: Έχασαν την αξία τους ως ρυθμιστές του φαντασιακού. Η επείγουσα κρίση των Αθηνών επιβάλλει την «αμεσότητα». Η επείγουσα συνθήκη αποστρέφεται το βάθος μιας γης γεμάτης υπολείμματα και αναφορές. Η λειτουργία των υπολειμμάτων της αρχαιότητας σε ένα αδύνατο «σχέδιο επιστροφής» έχει ήδη χαθεί σήμερα, μετά την Δύση. Το μεταδημοκρατικό φαντασιακό στην Αθήνα δυσκολεύεται να ενατενίσει εκ νέου την αρχαιότητα, όπως αδυνατεί να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κατάσταση. Μετά τη Δύση, η ενατένιση της αρχαίας Ελλάδας παρουσιάζεται χωρίς τα θετικά χαρακτηριστικά μιας «αστάθειας που προκύπτει από την εξιδανίκευση». Γιατί η αρχαιότητα ως πενθούμενος ή ως ανύπαρκτος τόπος καθοδηγούσε, με αρχαιολογική φαντασία, το παρόν προς την ανεστιότητα. Διάβρωνε το παρόν με την απόσταση των ερειπίων.

Ο περιπατητής της σημερινής Αθήνας συναντά τα εκπεσμένα στοιχεία του σημερινού εδάφους της ως δυσανάγνωστο υλικό. Το έδαφος της πόλης διαβάζεται σαν προφητεία για την κατακλυσμιαία κι ωστόσο ηρωική κατάρρευση της Ευρώπης. Διαβάζεται ως τοπικό σύμπτωμα της σημερινής ευρωπαϊκής στιγμής, ως συμβάν. Η σύγχρονη Αθήνα συνέβη πρώτα σαν αρχή και σήμερα σαν τέλος της Ευρώπης. Η απόστασή της από το εξιδανικευμένο παρελθόν αποδείχτηκε ανεπαρκής. Η σύσταση της πόλης ως αναφορά προς την αρχαία είναι ασφαλώς ευρωπαϊκής εμπνεύσεως. Το πολλαπλό κατεστραμμένο υλικό του παλιμψήστου που συνιστά την πόλη μιλά ακόμη για την προαναγγελθείσα από καιρό παρακμή της δύσης. Χωρίς μηχανισμούς αποκωδικοποίησης και χωρίς αναγνωστικό πρωτόκολλο η Αθήνα συνεχίζει να μιλά με έμφαση για το ευρωπαϊκό παρελθόν. Σήμερα όμως ταυτόχρονα προσανατολίζει προς ένα αβέβαιο μέλλον. Η πόλη μιλά με πολλαπλές διαφορετικές φωνές, όχι με μία. Υπ’ αυτή την έννοια, αι Αθήναι –πόλη της οποίας το όνομα συντάχθηκε στον πληθυντικό– δεν ακολουθούν απλά την παράδοση άλλων μητροπόλεων. Η ελληνική πρωτεύουσα συμπυκνώνει σήμερα πολλές ταυτόχρονες εκφάνσεις του υποδεούς: Συγκροτείται από ένα άθροισμα περιοχών και πληθυσμών «εκτός των ηγεμονικών κατασκευών». Η πόλη εγκαταλείπει τον συμβολικό της ρόλο ως εξιδανικευμένου τόπου στα μάτια της πάλαι ποτέ κραταιάς Δύσης: Η Δύση αρνείται να αναγνωρίζει πλέον με το ίδιο πάθος την αρχαία Ελλάδα ως τον κατεξοχήν πρόγονό της. Κι ωστόσο αυτή η αδυναμία αναγνώρισης του προγόνου γίνεται και τέλος του επιγόνου. Η πόλη αποκτά άλλο εμβληματικό «νόημα ύπαρξης» στην παρακμή. Με την εγκατάλειψη του παλαιού ρόλου της οι ερωτήσεις που θέτει η παρακμή της γίνονται παγκόσμιες. Αφορούν τη μετάβαση της Δύσης σε ένα άλλο ηγεμονικό στάδιο, εκείνο του πλανητικού Βορρά. Στο πέρασμα από την επικράτεια της Δύσης στην επικράτεια του Βορρά θυσιάζεται η σχέση με το παρελθόν.

Η συνάντηση της Ευρώπης με την Ελλάδα ως απογοήτευση ή η βιαστική δυτική ικανοποίηση από την πρόχειρη κατασκευή μιας μυθικής νέας Ελλάδας περιγράφουν την ίδια δομή: Την περιγράφουν ταυτόχρονα ως «εκπλήρωση και μη εκπλήρωση» των δυνατοτήτων της συνάντησης: Η νέα Ελλάδα δεν είναι απλά κακομορφία δυτικής εμπνεύσεως. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα δυτική αστοχία. Η Ευρώπη είναι επίσης αστοχία νεοελληνική. Κι ωστόσο κάποια διαφορά πρέπει να επισημανθεί ανάμεσα στις δύο εννοιολογήσεις. Η Ευρώπη και η νέα Ελλάδα οφείλουν να ανταποκριθούν αμφότερες σε κάποια συγκεκριμένη αναπαράσταση του παρελθόντος. Η Αθήνα κατασκευάστηκε ως εμπειρία απογοήτευσης όχι μόνο επειδή η πόλη σχεδιάστηκε με υπέρμετρη φιλοδοξία, ούτε εξαιτίας μιας ατυχούς ακολουθίας γεγονότων όπου κάτι δεν συνέβη όπως έπρεπε. Κάτι περισσότερο από αυτό διαδραματίστηκε επί καιρώ στη νεότερη Αθήνα: Κάποια συνειδητή ενορχηστρωμένη άσκηση απογοήτευσης καθοδηγείται με την ατέρμονη εργασία για εύρεση όσων χάθηκαν. Η επιστροφή στον αδύνατο τόπο επιστροφής και η εργασία για αυτό το αδύνατο έργο συνιστά το κατεξοχήν δυτικό, ευρωπαϊκό σχέδιο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η υπόσχεση αναβίωσης της αρχαίας Ελλάδας δεν εκπληρώθηκε: Όχι μόνο επειδή η νέα Ελλάδα δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην αρχαία κληρονομιά της. Αντίθετα: Το σχέδιο της ανταπόκρισης προς την αρχαιότητα εκπονήθηκε μαζί με την αδυναμία εκπλήρωσής του. Δεν αποτέλεσε ποτέ «πραγματικό» πρόγραμμα. Σήμερα η πόλη ζητά νέο νόημα στο στερέωμα του πλανητικού Βορρά. Αν προσδιόρισε το σημείο αναφοράς της ευρωπαϊκής Δύσης καθορίζοντας την ομολογημένη σχέση προς το χαμένο ελληνικό παρελθόν, σήμερα χαρακτηρίζει τη βαθύτερη πλευρά του πλανητικού Βορρά: Τον ακατονόμαστο πλανητικό Νότο χωρίς τον οποίο κανείς Βορράς δεν μπορεί να ονομαστεί.

Εξετάζουμε το προδιαγεγραμμένο ιστορικά αθηναϊκό παρόν, στρέφοντας το βλέμμα προς το έδαφος της πόλης με διπλό τρόπο: Κοιτάζουμε την ιστορημένη αθηναϊκή γη αλλά εξετάζουμε παράλληλα και το ουδέτερο χώμα της πόλης. Το χώμα προσφέρει κάποια δεύτερη ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής πρωτεύουσας.

Η αστική ύλη της Αθήνας εγκαινιάστηκε μαζί με το φάντασμα ενός αόρατου τόπου. Η ελληνική πρωτεύουσα του Βαυαρού βασιλέα Όθωνα και των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Σάουμπερτ στην αρχή του 19ου αιώνα επιζητούσε μια σειρά από καταστροφές για την ανάδειξη όχι μόνο των αρχαιοτήτων που ακόμη φαίνονταν, αλλά επίσης για όσες έμεναν ακόμη «κρυμμένες». Ό,τι εθεωρείτο κέντρο της μικρής οθωμανικής πολίχνης πάνω στον βράχο της Ακρόπολης (γύρω δηλαδή από τα μνημεία που βλέπουμε εκεί σήμερα) χρειάστηκε να γκρεμιστεί ώστε να αναδειχθούν, να ευρεθούν ή να αποκατασταθούν μνημεία που θα παρουσίαζαν μια δοξασμένη εποχή. Ο χώρος των αρχαιολογικών ανασκαφών της Ακρόπολης ήταν ο ίδιος χώρος «υπερτριακοσίων» ζωντανών σπιτιών, αν εμπιστευθούμε τον Καμπούρογλου. Η αρχαιολογική έρευνα εστίαζε στον υπόγειο χώρο της οθωμανικής πολίχνης. Είχε ως προφανές αποτέλεσμα την καταστροφή του κέντρου της. Η «κατασκευή» αρχαιολογικών χώρων και η «παραγωγή» νέων ευρημάτων ήταν ο εμφανής στόχος μιας ανομολόγητης, «υποχρεωτικής» επιχείρησης κατεδαφίσεων στην πόλη. Η κατεδάφιση αυτή και η ιδιαίτερη εγκατάσταση του συγκεκριμένου παρελθόντος αναλαμβάνεται ως πρόγραμμα της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νέου κράτους. Αυτό οργανώνει το σχέδιο για την νέα πόλη από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Συνδεδεμένη με αρχαιολογικές έρευνες η εγκατάσταση της πρωτεύουσας αποβλέπει στην διαμόρφωση νέων ερειπίων από την ύλη των ορατών ή των αόρατων αθηναϊκών υπολειμμάτων. Τα αθηναϊκά αρχαιολογικά πάρκα στα οποία βρίσκονται σήμερα μερικά από τα πιο επίσημα ερείπια των Αθηνών είναι αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης καθαρισμού που ταυτόχρονα αναζητούσε απεγνωσμένα περισσότερα εμφανίσιμα ερείπια. Η μοντέρνα πρωτεύουσα δεν θα υπήρχε χωρίς τον καθορισμό του τοπίου της ως πεδίου ανάδυσης ερειπίων.

Η μοντέρνα πόλη κτίζεται λοιπόν από το βλέμμα του ξένου επισκέπτη που βλέπει περισσότερο κάτι αόρατο παρά αυτό που φαίνεται. Η νέα Αθήνα χρωστούσε εξαρχής, συνειδητά, την ύπαρξή της αλλού. Δεν επεκτάθηκε λόγω οποιασδήποτε δικής της «εσωτερικής αναγκαιότητας». Αντίθετα προτάθηκε, θεμελιώθηκε και στηρίχθηκε ως τεχνητή σχέση με τον αόρατο τόπο από τον οποίο ο Ευρωπαίος ταξιδιώτης αναζητούσε την καταγωγή του. Η νέα ελληνική ταυτότητα παράγεται ενώ το βλέμμα του πλάνητα περιηγητή του Grand Tour μετατρέπεται για τον αυτόχθονα σε υιοθέτηση μιας σταθερής και ακλόνητης θέσης. Η δύσκολη μακρινή διαδρομή προς τον τόπο της ευρωπαϊκής καταγωγής γίνεται μόνιμη και εύκολη διαμονή στον υποτιθέμενο πυρήνα της καταγωγής. Το ταξιδιωτικό πρόγραμμα γίνεται εγκαθίδρυση στάσης. Ο εξιδανικευμένος μακρινός τόπος που συλλαμβάνεται από απόσταση ή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μετατρέπεται σε σταθερή ενατένιση μιας απλής και υποτιθέμενα εντόπιας εθνικής συνείδησης.

Η νέα Αθήνα ως πόλη που προσδιορίστηκε από ξένους δεν αποτέλεσε «αυτόνομη συσσωρευμένη αστική ύλη». Διαπλάστηκε από ένα ιδιόμορφο αφηγηματικό κενό με ύλη η οποία θα αναπλήρωνε αυτό το ίδιο κενό: Το κενό είναι ο λόγος ύπαρξης της πόλης. Το κενό ως απροσμέτρητη οφειλή φτιάχνεται στο κέντρο της πόλης από την αρχαιολογία της. Η αρχαιολογία εγκαθίδρυσε μια πόλη από απουσία. Το κενό στο κέντρο της ζητά επίσης μια απόσταση από την πόλη κατά τη βίωσή της. Το κενό αυτό καθιστά την Αθήνα με ιδιαίτερο τρόπο μη κατοικήσιμη. Το βάρος του παρελθόντος σχηματίζει ακόμη την αδιαμόρφωτη υπόσχεση ή την απειλή για ένα ατύχημα ικανό να ανατρέψει στην Αθήνα την παράδοση του δυτικού αστικού πολιτισμού. Η σχέση της πόλης με το γραμμένο στο έδαφος παρελθόν μπορεί να αναζητηθεί στο αδιόρατο μέχρι σήμερα ρήγμα ανάμεσα στον σημερινό Βορρά και στη γηραιά Δύση.

*

Η ύλη της πόλης συνέλαβε μαζί με την αρχή της Δύσης το τέλος της και ένα εκρηκτικά διαχεόμενο πλανητικό στοιχείο διαφορετικό από το δυτικό. Ήδη κατά την εποχή όπου η Αθήνα επανεφευρίσκεται από τους αρχιτέκτονες του Όθωνα η εγκατάσταση δικτύων της νέας υπό επέκταση υποδομής όφειλε να είναι καθοριστική για τη σχεδιαζόμενη πόλη. Η Αθήνα θα ανταποκρινόταν στις αστικές τεχνολογίες υποδομών που αναπτύσσονταν και εφαρμόζονταν στις δυτικές πόλεις της εποχής κατά την περίοδο που ακολουθεί τα μέσα του 19ου αιώνα. Το παρόν κείμενο επιχειρεί την κριτική παρατήρηση της παγκόσμιας κατάστασης, χαρτογραφημένης ήδη από τότε στο αθηναϊκό έδαφος: Η παρατήρηση των εκσκαφών για τις υποδομές της πόλης παράλληλα προς τις αρχαιολογικές ανασκαφές της περιγράφουν μια διπλή κατάληψη του εδάφους που μας ενδιαφέρει σήμερα. Μια ιδιότυπη σύγκρουση για τον αόρατο χώρο της πόλης παρουσιάζεται με δύο διαφορετικά σκαψίματα.

Η σύνδεση των αστικών κατοικιών με δίκτυα οργανώνει την αστική ζωή των μοντέρνων πόλεων ως σειρά επαναλήψεων: Η έννοια της αστικής καθημερινότητας συγκροτείται από τις επαναλήψεις τις οποίες ρυθμίζει η υποδομή. Η καθημερινότητα είναι η μεγάλη κατασκευή της υποδομής. Και ο υπόγειος αστικός χώρος αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο της. Η μοντέρνα αστική υποδομή εγκαθίσταται και επεκτείνεται πρωτίστως σε αυτό το μείζον υπόγειο πεδίο. Η αστική καθημερινότητα στηρίζεται σε έναν αόρατο αλλά σκοτεινό και ομοιογενή υπόγειο χώρο. Η ιδιαιτερότητα του αθηναϊκού εδάφους εμποδίζει ωστόσο αυτή τη σύλληψή του ως απλού χώματος. Το όψιμο άρθρο του Δημήτρη Πικιώνη με τίτλο «Γαίας ατίμωσις»1 περιγράφει μια ασύμμετρη σύγκρουση ανάμεσα στα ευρήματα της αθηναϊκής γης και στις μοντέρνες κατασκευές. Η περιγραφή γίνεται χωρίς αναφορά στον συστημικό χαρακτήρα της σύγκρουσης αυτής. Η σύγκρουση δεν είναι τυχαίο ατόπημα της βάρβαρης νεοελληνικής αμάθειας των εργολάβων ενώπιον της αρχαιότητας. Αντιθέτως καθορίζεται από τη συνθήκη δημιουργίας της νέας πόλης: Η νέα Αθήνα φτιάχτηκε από τη σύγκρουση ερειπίων και υποδομών. Δεν υπέπεσε σε αυτή την σύγκρουση σαν να συνέβη εδώ ένα ατύχημα εσφαλμένης υλοποίησης. Το ζήτημα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με διαφορετικό τρόπο, αλλά δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Η αφετηρία της νέας πόλης προέβλεπε ότι ένα κρυμμένο αρχαιολογικό τοπίο θα υποδεχόταν ένα δίκτυο υποδομών. Το ρήγμα ανάμεσα στην ιστορημένη γη και στο ουδέτερο χώμα αποφασίστηκε από τον Βαυαρό βασιλιά μαζί με τη βούληση για εγκατάσταση μιας σύγχρονης πόλης πάνω σε έναν αρχαίο ερειπωμένο ιστό. Η δόξα του υπόγειου παρελθόντος ως αιτία για να ξανακτιστεί μια νέα πόλη δημιουργεί εξ υποθέσεως δυσκολία στη νέα υποδομή της. Εφόσον η Αθήνα θα γινόταν πρωτεύουσα, όφειλε να μετατρέψει το έδαφός της από ιδιαίτερη χαρακτηρισμένη ιστορική γη σε ουδέτερο χώμα που θα εξασφάλιζε την επέκτασή της ως μοντέρνας πόλης.

Η αντίθεση υποδομής και αρχαιολογίας δεν εξαντλείται με την περιγραφή της πόλης ως μονοσήμαντα οργανωμένου πεδίου ρήξης. Ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά οι δράσεις της υποδομής δεν αντιτίθενται, αλλά αναλογούν προς τις αρχαιολογικές δράσεις. Οι δύο δράσεις αναλαμβάνονται ως ολοένα επεκτεινόμενα υπόγεια σχέδια. Αμφότερες οι επιχειρήσεις αναλαμβάνονται χωρίς ορατό πέρας, δεν ικανοποιούνται από κανενός είδους τελείωση. Η αστική υποδομή αποδεικνύεται συνεχώς και κατ’ επανάληψιν ατελής: Την αέναη επανασχεδίασή της καθορίζουν τεχνικές αναβαθμίσεις και επεκτάσεις της επικράτειάς της, νέες λειτουργίες που εισάγονται, τροποποιήσεις, παρακάμψεις και αποκαταστάσεις βλαβών. Η συνεχής ανάπτυξη και η ακατάπαυστη συντήρηση της υποδομής αναλογεί στην εξέλιξη του πεδίου δράσης της ανασκαφής και στην υποστήριξή της. Η αρχαιολογία επισυμβαίνει ως ονομασία, ταυτοποίηση και επεξεργασία ευρημάτων: Οι δράσεις αυτές οργανώνουν την ιδιαίτερη αρχαιολογική αδυναμία ολοκλήρωσης. Στην αρχαιολογία οι απεριόριστες εργασίες αναπαράστασης μορφοποιούν μια αδύνατη επιχείρηση εμφάνισης του απολεσθέντος: ένα αδύνατο παρελθόν αντίστοιχο με το πάντοτε ανεκπλήρωτο τεχνικό μέλλον της υποδομής. Η χρονική συνθήκη της αδύνατης ολοκλήρωσης ελέγχει και τις δύο υπόγειες επιχειρήσεις. Κι ωστόσο, ενώ η αρχαιολογία και η υποδομή κατασκευάζουν δύο παράλληλες συλλήψεις του χρόνου για τη μοντέρνα Αθήνα, συντάσσουν επίσης κάτι σημαντικότερο: το υπόγειο πεδίο σύγκρουσης ανάμεσά τους.

Δεχόμαστε ότι η προσαρμογή της αστικής ζωής σε παραμέτρους ρυθμισμένες από την υποδομή μετατρέπει την καθημερινότητα σε εμπειρία συστημάτων της υποδομής. Έτσι, αν η ευρωπαϊκή Δύση προέκυψε ως σχέση με το χαμένο παρελθόν, η «εκκίνηση» του πλανητικού Βορρά συνέβη ως υπερεπένδυση στην δύναμη της υποδομής. Το Αθηναϊκό υπέδαφος όχι μόνο καταμαρτυρά την δύσκολη συνύπαρξη δύο τόσο διαφορετικών και εξ ίσου ανέφικτων χρόνων. Το υπέδαφος ορίζει μια πόλη από μια σύγκρουση. Οι δύο ανεκπλήρωτες εξιδανικεύσεις, της αρχαιολογικής ανασκαφής που ολοένα αποδεικνύεται ατελής και της χωρίς τέλος επέκτασης της υποδομής, εξελίσσονται σαν άπειρη σύγκρουση ανάμεσα στο οριστικά χαμένο παρελθόν της Δύσης και στο οριστικά ανέφικτο μέλλον του πλανητικού Βορρά.

Η αστοχία των δύο χρόνων της ανασκαφής και της υποδομής συμπυκνώνεται σε τρία στάδια που αντιστοιχούν στην ιδιαίτερη βλάβη της αθηναϊκής γης. Έτσι, στον σημερινό χρόνο της Αθήνας χάνεται ο κόσμος τον οποίο αναζητούσαμε, δεν αναμένουμε οποιοδήποτε προβλεπόμενο μέλλον κι ωστόσο, πέραν αυτών, η καθαρή προγραμματική αδυναμία ανταπόκρισης στο διπλό αίτημα μετατρέπεται σε δυνατότητα ενός εναλλακτικού παρόντος. Άγνωστο αν το εναλλακτικό παρόν θα οργανωθεί εκ νέου ως διπλή συνάρτηση παγίωσης και ροής (ερειπίου και υποδομής), ως απλή αποκόλληση από το παρελθόν, ως απεξάρτηση από το συγκεκριμένο μέλλον ή ως εγκατάσταση μιας άλλης αστικής συνάρτησης που θα ακολουθήσει την αποτίναξη του διλήμματος. Η πόλη προς το παρόν παρακάμπτει το δίλημμα του υπόγειου χώρου της: Στο επίπεδο της ζωντανής της επιφάνειας μιλά έναν διαφορετικό λόγο, για πρώτη ίσως φορά με επάρκεια και ταυτόχρονη συνείδηση απώλειας της θέσης της. Αυτή η απώλεια θέσης είναι ωστόσο νέα θέση. Ένα συστηματικά πλέον αποεδαφοποιημένο σύστημα ροής πληροφορίας συνάδει σε αυτή τη συνείδηση καθώς μετασχηματίζει τους ορισμούς των τοπικών χαρακτηριστικών. Ταυτόχρονα παύει ο δραματικός πόλεμος ανάμεσα στον μηχανισμό ανασκαφής και στις εγκαταστάσεις των υπόγειων δικτύων με τη φαντασιακή επικράτηση του δεύτερου.

Κι όμως, παρά τη σαφή επικράτηση της υποδομής επί του ερειπίου η Αθήνα εννοείται σήμερα ως παγκόσμιο συμβάν ή ως συμβεβηκός: ως ατύχημα της υποδομής. Ακόμη περισσότερο: Εξ αυτού του πλανητικού ατυχήματος προκύπτει η νέα της τοπικότητα. Η αρχαιολογική της υπόσταση που έκανε την τοπικότητα της Αθήνας διεθνή μένει πλέον αμέτοχη στη νέα φαντασιακή θέσμιση της πόλης. Η υποδομή της πόλης δείχνει μόνο σημάδια των στρατηγικών της σημερινής ηγεμονίας, προς ένα επερχόμενο σχέδιο νεοφιλελεύθερης ενοικίασης παροχών. Η υποδομή καθαυτή καθίσταται κυρίαρχος μηχανισμός εφαρμογής του νέου καπιταλισμού. Προορισμένη κάποτε για να διανέμει τη ροή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, η υποδομή της Αθήνας εξαρτάται σήμερα από ροές πληροφορίας: Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι ροές κεφαλαίων. Όσο το χρήμα μετατρέπεται σε ηλεκτρονική ροή πληροφορίας η Αθήνα κρυσταλλώνεται ως απλό τοπικό πρόβλημα μιας μηχανικής δικτυακής μεγα-δομής ή ως απλή βλάβη υποδομής. Η διαχείριση ροών αποτελεί τη σκοτεινή δύναμη του πλανητικού Βορρά να ωθεί εκτός προνομίων της υποδομής με διακοπές παροχών ή ακόμη να τιμωρεί με την αποκοπή από το δικτυακό σώμα της, αφήνοντας «εκτός υποδομής». Ως τιμωρητικός μηχανισμός δύναται να αποκλείει και να ελέγχει την υποδεή πόλη περιορίζοντας το δικαίωμά της σε υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες αυτές ταυτίστηκαν ήδη με ό,τι εννοούμε σήμερα «αστική ζωή». Η υποδομή μπορεί έτσι να αναδιπλώνεται κατά περίπτωση, να αυτοπεριορίζεται τοπικά για να τιμωρεί ή κατά περιπτώσεις να ευνοεί, ανάλογα με το ολοένα αυξανόμενο χρέος μιας πόλης που είναι άλλωστε χρέος προς την υποδομή. Ένας αυτόματος τρόπος τιμωρίας οργανώνεται σταδιακά ως μηχανισμός που υπακούει σε εμπορικά μοτίβα δοσοληψιών και παρακάμπτει την δικαιοσύνη.

Στο σημερινό πλαίσιο, λοιπόν, ο μύθος της Αθήνας ως πρωτεύουσας ενός νεοσύστατου κράτους αφορά ταυτόχρονα το ακόμη ισχυρό αλλά ήδη παρακμάζον ηγεμονικό δυτικό σχήμα ενώ καθορίζει πρώιμα τον Βορρά ως σχέδιο μιας ουδέτερης, ά-τοπης γεωγραφίας που υποτάσσει κάθε ιδιαίτερο έδαφος στη δεδομένη ομοιογένεια. Η παύση ιδιαιτερότητας ταυτίζεται με το προνόμιο της υποδομής. Η νέα Ελλάδα βρέθηκε συχνά στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αντιθετικούς πόλους των ηγεμονικών αφηγημάτων. Βρέθηκε δηλαδή να μην είναι ούτε ακριβώς αποκλεισμένη από την ηγεμονική πλευρά ούτε ακριβώς εξόριστη στην υποδεέστερη συνθήκη. Δεν ανήκε απολύτως στην Ανατολή ούτε και έγινε ακόμη κατεξοχήν παράδειγμα του αποκλεισμένου Νότου. Κι ωστόσο ταυτίστηκε με εκείνη την Ανατολή που οργάνωσε τη Δύση και αποτελεί εκείνο τον Νότο που καθορίζει τον Βορρά. Διά των Αθηνών η Δύση μπορούσε να καθορίζεται ως συμβολικό αντίθετο της Ανατολής, κι ας λάμβανε ως κέντρο της Δύσης έναν τόπο της Ανατολής που συνέχιζε να διαβιώνει «με ανατολικό τρόπο». Στο δίπολο μεταξύ Βορρά και Νότου η Ελλάδα εγγράφεται σήμερα εκεί όπου ο παγκόσμιος ιστός σχίζεται, εκεί όπου επιτρέπεται να διαφανεί κάποια νέα γεωγραφική αταξία. Η θέση της Αθήνας οργανώνεται ως ιεραρχημένη σχέση με την παγκόσμια υποδομή: Ένας νέος εκσυγχρονισμός και μια άλλη αποικιοκρατία ζητά από την Αθήνα να καθορίσει τη γενίκευση του Νότου απανταχού.

Αναζητάμε την ιδιαίτερη τοπικότητα της Αθήνας επικεντρώνοντας την παρατήρησή μας στην ιστορία και στην ύλη του τόπου: στο ειδικό στοιχείο της τοπικότητας. Επικεντρώνουμε στο έδαφος ως πεδίο αυτών των γραφών. Αλλά όσο περισσότερο πλησιάζουμε στο πεδίο της παρατήρησης, τόσο το έδαφος των Αθηνών αποδεικνύεται αφηρημένο: Ανάγεται το ίδιο σε κάτι γενικό που το υπερβαίνει. Από ύλη υποβάθρου της συγκεκριμένης πόλης, σχηματίζονται ανεξέλεγκτες εξιδανικεύσεις. Η λέξη κείμενο υποδεικνύει ταυτόχρονα το πεσμένο ίχνος και το γραπτό και ο περίπατος στην Αθήνα αντιστοιχεί σε κάποια ιδιαίτερη ανάγνωση σπαραγμάτων και ιχνών που προτείνουν σχήματα εξιδανικεύσεων στον προσεκτικό παρατηρητή.

*

Κάθε κείμενο είναι μηχανισμός χρέους. Εγκαθιδρύει κάποια ρευστή, διαφεύγουσα αναφορά σε έναν χώρο που παραμένει εξωτερικός προς αυτό. Ο προσεκτικός περιπατητής δοκιμάζει το ιδιαίτερο χρέος που ανανεώνεται στο κείμενο έδαφος των Αθηνών. Η επικάλυψη του πεδίου των ερειπίων από τον πολεοδομικό ιστό με πεζοδρόμια και άσφαλτο οργανώνει σήμερα νέα οφειλή: νέα κείμενα πέραν της υπόσχεσης για κρυμμένα αρχαιολογικά ευρήματα. Διαβάζοντας το έδαφος ως κατεξοχήν τοπίο της αθηναϊκής ζωής, μια ακόμη αναφορά επιβάλλεται: Προέρχεται από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο «Οφείλουμε τον εαυτό μας στον θάνατο» που επιστρέφει στο βιβλίο Demeure Athènes του Jacques Derrida για την ελληνική πόλη:2 σειρά στοχασμών περί ερειπίου και φωτογραφίας ταυτόχρονα. Αλλά το παρόν στο αθηναϊκό έδαφος δεν αποτελεί μονάχα τη διπλή άρνηση για παρελθόν και για μέλλον του υπόγειου αστικού χώρου. Η δράση επί του εδάφους περιγράφει σήμερα την επίγνωση της εξιδανίκευσης του θαμμένου ευρήματος. Περιγράφει τη δυσκολία κατασκευής του ευρήματος. Η δράση επί εδάφους στη σημερινή Αθήνα δεν δοξάζει την απλότητα μιας καθημερινής διαβίωσης έναντι μιας εξιδανίκευσης της αρχαιότητας. Μια πρώτη ιδέα γι’ αυτό δίνεται από την υπέρβαση του τοπικού που εγκαθιστά η σημερινή, άλλης τάξεως δύναμη της υποδομής. Γιατί στη συνέχεια της αθηναϊκής ιστορίας, η υπόγεια, κρυμμένη συστηματική διάταξη των δικτύων μιας πόλης παίρνει μορφή αποσπάσματος παγκόσμιου σχεδίου: Το τοπικό έδαφος εμφανίζεται ως βλάβη της υποδομής. Η επιδιόρθωση της βλάβης σημαίνει προσάρτηση στην υποδομή, αποκατάσταση της επεκτεινόμενης «ουδετερότητας» που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο έδαφος αλλά επεκτείνεται απανταχού. Η επιδιόρθωση της βλάβης θα επισυμβεί ως αποδοχή της θέσης της Αθήνας στον Νότο της υποδομής ή ως διαφορετική χειραφέτηση της πόλης.

*

Η υποδομή της Αθήνας απεχθάνεται την εξιδανίκευση των ερειπίων. Τα ερείπια ανακόπτουν τις διοδεύσεις της. Τα ερείπια εμποδίζουν την επέκτασή της. Λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια των οδών της ένα σύστημα κτιστών συμβάντων αντιδρά στην εκδίπλωση του κανονικού καμβά της υποδομής: Ένας αόρατος πόλεμος που δεν αποτιμήσαμε ακόμη τη σημασία του δεν ξέσπασε μόνο στο αθηναϊκό υπέδαφος: Από την ενέργεια των αντιθέσεών του πάλλεται το βάθος του σύγχρονου κόσμου. Το ερείπιο και η υποδομή οργανώνουν συστήματα που περιγράφουν διαφορετικά τη νεωτερικότητα. Το αθηναϊκό έδαφος εγκατέστησε εμβληματικά την ασυμφωνία ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο. Σήμερα η υπόγεια εκείνη ασυμφωνία καθίσταται κύρια επερώτηση για την επιφάνεια της πόλης. Ακόμη: Η αθηναϊκή αρχαιολογία κατασκεύασε μια οδό ενατένισης που αφορά καθετί. Καθετί είναι αρχαιολογικό εύρημα υπό επιθεώρηση. Οποιοδήποτε στοιχείο της κοινότοπης πόλης οργανώνει τώρα ένα ερευνητικό πεδίο. Κι ακόμη το σύστημα των καταλόγων, των μητρώων, των αρχείων και των καταχωρίσεων κατασκευάζει έναν ιδιαίτερο χώρο αστοχίας. Η αποτυχημένη αρχαιολογία είναι εμπειρία της καθαρής τέχνης αν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να υπάρχει.

*

Οι πρώτοι που καταφέρθηκαν εναντίον της αρχαιολογίας στην Ελλάδα ήταν Έλληνες διανοούμενοι: Δεν ήταν λάτρεις της Ανατολής ούτε της ορθοδοξίας. Αντιθέτως οι σκέψεις εκείνων των διανοουμένων εκκινούσαν από τη δυτική ευρωπαϊκή παράδοση. Ο ποιητής Νικόλας Κάλας, γεννημένος το 1907 στην Λοζάνη, ήταν ένας από τους πρώτους που αναφέρεται με θετικό τρόπο στην καταστροφή του Παρθενώνα, στο ποίημα «Ακρόπολη» το 1933. Ο ποιητής και διανοούμενος Γιώργος Μακρής δημοσίευσε μια προκήρυξη όπου ζητούσε «να θέσουμε καθαρά σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων, την προπαγάνδα κατά των αρχαιοτήτων». «Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη και τέλεια κατεδάφιση του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικώς πνίξει». Η οπτική ενάντια στις αρχαιότητες αναδεικνύει ίσως, στις περιπτώσεις αυτές, τον πιο ισχυρό καθορισμό της δυτικής νεωτερικότητας από την ανεστιότητα. Ο Παρθενώνας είναι ανοίκειος για τους Ευρωπαίους, αλλά κατασκευάζεται η οικειότητά του στο νεοελληνικό εθνικό αφήγημα. Η παράδοση της ανεστιότητας λέει: Κανένα κτίσμα δεν θα μνημειωθεί, κανένα σπίτι δεν είναι άξιο για να εγκατασταθεί κανείς μέσα του. Η έννοια της υπερβατικής ανεστιότητας του György Lukács ανήκει σε αυτή την κληρονομιά της νεωτερικότητας που σχολιάζει αρχικά τους Γερμανούς ρομαντικούς και την προσπάθεια των μοντέρνων μυθιστοριογράφων να κατοικήσουν κείμενα για να κερδίσουν έναν «χαμένο παράδεισο οικειότητας». Η προτάσεις του Κάλας και του Μακρή αρνούνται την αισθητική δεδομένων αξιών, όπως αυτές της αρχαιολογίας, ως διδακτικών ή πληκτικών, καθώς οι ίδιοι αποξενώνουν το ίδιο το μνημείο που για την Ευρώπη ήταν σύμβολο της θετικής ανοικείωσης. Απορρίπτουν ως γνήσιοι Δυτικοί οποιαδήποτε οικεία εννόηση του εαυτού.

*

Οι άξονες του τριγώνου στο πολεοδομικό σχεδίου των Κλεάνθη και Scaubert ορίζονται από τα αρχαία υπολείμματα στο ελεύθερο αθηναϊκό τοπίο του 19ου αιώνα. Η ιδιαιτερότητα του τριγώνου εξηγείται από τη σύνδεση του γεωμετρικού σχήματος με την Ακρόπολη: Το τρίγωνο οργάνωνε ένα βλέμμα προς αυτήν. Οι άξονές του προκύπτουν από την ευθεία σύνδεση ενός σημείου για παρατήρηση του Παρθενώνα (που προοριζόταν για το νέο παλάτι του Βαυαρού βασιλιά και θα κτιζόταν στην Ομόνοια), του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού και των υπολειμμάτων του αρχαίου Σταδίου. Η πρώτη γεωμετρία της νέας πόλης χαράσσεται επισημαίνοντας ερείπια. Το τρίγωνο ρύθμιζε την αναφορά της νέας πόλης στα αρχαία υπολείμματα. Το αρχαιοελληνικό παρελθόν φερόταν ως κοινό παρελθόν που θα ένωνε τους Νεοέλληνες με τους Ευρωπαίους βασιλείς τους.

*

Το ξένο βλέμμα που επισκοπεί το τοπίο της Αθήνας λειτουργεί χειρουργικά: Ενώ ενατενίζει απρόσκοπτα αναζητά τον κόσμο που βρίσκεται κάτω από όσα επισκοπεί. Διαβάζει κάτι αόρατο. Εγκαινιάζει έτσι τη ρήξη ανάμεσα στο ηγεμονικό και στο υποδεές ως σχέση με το ορατό. Ο νέος αστικός ιστός της πόλης εγκαθιστά το ξένο βλέμμα στο τοπίο. Το σχέδιο παρουσιάζει τον αόρατο χώρο του ρημαγμένου εδάφους ως πολύτιμο και πρόσφορο. Μια θεωρία του θαμμένου στοιχείου ξεκινά μαζί με τη νέα πόλη με κάποια ιδιαίτερη θάμβωση από σκοτάδι. Η ίδια ιδιότυπη ορατότητα επιβεβαιώνει τον ισχυρό ξένο και αποσυναρμολογεί τον αδύναμο αυτόχθονα. Έτσι, η αντικατάσταση του οθωμανικού στοιχείου από το ευρωελληνικό δεν επισυμβαίνει ως απλή διαδοχή μιας εξουσίας από άλλη. Το «πραγματικό» θυσιάζεται για το «ιδεώδες», το υλικό για το άυλο, το ορατό για το αόρατο κατά τη μετάθεση στον υπόγειο χώρο. Το άυλο στοιχείο της εξιδανίκευσης κρύβεται στην ιδιαίτερη πραγματική γη. Η απουσία του άπιαστου εγκαθίσταται στην παρουσία του φανερού. Με τον τρόπο του ιδεαλισμού η Αθήνα οργανώνεται ευκολότερα ως γερμανική συνάρτηση παρά ως τοπική. Όπως γράφει ο Schiller στο Περί αφελούς και Συναισθηματικής Ποιήσεως, «όλοι οι λαοί έχουν έναν παράδεισο και έναν χρυσό αιώνα». Λοιπόν, για τη Βαυαρία αυτός ο χρυσούς αιών ήταν η Αθήνα, κι ας έμενε για τον τόπο εν πολλοίς ξεχασμένος. Παρακάτω ο Schiller προσθέτει: «Κάθε πραγματικότητα –το ξέρουμε δα– μένει πίσω από το ιδεώδες».3 Στην Αθήνα αυτό ήταν κανόνας της όρασης. Η κατασκευή της εξιδανικευμένης απώλειας υλοποιείται με το κτίσιμο της «πραγματικής μοντέρνας Αθήνας». Πόλης που δοκιμάζεται ως σκηνογραφία μιας αντίφασης: της «καθημερινότητας του ιδεώδους».

*

Η επικράτηση του Βορρά επί του Νότου καθορίζεται από το ρήγμα ανάμεσα στον ηγεμονικό και στον αδύναμο πόλο. Το ρήγμα ονομάζει τη γεωγραφική διάσταση της επικράτησης. Κι ωστόσο δεν εμφανίζεται, στην ελληνική περίπτωση, όριο ανάμεσα σε δύο τέτοιους κόσμους όπως γίνεται στην Τιχουάνα, ανάμεσα στο Μεξικό και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Αθήνα το ρήγμα ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο ονομάζει ένα παραλλαγμένο φροϊδικό δίδυμο: Πρόκειται για το δίδυμο πατέρα-γιου και την πάντοτε ιδιαίτερη αλλά και παρόμοια επικράτηση του ενός επί του άλλου. Η ιδιαιτερότητα της Αθήνας δεν προκύπτει ωστόσο ως απλή αναφορά σε ένα υποτιθέμενα «φυσικό», «αυτονόητα καθορισμένο» πρόσωπο που επιβάλλει στον καθένα κάποιον ιδιαίτερο αντικατοπτρισμό. Τη σχέση με τον πατέρα διαμορφώνει εμφανώς ένας ξένος. Η φροϊδική ψυχανάλυση εργάστηκε πολύ για τη σταθεροποίηση του συμβολικού πατρικού ρόλου, ενώ η αναγωγή στο πατρικό πρόσωπο αποτελεί συνήθως καθοριστικό αίτημα για οποιαδήποτε οργάνωση ταυτότητας. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σχετικά με μια πόλη. Ίσως ένα τέτοιο αίτημα εγκατάστασης ενός ρωμαϊκής καταγωγής πατρικού προσώπου συνέβη στην ιταλική εγκατάσταση της νέας Ρώμης, όπως την έκανε ο Μουσολίνι. Πρέπει να επιμείνουμε στην αθηναϊκή ιδέα που παρουσιάζει μια περισσότερο υβριδική σκηνοθεσία του πατέρα στο δικό της σύνδρομο καταγωγής. Ο πατέρας στην περίπτωση της Αθήνας δεν είναι η φιγούρα που δημιουργεί νόμο, που ονομάζει και σταθεροποιεί τον παρόντα κόσμο. Αντίθετα ο πατέρας είναι όνομα που προέρχεται από άλλη τάξη πραγμάτων. Η αθηναϊκή επιχείρηση για εγκατάσταση του προγόνου οργανώνεται σε άλλη βάση. Ο πρόγονος είναι αλλότρια κατασκευή. Η συγγένεια προς αυτόν οργανώνεται ως ιδιαίτερη μεταμόσχευση μνήμης. Στην Αθήνα παρακολουθούμε τον αυτόχθονα να γλιστράει στα ρούχα ενός ευρωπαϊκού φαντάσματος – του απόντος πατέρα. Αλλά στο πέρασμά της από την Ευρώπη στη νέα Ελλάδα η απουσία αλλάζει χαρακτήρα. Ο Έλληνας πατέρας όπως τον έφτιαξε η ευρωπαϊκή ιστορία είναι ένας εισαγόμενος από μακριά αρχηγέτης. Στην Ευρώπη στέκεται ως φιγούρα που διαδραματίζει έναν ανοίκειο, κατασκευασμένο ρόλο. Από δυτική σκοπιά, ο αυτόχθων, παρά τη θέλησή του, θα συγκριθεί με αυτόν τον ξένο, κατασκευασμένο, προερχόμενο πάντα από αλλού, «αρχαίο Έλληνα πρόγονο». Ο μεταμφιεσμένος Ευρωπαίος πατέρας φορά ήδη έναν ψεύτικο, θεατρικό, αρχαίο χιτώνα. Θα στηθεί και ως πατέρας των Νεοελλήνων σαν διπλή σκιά και σαν αντικατοπτριζόμενο φάντασμα: Δεν μας διαφεύγει ότι οι δύο ρόλοι του Ευρωπαίου και του Νεοέλληνα πατέρα αναλογούν σε ένα πολλαπλά απόν είδωλο πατριάρχη.

Η αθηναϊκή επιχείρηση και η πόλη που προέκυψε από αυτή θα μπορούσαν να εξηγηθούν ως «Αποεδαφοποιήσεις του Αυτόχθονος». Θα ονομαζόταν έτσι η προκλητική δράση άρνησης της συγγένειας και η κατανόηση της πατρικής φιγούρας ως σκηνοθετημένης. Κάποιο διεστραμμένο βλέμμα εξηγεί ότι το «ίδιον» παρελθόν είναι ήδη πάντοτε χαμένο: Ο αυτόχθων μαθαίνει να επισκοπεί τον τόπο της γέννησής του ως ξένος. Αυτή θα ήταν η δύναμη της νέας ελληνικότητας. Με τη διαφορά ότι αυτή δεν έγινε μέχρι σήμερα ακόμη αντιληπτή, αν η ευκαιρία της δεν χάθηκε οριστικά. Το διεστραμμένο βλέμμα θα έβλεπε σε «φυσικό» περιβάλλον αξίες που διέκρινε σε αυτό ο Δυτικός ξένος.

Η αξιοδότηση από την όραση του άλλου λαμβάνει τότε απρόβλεπτη τροπή. Ο οικείος χώρος του αυτόχθονος αποσπάται από την εγγύτητά του κατά τον τρόπο που ο χώρος είναι ήδη αποκομμένος στην εμπειρία του ξένου. Η μοντέρνα πόλη στήνεται σε πρώτο χρόνο ως υπερβατική απογοήτευση. Ας συγκριθεί αυτή η απογοήτευση με την παράλληλη αστοχία του Υπερίωνα: Το ταξίδι του προς την ανύπαρκτη ελληνική πατρίδα εκτυλίσσεται χωρίς μετακίνηση, ως στάση και ως αδυναμία άφιξης στον ήδη πάντοτε ανέφικτο προορισμό. Η προσέλευση στον χώρο του οικειότατου ιδεώδους μεταστρέφει το ιδεώδες σε κάτι ανοίκειο και τον τόπο του σε εμπειρία ανεστιότητας. Η εμπειρία του ταξιδιού της καταγωγής στην περίπτωση του Υπερίωνα συνειδητοποιείται από τον ήρωα ως λάθος: Η έλευση στην Ελλάδα εμφανίζει απόν το πιο πυκνό υλικό της εξιδανίκευσης. Το ιδεώδες δεν βρίσκεται στη θέση του. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία της νέας Ελλάδας αν στην Αθήνα ο αυτόχθων εξελάμβανε την αποεδαφοποίηση ως λυτρωτική αποκόλληση από τον οικείο χώρο: Η εξιδανίκευση της απόστασης θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ψεύτικη χωρίς να χρειαστεί το ταξίδι της απογοήτευσης. Η απογοήτευση από το οικείο και η απόρριψη της εξιδανίκευσης θα αποτελούσε τότε για τον αυτόχθονα αφετηρία άλλου είδους. Η ιδιαίτερη απόρριψη του τοπικού χαρακτήρα της ελληνικής αρχαιότητας χαράζεται ως ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα όσο η Ελλάδα είναι εκείνη η ιδιαίτερη δυτική κατασκευή. Η Ελλάδα έγινε όνομα για την απόρριψη κάθε τοπικής παράδοσης. Ο Oswald Spengler ωστόσο έβλεπε την ευρωπαϊκή απόρριψη της παράδοσης ως δυτική έκπτωση. Η αποκοπή από τις ρίζες του ανθρώπου ήταν απλή παρακμή. Δεν έβλεπε μια νέα ανθρώπινη παράδοση, εκείνη της ανεστιότητας ως παγκόσμια αποκοπή από κάθε τοπικότητα. Η Νέα Ελλάδα εισήλθε στη νεότερη εποχή με αποκατάσταση μιας υποτιθέμενα «φυσικής και άμεσης» σχέσης με την αρχαία παράδοση. Αποκόπηκε από το κοντινό παρελθόν της ενώ υποδέχθηκε μια άτεχνη αναπαράσταση της αρχαιότητας ως «δική της» αναπαράσταση. To «ελληνικό ίδιον» εισήχθη (contradictio in termis) ως άρνηση του τοπικού στοιχείου παρότι παρουσιάστηκε ως η πεμπτουσία του. Ακόμη περισσότερο, η Νέα Ελλάδα απεμπόλησε τη δυτική παράδοση της ανεστιότητας. Η επιμονή στο έδαφος των ερειπίων, παρότι εμφανίστηκε ως επικέντρωση στο ελληνικό ίδιον, έχει άλλου είδους προσανατολισμό: Καθιστά το τοπικό «πραγματικό τόπο καταγωγής» της ευρωπαϊκής παράδοσης εξουδετερώνοντας την απόσταση με την οποία λειτουργούσε η ευρωπαϊκή κατασκευή της αρχαίας Ελλάδα. Η οικειότητα προς την αρχαία Ελλάδα, η σύλληψή της σε εγγύτητα, αποτέλεσε την αιτία για πολλές ευρωπαϊκές και νεοελληνικές παθογένειες.

*

Στα ερείπια του τόπου εξορίας της Μακρονήσου (που ονομαζόταν «Νέος Παρθενών» στα στρατιωτικά προγράμματα «ηθικής αγωγής» και «ανανήψεως» της κυβέρνησης Σοφούλη στο τέλος της δεκαετίας του 1940) μένει ακόμη και σήμερα γραμμένο με μπλε βαφή σε έναν τοίχο του συγκροτήματος των αξιωματικών στο βόρειο μέρος του νησιού: Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ. Οι Έλληνες πρόγονοι δεν εμφανίστηκαν απλά ως επιλεγμένη ιστορική αναφορά για τους νέους Έλληνες. Η καταγωγή των νέων Ελλήνων από εκείνους τους αρχαίους συνδέθηκε με την κυβερνητική επιβεβαίωση ενός ελληνισμού που ο Έλλην υπερασπίζεται μέχρι θανάτου. Αντί για την κατασκευή απόστασης και αντί για ανοικείωση, η σκηνοθεσία της υπερβολικής ταύτισης οργάνωσε έναν κανονικό εθνικισμό. Σημαντικό θα ήταν να γινόταν κατανοητό σήμερα ότι αυτός ο εθνικισμός εδράζεται σε μια ευρωπαϊκής εμπνεύσεως ιδέα που αντιμάχεται τον εθνικισμό. Η κοινή καταγωγή από την μακρινή Ελλάδα εξασφάλιζε στο κέντρο της ευρωπαϊκής ταυτότητας κάποια απόσταση: Ο νεοελληνικός εθνικισμός εδράζεται ειδικότερα σε αυτή τη δυσκολία του βλέμματος να δει το ελληνικό από μακριά. Η διεθνής, υπερτοπική παράδοση μετετράπη σε τοπική. Η συνθήκη μετέτρεπε την υποχρεωτικά ανέφικτη αναφορά στην αρχαιότητα σε τετριμμένη εθνική επιβεβαίωση.

Eduard Schaubert and Leo von Klenze, Plan for the New Town of Athens (1833), μελάνι σε χαρτί, 46.9 × 61 εκ. Staatliche Graphische Sammlung, Μόναχο

«Ελλάδα» ήταν ένα όνομα για την ξένη καταγωγή της Ευρώπης. Καθόριζε τη σχέση με μια αλλόγλωσση κι ωστόσο οικεία βιβλιογραφία. Ρήξη και επανασύζευξη ανάμεσα στα «άυλα» πρωτοευρωπαϊκά ελληνικά κείμενα και στα «υλικά», νεκρά, κείμενα ερείπια είναι ο μηχανισμός της ιδεαλιστικής συγκρότησης της αρχαίας Ελλάδας. Ο ιδεαλισμός πατά ευθύς σε ερειπωμένη ύλη. Το απολεσθέν υλοποιείται στην ερείπωση και το ερείπιο ορίζεται ως μηχανισμός συμπύκνωσης ιδεών σε ύλη. Από τα εξιδανικευμένα ίχνη του σπασμένου μαρμάρου δημιουργείται έτσι και η άυλη εξιδανίκευση του «πραγματικού τόπου». Αλλά να που η ιδιοκτησία των σπασμένων κομματιών δημιουργεί τώρα μια νέα παράξενη κατάσταση στους Νεοέλληνες κατόχους τους: Αφού οι ιδέες φτιάχνονται από σπαράγματα και τα σπαράγματα ανήκουν στους Νεοέλληνες, τότε και τα απολεσθέντα που καταμαρτυρούν τα ίχνη ανήκουν επίσης στους «πραγματικούς» κατόχους των σπαραγμάτων, κατά την κοινοτοπία της διεθνούς νομιμότητας. Τα σπαράγματα κατασκευάστηκαν από κάποιο ξένο βλέμμα ως ίχνη ιδεών: Και η μεσολαβημένη ιδιοκτησία ιδεών είναι το δηλητήριο της παράξενης νεοελληνικής πατροθεσίας από την Ευρώπη.

Το ευρωπαϊκό ερείπιο οργανώνεται δηλαδή ως συνάρτηση μετατροπής της υλικής απροσδιοριστίας σε άυλο προσδιορισμό. Κι ωστόσο στον αθηναϊκό χώρο θα ήταν αδύνατον να νοηματοδοτηθεί τέτοια περίσσεια ερειπίων: Το νεκρό τους στοιχείο είναι πολύ περισσότερο οικείο για τον κάτοικο της πόλης, Η εγγύτητα στα ερείπια καθιστά την κενότητά τους ισχυρότερη της σημασίας τους. Ενώ στη Δύση το ερείπιο και τα ελληνικά γραπτά προσφέρουν ένα βήμα αποξένωσης, ανοικείωσης και αφαίρεσης, στην Ελλάδα η ίδια ύλη μεταπλάθεται διαφορετικά: Στην Ελλάδα η παρουσία του ανοίκειου απολεσθέντος κατασκευάζεται ως παράδοξη οικειότητα. Η δυσκολία ανάγνωσης μετατρέπεται για τον αυτόχθονα σε μονοσήμαντη επιβεβαίωση εαυτού. Στην Ελλάδα το ερείπιο αποκαθίσταται εννοιολογικά ως τεκμήριο καταγωγής, δηλαδή ως κειμήλιο. Η συνάντηση «ευρωπαϊκής Ελλάδας» με τη «νέα Ελλάδα» συνέβη ως συνάντηση διαφορετικών ιδεών. Η πρώτη λάτρεψε το ανοίκειο, η δεύτερη έναν παράδοξο κατασκευασμένο οίκο. Η ευρωπαϊκή «άρνηση συγγένειας» και η ταυτόχρονη «τεχνητή πατροθεσία» μετατράπηκαν σε «υπερ-κατάφαση συγγένειας» και συντηρητική αποδοχή του ανύπαρκτου «αρχαίου πατέρα» ως «φυσικού».

*

Η ηγεμονία του Βορρά επισυμβαίνει μαζί με πένθος και απώθηση του παλαιού δυτικού ευρωπαϊκού λόγου. Κατά τη μετάβαση από τη Δύση στον Βορρά απορρίπτεται ο μηχανισμός που οργάνωσε τη δυτική ανεστιότητα. Η ανεστιότητα αναλογεί στον ερειπωμένο τόπο επιστροφής: Η δυτική κατοίκηση του κόσμου επισυμβαίνει ως αδυναμία κατοίκησης. Η πιο τρομερή περιγραφή της Δύσης, εκείνη με το μεγαλύτερο βάθος, βρίσκεται εδώ: στην υποχρεωτική αδυναμία διαμονής σε έναν αβέβαιο πλανήτη. Η αδυναμία μπορεί να εκπίπτει σε υποτιθέμενη επάρκεια ερμηνείας με τον λόγο: Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τη Δύση από μια κατάρα. Η μακρινή αρχαία Ελλάδα, απροσπέλαστος τόπος της διαφεύγουσας, υποτιθέμενης καταγωγής, συμπυκνώνει ως αφετηρία και ως αδύνατη επιστροφή το δυτικό ανέστιο ίδιον. Αν η Δύση βασίζεται στην ιδέα της ονομασμένης (ελληνικής) αλλά χαμένης καταγωγής, η διατήρηση της απόστασης από την Ελλάδα περιφρουρεί τη δύναμη της ανεστιότητας: Μια υποκατάσταση της καταγωγής από την αρχαία Ελλάδα έλαβε χώρα στη Δύση. Και η νέα Ελλάδα ως «ίδιος τόπος της αφαίρεσης» δεν ήταν δυνατόν να λάβει αναγκαία απόσταση από τον εαυτό της. Απέτυχε έτσι να γίνει δυτική, κι ας είναι η αποτυχία ίδιον της Δύσης. Η Ελλάδα αδυνατεί να αποτύχει με δυτικό τρόπο: Αδυνατεί να δεσμευτεί στη δυτική αστοχία, μια και γι’ αυτή η αποτυχία σύμπτωσης με το μακρινό ιδεώδες μετατράπηκε σε παραδοσιακή αστοχία σύμπτωσης με τον εαυτό. Η Νέα Ελλάδα, η Αθήνα δεν γνώρισαν ποτέ το ελληνικό ως ξένο. Δεν εκτέθηκαν έτσι στη δυτική ανεστιότητα. Αντίθετα η επίκληση της αρχαιότητας από την Εσπερία έγινε με τον τρόπο της αθηναϊκής γης: Την αναφορά στην ιδιαίτερη ανέφικτη καταγωγή τεκμηρίωσε η κρυμμένη και κρύπτουσα ύλη των ερειπίων. Από ερείπια δόθηκε, με τον προσιδιάζοντα δυτικό τρόπο, η έμφαση στον ανύπαρκτο πυρήνα μιας ελληνικής καταγωγής, για τον οποίο μιλά ο Λακού Λαμπάρτ όταν αναφέρεται στον ποιητή της Εσπερίας Χέλντερλιν. Πράγματι, η Εσπερία δεν ζητούσε απεγνωσμένα το ελληνικό παρελθόν για να γεφυρώσει ένα δικό της «χάσμα προέλευσης». Το χάσμα προέλευσης κυριάρχησε στη δυτική σκέψη με το όνομα της Ελλάδας και, για αυτή την παράδοξη κυριαρχία του χάσματος προέλευσης, δοξάστηκε η ύλη των ερειπίων: Η αποτυχία της γης να ενσαρκώσει το ιδεώδες σχημάτισε εκείνο το κενό καταγωγής ως κατακλείδα της δυτικής σκέψης. Η δυτική ανεστιότητα κατάγεται από την αρχαιολογία. Η προσέγγιση μιας γης με υπαινιγμούς από σπαράγματα έδωσε δομή στη δυτική ανεστιότητα. Ήδη ο Χέλντερλιν εμφανίζει την αρχαία Ελλάδα ως άρνηση της καθημερινότητας η οποία επέρχεται με την επικείμενη βόρεια αστικότητα. Ο πλανητικός Βορράς βασίζει την ηγεμονία του σε κάποια αυτονόητη φαντασιακή ισχύ της υποδομής. Ακόμη περισσότερο: Ο πλανητικός Βορράς ρυθμίζεται και προσδιορίζεται ως υποδομή καθημερινότητας. Νομίζουμε συχνά ότι η υποδομή είναι σύστημα που απλά οργανώνει βοηθητικά το σύνολο των αστικών λειτουργιών δικτύωσης. Πιστεύουμε ότι η μόνη απαίτησή της είναι η συντήρηση. Κι ωστόσο όλο και περισσότερες περιοχές της αστικότητας περνάνε στην κυριαρχία της: Παραδίδονται στη σιωπηλή δύναμη της παντοδύναμης βόρειας πλατφόρμας «διάδρασης», σε αυτό το σύνολο δικτύων που «μοιράζει και ιεραρχεί». Κράτη, κυβερνήσεις, δικαιοσύνη επαναπροσδιορίζονται στο νέο πλαίσιό τους.

*

Στο χώμα της πρώιμης νεοελληνικής Αθήνας δύο είδη εκσκαφών ζητούν από την οθωμανική πολίχνη να μετατραπεί σε μοντέρνα πρωτεύουσα. Οι δύο εκσκαφές αναπτύσσονται ταυτόχρονα. Συγκρούονται, αναπτύσσοντας όμως παράλληλα αμφότερες δύο διαφορετικές αποεδαφοποιήσεις των Αθηνών.

Η αρχαιολογική εξιδανίκευση της γης πετυχαίνει την πρώτη αποεδαφοποίηση από το οικείο έδαφος. Η ανεπάρκεια του ορατού και η προτεραιότητα στο αόρατο παίρνει ριζική μορφή. Κατεδαφίσεις τμημάτων της πόλης για ανεύρεση σπαραγμάτων δείχνουν τη φαντασιακή βία η οποία εγκαθιστά τη νέα πρωτεύουσα. Σπίτια, καταστήματα και ζωντανοί δρόμοι με παζάρια εξαφανίζονται για ενδεχόμενα, αβέβαια ευρήματα. Δεν έχουμε ακόμη επεξεργαστεί αρκετά τη βία που ενέχει η παράδοξη δυτική λατρεία του κατασκευασμένου Έλληνα προγόνου: Συναρτήθηκε με την άρνηση του ορατού και με τη δύναμη του ερειπίου να συντηρεί το ανέστιο. Αλλά στην Αθήνα η κατεδάφιση πραγματοποιεί τη δυτική ανεστιότητα ως παράδοξη κυριολεξία. Η δύναμη του ερειπίου να υποστηρίζει συγκεκριμένους αόρατους κόσμους μετέτρεψε το ορατό, ζωντανό στοιχείο της πόλης σε «χαμένο». Η διενέργεια της ανασκαφής επιτέλεσε την αποκοπή του ανθρώπου από το έδαφός του. Το «σχέδιο ολοκλήρωσης σπαραγμάτων» της αρχαιολογίας μεταμόρφωσε οριστικά τον «πραγματικό» κόσμο. Και αποποιούμενη το υπαρκτό και το ενεργό στοιχείο, η αρχαιολογία, εκτός από συνηθισμένο σχέδιο εξιδανίκευσης, έγινε ανατρεπτική δύναμη μεταστροφής δεδομένων αξιών.

Η αενάως επεκτεινόμενη υποδομή εγκαθιστά τον δικό της τρόπο αποεδαφοποίησης σε οποιαδήποτε πόλη. Ακόμη και το απλούστερο υδραυλικό δίκτυο παρεμβαίνει δραστικά στον ιστό όπου αναπτύσσεται. Διαμοιράζει, για παράδειγμα, το νερό μιας πηγής. Οργανώνει τώρα περισσότερες παροχές. Στερεί από την πηγή τη σημασία της ως τοποθεσίας. Η διανομή του νερού οργανώνεται δηλαδή ως κοινοτική λειτουργία, αλλά ταυτόχρονα ακυρώνει μια συνάντηση της κοινότητας για νερό. Από την ευκολία λήψης του νερού δεν καταργείται μόνο η αναφορά στη γη και στην πηγή. Η μη μετάβαση στο σημείο συνάντησης αποκόπτει τον χρήστη της υποδομής από την κοινότητα. Στην πιο εξελιγμένη υποδομή της μοντέρνας πόλης η διανομή ακυρώνει πολύ πιο συστηματικά τη σημασία προέλευσης των προσφερόμενων παροχών. Η αποεδαφοποίηση της υποδομής αποτελεί παράκαμψη του κοινοτικού βίου. Ο νέος απομονωμένος χρήστης της υποδομής προμηθεύτηκε νερό κι ύστερα ηλεκτρικό, γραμμές τηλεφώνου, συστήματα βασισμένα σε οπτικές ίνες για τη λειτουργία του διαδικτύου. Η υποδομή εξυπηρέτησε την καθημερινότητα την ίδια στιγμή που μετέβαλε την κοινωνικότητα, αχρηστεύοντας ένα ένα τα σημεία συναντήσεων που συγκροτούσαν μια πόλη. Ο Βορράς καθορίζεται από μια υπερτροφική υποδομή. Το πολιτικό στοιχείο που απομένει στην ευχέρειά του αναφέρεται πια σε διαφορετικά πρωτόκολλα διανομής.

Η διπλή επίδραση στην ιστορική γη ή στο ανιστόρητο χώμα αφήνει μια κληρονομιά όχι μόνο στους Έλληνες: Η διεθνής νέα Αθήνα οργανώνεται ως διπλή δέσμευση ανάμεσα στη μανία για ανάμνηση και στην οικειοθελή παράδοση στη λήθη. Για αυτή τη διπλή οικοδομική δραστηριότητα που αναλαμβάνεται για την οργάνωση της νέας πρωτεύουσας γράφηκε ένα παράλληλο διπλό έργο. Τεκμηριώνει τη διπλή παρουσία της Δύσης και του Βορρά στη νέα Αθήνα. Από τη μια του πλευρά το έργο αυτό καταχωρίζει εργασίες και ευρήματα σε αρχαιολογικά ημερολόγια ανασκαφών: Ο λογοτεχνικός πλούτος του συντάχθηκε από τις αθηναϊκές αρχαιολογικές σχολές. Από την άλλη πλευρά τα τεχνικά αρχεία των υποδομών γράφονται ως διαφορετική λογοτεχνία: Η δόξα του οπτικού αποτυπώματος, του σχεδίου, της καταγραφής, του αρχείου φωτογραφιών, της ταξινόμησης, της φωτογραμμετρικής αναπαράστασης και άλλων καταχωρίσεων είναι οι αφηγήσεις της υποδομής. Δύο είδη κατάστιχων και τετραδίων αναφοράς κατασκευάζουν ένα μοντέρνο αθηναϊκό έπος: Δύο διαφορετικά κείμενα αναφέρονται στο ίδιο έδαφος. Κείμενα για ευρήματα που αποδεικνύουν τη μοναδική σημασία της ιστορημένης γης και αναφορές στις σχετικές δημοσιεύσεις, στις διαφωνίες για νέα δεδομένα, στην εκάστοτε αλλαγή τρόπου αντίληψης του ιστορικού παρελθόντος της πόλης. Κείμενα για καταχωρίσεις περί αστικών δικτύων που εκλαμβάνουν το έδαφος ως μαύρο, ομοιογενές χώμα. Δύο αποσπασματικά έργα συντάχθηκαν με καταχωρίσεις σε αρχεία. Ημερολόγια ανασκαφών, φωτογραφίες που επισυνάπτονται, σχέδια αποτύπωσης και ακριβείς περιγραφές ευρημάτων αποτυπώνουν αποσπάσματα της ιστορημένης αθηναϊκής γης. Λεπτομερείς τεχνικές αναπαραστάσεις, αναφορές βλαβών και επιδιορθώσεων παρουσιάζουν την επέκταση και τη συντήρηση των υπόγειων αστικών δικτύων.

Η διπλή νέα Αθήνα ορίζει τη σχιζοφρένεια της ηγεμονίας: Καταχωρίζει μνημειωδώς κάτι εξιδανικευμένο σαν παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τον εαυτό της καθώς μεταβάλλεται. Η άχρονη εξιδανίκευση και η πεζή καθημερινότητα οργανώνονται με διαφορετικά κείμενα-αρχεία του εδάφους. Η Αθήνα, ως ιστορημένη γη και ως ουδέτερο χώμα, ταυτόχρονα κατατάσσεται, καταχωρίζεται και αποδελτιώνεται σε πεπραγμένα ανασκαφών και σε σειρά τεκμηριώσεων για εργασίες υποδομών.

Αντιλαμβανόμαστε τις δύο τεκμηριώσεις ως παραγωγές μιας απροσδιόριστης ακόμη λογοτεχνίας, που δοξάζουν τα έργα που παρακολουθούν. Κι ακόμη στρέφουμε την προσοχή προς την απόκλιση μεταξύ τους: Η απόκλιση βασίζεται στο γεγονός ότι οι μεν πρώτες προσδίδουν συμβολική αξία σε υπαρκτά πράγματα, ενώ οι δεύτερες περιγράφουν διαδικασίες. Η διαφορά Δύσης και Βορρά αναλογεί στη διαφορά της ιδιαίτερης λογοτεχνίας δύο διαφορετικών αρχείων. Η αρχαιολογία λατρεύει το ίχνος. Η υποδομή τιμά την εργαλειακή χρήση των ιχνών δοκιμάζοντας να μείνει αντιφετιχιστική: Αποβλέπει σε διαδικασίες που ολοένα διαγράφουν τα «περιττά» ίχνη πίσω τους.

Οι δύο λογοτεχνίες των Αθηνών, γραμμένες για την ίδια γη, παράγουν καταλόγους, μήτρες και αρχεία. Υμνούν την επιστροφή στο παρελθόν ενός απολεσθέντος κόσμου και επιχειρούν να σιγάσουν μια ολοένα πιο πολύπλοκη διαχείριση διανομής. Ανάμεσα στα δύο αρχεία του αθηναϊκού υπεδάφους διακρίνουμε τις διαφορές ευρωπαϊκής Δύσης και παγκόσμιου Βορρά, εξυμνημένες πρόωρα στο βάθος της αττικής γης.

Οι καταχωρίσεις των αρχείων υμνούν διαφορετικά τους δύο τρόπους εξιδανίκευσης. Η αρχαιολογία εορτάζει τα ασθενέστερα ίχνη του παρελθόντος: Μνημειώνει κάτι που έμενε μέχρι τώρα απόβλητο. Η υποδομή υμνεί διαδικασίες επαναλήψεων που ρυθμίζονται από τα δίκτυά της: Τα δίκτυα διατρέχουν το αδιάφορο, ομοιογενές, ουδέτερο χώμα. Η αρχειοθέτηση είναι η παρτιτούρα της λειτουργούσας υποδομής. Η ενεργή αρχειοθέτηση ολοένα καταχωρίζει δεδομένα και αυτόματα αντιδρά σε αυτά. Ο καταμετρούμενος όγκος ύδατος στο δίκτυο ύδρευσης ή η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πόλης αυτόματα οδηγεί σε λειτουργίες αντίστοιχες με την εκάστοτε μέτρηση. Η λειτουργία της υποδομής είναι άμεση προσαρμογή στην αρχειοθέτηση. Τη στιγμή που οι μετρήσεις αλλάζουν η λειτουργία της υποδομής εκτελείται διαφορετικά. Στιγμιαίες μετρήσεις στο ενεργό αρχείο μεταφέρουν μηνύματα: Αυτά επιφέρουν αυτόματες αντιδράσεις, ενεργοποιούν επόμενες δράσεις.

Με το ίδιο πνεύμα η τεχνική των αυτοματισμών εγκαταλείπει σταδιακά το σκοτεινό χώμα των πόλεων, που την υποδέχτηκε στα μοντέρνα αθηναϊκά χρόνια: Υποκαθίσταται σήμερα από άλλο ουδέτερο και απρόσβατο χώρο, εκείνο του ουρανού: Δορυφόροι διευκολύνουν τη ροή πληροφορίας. Ο αφηρημένος ουρανός της σημερινής υποδομής είναι ανάλογου σκότους με το αθηναϊκό χώμα, που ήδη ζητούσε την επερχόμενη αποεδαφοποίηση της μοντέρνας αστικής ζωής. Ο Βορράς βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει όσο η μάζα της διακινούμενης πληροφορίας κυκλοφορεί σαν ακατάληπτο κωδικό κείμενο της υποδομής: Κατασκευάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να απεμπολεί τη σημασία του κάθε στιγμή αμέσως μόλις την οργανώνει. Το νέο κείμενο της υποδομής είναι κώδικας: Εκτελείται σαν άυλο πρόγραμμα. Αλλά στις ακτίνες υψηλής συχνότητας και στις δορυφορικές επιτελέσεις αποκρίνεται ένα υλικό σύστημα που ορίζει τον γενικό τόπο διαμονής στις ανθρώπινες υποδομές.

Κάθε νέο, προκύπτον, αρχειοθετούμενο στοιχείο στο αρχείο της υποδομής διαγράφεται λοιπόν μετά την αυτόματη χρήση του. Κι ωστόσο στην Αθήνα αυτή η διαγραφή στοιχείων έδειχνε από την αρχή της σύστασης της πόλης ως πρωτεύουσας μια εσωτερική αντίφαση των ακόμη αξεχώριστων ηγεμονικών δυνάμεων. Υποθέταμε ότι Βορράς και Δύση ανήκαν στο ίδιο ηγεμονικό στερέωμα. Αντίθετη προς τους στόχους των εργασιών εδάφους της αρχαιολογίας, η υποδομή, για να διατηρεί την δραστηριότητά της όφειλε να διαγράφει τη μνήμη της.

Νόμος της υποδομής είναι η συνεχής ανανέωση του εαυτού της ενώ παραμένει ίδια. Η λειτουργία της υποδομής αντιτίθεται δομικά προς την ιστορία. Ο χρόνος της υποδομής οργανώνεται ως εκείνη η ελεγχόμενη εισαγωγή και εκείνη η διαχείριση πληροφορίας που καταπίνει το ξεχωριστό και το μετατρέπει σε μοτίβο. Εκτελεί επαναλαμβανόμενα πρωτόκολλα. Η λειτουργία της υποδομής λαμβάνει χώρα ως ενεργή χρήση πληροφορίας. Η αστική συνθήκη συνδέεται με την έννοια της υποδομής εφόσον η ζωή στη μητρόπολη σκηνοθετείται ως σύμπλοκη διοργάνωση επαναλαμβανόμενων κύκλων και ως καταστροφή των τεκμηρίων κάθε ξεχωριστής επιτέλεσης. Η ίδια η έννοια της «καθημερινότητας» δηλώνει το πεδίο επαναλήψεων που καθόρισε η υποδομή. Καθαρό από οτιδήποτε θα αντιστεκόταν στην ιδιαίτερη, αστική «λήθη από επανάληψη», το πεδίο αυτό αντιλαμβάνεται κάθε αντίσταση στην επανάληψη ως «βλάβη προς αποκατάσταση». «Αποκατάσταση και διαγραφή βλάβης» είναι ο οργανωτικός κανόνας της υποδομής. Η επιτέλεση ρυθμισμένων επαναλήψεων κατασκευάζει την καθημερινότητα: Σε αυτή οι δράσεις δεν έχουν πλέον αξία συμβάντος. Η κατάταξη των δράσεων και η λειτουργία σε πρωτόκολλα εγγυάται όμοιες επιτελέσεις σε ανόμοιες περιστάσεις. Το ίδιο πεδίο μπορεί να γεμίζει με διαφορετικά εκάστοτε γεγονότα. Τα γεγονότα είναι πάντοτε υποκαταστάσιμα από άλλα παρόμοια και, υπό μια έννοια, λησμονητέα.

Ο πλανητικός Βορράς καθορίζεται ως συστηματική επέκταση υποδομής. Περιγράφεται ως αναπτυσσόμενη αυτοκρατορία όσο διαιρεί τον ανθρώπινο χρόνο σε ήδη προετοιμασμένους τρόπους εκτυλίξεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Βορράς γίνεται όλο και περισσότερο ισχυρός αναλόγως προς την αυξανόμενη δυσκολία του μη ειδικού να λάβει γνώση της λειτουργίας της υποδομής και να την αντιληφθεί ως όλον. Ο Βορράς γίνεται κραταιότερος όσο συσσωρεύει περισσότερους επιθυμητούς αυτοματισμούς, όσο δηλαδή παραχωρεί πιθανές αποφάσεις του βίου σε περιοχές της μη συνείδησης. Κατά την επιτέλεση των λειτουργιών της υποδομής τα πρωτόκολλα της λειτουργίας της εκτυλίσσονται σαν νησίδες προαποφασισμένων χρονικών δομών: Όλο και μεγαλύτερες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας εναποτίθενται σε αστικούς αυτοματισμούς. Χάνεται η αντίληψη της διαφοράς ανάμεσα στα πεδία των αυτοματισμών. Κι ακόμη, παρά τη σκληρότητα των πρωτοκόλλων η εμπειρία της διάδρασης σε αυτά επιτρέπει στον χρήστη τους να επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικές δυνατότητες. Η εμπειρία της αστικότητας μετατρέπεται ολοένα στη διαμονή σε ένα αρχιπέλαγος από νησιά χρόνου: Νησίδες προετοιμασμένου χρόνου σχηματίζουν αόρατες γειτονιές της υποδομής: Υποδέχονται τον χρήστη ως προσωρινό ένοικο. Ο χρήστης παραχωρείται εκεί με τη θέλησή του. Οι χρόνοι των νησίδων καθορίστηκαν ήδη πάντοτε από δυσεξήγητους κώδικες λειτουργίας και από κατανοητά διαδραστικά πρωτόκολλα: Οι διαδράσεις προσφέρουν έτσι προσωρινές διαμονές στον ατέρμονα εσωτερικό χρόνο της υποδομής. Η διάλυση των ορίων ανάμεσα στον εσωτερικό και στον εξωτερικό χώρο του αστικού σπιτιού (που επισυμβαίνει με την επεκτεινόμενη ατέρμονα διαμονή στον χρόνο της υποδομής) κατέστησαν τις επαναλήψεις της αστικής καθημερινής ζωής επαναλήψεις της υποδομής. Η παραχώρηση της αστικής παράδοσης στην υποδομή φανερώνει την πιο ισχυρή εξουσία του Βορρά. Η αστικότητα μετατρέπεται σε αποδοχή αυτοματισμών. Από την Αθήνα αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τον Βορρά ως όνομα για την αόρατη ελεγκτική αρχή της υποδομής ή ως απόν πνεύμα των αυτοματισμών της.

Ο διαμένων στην υποδομή υπάρχει όσο ανταποκρίνεται σε πρωτόκολλα. Παγιδευμένος σε σχήματα προετοιμασμένου χρόνου, αποτελεί ο ίδιος μέρος του συστήματός της. Η δομική σύνδεσή του με τη λειτουργία της υποδομής δεν του επιτρέπει να συμμετάσχει στη μνήμη της. Ο χρήστης ξεχνάει δηλαδή την υποδομή ενόσω ο ίδιος είναι μέσα στη λειτουργία της. Η υποδομή είναι δική του όσο εκείνος μπορεί να την ξεχνάει με τον ιδιαίτερο δικό της τρόπο. Ο διαμένων στην υποδομή παρακολουθεί ταυτοχρόνως παράλληλες και διαφορετικές αφηγήσεις, αλλάζει συνεχώς θέση και προοπτική, αρνείται έμπρακτα τη σταθερότητα. Αν εμπλακεί στο εσωτερικό ενός πρωτοκόλλου διαμένει προσωρινά εκεί. Αυτό ενίοτε συμβαίνει χωρίς έξωθεν μαρτυρία. Η μικρο-σταθερότητα του πρωτοκόλλου δεν αντιστοιχεί παρά μόνο στη δική του επίσκεψη. Οι μηχανισμοί ροής αφήνουν όλο και λιγότερα ίχνη πίσω τους. Δημιουργούν το παράδειγμα μιας συλλογικής μνήμης μηδενικού βαθμού. Καθετί στέκεται σε μια θέση μόνο για λίγο. Κι ακόμη, κάθε μνημονεύσιμο συμβάν μπορεί να υποκαθίσταται από την αναπαράστασή του. Η αδυναμία του ανθρώπου να αχθεί στη γιγάντια κλίμακα της υποδομής ή να την ελέγξει αποδίδει με ακρίβεια τη συνθήκη της νέας αστικότητας. Αυτή η αδυναμία μεταμορφώνει τον πολίτη σε χρήστη προετοιμασμένων πρωτοκόλλων. Θα ήταν βιαστικό να διακρίνουμε τον Βορρά από το Νότο με κριτήριο τη συμμετοχή στην υποδομή ή την αποχή από αυτή: Αυτή η διάκριση δεν αναλογεί τουλάχιστον κατά κανέναν τρόπο στην περίπτωση των Αθηνών. Αν η Αθήνα γίνεται σημαντικό δείγμα μιας επερχόμενης καθολικής επικράτησης της υποδομής, αυτό συμβαίνει επειδή δείχνει τον δρόμο για τον καθορισμό του Νότου ως συστατικού μέρους των δικτύων της υποδομής. Βορράς και Νότος λειτουργούν δηλαδή ως δύο όψεις του ίδιου μηχανισμού των παγκόσμιων δικτύων. Αντίθετα από τη Δύση, που ευαγγελίστηκε την καταγωγή της από μια συγκεκριμένη παράδοση, ο Βορράς είναι απλό όνομα επικράτησης. Στο σκοτάδι του αθηναϊκού παρελθόντος και αναπτύσσοντας μια κωδική, τεχνική γλώσσα, η νέα υποδομή του Βορρά δοκιμάζει τη δραστικότητά της ως μηχανή που λειτουργεί με μοτίβα εύκολων διακρίσεων. Ακόμη κι αν η μοιρασιά, η νομή είναι οι εκκινήσεις της, η υποδομή μετατρέπεται ολοένα σε ένα ιεραρχημένο σύστημα αδιεξόδων και κλειδωμένων με κώδικα θυρών. Το άνοιγμα και το κλείσιμό τους αναλαμβάνεται από το ενεργό αρχείο του διαδικτύου που συνεχίζει αυτή τη βόρεια ιστορία της αστικότητας. Η υποδομή την οποία ελέγχει παρήγαγε ήδη έναν νέο κόσμο. Η ταυτότητα, η εργασία και η σχέση του χρήστη με την πόλη διαμεσολαβούνται από τις δικτυώσεις του. Η διάρκεια στις νησίδες της υποδομής αναγγέλλει ήδη επερχόμενες κουλτούρες ενοικίασης: Νότος δεν θα είναι έτσι η διαμονή εκτός υποδομής, αλλά το όνομα μιας υποδεούς και πάντοτε ακαθόριστης συγκεκριμένης περιοχής της. Μια άλλη αποικιοκρατία δοκιμάζεται ήδη αθόρυβα στο εσωτερικό της επικράτειας του πλανητικού Βορρά: Αυτός ορίστηκε κιόλας ως αόρατο πνεύμα της υποδομής που επικρατεί πάνω σε έναν κατακερματισμένο, ασχημάτιστο Νότο.

Η συνθήκη που περιγράφεται εδώ καθιστά την Αθήνα ανοίκειο τόπο. Η κατασκευή του σημερινού χρέους της αναφέρεται σε κάτι έξω από την πόλη και ελέγχεται από την υποδομή της. Το χρέος αυτό υπερβαίνει τις δυνάμεις αποπληρωμής του από οποιαδήποτε ελληνική διακυβέρνηση. Μια αδύνατη χρεοκοπία, που βασίζεται σε ένα κοινό νόμισμα ή στο ομογενοποιούμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα, διασφαλίζει το χρέος: Έτσι το συμπτωματικό, τοπικό, ελληνικό πρόβλημα είναι τώρα απλό μέρος του γενικού, παγκόσμιου χρέους. Το χρέος προς τον πάντοτε αδιευκρίνιστο Βορρά ανανεώνεται ολοένα ενώ το ίδιο «φυσικοποιείται». Η Ελλάδα δεν ηττήθηκε απλά μετά από επίθεση χρέους: Η κατάστασή της προσομοιάζει βεβαίως με κατάσταση χώρας που ηττήθηκε σε πόλεμο, αλλά δεν της επιτρέπεται να θεωρηθεί ηττημένη. Η αδυναμία αποδοχής της ήττας είναι λειτουργικός κανόνας της συνθήκης χρέους. Ο Βορράς διαχειρίζεται ροές, επεκτείνει τη δράση του «χωρίς να νικά». Εξαιτίας των διασυνδέσεων της υποδομής, το χρέος μπορεί συνεχώς να ανασυντάσσεται, να επιβεβαιώνεται και να αυξάνει. Στο πλαίσιο των παγκόσμιων δικτύων ροών αναζητάμε διαφορετική συνάρτηση για την κατανόηση του τοπικού στοιχείου. Μέχρι τότε οποιοδήποτε τοπικό αποτελεί απλή βλάβη του γενικού προς επιδιόρθωση. Ο οικονομικός πόλεμος της υποδομής δεν εγκαινιάστηκε για να τερματιστεί, αλλά για να διαιωνίζεται κατά το δυνατόν. Το χρέος έτσι δεν οργανώνει την απλή αφήγηση μιας οφειλής προς εξυπηρέτηση. Δεν περιμένουμε αποπληρωμή του. Αντίθετα, παραμένουμε υποχρεωτικά θεατές ενώ υφιστάμεθα τον αόρατο πόλεμο της υποδομής. Χωρίς δυνατότητα διαφυγής, παρακολουθούμε τις συνέπειες μιας χωρίς σχέδιο τέλους διακίνησης χρέους. Αυτή θα ήταν η πηγή της σημερινής αθηναϊκής απαισιοδοξίας. Η υποδομή δύναται να τιμωρεί τους εξαρτημένους σχηματισμούς της (κράτη ή τράπεζες) χωρίς να αφήνει πάντοτε ίχνη μετά τα επιθετικά της διαβήματα. Αν εξαιρέσουμε τις αποφασιστικές δράσεις στον κώδικα που κανονίζει αφηρημένες ροές, αυτές οι επιθετικές ενέργειες χρέους δεν καταγράφονται ή διαγράφονται με τον τρόπο που η υποδομή έμαθε να καταστρέφει τα αρχεία της. Η διαχείριση μιας έμμεσης, αργής βίας γίνεται ίδιον της υποδομής. Στην Αθήνα, εκτός των άλλων, δοκιμάζεται ένα διαχειριστικό σύστημα εγκατάστασης διακρίσεων σε διαφορετικές κλίμακες. Η διαγραφή των ιχνών στις δράσεις χρέους είναι ακόμη πιο απλή, καθώς ο Βορράς, οργανωμένος από ολοένα μετακινούμενες ροές κεφαλαίου, δεν αναπαρίσταται ως σταθερή εξουσία, γεωγραφική τάξη ή μορφή δράσης υποκειμένου. Σύγχρονος Βορράς και σύγχρονος Νότος βρίσκουν αμφότεροι την εκάστοτε θέση τους στη θεσμοθετημένη ροή χρέους που ρυθμίζει επίσης κάποια νέα βία.

Η σύγχρονη Αθήνα διεκδικεί λοιπόν σήμερα την κληρονομιά της Εσπερίας χάριν του Νότου. Πρόκειται για μια παράδοση την οποία ο νέος Βορράς θεωρεί απεχθή. Ο Βορράς απορρίπτει τη Δύση μέσα στις λειτουργίες των δικτύων του. Το γεγονός ότι η πράξη της εκσκαφής για εγκατάσταση δικτύων παρέμεινε πάντοτε ασύμβατη και μη μεταφράσιμη προς εκείνη της αρχαιολογικής ανασκαφής οργάνωσε μια ειδική, πρόωρη αφήγηση της σημερινής συνθήκης: Η εγκατάλειψη εκείνης της Εσπερίας που απεχθάνεται ο Βορράς και η υποταγή του ερειπίου στην υποδομή φάνηκαν πρόωρα στο αθηναϊκό έδαφος. Σήμερα η σχέση Βορρά και Νότου καθορίζει ένα πεδίο πολιτικής ροών. Καθορίζεται ως πολιτική διαχείρισης χρέους. Οι λεγόμενες τεχνικές βελτιώσεις της υποδομής οργανώνουν επίσης τη νέα ιδιαίτερη βία τους ως νεότατο ιδεώδες μιας αστικοποίησης των αυτοματισμών: Τα αόρατα συμβάντα της υποδομής (contradictio in terminis) επισυμβαίνουν ως αποφασιστικές παρακάμψεις από τους αυτοματισμούς κι ωστόσο συγχέονται με αυτούς ή παρουσιάζονται ως τέτοιοι αναγκαίοι αυτοματισμοί: Υπερβαίνουν βουβά την ήδη προβληματική «διαχείριση της υποδομής» και ενεργούν ως απλές επιθετικές ενέργειες προς τον διαμένοντα στην υποδομή. Η τεχνική μήτρα του συστήματος –την οποία επικαλούμαστε για να ονομάζουμε τον «αυτάρκη αυτοματισμό» που συντηρείται μόνο από ειδικούς– επιδέχεται αυθαίρετων παρεμβάσεων από έξω. Ο αυτοματισμός της υποδομής μπορεί να υπηρετεί κάποια κρυμμένη αποφασιστικότητα.

Μια σειρά υπηρεσιών που θα διευκόλυναν τη ζωή της κοινότητας μετεξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό. Μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τον μοντέρνο πρόγονό του. Η νέα υπερκατασκευή συνεχίζει να δομεί με αόρατο τρόπο την κανονικότητα της καθημερινότητας. Στη μεγάλη κλίμακα αναπτύσσεται ως τηλεδιακυβέρνηση. Στη μικρή μετατρέπεται σε σύστημα αυτοεξυπηρέτησης. Μπρος στην υποδομή όλοι οι χρήστες είναι απομονωμένοι. Οι κοινότητές τους προκύπτουν από εγγραφή σε σκληρά προσδιορισμένα πρωτόκολλα.

Η Αθήνα, σε αυτό το περίγραμμα, είναι ένα πεδίο δοκιμών. Ασκήθηκε επί αυτής μια ακατανόητη δοκιμαστική βία. Η αόρατη επίθεση άγγιξε τον φυσικό χώρο της πόλης. Η διακυβέρνηση με ρύθμιση χρέους ονομάζει τώρα νέες δυνατότητες τιμωρίας από μακριά, επιβαλλόμενης από την υποδομή. Παρά την εμφάνισή της ως αυτόνομου, αυτοκανονιζόμενου οργανισμού, η υποδομή όπως φάνηκε στην Αθήνα περιλαμβάνει λειτουργίες που αποφασίζονται. Δεν έχουν σχέση με την τεχνική της λειτουργία, αλλά μπορούν ακόμη να μένουν αόρατες. Πραγματοποιούνται με τον τρόπο ενός νέου δανείου κεφαλαίου ή με την αλλαγή επιτοκίων αποπληρωμής. Η διάκριση ανάμεσα στην τεχνική λειτουργία της υποδομής και στην εκάστοτε αποφασιζόμενη δράση της είναι το ερώτημα που διατύπωσε το έδαφος των Αθηνών. Αλλά η σημερινή παγκόσμια στιγμή της πόλης εμφανίζεται ως μετεξέλιξη της νεότερης ιστορίας του χώματός της.

Η μοντέρνα εκδοχή της Αθήνας κατασκεύασε μια αστική επιφάνεια πάντοτε κατώτερη από τα φανταστικά υπόγεια τοπία της. Ο συγκεκριμένος χώρος που δεν φάνηκε ποτέ ήταν η αιτία που η πόλη επανεφευρέθηκε τον 19ο αιώνα. Στην έκταση της ίδιας σκοτεινής περιοχής εντοπίζουμε τώρα το τέλος αυτού του κύκλου της πόλης, ενώ διανοίγεται ένα ερώτημα σχετικό με τη σημερινή αστική επιφάνειά της. Μια παράδοξη ακόμη αόρατη ωμότητα της υποδομής του πλανητικού Βορρά κτίζει την υλικότητά της εδώ. Η πόλη επιβεβαιώνει ότι η υποδομή δεν ήταν όσο ουδέτερη παρουσιαζόταν. Το γεγονός ότι η νέα παγκόσμια καθημερινότητα διεκπεραιώνεται από αυτοματισμούς της υποδομής δεν σημαίνει ότι ο νόμος της ρυθμίζεται αποκλειστικά εκ των έσω.

Οφείλουμε στα κείμενα των αθηναϊκών ερειπίων και των υποδομών της πόλης διαφορετικές αναγνώσεις. Η κείμενη ύλη σκεπάστηκε από μια πόλη που γιγαντώθηκε απρόβλεπτα. Η Αθήνα αναφέρεται τώρα στα αφανή, πεσμένα ερείπια ως μέρος της σύγχρονης ιστορίας της, ακόμη κι αν τα υπολείμματά τους σχηματίζουν μια βουβή στρώση μη αναγνώσιμων γραφών. Τα νέα δίκτυα, αποκολλημένα πλέον από το έδαφος, ελέγχουν τους αυτοματισμούς της σημερινής πόλης. Η καθημερινότητά της εδράζεται σε δύσληπτο κώδικα με τα απλοϊκά πρωτόκολλα.

Η απουσία του κειμένου ως υπαρκτής πεσμένης ύλης ετοιμάζει τις διαφορετικές εξιδανικεύσεις της επερχόμενης αστικότητας. Το νέο ιερογλυφικό γραπτό της υποδομής δεν θα είναι πια κείμενο, δεν θα είναι πεσμένη και σχηματισμένη ύλη εκτεθειμένη στην ερμηνεία. Θα είναι μια συνεχώς μεταλλασσόμενη γραφή σε κώδικα. Θα είναι το πλεκτό μιας ολοένα παρατεινόμενης ύφανσης. Θα βασίζεται στην αφήγηση της λατινικής προέλευσης της λέξης για το κείμενο, από τη λέξη textus (ύφασμα, πλεκτό) και από το ρήμα texere, που μεταξύ άλλων σημαίνει πλέκω. Το προβληματικό στοιχείο στη νέα θεολογία της υποδομής είναι ότι εγκαθίσταται ως αυτονόητη προτεραιότητα. Οποιοδήποτε αστικό μέλλον συνδέεται με αυτή. Είναι άραγε η ανάγνωση του πάντοτε απρόσιτου κώδικα διαχείρισης ένας ήδη πάντοτε ανέφικτος στόχος; Μπορεί να προταθεί ως νέο ερευνητικό πεδίο; Μπορεί η υποδομή (και δι’ αυτής η διανομή αγαθών, η μελλοντική λογιστική, το τραπεζικό σύστημα, κάθε πλατφόρμα ή πρωτόκολλο που εγκαθιστά) να επερωτηθεί ως αόρατος, διαμορφούμενος πολιτικός χώρος και να αχθεί στο πεδίο μιας διαφορετικής δημοκρατίας; Τι θα σήμαινε η έννοια μιας δημοκρατικής, χειραφετημένης υποδομής; Αυτά είναι ερωτήματα που θέτει η Αθήνα σήμερα. Με το παρόν δοκίμιο, προκειμένου να ερμηνεύσουμε το παρόν, επιχειρούμε την τεχνική ενός μαρμαρώματος. Παγώνουμε σε μια ακίνητη εικόνα την υγρή ροή του ολοένα ανασυντάξιμου πλεκτού-text της υποδομής. Παράγουμε από το ασταμάτητο πλέξιμό της ένα κείμενο για τη σταματημένη εικόνα των Αθηνών. Η σταματημένη εικόνα αποτελεί τώρα το δυσανάγνωστο, ιερογλυφικό γραπτό που, ενώ επιχειρούμε να το διαβάσουμε, το νόημά του συνεχώς αλλάζει. Το αθηναϊκό κείμενο απεμπολεί τον χαρακτήρα του ως σταθερού πεσμένου υπολείμματος. Μετατρέπεται ολοένα σε διαφορετικές μεταβαλλόμενες υφάνσεις. Δεν είναι πια πεσμένο, ακίνητο, ελληνικό κείμενο, αλλά λατινικής έμπνευσης text, texte, texten, ολοένα ανασυντάξιμο πλεκτό, προσδιορισμένο δηλαδή από το ρήμα που σημαίνει πλέκω, συνδέω, συναρμολογώ, κάνω πλεξούδα, κατασκευάζω, κτίζω: texere από τη ρίζα *teks- «πλέκω, κατασκευάζω, κάνω πλαίσιο από λυγαριά»: Το γραπτό των Αθηνών δεν προφταίνει να μελετηθεί από αρχαιολογίες, γίνεται δομή ευμετάβλητων σχημάτων.

Η σύγχρονη αθηναϊκή υποδομή προσφέρει ένα δυσανάγνωστο πεδίο, έναν θεό της τεχνικής και τον νέο αναλφαβητισμό τους. Μας καλεί να πιστέψουμε στη δύναμἠ της ακόμη κι αν αυτή δεν διαβάζεται, δεν ερμηνεύεται, δεν κρίνεται. Η Αθήνα δεν ανακοινώνει μόνο τον δημόσιο χαρακτήρα αυτής της τεχνικής δύναμης, αλλά και την πολιτική της ισχύ. Και η υποδεής πλευρά της ίδιας δομής κάνει την πόλη εκ νέου αναπαραστάσιμη. Κάτι μένει σταθερό στην αέναη μεταβλητότητά της. Η Αθήνα παύει να εντοπίζεται στους αόρατους κώδικες ή στους άβατους διαδρόμους μιας γιγαντούμενης «δομής υποστήριξης». Ζητά να δούμε την υποδομή ως ερείπιο. Τα κείμενα που σχηματίζονται στη σημερινή ορατή πόλη λειτουργούν ήδη ως ανοικτές ερωτήσεις και ως κενά του τρομερού ομοιογενούς πεδίου. Ζητούν κάποιου άλλου είδους παιγνιώδη, δοκιμαστικό ανασχεδιασμό. Η επιφάνεια της πόλης χλευάζει τις εξιδανικεύσεις και τις δαιμονοποιήσεις του αθηναϊκού εδάφους. Η επιφάνεια συγκροτεί ήδη ένα νέο αστικό αίνιγμα: Η ορατή ύλη της πόλης αντέχει μόνο τώρα, μετά τη χώνευση αυτού του παρελθόντος, μια διαφορετική ανάγνωση. Προαναγγέλλει, χωρίς να ακούγεται ακόμη, παγκόσμιες μετατροπές της αστικής συνθήκης. Αφηγείται μελλοντικές περιπέτειες της αστικότητας που θα λάβουν χώρα εδώ ή αλλού, παρασιτικά ή ενίοτε σε ασυμφωνία προς τη λογική του αόρατου αλλά πανταχού παρόντος Βορρά.

 

Leo von Klenze, Idealized View of the Acropolis and the Areopagus in Athens (1846), λάδι σε καμβά, 102.8 × 147.7 εκ. Neue Pinakothek, Μόναχο

1 Δημήτρης Πικιώνης, «‟Γαίας Ατίμωσιςˮ, Διά τήν Προστασίαν του τοπίου», Κείμενα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000 (1954).

2 Jacques Derrida, Athens, Still Remains: The Photographs of Jean-François Bonhomme, μτφρ. Pascale-Anne Brault and Michael Naas (Νέα Υόρκη: Fordham University Press, 2010).

3 Friedrich Schiller, “On Naïve and Sentimental Poetry”, στο Friedrich Schiller: Poet of Freedom, Book III, μτφρ. William F. Wertz, Jr (Schiller Institute, 1991).