«Ελλάδα» ήταν ένα όνομα για την ξένη καταγωγή της Ευρώπης. Καθόριζε τη σχέση με μια αλλόγλωσση κι ωστόσο οικεία βιβλιογραφία. Ρήξη και επανασύζευξη ανάμεσα στα «άυλα» πρωτοευρωπαϊκά ελληνικά κείμενα και στα «υλικά», νεκρά, κείμενα ερείπια είναι ο μηχανισμός της ιδεαλιστικής συγκρότησης της αρχαίας Ελλάδας. Ο ιδεαλισμός πατά ευθύς σε ερειπωμένη ύλη. Το απολεσθέν υλοποιείται στην ερείπωση και το ερείπιο ορίζεται ως μηχανισμός συμπύκνωσης ιδεών σε ύλη. Από τα εξιδανικευμένα ίχνη του σπασμένου μαρμάρου δημιουργείται έτσι και η άυλη εξιδανίκευση του «πραγματικού τόπου». Αλλά να που η ιδιοκτησία των σπασμένων κομματιών δημιουργεί τώρα μια νέα παράξενη κατάσταση στους Νεοέλληνες κατόχους τους: Αφού οι ιδέες φτιάχνονται από σπαράγματα και τα σπαράγματα ανήκουν στους Νεοέλληνες, τότε και τα απολεσθέντα που καταμαρτυρούν τα ίχνη ανήκουν επίσης στους «πραγματικούς» κατόχους των σπαραγμάτων, κατά την κοινοτοπία της διεθνούς νομιμότητας. Τα σπαράγματα κατασκευάστηκαν από κάποιο ξένο βλέμμα ως ίχνη ιδεών: Και η μεσολαβημένη ιδιοκτησία ιδεών είναι το δηλητήριο της παράξενης νεοελληνικής πατροθεσίας από την Ευρώπη.
Το ευρωπαϊκό ερείπιο οργανώνεται δηλαδή ως συνάρτηση μετατροπής της υλικής απροσδιοριστίας σε άυλο προσδιορισμό. Κι ωστόσο στον αθηναϊκό χώρο θα ήταν αδύνατον να νοηματοδοτηθεί τέτοια περίσσεια ερειπίων: Το νεκρό τους στοιχείο είναι πολύ περισσότερο οικείο για τον κάτοικο της πόλης, Η εγγύτητα στα ερείπια καθιστά την κενότητά τους ισχυρότερη της σημασίας τους. Ενώ στη Δύση το ερείπιο και τα ελληνικά γραπτά προσφέρουν ένα βήμα αποξένωσης, ανοικείωσης και αφαίρεσης, στην Ελλάδα η ίδια ύλη μεταπλάθεται διαφορετικά: Στην Ελλάδα η παρουσία του ανοίκειου απολεσθέντος κατασκευάζεται ως παράδοξη οικειότητα. Η δυσκολία ανάγνωσης μετατρέπεται για τον αυτόχθονα σε μονοσήμαντη επιβεβαίωση εαυτού. Στην Ελλάδα το ερείπιο αποκαθίσταται εννοιολογικά ως τεκμήριο καταγωγής, δηλαδή ως κειμήλιο. Η συνάντηση «ευρωπαϊκής Ελλάδας» με τη «νέα Ελλάδα» συνέβη ως συνάντηση διαφορετικών ιδεών. Η πρώτη λάτρεψε το ανοίκειο, η δεύτερη έναν παράδοξο κατασκευασμένο οίκο. Η ευρωπαϊκή «άρνηση συγγένειας» και η ταυτόχρονη «τεχνητή πατροθεσία» μετατράπηκαν σε «υπερ-κατάφαση συγγένειας» και συντηρητική αποδοχή του ανύπαρκτου «αρχαίου πατέρα» ως «φυσικού».
*
Η ηγεμονία του Βορρά επισυμβαίνει μαζί με πένθος και απώθηση του παλαιού δυτικού ευρωπαϊκού λόγου. Κατά τη μετάβαση από τη Δύση στον Βορρά απορρίπτεται ο μηχανισμός που οργάνωσε τη δυτική ανεστιότητα. Η ανεστιότητα αναλογεί στον ερειπωμένο τόπο επιστροφής: Η δυτική κατοίκηση του κόσμου επισυμβαίνει ως αδυναμία κατοίκησης. Η πιο τρομερή περιγραφή της Δύσης, εκείνη με το μεγαλύτερο βάθος, βρίσκεται εδώ: στην υποχρεωτική αδυναμία διαμονής σε έναν αβέβαιο πλανήτη. Η αδυναμία μπορεί να εκπίπτει σε υποτιθέμενη επάρκεια ερμηνείας με τον λόγο: Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τη Δύση από μια κατάρα. Η μακρινή αρχαία Ελλάδα, απροσπέλαστος τόπος της διαφεύγουσας, υποτιθέμενης καταγωγής, συμπυκνώνει ως αφετηρία και ως αδύνατη επιστροφή το δυτικό ανέστιο ίδιον. Αν η Δύση βασίζεται στην ιδέα της ονομασμένης (ελληνικής) αλλά χαμένης καταγωγής, η διατήρηση της απόστασης από την Ελλάδα περιφρουρεί τη δύναμη της ανεστιότητας: Μια υποκατάσταση της καταγωγής από την αρχαία Ελλάδα έλαβε χώρα στη Δύση. Και η νέα Ελλάδα ως «ίδιος τόπος της αφαίρεσης» δεν ήταν δυνατόν να λάβει αναγκαία απόσταση από τον εαυτό της. Απέτυχε έτσι να γίνει δυτική, κι ας είναι η αποτυχία ίδιον της Δύσης. Η Ελλάδα αδυνατεί να αποτύχει με δυτικό τρόπο: Αδυνατεί να δεσμευτεί στη δυτική αστοχία, μια και γι’ αυτή η αποτυχία σύμπτωσης με το μακρινό ιδεώδες μετατράπηκε σε παραδοσιακή αστοχία σύμπτωσης με τον εαυτό. Η Νέα Ελλάδα, η Αθήνα δεν γνώρισαν ποτέ το ελληνικό ως ξένο. Δεν εκτέθηκαν έτσι στη δυτική ανεστιότητα. Αντίθετα η επίκληση της αρχαιότητας από την Εσπερία έγινε με τον τρόπο της αθηναϊκής γης: Την αναφορά στην ιδιαίτερη ανέφικτη καταγωγή τεκμηρίωσε η κρυμμένη και κρύπτουσα ύλη των ερειπίων. Από ερείπια δόθηκε, με τον προσιδιάζοντα δυτικό τρόπο, η έμφαση στον ανύπαρκτο πυρήνα μιας ελληνικής καταγωγής, για τον οποίο μιλά ο Λακού Λαμπάρτ όταν αναφέρεται στον ποιητή της Εσπερίας Χέλντερλιν. Πράγματι, η Εσπερία δεν ζητούσε απεγνωσμένα το ελληνικό παρελθόν για να γεφυρώσει ένα δικό της «χάσμα προέλευσης». Το χάσμα προέλευσης κυριάρχησε στη δυτική σκέψη με το όνομα της Ελλάδας και, για αυτή την παράδοξη κυριαρχία του χάσματος προέλευσης, δοξάστηκε η ύλη των ερειπίων: Η αποτυχία της γης να ενσαρκώσει το ιδεώδες σχημάτισε εκείνο το κενό καταγωγής ως κατακλείδα της δυτικής σκέψης. Η δυτική ανεστιότητα κατάγεται από την αρχαιολογία. Η προσέγγιση μιας γης με υπαινιγμούς από σπαράγματα έδωσε δομή στη δυτική ανεστιότητα. Ήδη ο Χέλντερλιν εμφανίζει την αρχαία Ελλάδα ως άρνηση της καθημερινότητας η οποία επέρχεται με την επικείμενη βόρεια αστικότητα. Ο πλανητικός Βορράς βασίζει την ηγεμονία του σε κάποια αυτονόητη φαντασιακή ισχύ της υποδομής. Ακόμη περισσότερο: Ο πλανητικός Βορράς ρυθμίζεται και προσδιορίζεται ως υποδομή καθημερινότητας. Νομίζουμε συχνά ότι η υποδομή είναι σύστημα που απλά οργανώνει βοηθητικά το σύνολο των αστικών λειτουργιών δικτύωσης. Πιστεύουμε ότι η μόνη απαίτησή της είναι η συντήρηση. Κι ωστόσο όλο και περισσότερες περιοχές της αστικότητας περνάνε στην κυριαρχία της: Παραδίδονται στη σιωπηλή δύναμη της παντοδύναμης βόρειας πλατφόρμας «διάδρασης», σε αυτό το σύνολο δικτύων που «μοιράζει και ιεραρχεί». Κράτη, κυβερνήσεις, δικαιοσύνη επαναπροσδιορίζονται στο νέο πλαίσιό τους.
*
Στο χώμα της πρώιμης νεοελληνικής Αθήνας δύο είδη εκσκαφών ζητούν από την οθωμανική πολίχνη να μετατραπεί σε μοντέρνα πρωτεύουσα. Οι δύο εκσκαφές αναπτύσσονται ταυτόχρονα. Συγκρούονται, αναπτύσσοντας όμως παράλληλα αμφότερες δύο διαφορετικές αποεδαφοποιήσεις των Αθηνών.
Η αρχαιολογική εξιδανίκευση της γης πετυχαίνει την πρώτη αποεδαφοποίηση από το οικείο έδαφος. Η ανεπάρκεια του ορατού και η προτεραιότητα στο αόρατο παίρνει ριζική μορφή. Κατεδαφίσεις τμημάτων της πόλης για ανεύρεση σπαραγμάτων δείχνουν τη φαντασιακή βία η οποία εγκαθιστά τη νέα πρωτεύουσα. Σπίτια, καταστήματα και ζωντανοί δρόμοι με παζάρια εξαφανίζονται για ενδεχόμενα, αβέβαια ευρήματα. Δεν έχουμε ακόμη επεξεργαστεί αρκετά τη βία που ενέχει η παράδοξη δυτική λατρεία του κατασκευασμένου Έλληνα προγόνου: Συναρτήθηκε με την άρνηση του ορατού και με τη δύναμη του ερειπίου να συντηρεί το ανέστιο. Αλλά στην Αθήνα η κατεδάφιση πραγματοποιεί τη δυτική ανεστιότητα ως παράδοξη κυριολεξία. Η δύναμη του ερειπίου να υποστηρίζει συγκεκριμένους αόρατους κόσμους μετέτρεψε το ορατό, ζωντανό στοιχείο της πόλης σε «χαμένο». Η διενέργεια της ανασκαφής επιτέλεσε την αποκοπή του ανθρώπου από το έδαφός του. Το «σχέδιο ολοκλήρωσης σπαραγμάτων» της αρχαιολογίας μεταμόρφωσε οριστικά τον «πραγματικό» κόσμο. Και αποποιούμενη το υπαρκτό και το ενεργό στοιχείο, η αρχαιολογία, εκτός από συνηθισμένο σχέδιο εξιδανίκευσης, έγινε ανατρεπτική δύναμη μεταστροφής δεδομένων αξιών.
Η αενάως επεκτεινόμενη υποδομή εγκαθιστά τον δικό της τρόπο αποεδαφοποίησης σε οποιαδήποτε πόλη. Ακόμη και το απλούστερο υδραυλικό δίκτυο παρεμβαίνει δραστικά στον ιστό όπου αναπτύσσεται. Διαμοιράζει, για παράδειγμα, το νερό μιας πηγής. Οργανώνει τώρα περισσότερες παροχές. Στερεί από την πηγή τη σημασία της ως τοποθεσίας. Η διανομή του νερού οργανώνεται δηλαδή ως κοινοτική λειτουργία, αλλά ταυτόχρονα ακυρώνει μια συνάντηση της κοινότητας για νερό. Από την ευκολία λήψης του νερού δεν καταργείται μόνο η αναφορά στη γη και στην πηγή. Η μη μετάβαση στο σημείο συνάντησης αποκόπτει τον χρήστη της υποδομής από την κοινότητα. Στην πιο εξελιγμένη υποδομή της μοντέρνας πόλης η διανομή ακυρώνει πολύ πιο συστηματικά τη σημασία προέλευσης των προσφερόμενων παροχών. Η αποεδαφοποίηση της υποδομής αποτελεί παράκαμψη του κοινοτικού βίου. Ο νέος απομονωμένος χρήστης της υποδομής προμηθεύτηκε νερό κι ύστερα ηλεκτρικό, γραμμές τηλεφώνου, συστήματα βασισμένα σε οπτικές ίνες για τη λειτουργία του διαδικτύου. Η υποδομή εξυπηρέτησε την καθημερινότητα την ίδια στιγμή που μετέβαλε την κοινωνικότητα, αχρηστεύοντας ένα ένα τα σημεία συναντήσεων που συγκροτούσαν μια πόλη. Ο Βορράς καθορίζεται από μια υπερτροφική υποδομή. Το πολιτικό στοιχείο που απομένει στην ευχέρειά του αναφέρεται πια σε διαφορετικά πρωτόκολλα διανομής.
Η διπλή επίδραση στην ιστορική γη ή στο ανιστόρητο χώμα αφήνει μια κληρονομιά όχι μόνο στους Έλληνες: Η διεθνής νέα Αθήνα οργανώνεται ως διπλή δέσμευση ανάμεσα στη μανία για ανάμνηση και στην οικειοθελή παράδοση στη λήθη. Για αυτή τη διπλή οικοδομική δραστηριότητα που αναλαμβάνεται για την οργάνωση της νέας πρωτεύουσας γράφηκε ένα παράλληλο διπλό έργο. Τεκμηριώνει τη διπλή παρουσία της Δύσης και του Βορρά στη νέα Αθήνα. Από τη μια του πλευρά το έργο αυτό καταχωρίζει εργασίες και ευρήματα σε αρχαιολογικά ημερολόγια ανασκαφών: Ο λογοτεχνικός πλούτος του συντάχθηκε από τις αθηναϊκές αρχαιολογικές σχολές. Από την άλλη πλευρά τα τεχνικά αρχεία των υποδομών γράφονται ως διαφορετική λογοτεχνία: Η δόξα του οπτικού αποτυπώματος, του σχεδίου, της καταγραφής, του αρχείου φωτογραφιών, της ταξινόμησης, της φωτογραμμετρικής αναπαράστασης και άλλων καταχωρίσεων είναι οι αφηγήσεις της υποδομής. Δύο είδη κατάστιχων και τετραδίων αναφοράς κατασκευάζουν ένα μοντέρνο αθηναϊκό έπος: Δύο διαφορετικά κείμενα αναφέρονται στο ίδιο έδαφος. Κείμενα για ευρήματα που αποδεικνύουν τη μοναδική σημασία της ιστορημένης γης και αναφορές στις σχετικές δημοσιεύσεις, στις διαφωνίες για νέα δεδομένα, στην εκάστοτε αλλαγή τρόπου αντίληψης του ιστορικού παρελθόντος της πόλης. Κείμενα για καταχωρίσεις περί αστικών δικτύων που εκλαμβάνουν το έδαφος ως μαύρο, ομοιογενές χώμα. Δύο αποσπασματικά έργα συντάχθηκαν με καταχωρίσεις σε αρχεία. Ημερολόγια ανασκαφών, φωτογραφίες που επισυνάπτονται, σχέδια αποτύπωσης και ακριβείς περιγραφές ευρημάτων αποτυπώνουν αποσπάσματα της ιστορημένης αθηναϊκής γης. Λεπτομερείς τεχνικές αναπαραστάσεις, αναφορές βλαβών και επιδιορθώσεων παρουσιάζουν την επέκταση και τη συντήρηση των υπόγειων αστικών δικτύων.
Η διπλή νέα Αθήνα ορίζει τη σχιζοφρένεια της ηγεμονίας: Καταχωρίζει μνημειωδώς κάτι εξιδανικευμένο σαν παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τον εαυτό της καθώς μεταβάλλεται. Η άχρονη εξιδανίκευση και η πεζή καθημερινότητα οργανώνονται με διαφορετικά κείμενα-αρχεία του εδάφους. Η Αθήνα, ως ιστορημένη γη και ως ουδέτερο χώμα, ταυτόχρονα κατατάσσεται, καταχωρίζεται και αποδελτιώνεται σε πεπραγμένα ανασκαφών και σε σειρά τεκμηριώσεων για εργασίες υποδομών.
Αντιλαμβανόμαστε τις δύο τεκμηριώσεις ως παραγωγές μιας απροσδιόριστης ακόμη λογοτεχνίας, που δοξάζουν τα έργα που παρακολουθούν. Κι ακόμη στρέφουμε την προσοχή προς την απόκλιση μεταξύ τους: Η απόκλιση βασίζεται στο γεγονός ότι οι μεν πρώτες προσδίδουν συμβολική αξία σε υπαρκτά πράγματα, ενώ οι δεύτερες περιγράφουν διαδικασίες. Η διαφορά Δύσης και Βορρά αναλογεί στη διαφορά της ιδιαίτερης λογοτεχνίας δύο διαφορετικών αρχείων. Η αρχαιολογία λατρεύει το ίχνος. Η υποδομή τιμά την εργαλειακή χρήση των ιχνών δοκιμάζοντας να μείνει αντιφετιχιστική: Αποβλέπει σε διαδικασίες που ολοένα διαγράφουν τα «περιττά» ίχνη πίσω τους.
Οι δύο λογοτεχνίες των Αθηνών, γραμμένες για την ίδια γη, παράγουν καταλόγους, μήτρες και αρχεία. Υμνούν την επιστροφή στο παρελθόν ενός απολεσθέντος κόσμου και επιχειρούν να σιγάσουν μια ολοένα πιο πολύπλοκη διαχείριση διανομής. Ανάμεσα στα δύο αρχεία του αθηναϊκού υπεδάφους διακρίνουμε τις διαφορές ευρωπαϊκής Δύσης και παγκόσμιου Βορρά, εξυμνημένες πρόωρα στο βάθος της αττικής γης.
Οι καταχωρίσεις των αρχείων υμνούν διαφορετικά τους δύο τρόπους εξιδανίκευσης. Η αρχαιολογία εορτάζει τα ασθενέστερα ίχνη του παρελθόντος: Μνημειώνει κάτι που έμενε μέχρι τώρα απόβλητο. Η υποδομή υμνεί διαδικασίες επαναλήψεων που ρυθμίζονται από τα δίκτυά της: Τα δίκτυα διατρέχουν το αδιάφορο, ομοιογενές, ουδέτερο χώμα. Η αρχειοθέτηση είναι η παρτιτούρα της λειτουργούσας υποδομής. Η ενεργή αρχειοθέτηση ολοένα καταχωρίζει δεδομένα και αυτόματα αντιδρά σε αυτά. Ο καταμετρούμενος όγκος ύδατος στο δίκτυο ύδρευσης ή η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πόλης αυτόματα οδηγεί σε λειτουργίες αντίστοιχες με την εκάστοτε μέτρηση. Η λειτουργία της υποδομής είναι άμεση προσαρμογή στην αρχειοθέτηση. Τη στιγμή που οι μετρήσεις αλλάζουν η λειτουργία της υποδομής εκτελείται διαφορετικά. Στιγμιαίες μετρήσεις στο ενεργό αρχείο μεταφέρουν μηνύματα: Αυτά επιφέρουν αυτόματες αντιδράσεις, ενεργοποιούν επόμενες δράσεις.
Με το ίδιο πνεύμα η τεχνική των αυτοματισμών εγκαταλείπει σταδιακά το σκοτεινό χώμα των πόλεων, που την υποδέχτηκε στα μοντέρνα αθηναϊκά χρόνια: Υποκαθίσταται σήμερα από άλλο ουδέτερο και απρόσβατο χώρο, εκείνο του ουρανού: Δορυφόροι διευκολύνουν τη ροή πληροφορίας. Ο αφηρημένος ουρανός της σημερινής υποδομής είναι ανάλογου σκότους με το αθηναϊκό χώμα, που ήδη ζητούσε την επερχόμενη αποεδαφοποίηση της μοντέρνας αστικής ζωής. Ο Βορράς βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει όσο η μάζα της διακινούμενης πληροφορίας κυκλοφορεί σαν ακατάληπτο κωδικό κείμενο της υποδομής: Κατασκευάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να απεμπολεί τη σημασία του κάθε στιγμή αμέσως μόλις την οργανώνει. Το νέο κείμενο της υποδομής είναι κώδικας: Εκτελείται σαν άυλο πρόγραμμα. Αλλά στις ακτίνες υψηλής συχνότητας και στις δορυφορικές επιτελέσεις αποκρίνεται ένα υλικό σύστημα που ορίζει τον γενικό τόπο διαμονής στις ανθρώπινες υποδομές.
Κάθε νέο, προκύπτον, αρχειοθετούμενο στοιχείο στο αρχείο της υποδομής διαγράφεται λοιπόν μετά την αυτόματη χρήση του. Κι ωστόσο στην Αθήνα αυτή η διαγραφή στοιχείων έδειχνε από την αρχή της σύστασης της πόλης ως πρωτεύουσας μια εσωτερική αντίφαση των ακόμη αξεχώριστων ηγεμονικών δυνάμεων. Υποθέταμε ότι Βορράς και Δύση ανήκαν στο ίδιο ηγεμονικό στερέωμα. Αντίθετη προς τους στόχους των εργασιών εδάφους της αρχαιολογίας, η υποδομή, για να διατηρεί την δραστηριότητά της όφειλε να διαγράφει τη μνήμη της.
Νόμος της υποδομής είναι η συνεχής ανανέωση του εαυτού της ενώ παραμένει ίδια. Η λειτουργία της υποδομής αντιτίθεται δομικά προς την ιστορία. Ο χρόνος της υποδομής οργανώνεται ως εκείνη η ελεγχόμενη εισαγωγή και εκείνη η διαχείριση πληροφορίας που καταπίνει το ξεχωριστό και το μετατρέπει σε μοτίβο. Εκτελεί επαναλαμβανόμενα πρωτόκολλα. Η λειτουργία της υποδομής λαμβάνει χώρα ως ενεργή χρήση πληροφορίας. Η αστική συνθήκη συνδέεται με την έννοια της υποδομής εφόσον η ζωή στη μητρόπολη σκηνοθετείται ως σύμπλοκη διοργάνωση επαναλαμβανόμενων κύκλων και ως καταστροφή των τεκμηρίων κάθε ξεχωριστής επιτέλεσης. Η ίδια η έννοια της «καθημερινότητας» δηλώνει το πεδίο επαναλήψεων που καθόρισε η υποδομή. Καθαρό από οτιδήποτε θα αντιστεκόταν στην ιδιαίτερη, αστική «λήθη από επανάληψη», το πεδίο αυτό αντιλαμβάνεται κάθε αντίσταση στην επανάληψη ως «βλάβη προς αποκατάσταση». «Αποκατάσταση και διαγραφή βλάβης» είναι ο οργανωτικός κανόνας της υποδομής. Η επιτέλεση ρυθμισμένων επαναλήψεων κατασκευάζει την καθημερινότητα: Σε αυτή οι δράσεις δεν έχουν πλέον αξία συμβάντος. Η κατάταξη των δράσεων και η λειτουργία σε πρωτόκολλα εγγυάται όμοιες επιτελέσεις σε ανόμοιες περιστάσεις. Το ίδιο πεδίο μπορεί να γεμίζει με διαφορετικά εκάστοτε γεγονότα. Τα γεγονότα είναι πάντοτε υποκαταστάσιμα από άλλα παρόμοια και, υπό μια έννοια, λησμονητέα.
Ο πλανητικός Βορράς καθορίζεται ως συστηματική επέκταση υποδομής. Περιγράφεται ως αναπτυσσόμενη αυτοκρατορία όσο διαιρεί τον ανθρώπινο χρόνο σε ήδη προετοιμασμένους τρόπους εκτυλίξεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Βορράς γίνεται όλο και περισσότερο ισχυρός αναλόγως προς την αυξανόμενη δυσκολία του μη ειδικού να λάβει γνώση της λειτουργίας της υποδομής και να την αντιληφθεί ως όλον. Ο Βορράς γίνεται κραταιότερος όσο συσσωρεύει περισσότερους επιθυμητούς αυτοματισμούς, όσο δηλαδή παραχωρεί πιθανές αποφάσεις του βίου σε περιοχές της μη συνείδησης. Κατά την επιτέλεση των λειτουργιών της υποδομής τα πρωτόκολλα της λειτουργίας της εκτυλίσσονται σαν νησίδες προαποφασισμένων χρονικών δομών: Όλο και μεγαλύτερες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας εναποτίθενται σε αστικούς αυτοματισμούς. Χάνεται η αντίληψη της διαφοράς ανάμεσα στα πεδία των αυτοματισμών. Κι ακόμη, παρά τη σκληρότητα των πρωτοκόλλων η εμπειρία της διάδρασης σε αυτά επιτρέπει στον χρήστη τους να επιλέγει ανάμεσα σε διαφορετικές δυνατότητες. Η εμπειρία της αστικότητας μετατρέπεται ολοένα στη διαμονή σε ένα αρχιπέλαγος από νησιά χρόνου: Νησίδες προετοιμασμένου χρόνου σχηματίζουν αόρατες γειτονιές της υποδομής: Υποδέχονται τον χρήστη ως προσωρινό ένοικο. Ο χρήστης παραχωρείται εκεί με τη θέλησή του. Οι χρόνοι των νησίδων καθορίστηκαν ήδη πάντοτε από δυσεξήγητους κώδικες λειτουργίας και από κατανοητά διαδραστικά πρωτόκολλα: Οι διαδράσεις προσφέρουν έτσι προσωρινές διαμονές στον ατέρμονα εσωτερικό χρόνο της υποδομής. Η διάλυση των ορίων ανάμεσα στον εσωτερικό και στον εξωτερικό χώρο του αστικού σπιτιού (που επισυμβαίνει με την επεκτεινόμενη ατέρμονα διαμονή στον χρόνο της υποδομής) κατέστησαν τις επαναλήψεις της αστικής καθημερινής ζωής επαναλήψεις της υποδομής. Η παραχώρηση της αστικής παράδοσης στην υποδομή φανερώνει την πιο ισχυρή εξουσία του Βορρά. Η αστικότητα μετατρέπεται σε αποδοχή αυτοματισμών. Από την Αθήνα αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τον Βορρά ως όνομα για την αόρατη ελεγκτική αρχή της υποδομής ή ως απόν πνεύμα των αυτοματισμών της.
Ο διαμένων στην υποδομή υπάρχει όσο ανταποκρίνεται σε πρωτόκολλα. Παγιδευμένος σε σχήματα προετοιμασμένου χρόνου, αποτελεί ο ίδιος μέρος του συστήματός της. Η δομική σύνδεσή του με τη λειτουργία της υποδομής δεν του επιτρέπει να συμμετάσχει στη μνήμη της. Ο χρήστης ξεχνάει δηλαδή την υποδομή ενόσω ο ίδιος είναι μέσα στη λειτουργία της. Η υποδομή είναι δική του όσο εκείνος μπορεί να την ξεχνάει με τον ιδιαίτερο δικό της τρόπο. Ο διαμένων στην υποδομή παρακολουθεί ταυτοχρόνως παράλληλες και διαφορετικές αφηγήσεις, αλλάζει συνεχώς θέση και προοπτική, αρνείται έμπρακτα τη σταθερότητα. Αν εμπλακεί στο εσωτερικό ενός πρωτοκόλλου διαμένει προσωρινά εκεί. Αυτό ενίοτε συμβαίνει χωρίς έξωθεν μαρτυρία. Η μικρο-σταθερότητα του πρωτοκόλλου δεν αντιστοιχεί παρά μόνο στη δική του επίσκεψη. Οι μηχανισμοί ροής αφήνουν όλο και λιγότερα ίχνη πίσω τους. Δημιουργούν το παράδειγμα μιας συλλογικής μνήμης μηδενικού βαθμού. Καθετί στέκεται σε μια θέση μόνο για λίγο. Κι ακόμη, κάθε μνημονεύσιμο συμβάν μπορεί να υποκαθίσταται από την αναπαράστασή του. Η αδυναμία του ανθρώπου να αχθεί στη γιγάντια κλίμακα της υποδομής ή να την ελέγξει αποδίδει με ακρίβεια τη συνθήκη της νέας αστικότητας. Αυτή η αδυναμία μεταμορφώνει τον πολίτη σε χρήστη προετοιμασμένων πρωτοκόλλων. Θα ήταν βιαστικό να διακρίνουμε τον Βορρά από το Νότο με κριτήριο τη συμμετοχή στην υποδομή ή την αποχή από αυτή: Αυτή η διάκριση δεν αναλογεί τουλάχιστον κατά κανέναν τρόπο στην περίπτωση των Αθηνών. Αν η Αθήνα γίνεται σημαντικό δείγμα μιας επερχόμενης καθολικής επικράτησης της υποδομής, αυτό συμβαίνει επειδή δείχνει τον δρόμο για τον καθορισμό του Νότου ως συστατικού μέρους των δικτύων της υποδομής. Βορράς και Νότος λειτουργούν δηλαδή ως δύο όψεις του ίδιου μηχανισμού των παγκόσμιων δικτύων. Αντίθετα από τη Δύση, που ευαγγελίστηκε την καταγωγή της από μια συγκεκριμένη παράδοση, ο Βορράς είναι απλό όνομα επικράτησης. Στο σκοτάδι του αθηναϊκού παρελθόντος και αναπτύσσοντας μια κωδική, τεχνική γλώσσα, η νέα υποδομή του Βορρά δοκιμάζει τη δραστικότητά της ως μηχανή που λειτουργεί με μοτίβα εύκολων διακρίσεων. Ακόμη κι αν η μοιρασιά, η νομή είναι οι εκκινήσεις της, η υποδομή μετατρέπεται ολοένα σε ένα ιεραρχημένο σύστημα αδιεξόδων και κλειδωμένων με κώδικα θυρών. Το άνοιγμα και το κλείσιμό τους αναλαμβάνεται από το ενεργό αρχείο του διαδικτύου που συνεχίζει αυτή τη βόρεια ιστορία της αστικότητας. Η υποδομή την οποία ελέγχει παρήγαγε ήδη έναν νέο κόσμο. Η ταυτότητα, η εργασία και η σχέση του χρήστη με την πόλη διαμεσολαβούνται από τις δικτυώσεις του. Η διάρκεια στις νησίδες της υποδομής αναγγέλλει ήδη επερχόμενες κουλτούρες ενοικίασης: Νότος δεν θα είναι έτσι η διαμονή εκτός υποδομής, αλλά το όνομα μιας υποδεούς και πάντοτε ακαθόριστης συγκεκριμένης περιοχής της. Μια άλλη αποικιοκρατία δοκιμάζεται ήδη αθόρυβα στο εσωτερικό της επικράτειας του πλανητικού Βορρά: Αυτός ορίστηκε κιόλας ως αόρατο πνεύμα της υποδομής που επικρατεί πάνω σε έναν κατακερματισμένο, ασχημάτιστο Νότο.
Η συνθήκη που περιγράφεται εδώ καθιστά την Αθήνα ανοίκειο τόπο. Η κατασκευή του σημερινού χρέους της αναφέρεται σε κάτι έξω από την πόλη και ελέγχεται από την υποδομή της. Το χρέος αυτό υπερβαίνει τις δυνάμεις αποπληρωμής του από οποιαδήποτε ελληνική διακυβέρνηση. Μια αδύνατη χρεοκοπία, που βασίζεται σε ένα κοινό νόμισμα ή στο ομογενοποιούμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα, διασφαλίζει το χρέος: Έτσι το συμπτωματικό, τοπικό, ελληνικό πρόβλημα είναι τώρα απλό μέρος του γενικού, παγκόσμιου χρέους. Το χρέος προς τον πάντοτε αδιευκρίνιστο Βορρά ανανεώνεται ολοένα ενώ το ίδιο «φυσικοποιείται». Η Ελλάδα δεν ηττήθηκε απλά μετά από επίθεση χρέους: Η κατάστασή της προσομοιάζει βεβαίως με κατάσταση χώρας που ηττήθηκε σε πόλεμο, αλλά δεν της επιτρέπεται να θεωρηθεί ηττημένη. Η αδυναμία αποδοχής της ήττας είναι λειτουργικός κανόνας της συνθήκης χρέους. Ο Βορράς διαχειρίζεται ροές, επεκτείνει τη δράση του «χωρίς να νικά». Εξαιτίας των διασυνδέσεων της υποδομής, το χρέος μπορεί συνεχώς να ανασυντάσσεται, να επιβεβαιώνεται και να αυξάνει. Στο πλαίσιο των παγκόσμιων δικτύων ροών αναζητάμε διαφορετική συνάρτηση για την κατανόηση του τοπικού στοιχείου. Μέχρι τότε οποιοδήποτε τοπικό αποτελεί απλή βλάβη του γενικού προς επιδιόρθωση. Ο οικονομικός πόλεμος της υποδομής δεν εγκαινιάστηκε για να τερματιστεί, αλλά για να διαιωνίζεται κατά το δυνατόν. Το χρέος έτσι δεν οργανώνει την απλή αφήγηση μιας οφειλής προς εξυπηρέτηση. Δεν περιμένουμε αποπληρωμή του. Αντίθετα, παραμένουμε υποχρεωτικά θεατές ενώ υφιστάμεθα τον αόρατο πόλεμο της υποδομής. Χωρίς δυνατότητα διαφυγής, παρακολουθούμε τις συνέπειες μιας χωρίς σχέδιο τέλους διακίνησης χρέους. Αυτή θα ήταν η πηγή της σημερινής αθηναϊκής απαισιοδοξίας. Η υποδομή δύναται να τιμωρεί τους εξαρτημένους σχηματισμούς της (κράτη ή τράπεζες) χωρίς να αφήνει πάντοτε ίχνη μετά τα επιθετικά της διαβήματα. Αν εξαιρέσουμε τις αποφασιστικές δράσεις στον κώδικα που κανονίζει αφηρημένες ροές, αυτές οι επιθετικές ενέργειες χρέους δεν καταγράφονται ή διαγράφονται με τον τρόπο που η υποδομή έμαθε να καταστρέφει τα αρχεία της. Η διαχείριση μιας έμμεσης, αργής βίας γίνεται ίδιον της υποδομής. Στην Αθήνα, εκτός των άλλων, δοκιμάζεται ένα διαχειριστικό σύστημα εγκατάστασης διακρίσεων σε διαφορετικές κλίμακες. Η διαγραφή των ιχνών στις δράσεις χρέους είναι ακόμη πιο απλή, καθώς ο Βορράς, οργανωμένος από ολοένα μετακινούμενες ροές κεφαλαίου, δεν αναπαρίσταται ως σταθερή εξουσία, γεωγραφική τάξη ή μορφή δράσης υποκειμένου. Σύγχρονος Βορράς και σύγχρονος Νότος βρίσκουν αμφότεροι την εκάστοτε θέση τους στη θεσμοθετημένη ροή χρέους που ρυθμίζει επίσης κάποια νέα βία.
Η σύγχρονη Αθήνα διεκδικεί λοιπόν σήμερα την κληρονομιά της Εσπερίας χάριν του Νότου. Πρόκειται για μια παράδοση την οποία ο νέος Βορράς θεωρεί απεχθή. Ο Βορράς απορρίπτει τη Δύση μέσα στις λειτουργίες των δικτύων του. Το γεγονός ότι η πράξη της εκσκαφής για εγκατάσταση δικτύων παρέμεινε πάντοτε ασύμβατη και μη μεταφράσιμη προς εκείνη της αρχαιολογικής ανασκαφής οργάνωσε μια ειδική, πρόωρη αφήγηση της σημερινής συνθήκης: Η εγκατάλειψη εκείνης της Εσπερίας που απεχθάνεται ο Βορράς και η υποταγή του ερειπίου στην υποδομή φάνηκαν πρόωρα στο αθηναϊκό έδαφος. Σήμερα η σχέση Βορρά και Νότου καθορίζει ένα πεδίο πολιτικής ροών. Καθορίζεται ως πολιτική διαχείρισης χρέους. Οι λεγόμενες τεχνικές βελτιώσεις της υποδομής οργανώνουν επίσης τη νέα ιδιαίτερη βία τους ως νεότατο ιδεώδες μιας αστικοποίησης των αυτοματισμών: Τα αόρατα συμβάντα της υποδομής (contradictio in terminis) επισυμβαίνουν ως αποφασιστικές παρακάμψεις από τους αυτοματισμούς κι ωστόσο συγχέονται με αυτούς ή παρουσιάζονται ως τέτοιοι αναγκαίοι αυτοματισμοί: Υπερβαίνουν βουβά την ήδη προβληματική «διαχείριση της υποδομής» και ενεργούν ως απλές επιθετικές ενέργειες προς τον διαμένοντα στην υποδομή. Η τεχνική μήτρα του συστήματος –την οποία επικαλούμαστε για να ονομάζουμε τον «αυτάρκη αυτοματισμό» που συντηρείται μόνο από ειδικούς– επιδέχεται αυθαίρετων παρεμβάσεων από έξω. Ο αυτοματισμός της υποδομής μπορεί να υπηρετεί κάποια κρυμμένη αποφασιστικότητα.
Μια σειρά υπηρεσιών που θα διευκόλυναν τη ζωή της κοινότητας μετεξελίχθηκε σε κάτι διαφορετικό. Μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τον μοντέρνο πρόγονό του. Η νέα υπερκατασκευή συνεχίζει να δομεί με αόρατο τρόπο την κανονικότητα της καθημερινότητας. Στη μεγάλη κλίμακα αναπτύσσεται ως τηλεδιακυβέρνηση. Στη μικρή μετατρέπεται σε σύστημα αυτοεξυπηρέτησης. Μπρος στην υποδομή όλοι οι χρήστες είναι απομονωμένοι. Οι κοινότητές τους προκύπτουν από εγγραφή σε σκληρά προσδιορισμένα πρωτόκολλα.
Η Αθήνα, σε αυτό το περίγραμμα, είναι ένα πεδίο δοκιμών. Ασκήθηκε επί αυτής μια ακατανόητη δοκιμαστική βία. Η αόρατη επίθεση άγγιξε τον φυσικό χώρο της πόλης. Η διακυβέρνηση με ρύθμιση χρέους ονομάζει τώρα νέες δυνατότητες τιμωρίας από μακριά, επιβαλλόμενης από την υποδομή. Παρά την εμφάνισή της ως αυτόνομου, αυτοκανονιζόμενου οργανισμού, η υποδομή όπως φάνηκε στην Αθήνα περιλαμβάνει λειτουργίες που αποφασίζονται. Δεν έχουν σχέση με την τεχνική της λειτουργία, αλλά μπορούν ακόμη να μένουν αόρατες. Πραγματοποιούνται με τον τρόπο ενός νέου δανείου κεφαλαίου ή με την αλλαγή επιτοκίων αποπληρωμής. Η διάκριση ανάμεσα στην τεχνική λειτουργία της υποδομής και στην εκάστοτε αποφασιζόμενη δράση της είναι το ερώτημα που διατύπωσε το έδαφος των Αθηνών. Αλλά η σημερινή παγκόσμια στιγμή της πόλης εμφανίζεται ως μετεξέλιξη της νεότερης ιστορίας του χώματός της.
Η μοντέρνα εκδοχή της Αθήνας κατασκεύασε μια αστική επιφάνεια πάντοτε κατώτερη από τα φανταστικά υπόγεια τοπία της. Ο συγκεκριμένος χώρος που δεν φάνηκε ποτέ ήταν η αιτία που η πόλη επανεφευρέθηκε τον 19ο αιώνα. Στην έκταση της ίδιας σκοτεινής περιοχής εντοπίζουμε τώρα το τέλος αυτού του κύκλου της πόλης, ενώ διανοίγεται ένα ερώτημα σχετικό με τη σημερινή αστική επιφάνειά της. Μια παράδοξη ακόμη αόρατη ωμότητα της υποδομής του πλανητικού Βορρά κτίζει την υλικότητά της εδώ. Η πόλη επιβεβαιώνει ότι η υποδομή δεν ήταν όσο ουδέτερη παρουσιαζόταν. Το γεγονός ότι η νέα παγκόσμια καθημερινότητα διεκπεραιώνεται από αυτοματισμούς της υποδομής δεν σημαίνει ότι ο νόμος της ρυθμίζεται αποκλειστικά εκ των έσω.
Οφείλουμε στα κείμενα των αθηναϊκών ερειπίων και των υποδομών της πόλης διαφορετικές αναγνώσεις. Η κείμενη ύλη σκεπάστηκε από μια πόλη που γιγαντώθηκε απρόβλεπτα. Η Αθήνα αναφέρεται τώρα στα αφανή, πεσμένα ερείπια ως μέρος της σύγχρονης ιστορίας της, ακόμη κι αν τα υπολείμματά τους σχηματίζουν μια βουβή στρώση μη αναγνώσιμων γραφών. Τα νέα δίκτυα, αποκολλημένα πλέον από το έδαφος, ελέγχουν τους αυτοματισμούς της σημερινής πόλης. Η καθημερινότητά της εδράζεται σε δύσληπτο κώδικα με τα απλοϊκά πρωτόκολλα.
Η απουσία του κειμένου ως υπαρκτής πεσμένης ύλης ετοιμάζει τις διαφορετικές εξιδανικεύσεις της επερχόμενης αστικότητας. Το νέο ιερογλυφικό γραπτό της υποδομής δεν θα είναι πια κείμενο, δεν θα είναι πεσμένη και σχηματισμένη ύλη εκτεθειμένη στην ερμηνεία. Θα είναι μια συνεχώς μεταλλασσόμενη γραφή σε κώδικα. Θα είναι το πλεκτό μιας ολοένα παρατεινόμενης ύφανσης. Θα βασίζεται στην αφήγηση της λατινικής προέλευσης της λέξης για το κείμενο, από τη λέξη textus (ύφασμα, πλεκτό) και από το ρήμα texere, που μεταξύ άλλων σημαίνει πλέκω. Το προβληματικό στοιχείο στη νέα θεολογία της υποδομής είναι ότι εγκαθίσταται ως αυτονόητη προτεραιότητα. Οποιοδήποτε αστικό μέλλον συνδέεται με αυτή. Είναι άραγε η ανάγνωση του πάντοτε απρόσιτου κώδικα διαχείρισης ένας ήδη πάντοτε ανέφικτος στόχος; Μπορεί να προταθεί ως νέο ερευνητικό πεδίο; Μπορεί η υποδομή (και δι’ αυτής η διανομή αγαθών, η μελλοντική λογιστική, το τραπεζικό σύστημα, κάθε πλατφόρμα ή πρωτόκολλο που εγκαθιστά) να επερωτηθεί ως αόρατος, διαμορφούμενος πολιτικός χώρος και να αχθεί στο πεδίο μιας διαφορετικής δημοκρατίας; Τι θα σήμαινε η έννοια μιας δημοκρατικής, χειραφετημένης υποδομής; Αυτά είναι ερωτήματα που θέτει η Αθήνα σήμερα. Με το παρόν δοκίμιο, προκειμένου να ερμηνεύσουμε το παρόν, επιχειρούμε την τεχνική ενός μαρμαρώματος. Παγώνουμε σε μια ακίνητη εικόνα την υγρή ροή του ολοένα ανασυντάξιμου πλεκτού-text της υποδομής. Παράγουμε από το ασταμάτητο πλέξιμό της ένα κείμενο για τη σταματημένη εικόνα των Αθηνών. Η σταματημένη εικόνα αποτελεί τώρα το δυσανάγνωστο, ιερογλυφικό γραπτό που, ενώ επιχειρούμε να το διαβάσουμε, το νόημά του συνεχώς αλλάζει. Το αθηναϊκό κείμενο απεμπολεί τον χαρακτήρα του ως σταθερού πεσμένου υπολείμματος. Μετατρέπεται ολοένα σε διαφορετικές μεταβαλλόμενες υφάνσεις. Δεν είναι πια πεσμένο, ακίνητο, ελληνικό κείμενο, αλλά λατινικής έμπνευσης text, texte, texten, ολοένα ανασυντάξιμο πλεκτό, προσδιορισμένο δηλαδή από το ρήμα που σημαίνει πλέκω, συνδέω, συναρμολογώ, κάνω πλεξούδα, κατασκευάζω, κτίζω: texere από τη ρίζα *teks- «πλέκω, κατασκευάζω, κάνω πλαίσιο από λυγαριά»: Το γραπτό των Αθηνών δεν προφταίνει να μελετηθεί από αρχαιολογίες, γίνεται δομή ευμετάβλητων σχημάτων.
Η σύγχρονη αθηναϊκή υποδομή προσφέρει ένα δυσανάγνωστο πεδίο, έναν θεό της τεχνικής και τον νέο αναλφαβητισμό τους. Μας καλεί να πιστέψουμε στη δύναμἠ της ακόμη κι αν αυτή δεν διαβάζεται, δεν ερμηνεύεται, δεν κρίνεται. Η Αθήνα δεν ανακοινώνει μόνο τον δημόσιο χαρακτήρα αυτής της τεχνικής δύναμης, αλλά και την πολιτική της ισχύ. Και η υποδεής πλευρά της ίδιας δομής κάνει την πόλη εκ νέου αναπαραστάσιμη. Κάτι μένει σταθερό στην αέναη μεταβλητότητά της. Η Αθήνα παύει να εντοπίζεται στους αόρατους κώδικες ή στους άβατους διαδρόμους μιας γιγαντούμενης «δομής υποστήριξης». Ζητά να δούμε την υποδομή ως ερείπιο. Τα κείμενα που σχηματίζονται στη σημερινή ορατή πόλη λειτουργούν ήδη ως ανοικτές ερωτήσεις και ως κενά του τρομερού ομοιογενούς πεδίου. Ζητούν κάποιου άλλου είδους παιγνιώδη, δοκιμαστικό ανασχεδιασμό. Η επιφάνεια της πόλης χλευάζει τις εξιδανικεύσεις και τις δαιμονοποιήσεις του αθηναϊκού εδάφους. Η επιφάνεια συγκροτεί ήδη ένα νέο αστικό αίνιγμα: Η ορατή ύλη της πόλης αντέχει μόνο τώρα, μετά τη χώνευση αυτού του παρελθόντος, μια διαφορετική ανάγνωση. Προαναγγέλλει, χωρίς να ακούγεται ακόμη, παγκόσμιες μετατροπές της αστικής συνθήκης. Αφηγείται μελλοντικές περιπέτειες της αστικότητας που θα λάβουν χώρα εδώ ή αλλού, παρασιτικά ή ενίοτε σε ασυμφωνία προς τη λογική του αόρατου αλλά πανταχού παρόντος Βορρά.