Τώρα που έχω κι εγώ οικογένεια, που περνάω τις μέρες μου παρακολουθώντας το θαύμα της κόρης μου καθώς ανακαλύπτει τον κόσμο, η αδυναμία μου για τα παλαιά, παράξενα μουσεία μού είναι πιο κατανοητή. Τα επισκέπτομαι για εκείνη, μαζί της, και προσπαθώ να φανταστώ μια τροχιά που να συνδέει ένα μακρινό παρελθόν με το δικό της μέλλον. Μπορεί για μένα αυτά τα μουσεία να είναι μια παραξενιά, αλλά για εκείνη είναι αναμφισβήτητα η κληρονομιά της. Στην περιοχή όπου ζω τα αρχαιολογικά μουσεία είναι συνήθως γραφικά, εκλεκτικά ή παράξενα, πάσχουν σε απελπιστικό βαθμό από έλλειψη ανανέωσης στην πολιτική τους διάσταση καθώς και στη μουσειολογική τους αισθητική. Κι όμως, επιστρέφω σε αυτά, λιγότερο χάριν μιας ιδιοσυγκρασιακής συνάντησης πια και πιο πολύ αναζητώντας παραμυθία και όλο και περισσότερο απαντήσεις, ενδείξεις ότι οι πόλεις που αγαπώ είναι πράγματι αυτό που φαντάζομαι, πιστεύω, θέλω ή χρειάζομαι να είναι – ότι παραμένουν πόλεις δραστήριες, σε αέναη αλλαγή, σύνθετες, μπερδεμένες, ανοιχτές στον κόσμο και ανεκτικές για τους άλλους· ότι παραμένουν μέρη όπου μπορώ εγώ να ζήσω και η κόρη μου να ανήκει· ότι παραμένουν αμάλγαμα υλικών, ενέργειας και ιστοριών από και προς τις οποίες θα μπορούμε να συνεχίσουμε να δίνουμε και να παίρνουμε. Η Etel Adnan έγραψε κάποτε ότι αφήνουμε έναν τόπο για να μη μείνουμε. Ίσως επιστρέφω στα μουσεία αυτών των πόλεων για να βρω λόγους να μείνω.
*
Στις αρχές του 2015 δεν είχα επισκεφθεί ακόμη το Αρχαιολογικό Μουσείο του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού, παρά το γεγονός ότι ζούσα στην πόλη δώδεκα χρόνια. Αυτές τις μέρες πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα. Δεν είναι μόνο που διδάσκω λίγο πιο κάτω. Με ανάγκασαν τα ίδια τα γεγονότα: Ένα μουσείο καταστράφηκε στη Μοσούλη, αρχαίες ασσυριακές πόλεις ισοπεδώθηκαν, ένοπλοι κυνηγούν επισκέπτες μουσείων στην Τύνιδα, τα απομεινάρια ενός απίστευτα παλιού, πλούσιου, βαθιά ανάμεικτου κόσμου γλιστρούν μέσα από τα χέρια μας. Υπήρξε μια εποχή που τα αρχαιολογικά μουσεία ήταν απολύτως ασφαλή. Τον τελευταίο καιρό δεν είμαι τόσο σίγουρη. Πρόκειται για κάτι περισσότερο από αγάπη. Είναι η πεποίθηση που προέρχεται από την αποδοχή ενός κάποιου μέλλοντος –ένα παιδί, μια οικογένεια– σε έναν τόπο όπου αυτό το μέλλον φαίνεται σήμερα άδηλο και αβέβαιο. ISIS, Συρία, Χεζμπολάχ; Πού πήγε η υπόσχεση της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης;
Μια εκμυστήρευση: Πήγα στο Αρχαιολογικό Μουσείο αναζητώντας μια ιστορία, αρχικά. Πήγα σε αναζήτηση του Μωάμεθ. Ήθελα να μάθω αν υπήρχαν απεικονίσεις του προφήτη μεταξύ των εκθεμάτων ισλαμικής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Δεν υπήρχε καμία, τουλάχιστον όχι σε κάποια προθήκη, και μόνο τότε άρχισα να κοιτάζω γύρω μου και να αφήνω την προσοχή μου ελεύθερη. Είδα τις φτερωτές σφίγγες, τις ελληνικές θεότητες, τα ραδινά γυμνά σκαλισμένα σε κόκαλο και ελεφαντοστό. Ανέβηκα στον ημιώροφο και πέρασα ατέλειωτες ώρες μελετώντας μια θήκη γεμάτη περίαπτα και φυλαχτά. Κάπου τότε ήταν που το ISIS άρχισε να κυκλοφορεί βίντεο με μασκοφόρους να καταστρέφουν το Αρχαιολογικό Μουσείο στη Μοσούλη. (Έκτοτε έχουν καταλάβει την αρχαία πόλη της Παλμύρας, καταστρέφοντας μερικές από τις πλέον εκπληκτικές αρχαιότητες στον κόσμο, σε μια πόλη που αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε επί χιλιετίες.) Η ακαδημαϊκός Zainab Bahrani έχει χαρακτηρίσει τις πράξεις αυτές (χωρίς υπερβολή) εθνοκάθαρση. Δεν είναι μόνο αυτό, υποστηρίζει· οι πράξεις αυτές αποτελούν ζήτημα ιστορικής διαγραφής: Ολοσχερούς αφανισμού της πολυθρησκευτικής κληρονομιάς της περιοχής και, μαζί με αυτή, της διαφάνειας και της δεκτικότητας προς τη μάθηση που επιβίωσαν στη μακραίωνη ιστορία της ισλαμικής επιστημονικής έρευνας και γνώσης.
Οι αρχικοί εχθροί των Ουαχάμπι –της σέκτας του δέκατου όγδοου αιώνα που πρώτη προώθησε την αντίληψη περί υποθετικής απαγόρευσης της αναπαράστασης και των απεικονίσεων του προφήτη στο ισλάμ– ουδέποτε ήταν οι σιίτες, αλλά μάλλον οι σούφι (και αυτό παρά τη δεδομένη εχθρότητα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν σήμερα και όλα όσα έχουν γίνει για να χειραγωγηθεί και να επιδεινωθεί η ρήξη ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες). Οι σούφι ήταν οι πρώτοι αιρετικοί και αποστάτες, η πρωταρχική απειλή που προήλθε από την τολμηρή και χαλαρή ερμηνεία των κειμένων, την αντίθετη με την αυστηρή τους τήρηση. Στο The Future of the Image (2007) ο Jacques Rancière περιγράφει μια έντονη αντίθεση μεταξύ ριζοσπαστικής δημοκρατίας και αντιδραστικού μυστικισμού και, φυσικά, στην επικράτεια της σύγχρονης τέχνης, που θεωρείται άθεη και αυστηρά κοσμική, οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία είναι ύποπτο. Και όμως, στα γραπτά της Etel Adnan και του Jalal Toufic, στις παραστάσεις, διαλέξεις και εγκαταστάσεις του Tony Chakar η επιστροφή στον σουφισμό και στη μυστικιστική σκέψη είναι διαρκής. Και είναι παρούσα ακριβώς με στόχο την αναζωπύρωση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής.
Στο μυθιστορηματικού μήκους πειραματικό πεζό In the Heart of the Heart of Another Country, του 2005, η Etel Adnan βυθίζεται στις φυσικές, συναισθηματικές, πολιτικές και πνευματικές προϋποθέσεις του να είσαι γυναίκα στον αραβικό κόσμο, παρουσιάζοντας την Oum Kalthoum ως μια κρυφή σούφι μυστικίστρια που συμφιλίωσε το σώμα και το πνεύμα, απέφυγε την καταπίεση μέσα από έναν λεπτοφυή ερωτισμό και άλλαξε τη ζωή της Adnan όταν η τελευταία, σε ηλικία δώδεκα ετών, την είδε να τραγουδάει ζωντανά στο Grand Theatre της Βηρυτού, το οποίο, αν και ερειπωμένο, εξακολουθεί να στέκει όρθιο στην πόλη σήμερα, εν αναμονή μιας ανακαίνισης που μπορεί να έρθει, μπορεί και όχι. Στο Ashura: This Blood Spilled in My Veins, επίσης του 2005, ο Toufic αφηγείται την ιστορία της εκτέλεσης του Hallaj για να υποστηρίξει τον επείγοντα χαρακτήρα της μαρτυρίας και μιλάει για την αέναη επιστροφή στην ενεργητική και τολμηρή ερμηνεία των θρησκευτικών κειμένων και αρχών, σε μια εποχή που το μαρτύριο μετουσιώνεται σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας μεγάλης κλίμακας.
Στην εγκατάσταση Of Other Worlds that Are in This One και στη συνοδευτική της έκδοση, του 2014, που πήρε το όνομά της από σχετικά παραθέματα των Paul Éluard και Rainer Maria Rilke, ο Chakar συνδυάζει εικόνες από μια ενότητα από φωτογραφίες τραβηγμένες με κάμερα κινητού, λογισμικό αναγνώρισης προσώπου και παραθέματα των Abu Nawas, Hallaj, του Προφήτη Μωάμεθ, του Ευαγγελίου του Θωμά και της Μητέρας Τερέζας, μεταξύ άλλων. Διερευνώντας τις επιπτώσεις του καπιταλισμού και της τεχνολογίας στο σώμα και στη γλώσσα, ο τρόπος που ο Chakar χρησιμοποιεί μυστικιστικό υλικό είναι απόλυτα μεταφορικός, αναζητώντας μια διέξοδο σε έναν φαινομενικά κυκλικό λόγο. Στο The Dialogue That Is Us, του 2013, ο Chakar εξετάζει, όπως και ο Άδωνις, την αντίληψη των σούφι (μέσω του ‟Je est un autreˮ του Arthur Rimbaud) της ακρόασης μέσω της παράδοσης του εαυτού μας σε έναν καθολικό άλλο. Το The Dialogue είναι ένα πολύπλοκο παιχνίδι λέξεων και εικόνων, με κείμενα στα αραβικά και στα αγγλικά μαζί με σχέδια με μελάνι και μολύβι από δημόσια μνημεία, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες καθώς και αντίγραφα διάσημων έργων τέχνης. Στην τεθλασμένη, αποσπασματική, αλλά παρ’ όλα αυτά αφηγηματική διαδρομή του μέσα από ερείπια και μνημεία ο καλλιτέχνης μνημονεύει στρατηγικές των υπερρεαλιστών όσο και των σούφι για την απόσχιση και την απαλλαγή από το βάρος, με φόντο, όπως αποκαλύπτεται μονάχα στον επίλογο, τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, όπου και πάλι η κοσμική Αριστερά βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόσωπο του θρησκευτικού φανατισμού.
Υπάρχει μια σημαντική γενεαλογία εδώ. Η γλώσσα της Saloua Raouda Choucair, με τις αφηρημένες φόρμες του νεωτερισμού –όπως αποτυπώνεται στα γλυπτά της, γνωστά ως «Ποιήματα», «Ντουέτα» και «Ωδές», από τη δεκαετία του 1960 και του 1970– ήταν, σύμφωνα με την αποτίμηση του καλλιτέχνη, κριτικού και μετρ της καλλιγραφίας Samir Sayegh, μια προσπάθεια να ενσαρκώσει την ενότητα του σύμπαντος και την ένωση με το θείο. Τον Άδωνι, τους σούφι και τους υπερρεαλιστές δεν τους συνδέουν μόνο η συνείδηση ενός εσωτερικού κόσμου, η αναζήτηση της αλληγορίας και της μεταφοράς, η αναστολή των αισθήσεων, τα λεκτικά πυροτεχνήματα και η επιθυμία τους να αποκτήσουν πρόσβαση στο αόρατο. Τους συνδέει, επίσης, κατά τρόπο ιδιαίτερα σημαντικό, η άρνηση της ετερότητας σε περιόδους ακραίας κρίσης, όταν ακριβώς η αίσθηση της διαφορετικότητας γίνεται εργαλείο στην υπηρεσία μιας βάναυσα αυτονομιστικής πολιτικής, εκ μέρους του ισλαμικού κράτους. Οι Αιγύπτιοι υπερρεαλιστές προσχώρησαν στην ομάδα Τέχνη και Ελευθερία στο Κάιρο στη διάρκεια μιας περιόδου (στα τέλη της δεκαετίας του 1930) που έπεφτε βαριά η σκιά του φασισμού από την Ευρώπη. Ήδη τη δεκαετία του 1960, όταν ο Henein οδηγήθηκε στην εξορία στη Γαλλία, κίνδυνος ήταν ο εθνικισμός. Τη δεκαετία του 1970, όταν το κίνημα των Αράβων υπερρεαλιστών έγραφε τη δική του συνέχεια στο μανιφέστο του Henein –«Ανατινάζουμε τα τζαμιά και τους δρόμους με το σκάνδαλο του σεξ που επιστρέφει στο σώμα του να ξεσπά σε φλόγες σε κάθε συνάντηση, κρυφή ως τότε»–, η απειλή ήταν ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Προς υπεράσπιση του Rimbaud, τον οποίο ο Άδωνις θεωρούσε κατεξοχήν οριενταλιστή σούφι ποιητή, παραθέτει ένα απόσπασμα από τον al-Niffari: «Αν δεν ακούσετε με τα αυτιά σας αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, θα κάνετε θρύψαλα εκείνο που μπορεί να ειπωθεί».
*
Η ομώνυμη αριστουργηματική ιστορία της Βηρυτού που έγραψε ο Samir Kassir αναδεικνύει την πόλη ως ένα πολύ πιο συνεκτικό αντικείμενο μελέτης από ό,τι ο Λίβανος, αν όχι για άλλο λόγο, απλώς γιατί προηγείται του κράτους κατά πέντε χιλιετίες. Και εκεί που ο Λίβανος υπήρξε ανέκαθεν ένα κατασκεύασμα, «η Βηρυτός ήταν, και είναι, ένα πολύ πραγματικό μέρος», γράφει ο Kassir. Ένα μέρος που έλαβε μορφή ως ρωμαϊκή αποικία, πέρασε από το Βυζάντιο, την επέκταση του ισλάμ, τις σταυροφορίες, τη μουσουλμανική παλινόρθωση υπό τους Μαμελούκους, τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας και την ανάπλαση, ένα σύντομο αλλά σημαντικό διάλειμμα αιγυπτιακής κατοχής, τη γαλλική εντολή, την εμφάνιση του σύγχρονου κράτους και την αυτοκαταστροφή του κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. «Η Βηρυτός ξεχωρίζει ανάμεσα στις πόλεις της εποχής της», γράφει, «όχι μόνο επειδή βοήθησε να διατυπωθεί η ιδέα της αραβικής νεωτερικότητας, αλλά επίσης, πράγμα ακόμη πιο σημαντικό, επειδή βοήθησε να εξελιχθεί αυτή η ιδέα σε κάτι ζωντανό, ακόμη κι αν με αυτό τον τρόπο η Βηρυτός αυτοπαγιδεύτηκε σ’ ένα αδιέξοδο».
Η Βηρυτός του Kassir είναι χτισμένη γύρω από μια παύση, ένα εννοιολογικό τέχνασμα. Διατηρεί, καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, την εστίαση στον ιστορικό πυρήνα της πόλης, ακόμη και όταν διερευνά την ανάπτυξη της Βηρυτού προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν όμως ο ιστορικός πυρήνας αδειάζει –όταν υφίσταται σοβαρές βλάβες κατά τις πρώτες ημέρες του εμφύλιου πολέμου και στη συνέχεια σχεδόν εγκαταλείπεται ως την έναρξη της ανοικοδόμησης, στα μέσα της δεκαετίας του 1990– ο Kassir αποσύρεται από την αφήγηση. Όταν ξαναπιάνει την ιστορία της Βηρυτού, βρισκόμαστε πλέον σε προχωρημένη μεταπολεμική περίοδο. Με άλλα λόγια, παραλείπει τελείως τον εμφύλιο πόλεμο. «Ο πειρασμός ήταν μεγάλος να μιλήσουμε για την πόλη κάτω από πολιορκία καθώς και για τους τρόπους με τους οποίους προσαρμόστηκε στην καταστροφή», γράφει. «Με το να ενέδιδα στον πειρασμό αυτό, όμως, θα διαστρεβλωνόταν ο βασικός μου στόχος της συγγραφής αυτού του βιβλίου, το οποίο, όπως αρμόζει στην ιστορία μιας πόλης, πρέπει να αποτελεί μια ιστορία ευγενών προθέσεων –ακόμη κι αν αυτή απομένει να εφευρεθεί εκ νέου– και όχι την αφήγηση του θανάτου της».
Η παράλειψη του Kassir συμπίπτει με την απουσία του Carswell από τη Βηρυτό, αλλά και με τόσα άλλα. Με το έργο, λόγου χάρη, που πραγματοποίησε την ίδια εποχή ο φωτογράφος Fouad Elkoury. Πρόκειται για μια δουλειά που γνώριζα χρόνια, αλλά δεν μπορούσα να «δω»· κοιτούσα, αλλά δεν κατανοούσα. Πρωτογνώρισα τον Elkoury στο μπαλκόνι ενός παλιού κτιρίου που δεν υπάρχει πια. Κατεδαφίστηκε πριν από λίγα χρόνια. Τη θέση του πήρε μια πολυτελής, πανύψηλη πολυκατοικία. Ένας κτηματομεσίτης κάποτε προσπάθησε να μας πουλήσει ένα διαμέρισμα εκεί, εκτός σχεδίου, λέγοντάς μας ότι παρόλο που το κτίριο θα στερήσει τη θέα από όλους τους γείτονές του η διεύθυνση θα παραμείνει κάπως σαν ένα μυστικό κρυμμένο σε μια τόσο παλιά, δαιδαλώδη περιοχή. Όταν γνώρισα τον Elkoury είχαν ήδη περάσει μερικά χρόνια κι ο ίδιος είχε άλλα, πιεστικότερα προβλήματα. Είχε μόλις επιζήσει ενός καρκίνου και είχε κλείσει στην ντουλάπα όλες τις φωτογραφικές μηχανές του, παίρνοντας όρκο να μην ξαναβγάλει ποτέ φωτογραφία. Θα έκανε ταινίες. Θα έγραφε βιβλία. Και η δουλειά του πράγματι άλλαξε με τα χρόνια, καταλήγοντας σε ένα είδος ημερολογιακής συρραφής, σε λίγη «υπερτοπική» κοινωνικοπολιτική κριτική, μια συλλογή αφηγημάτων και μια υπέροχη ταινία με θέμα ένα καλλιτεχνικό πρότζεκτ για τη μελέτη ενός αρχείου κλασικής αραβικής μουσικής. Εν καιρώ, όμως, ο Elkoury ξέθαψε τις κάμερές του και ξανάρχισε να φωτογραφίζει. Και ίσως γι’ αυτό τον λόγο πιστεύω ότι τώρα μοιάζει λιγότερο παράτυπο να αφιερώσουμε χρόνο στις εικόνες του από τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990. Επίσης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Carswell, φαίνεται ότι τελικά βρίσκω κάποιο «απαραίτητο» μέλλον σε αυτό το παρελθόν.