Τα λάφυρα αυτά μπορούν να αναγνωστούν ως πλήρη νοήματος σημαίνοντα –συνδεδεμένα με ιστορικά, νομικά, οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικοψυχολογικά γεγονότα– καθώς και ως πηγές πληροφοριών για το Ολοκαύτωμα, κατά τον Raul Hilberg. Υπάρχουν γεγονότα και διαδικασίες του παρελθόντος αλλά και του παρόντος που είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτά τα αντικείμενα. Το 2003, όταν πραγματοποίησα το εκθεσιακό και ερευνητικό μου έργο Politics of Restitution στο Lenbachhaus του Μονάχου, το απόθεμα ναζιστικών συλλογών που ανακάλυψε το 1945 το Τμήμα Μνημείων, Καλών Τεχνών και Αρχείων της αμερικανικής στρατιωτικής κυβέρνησης αριθμούσε ακόμη περίπου 2.200 έργα τέχνης και αντικείμενα. Πολλά από τα έργα που διασώθηκαν αποδείχτηκαν προϊόν λεηλασίας, κυρίως εις βάρος ιδιωτών Εβραίων ιδιοκτητών είτε στη Γερμανία είτε σε χώρες υπό ναζιστική κατοχή. Μέχρι τον Μάρτιο του 1949 το Τμήμα Μνημείων, Καλών Τεχνών και Αρχείων είχε επιστρέψει 249.683 αντικείμενα που είχαν αποκτηθεί παράνομα και τα υπόλοιπα αντικείμενα που είχαν κατασχεθεί παραδόθηκαν στη δικαιοδοσία των γερμανικών αρχών αποκατάστασης. Πολλά από αυτά τα λεγόμενα κρατικά δάνεια, των οποίων το νομικό καθεστώς παραμένει αδιευκρίνιστο σήμερα, βρίσκονται στις συλλογές γερμανικών μουσείων. Δεκαπέντε από αυτά τα κρατικά δάνεια, τα οποία την εποχή εκείνη βρίσκονταν στη συλλογή της Städtische Galerie im Lenbachhaus, αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνάς μου.
Alexander Alberro: Το ζήτημα κατά πόσον τα έργα του κληροδοτήματος Gurlitt συνιστούν αποδεικτικά αντικείμενα ή εικαστικές μαρτυρίες είναι αρκετά περίπλοκο. Αναμφίβολα, αυτό το σύνολο αντικειμένων τέχνης στέκεται ως οπτικό αποδεικτικό υλικό. Πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία, σε ένα επίπεδο, μιας συλλογής ή «κληροδοτήματος», όπως το διατυπώσατε, που πιστεύω ότι είναι και ο καλύτερος όρος. Σε ένα άλλο επίπεδο τεκμηριώνει, εν μέρει τουλάχιστον, ένα έγκλημα τεραστίων διαστάσεων. Και σε ένα άλλο πάλι επίπεδο αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο ενός μεγάλου μυστικού. Το μυστικό είναι, φυσικά, του Cornelius Gurlitt, με τα έργα που είχε κρατήσει επί δεκαετίες ολόκληρες κρυμμένα από την κοινή θέα στα διάφορα σπίτια του. Το γεγονός ότι το κληροδότημα έχει πλέον αποκαλυφθεί το κάνει ένα μυστικό σε κοινή θέα. Η στάση των μουσείων και των γερμανικών κρατικών θεσμών στην περίπτωση αυτή, όμως, που διαμελίζουν το κληροδότημα Gurlitt σε πολλά διάσπαρτα τμήματα και μεμονωμένα αντικείμενα, το καθιστά μυστικό του γερμανικού έθνους γενικότερα. Ποιο είναι αυτό το ευρύτερο μυστικό; Τι είναι αυτό το οποίο απωθείται; Αποτελεί ειρωνεία ότι όσο περισσότερο απωθείται, τόσο περισσότερο αναβλύζει στην επιφάνεια.
Ταυτόχρονα, η συλλογή αποτελεί επίσης μια εικαστική μαρτυρία. Από τη μια πλευρά, αναδεικνύει τη συλλεκτική πρακτική ενός συγκεκριμένου ατόμου, ενός φιλότεχνου που βρέθηκε στο διάβα των ναζί, καθώς και τη μυστική ζωή του γιου του προσώπου αυτού. Από την άλλη πλευρά, το κληροδότημα αποτελεί, τουλάχιστον εν μέρει, μαρτυρία μιας ασύλληπτης φρίκης: του γεγονότος του Ολοκαυτώματος. Η απελπισμένη ενέργεια της απόκρυψης και, πιο πρόσφατα, της διασποράς σε αυτή την υπόθεση φαίνεται να αποτελεί προσπάθεια (συνειδητή ή μη) να αποτραπούν οι πιέσεις για αναγνώριση πολλών τους οποίους είχε αποξενώσει το εθνικοσοσιαλιστικό πνεύμα των δεκαετιών του 1930 και του 1940.
Πολύ περισσότερο από αποδεικτικό στοιχείο ή μαρτυρία το κληροδότημα Gurlitt αποτελεί ιδανικό παράδειγμα εκείνου που ο ψυχαναλυτής Dori Laub και η κριτικός λογοτεχνίας Shoshana Felman αποκαλούν «κατάθεση» [testimony]. Κατά τον Laub, το Ολοκαύτωμα «δεν παρήγαγε μάρτυρες». Όπως ο ίδιος υποστηρίζει στο σημαντικό δοκίμιό του «An Event without a Witness»: «Ουσιαστικά, οι ναζί όχι μόνο προσπάθησαν να εξολοθρεύσουν τους μάρτυρες του εγκλήματός τους, αλλά και η ίδια η από τη φύση της ακατανόητη και παραπλανητική ψυχολογική δομή της πραγματικότητας των ενεργειών τους απέκλεισε την περί αυτής μαρτυρία, ακόμη και από τα ίδια τα θύματα». Παραδόξως, αλλά με μια δριμύτητα και έναν συμπτωματικό χαρακτήρα που είναι σχεδόν τρομακτικά, το κληροδότημα Gurlitt λειτουργεί ως κατάθεση που μαρτυρά τη βαθιά κρίση της ιστορίας, που όμως έτσι παραμένει απερίγραπτη και ταυτόχρονα ανάρθρωτη – μια ιστορία που δεν μπορεί πλέον να εξηγηθεί και να μορφοποιηθεί με τους δικούς της όρους.
AS Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ένα πρόσφατο άρθρο του Claude Lanzmann στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung με τίτλο «Das Unnennbare benennen», (Κατονομάζοντας το ανώνυμο). Ο ίδιος ο τίτλος μού ακούστηκε οικείος και όταν κοίταξα στον κατάλογο της 5ης Μπιενάλε του Βερολίνου (2008) βρήκα ένα δοκίμιο που η Elena Filipovic και εγώ είχαμε αναθέσει στον Georges Didi-Huberman, με τίτλο «Die Namenlosen ausstellen», το οποίο μπορεί να μεταφραστεί ως «Εκθέστε το ανώνυμο» ή «Επιδεικνύοντας το ανώνυμο». Το κείμενο του Didi-Huberman ξεκινά με τη φράση «Οι λαοί [les peuples] εκτίθενται». Το δοκίμιο συνδυάζεται θαυμάσια με το άρθρο του Lanzmann στη FAZ για την εξαφάνιση των μαρτύρων και των υλικών πραγμάτων, των «έργων», που «ανάγονται», όπως γράφει ο Lanzmann, «στις ουράνιες σφαίρες της τέχνης». Και συνεχίζει:
Δημιουργείται μια αντίθεση μεταξύ μνήμης και ιστορίας, μεταξύ ιστορικών και μαρτύρων: Οι μάρτυρες σύντομα θα έχουν πεθάνει και, απ’ ό,τι φαίνεται, μόνο οι ιστορικοί θα απομείνουν ως μοναδικό θεμέλιο της αλήθειας. Στην πορεία, όμως, τα έργα ξεχνιούνται, σαν να αποτελούσαν εμπόδιο για την ιστορία. Οι ιστορικοί, εν μέρει τουλάχιστον, απαλλάσσονται από τα έργα, παραπέμποντάς τα στις ουράνιες σφαίρες της τέχνης. Η πραγματική μετάδοση, όμως, μόνο μέσω των έργων πραγματοποιείται.
Ο Lanzmann αναφέρεται επίσης στην εμφάνιση της ιστορίας –ως επιστήμης για τον επαγγελματικό έλεγχο και την ερμηνεία γεγονότων και εγγράφων, πράξεων και πραγμάτων– και στον τρόπο με τον οποίο η ίδια παίρνει σταδιακά τη θέση της ενσαρκωμένης μνήμης. Με όλα αυτά θέλω απλά να πω ότι αναρωτιέμαι για την εξαφάνιση των μαρτύρων και τη μνήμη που ενσαρκώνει το κληροδότημα Gurlitt, ή την εξάλειψή της, όπως το έθεσες, Alex. Όταν αυτοί οι μάρτυρες μιας βαθιάς βίας έχουν πεθάνει, μπορεί τα έργα που παραμένουν –μια συλλογή, στην προκειμένη περίπτωση– να σταθούν ως ένα άλλο είδος μάρτυρα; Προς τι;
ME Ο Lanzmann τονίζει την αναγκαιότητα της εμπειρίας στους θεατές της ταινίας του Shoah (1985). Η ταινία δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει μάθημα ιστορίας, αλλά περισσότερο μια κατάθεση. Τα κλεμμένα έργα και αντικείμενα τέχνης που δεν αποδόθηκαν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους μετά τον πόλεμο, όμως, δεν αναγνωρίστηκαν ως κατάθεση· η ιδιότητά τους ως κλεμμένων έργων τέχνης κρατιόταν συχνά μυστική.
Οι προθεσμίες για την κατάθεση αιτήσεων αποκατάστασης έληξαν στις 31 Δεκεμβρίου 1948 για την αμερικανική ζώνη, σύμφωνα με τον κατοχικό νόμο, και στις 30 Ιουνίου 1950 στη βρετανική ζώνη και στο Βερολίνο. Το 1949 τα σημεία συλλογής έκλεισαν και το υπόλοιπο απόθεμα παραδόθηκε αρχικά στο καταπίστευμα του πρωθυπουργού της Βαυαρίας και στη συνέχεια στο Treuhandverwaltung für Kulturgut [Καταπίστευμα πολιτιστικών αγαθών] στο Μόναχο, προτού περάσει στον ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομικών το 1963. Τον Νοέμβριο του 1965 έργα από το απόθεμα αυτό παρουσιάστηκαν στους διευθυντές όλων των ενδιαφερόμενων γερμανικών μουσείων σε μια «ενημερωτική έκθεση» στο Schloss Schleissheim κοντά στο Μόναχο. Στη συνέχεια, 582 έργα ζωγραφικής, 1.289 τυπώματα και 20 ταπισερί πήγαν σε μόνιμες συλλογές γερμανικών μουσείων, όπου και εκτίθενται μέχρι σήμερα – ως έργα και αντικείμενα τέχνης και όχι ως μαρτυρία.
Μόλις το 2000 η Koordinierungsstelle der Länder für Kulturgutverluste [Ομοσπονδιακό Γραφείο Συντονισμού για την Αποκατάσταση Πολιτιστικών Αντικειμένων] συγκρότησε μια διαδικτυακή βάση δεδομένων για τα χαμένα έργα τέχνης (www.lostart.de), που απαριθμεί όλα τα ομοσπονδιακά δάνεια σε γερμανικά μουσεία. Έτσι εκπληρώθηκε η υποχρέωση του κράτους να συμμορφωθεί προς τις αρχές της διάσκεψης της Ουάσινγκτον για τα περιουσιακά στοιχεία της περιόδου του Ολοκαυτώματος, το 1998, σύμφωνα με την οποία τα συμμετέχοντα κράτη οφείλουν να επιστρέψουν τυχόν πολιτιστικά αγαθά που κατασχέθηκαν στο πλαίσιο διωγμών από τους ναζί. Η προέλευση του κληροδοτήματος Gurlitt είναι υπό διερεύνηση και τα αποτελέσματα δημοσιοποιούνται στη βάση δεδομένων για τα χαμένα έργα τέχνης στο Διαδίκτυο, μαζί με αποσπάσματα από τα χρηματοοικονομικά βιβλία του Gurlitt. Η Γερμανία προφανώς προσπαθεί να συμπεριφέρεται σωστά, υπό το άγρυπνο βλέμμα της διεθνούς κοινότητας. Η documenta, με το διεθνές κοινό της, θα μπορούσε να αποτελέσει το κατάλληλο πλαίσιο για την παρουσίαση της υπόθεσης Gurlitt.
AS Κι αυτό μας οδηγεί στο εξής κρίσιμο ερώτημα: Ενώ τα μουσεία διατηρούν τις συλλογές τους για να τις δημοσιοποιούν, ο Cornelius Gurlitt διατηρούσε τα έργα για την προσωπική του ευχαρίστηση μόνο, στερώντας τα έτσι από οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση. Τι γίνεται, λοιπόν, με το ζήτημα της διαφύλαξης, η οποία κανονικά συνδέεται με τον ρόλο του μουσείου να διατηρεί και να προστατεύει τα αντικείμενα τέχνης, αλλά που στη συγκεκριμένη περίπτωση –και σε αντίστοιχες άλλες– έχει να κάνει εντέλει με αυτό που λέμε τσιγκουνιά;
ΑΑ Πολλοί συλλέκτες διατηρούν τη συλλογή τους για την προσωπική τους ικανοποίηση στερώντας τη από τον δημόσιο διάλογο. Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό θέμα εδώ είναι ότι τώρα που η ύπαρξη των πολυάριθμων αντικειμένων αυτής της μεγάλης και κρυφής, μέχρι πρότινος, συλλογής έχει αποκαλυφθεί στο κοινό εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται στο ίδιο αυτό κοινό η δυνατότητα να εξετάσει τη συλλογή ως ενιαίο σύνολο. Συμφωνώ μαζί σας ότι θα ήταν ίσως ιδιαίτερα παραγωγικό να παρουσιαστεί το σύνολο του κληροδοτήματος Gurlitt υπό την ίδια στέγη. Και η documenta, με την προϊστορία της ως «γέφυρας» από την ιστορική avant-garde των αρχών του εικοστού αιώνα, με ένα άλμα πάνω από την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού, ως την εμφάνιση της σύγχρονης πρωτοπορίας μετά τον πόλεμο, θα ήταν ένας απολύτως λογικός τόπος γι’ αυτό το αρχείο. Σε μια παρουσίασή του στην documenta το κληροδότημα θα μπορούσε να εξεταστεί υπό πολλαπλά πρίσματα –πολιτιστικά, ιστορικά, υλικά, πολιτικά– που θα συσχετίζονταν αναπόφευκτα με τη λογική ίδρυσης της documenta το 1955.
ME Είτε σε ιδιώτες ανήκουν είτε στο Δημόσιο, τη στιγμή που αυτά τα έργα παρουσιάζονται στο κοινό σε ένα μουσείο το αρμόδιο ίδρυμα θα πρέπει αυτόματα να υποχρεούται να δηλώνει την προέλευση κάθε έργου. Ο Χίτλερ είχε συγκεντρώσει, δηλαδή λεηλατήσει, μια ολοκληρωμένη συλλογή για να στελεχώσει ένα μουσείο καλών τεχνών που προγραμματιζόταν για το Λιντς της Αυστρίας. Αυτή είναι η πηγή των έργων που βρίσκουμε αναρτημένα σε μόνιμες εκθέσεις μουσείων να περιγράφονται ως «δάνεια» ή «δάνεια από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας» αλλά χωρίς καμία απολύτως αναφορά της καταγωγής τους από τις ναζιστικές συλλογές.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κανονισμού της Στρατιωτικής Διοίκησης, όλα τα αντικείμενα τέχνης που αποκτήθηκαν από τους ναζί στη Γερμανία ή σε κατεχόμενα εδάφη μετά τον Ιανουάριο του 1933, ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε λόγους μπορεί να συνέτρεχαν, θεωρούνται προϊόν λαφυραγώγησης αν αποκτήθηκαν είτε (α) άμεσα, μέσω δήμευσης, απαλλοτρίωσης ή λεηλασίας, είτε (β) έμμεσα, μέσω αγοράς ή άλλων συναλλαγών.
Όλα ανεξαιρέτως τα πολιτιστικά αγαθά που απέκτησαν οι ναζί θεωρήθηκαν προϊόν κλοπής, ανεξάρτητα από το αν είχαν συναφθεί συμβάσεις πώλησης ή όχι. Τα έργα που επιστράφηκαν δόθηκαν αρχικά στην αρμόδια κυβέρνηση, η οποία τα παρέδιδε στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους. Έργα που δεν είχαν επιστραφεί από τα αποθέματα αυτά μπορούν να βρεθούν ακόμη και σήμερα σε συλλογές αμερικανικών, ολλανδικών, βρετανικών και γαλλικών μουσείων. Το 1997 πλήθος γαλλικών μουσείων στο Παρίσι, στις Σέβρες, στις Βερσαλλίες και αλλού –ανάμεσά τους το Μουσείο του Λούβρου, το Μουσείο Ορσέ και το Κέντρο Georges Pompidou– παρουσίασαν σε έκθεση 900 τέτοια έργα, σε μια προσπάθεια να βρεθούν οι ιδιοκτήτες τους.