Δύο ποιήματα
THE PAIN AND I
I: Come, I am telling you, come.
Pain: But what’s wrong with you? You have given so many battles to get rid of me?
I: Yes, but there were things in life that I ignored.
Pain: And each time you were accusing me that I kept covering your life more and more, each time with a different face, you used to say.
I: Yes, because for me the pain for a life that has ended is different from that for a storm that destroyed the crop.
Pain: And at night you used to lie next to me, fighting against sleep.
I: Drowning in an avalanche of tears and crying: “Why, why is all this disaster happening to me?”
Pain: And I felt suddenly so much power inside you, that I was forced to leave. What could have brought this tragic change and you calling me now to come back?
I: Life. The very same life that had taught me how to overcome you, taught me, later, that you are not the worst thing that could happen to me.
Pain: I have never heard a human being saying such a thing.
I: I don’t know, maybe it is the historical period we are going through, but I woke up one morning and I felt I was choking. Who could be holding me by the neck?
Pain: Imagination is not part of my job.
I: I had a feeling of a threatening uncertainty. Suddenly, I didn’t know the real conditions of my life, what my friends really meant, and if my enemies were really my enemies. Yes, that’s it. The usually hesitant uncertainty had become aggressive for me.
Pain: Since you have realized it, why don’t you fight against it, as you
always do?
I: Because this time I have no weapons. I know how to fight a concrete enemy. Even defeat I know how to handle. But this poisoned atmosphere … No, I can’t bear it.
Pain: Which means that you prefer pain to anguish.
I: Yes.
Pain: You have convinced me. I am coming …
I: Aoutch! I am in pain! Aoutch!
CURTAIN
*
TIME AND I
Time: But why are you seized by such fear? I am time, I am not death.
I: It is not exactly fear. I wish it were. It is something much more complex, more aggressive, I would say.
Time: And why should you feel aggressive toward time? Isn’t it me who fulfills your dreams? The promises you give to yourself that you will succeed within my precise limits? There are, of course, endless difficulties, but don’t forget that without me there would be no life … You wouldn’t be alive.
I: I don’t know if there would be any life without you. I wonder, though, how all these myths about eternity, immortality were created … Anyway, I know one thing: that if you didn’t exist, I wouldn’t have this perpetual—painful sometimes—sense that I am alive.
Time: But life is not only me. There is breath, heart, love, birth, and a lot more …
I: Yes, of course. But all the rest is as if it were functioning automatically. Whereas you, you are a reality that I never cease to feel both with my mind and with my senses. I feel you, stretching over my flesh, which never stops counting: one minute, one hour, one day … which makes me wonder constantly: How much am I going to last? How much time have I left?
Time: Time left for what? Since you are the active one, you are responsible for it, you are on time or not.
I: Time, you combine all the opposites. You are an abstract idea and at the same time a concrete reality. You are the necessary element for one to realize the dreams of his life and at the same time you carry disaster and death. But because you are my everydayness, I feel that I can face you, since you are my reality.
Time: How can you be facing me? Nobody has ever seen me. It is only the human beings that decided to count me.
I: Yes, but from this counting depends the success or the failure of their lives. “Died at the age of 84.” The survivors, his relatives, analyze his history, if he had used his time clearly, or missed the moments that could have made him happy. And when the deceased one was young, the survivors lament not only for the loss of that particular person, but also the loss of a future renewal of a human being.
Time: Yes, but in spite of this historical evaluation, I remain uncontrollable. Neither my arrival nor my departure is ever announced.
I: But we don’t need any announcement. We all know that your arrival is our birth and your departure our death. But let me ask you, now that I have you in front of me—at least that is how I feel—what are my time limits, how much time have I left?
Time: I don’t know.
I: What? How is it possible? If you don’t know, who does?
Time: If you ask a river that flows, the name of the sea where it will end up, does it know what to answer? No, it does not.
CURTAIN
THE END
Εγώ κι ο πόνος
ΕΓΩ: Έλα, έλα σου λέω…
ΠΟΝΟΣ: Μα τι έπαθες; Εσύ έδωσες τόσες μάχες για να απελευθερωθείς από μένα.
ΕΓΩ: Ναι, αλλά ήσαν πολλά αυτά που δεν είχα γνωρίσει στη ζωή.
ΠΟΝΟΣ: Και κάθε φορά με κατηγορούσες πως όλο και πιο πολύ απλωνόμουνα στη ζωή σου και κάθε φορά με διαφορετικό πρόσωπο…
ΕΓΩ: Ναι, γιατί για μένα άλλος είναι ο πόνος για μια ζωή που χάθηκε, άλλος για ένα έρωτα που χάθηκε, άλλος για μια χαμένη από ξαφνική καταιγίδα σοδειά.
ΠΟΝΟΣ: Και τη νύχτα ξάπλωνες δίπλα μου, μισούσες τον ύπνο…
ΕΓΩ: …Πνιγόμουνα στα δάκρυα και φώναζα: «Γιατί, γιατί σε μένα να τύχει όλο αυτό;»
ΠΟΝΟΣ: Ως που μια μέρα ένοιωσα τέτοια δύναμη μέσα σου, που αναγκάστηκα να φύγω. Τι έγινε; Τι έφερε αυτή τη τραγική αλλαγή και με καλείς να γυρίσω πίσω;
ΕΓΩ: Η ζωή. Αυτή η ίδια η ζωή που μου είχε μάθει να σε ξεπερνώ με δίδαξε αργότερα, πως δεν είσαι το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί.
ΠΟΝΟΣ: Αυτό δεν το’ χω ξανακούσει από άνθρωπο.
ΕΓΩ: Δεν ξέρω, μπορεί να’ ναι και η ιστορική στιγμή που ζούμε, αλλά μια μέρα ξύπνησα κι’ ήταν σα να πνιγόμουνα… Ποιος μου έσφιγγε το λαιμό;
ΠΟΝΟΣ: Στη δουλειά μου δεν έχει θέση η φαντασία.
ΕΓΩ: Λοιπόν, είχα μια αίσθηση απειλητικής αβεβαιότητας. Ξαφνικά δεν ήξερα ποιες ήταν οι αληθινές συνθήκες της ζωής μου, τι εννοούσαν πραγματικά οι φίλοι μου κι αν οι εχθροί μου ήσαν πραγματικά εχθροί μου. Ναι, η αβεβαιότητα που πάντα ήταν διστακτική, για μένα έχει γίνει επιθετική.
ΠΟΝΟΣ: Αφού αυτό κατάλαβες γιατί δεν πολεμάς και συ όπως πάντα;
ΕΓΩ: Γιατί τώρα δεν έχω όπλα. Ξέρω πώς να πολεμάω ένα συγκεκριμένο εχθρό ως να δικαιωθώ. Ακόμη και την ήττα ξέρω πώς να τη χειριστώ. Αλλά αυτή η δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα, όχι, δεν αντέχεται.
ΠΟΝΟΣ: Προτιμάς δηλαδή τον πόνο από το άγχος;
ΕΓΩ: Ναι.
ΠΟΝΟΣ: Με έπεισες. Έρχομαι….
ΕΓΩ: Αχ! Πονάω! Αχ!
ΑΥΛΑΙΑ
Ο χρόνος κι εγώ
Διπρόσωπος μονόλογος
ΧΡΟΝΟΣ: Μα γιατί σ’ έχει κυριέψει τέτοιος φόβος; Χρόνος είμαι, δεν είμαι θάνατος.
ΕΓΩ: Δεν είναι ακριβώς φόβος. Μακάρι να ήταν. Είναι κάτι πιο πολύπλοκο, πιο επιθετικό θα έλεγα.
ΧΡΟΝΟΣ: Και γιατί να έχεις επιθετικές διαθέσεις απέναντι στο χρόνο; Εγώ δεν είμαι αυτός που εκπληρώνει τα όνειρα σου, τις υποσχέσεις που έδωσες στον εαυτό σου να πετύχει μέσα στα συγκεκριμένα όριά μου; Υπάρχουν βέβαια άπειρες δυσκολίες αλλά μην ξεχνάς ότι χωρίς εμένα δε θα υπήρχε ζωή…δε θα ζούσες.
ΕΓΩ: Δεν ξέρω αν θα υπήρχε ζωή χωρίς εσένα. Πώς γεννήθηκαν άραγε όλοι αυτοί οι μύθοι για την αιωνιότητα, την αθανασία; Εγώ όμως ένα ξέρω: πως αν δεν υπήρχες εσύ, δε θα είχα αυτήν την αδιάκοπη – ως και μαρτυρική μερικές φορές – συνείδηση πως ζω.
ΧΡΟΝΟΣ: Μα ζωή δεν είμαι μόνο εγώ. Είναι κι η ανάσα, η καρδιά, η γέννηση, ο έρωτας και άλλα πολλά…
ΕΓΩ: Ναι βέβαια. Αλλά όλα τα άλλα είναι σα να λειτουργούν αυτόματα. Εσύ όμως είσαι μια πραγματικότητα που στιγμή δεν παύω να την αισθάνομαι, και με το μυαλό μου και με τις αισθήσεις μου. Σε νιώθω να απλώνεσαι πάνω στη σάρκα μου, που όμως, ποτέ δε σταματάει να μετράει: ένα λεπτό, μια ώρα, μια μέρα. Και είναι αυτή που με κάνει συνέχεια να αναρωτιέμαι: Πόσο θα κρατήσει; Προλαβαίνω;
ΧΡΟΝΟΣ: Να κρατήσει τι; Να προλάβεις τι; Αφού εσύ δρας, εσύ ευθύνεσαι, από σένα εξαρτάται αν θα προλάβεις ή όχι.
ΕΓΩ: Χρόνε, εσύ συνδυάζεις όλα τα αντίθετα. Είσαι μια αφηρημένη έννοια και, μαζί, μια συγκεκριμένη καθημερινότητα. Είσαι το απαραίτητο στοιχείο για να εκπληρώσει κανείς το όνειρο, να πετύχει μια προσπάθεια και μαζί φέρνεις την καταστροφή και το θάνατο. Όμως επειδή εμφανίζεσαι απλά σα μέρος της καθημερινότητας, αισθάνομαι ότι μπορώ να τα βάλω μαζί σου, γιατί σ’ έχω μπροστά μου, είσαι η δική μου πραγματικότητα.
ΧΡΟΝΟΣ: Πώς μ’ έχεις μπροστά σου; Ποτέ κανείς δε μ΄ έχει αντικρύσει. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που αποφάσισαν να με μετράνε.
ΕΓΩ: Όμως απ’ αυτήν τη μέτρηση, εξαρτάται η επιτυχία ή η αποτυχία της ζωής τους. «Απεβίωσε σε ηλικία 84 ετών». Οι επιζώντες, οι δικοί του, αναλύουν την ιστορία του, αν χρησιμοποίησε σωστά το χρόνο του, αν του ξέφυγαν οι ώρες που θα τον έκαναν ευτυχισμένο. Κι όταν είναι νέος αυτός που αποβιώνει, οι επιζώντες θρηνούν όχι μόνο την απώλεια του προσώπου, αλλά και γιατί χάθηκε μια μελλοντική ανανέωση του ανθρώπου.
ΧΡΟΝΟΣ: Ναι, αλλά παρ’ όλη αυτή την ιστορική αξιολόγηση, παραμένω ανεξέλεγκτος. Ποτέ δεν αναγγέλλεται η άφιξη, ούτε η αναχώρησή μου.
ΕΓΩ: Μα δε χρειάζεται. Όλοι ξέρουμε πως η άφιξή σου είναι η γέννηση μας κι η αναχώρησή σου, ο θάνατος μας. Αλλά πες μου τώρα, που εγώ τουλάχιστον νιώθω σα να σε έχω μπροστά μου… Πόσες προθεσμίες έχεις λήξει για μένα, πόσο καιρό έχω ακόμα;
ΧΡΟΝΟΣ: Δε ξέρω.
ΕΓΩ: Πώς γίνεται αυτό; Αν δεν ξέρεις εσύ, ποιος ξέρει;
ΧΡΟΝΟΣ: Αν ρωτήσεις το ποτάμι που κυλάει σε ποια θάλασσα θα καταλήξει, ξέρει να σου απαντήσει; Όχι δε ξέρει.