Κοιμητήριο για τις στάχτες της σκέψης
Μια γυναίκα ζει στο σπίτι· έχει πάρει το όνομά του.
Ένα σπίτι γνωρίζει ποιος το αγαπά.
Ένα άδειο σπίτι είναι ένα σπίτι που μεταμορφώνεται σε κενό χώρο.
Η ανάσα ενός σπιτιού είναι ο ήχος των φωνών μέσα του.
Το σπίτι φοβάται μόνο τους θεούς, τη φωτιά, τον άνεμο και τη σιωπή.
—John Hejduk
Ο John Hejduk πέρασε τη ζωή του αναπτύσσοντας μια σειρά από χαρακτήρες. Οι ιστορίες μέσα στις οποίες κατοίκησαν αυτοί οι χαρακτήρες ήταν τα περίτεχνα αρχιτεκτονικά σχέδια τα οποία αποκάλεσε Masque, όνομα που δανείστηκε από την ευρωπαΐκή παράδοση των μασκοφορεμένων τελετουργικών χορών στα βασιλικά ανάκτορα κατά τον 16ο αιώνα. Τα Masque του Hejduk ταξίδεψαν στο Λάνκαστερ, στο Ανόβερο, στο Βερολίνο, στη Ρίγα και στο Βλαδιβοστόκ, αλλά οι ιστορίες που ενσάρκωσαν δεν ειπώθηκαν ποτέ με ακρίβεια. Θυμίζοντας διασταύρωση παιδικής χαράς και στρατοπέδου συγκέντρωσης, κάθε σχέδιο έφερε μέσα του μια σιωπή. Μπορούσες όμως να αρχίσεις να φαντάζεσαι τις ιστορίες που έκρυβαν πίσω τους με το που αναγνώριζες τον εαυτό σου σε ένα από αυτά τα κτίρια-χαρακτήρες. Το έργο τότε θα αποκτούσε ζωή, τη στιγμή ακριβώς που οι άνθρωποι θα εισέρχονταν σε αυτές τις ζωώδεις/ανθρωπόμορφες δομές. Η δράση θα ξεκινούσε όταν θα ανακάλυπτες τον εαυτό σου πίσω από το προσωπείο, στο εσωτερικό του κτιρίου.
Ως κοσμήτωρ της αρχιτεκτονικής στο κολέγιο του Cooper Union στη Νέα Υόρκη, την πόλη στην οποία γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Hejduk (1929-2000) αναδείχτηκε ένας από τους πιο επιδραστικούς αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, παρόλο που δεν είχε χτίσει σχεδόν τίποτα. Τα σχέδια και τα γραπτά του, η ουσιώδης προσέγγισή του στην αρχιτεκτονική, συνεχίζουν και λειτουργούν ως προσχέδιο μιας πρακτικής απελευθερωμένης από πελάτες, αναθέσεις, ακόμα και από την ανάγκη υλοποίησής τους. Αυτό που έχτισε τελικά ήταν ένας κόσμος εικόνων και λέξεων.
Φαντάζομαι τον εαυτό μου να περπατάει μέσα στα σχέδιά του, να εισέρχεται σε έναν από τους χαρακτήρες του – ίσως σ’ εκείνη την κατοικία που μοιάζει με αλεπού. Άραγε μεταμορφώνομαι σε αλεπού; Με το που βρεθώ μέσα της θα μπορέσω να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε βρέθηκε στην Κατοικία του Θεριστή ή στην Κατοικία του Μουσικού; Είναι τότε το κτίριο απλώς μια μάσκα που με περιμένει να τη φορέσω και να γίνω ο χαρακτήρας που αυτή αντιπροσωπεύει; Ή τη στιγμή που φοράω τη μάσκα συμμετέχω σε ένα Masque που αναπαριστά ένα φαντασμαγορικό στρατόπεδο συγκέντρωσης; Εάν τα Masque κατοικούνται από Θύματα, όπως τα γραπτά του Hejduk συχνά υποδηλώνουν, μήπως τότε συμμετέχω για να μείνω ζωντανός ή μήπως πρέπει απλώς να δεχτώ μια μοίρα προδιαγεγραμμένη; Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τα Masque σαν εκείνα τα βιντεοπαιχνίδια σκοπευτή σε πρώτο πρόσωπο ή σαν επικήδειους λόγους για τους πεσόντες της ιστορίας; Η δράση στα Masque δεν εκδηλωνόταν ποτέ. Είναι μια παραγωγή την οποία δεν θα δούμε ποτέ.
Ο Hejduk αφουγκράστηκε το μουρμουρητό των πολυμέσων πίσω από τη σιωπή του Rossi. Οι δαίμονες της αναλογικής πόλης τού ψιθύριζαν και εκείνος σκέφτηκε να απελευθερώσει ό,τι είχε καταπιέσει ο Rossi.
Όπως τα ζώα που μιλούν με ανθρώπινη φωνή σε κάποιο μύθο, τα αντικείμενα του Hejduk, όσο κι αν μοιάζει απίθανο, φαίνεται να έχουν συνείδηση της παρουσίας μας, να μας απευθύνονται. Κι όμως, αυτό που βλέπουμε δεν είναι η καθησυχαστική αντανάκλαση του εαυτού μας την οποία προσδοκούσαμε, αλλά κάτι άλλο που μας επιστρέφει τη ματιά, μας παρακολουθεί και μας τοποθετεί.
—K. Michael Hays, Architecture’s Desire (Η αρχιτεκτονική της επιθυμίας)
Αυτό το «μουρμουρητό των πολυμέσων» με είχε στοιχειώσει για αρκετό καιρό. Είχα πάντοτε την αίσθηση πως είχα καταλάβει καλά τη σιωπή στο έργο του Aldo Rossi. Κατά κάποιον τρόπο, σκεφτόμουν πως τα κτίρια του Hejduk ήταν εξίσου σιωπηλά. Όμως, εάν ο Hejduk άκουσε το μουρμουρητό στα σχέδια του Rossi και εάν αυτοί οι ήχοι τελικά τον κατεύθυναν, μήπως θα έπρεπε να αναζητώ εκείνους τους παράξενους ήχους που πιθανόν εκπέμπουν τα κτίρια του Hejduk; Πώς ακούγεται στ’ αλήθεια ένα μουρμουρητό των πολυμέσων; Ίσως σαν αυτές τις καταπληκτικές επιβραδυμένες εκρήξεις σε ένα prequel του Πολέμου των Άστρων; Σίγουρα τα κτίρια του Hejduk θα μιλούσαν με ήχους σαν ψιθύρους ή ίσως σαν ουρλιαχτά, σαν ζώα απόκοσμα ή σαν τον θρήνο των αναλογικών modem, καθώς περιμένουν απεγνωσμένα να συνδεθούν ξανά με τα δίκτυα από τα οποία η ιστορία τα έχει αποσυνδέσει.
Μια πολύχρωμη καλύβα στέκεται αντικριστά από το άδειο κέλυφος του palazzo Molino Stucky στη Βενετία. Εν είδει πρότασης για την ανακαίνιση αυτού του επιβλητικού πρώην αλευρόμυλου του 19ου αιώνα, ο Hejduk τοποθέτησε μια μικρή κατασκευή απέναντί του, ένα νέο κτίριο το οποίο θα μιλούσε στο παλιό και θα του εξηγούσε ίσως πως ο κόσμος άλλαξε τα τελευταία εκατό χρόνια, πως κατέφτασε ο μοντερνισμός και μετά οι πόλεμοι και ύστερα η ολότελα διαφορετική στιγμή την οποία βιώνουμε τώρα. Ήμασταν μεταμοντέρνοι και μεταπολεμικοί και η Βενετία μετατρεπόταν γρήγορα σε μια μετα-Ντισνεϊλάντ, μια ολόκληρη πόλη μεταμορφωμένη σε τουριστικό αξιοθέατο.
Εάν ο μοντερνισμός αποτελεί μια απόπειρα οργάνωσης του κόσμου και ο μεταμοντερνισμός μια απόπειρα κατανόησής του, τότε το έργο του Hejduk μοιάζει να είναι ριζωμένο όχι τόσο στη διασταύρωση όπου αυτές οι δύο απόπειρες συναντώνται, αλλά ακόμα πιο βαθιά, στον ορίζοντα του υποσυνείδητου, εκεί όπου οι αρχές της οργάνωσης και της κατανόησης δεν είναι επαρκείς, ούτε καν απαραίτητες.
Εάν έπρεπε να εφεύρουμε μια κατηγορία για το έργο του Hejduk, θα μπαίναμε στον πειρασμό να το αποκαλέσουμε μετα-εξπρεσιονισμό, ένα έργο με ιδιοσυγκρασία σκανδιναβική, χαρακτήρα γερμανικό, αμερικανικό στην καταγωγή, αλλά στην πραγματικότητα ανατολικοευρωπαΐκό. Εβραιοχριστιανικό πολυθεΐστικό άθεο. Ίσως τα κτίρια να είναι αρχαιοελληνικά, όπως οι αναπαραστάσεις των μυθολογικών δομών που συναντά κανείς στις εικονογραφημένες εκδόσεις των κλασικών: εγκαταλειμμένοι Δούρειοι Ίπποι που περιμένουν κάποιον να εφεύρει μια χρήση γι’ αυτούς, κάποιον να τους ενεργοποιήσει με ένα συναίσθημα. Ο Hejduk ήταν μέλος μιας γενιάς avant-garde αρχιτεκτόνων η οποία αντέδρασε στο εμπορικό θέλγητρο του μεταμοντερνισμού με ένα έργο προορισμένο να μην υπάρξει ποτέ, με κτίρια τα οποία προκάλεσαν την ίδια την έννοια της οικοδόμησης. Μαζί με τους Peter Eisenman, Michael Graves, Charles Gwathmey και Richard Meier αποτέλεσε τους Πέντε της Νέας Υόρκης· ο Hejduk όμως ξεχώριζε από τους υπολοίπους: Ούτε μεταμοντέρνος αλλά ούτε ντεκονστρουκτιβιστής, πολύ ποιητικός για να γίνει αρχιτέκτονας σταρ (starchitect) και πολύ ιδιοσυγκρασιακός για να τον σαγηνεύσει ο κόσμος των μεγάλων αναθέσεων που δελέασε σχεδόν όλους τους συναδέλφους του.
Όταν κοιτάζω το Masque του Βερολίνου το σκέφτομαι πάντοτε ως άσπονδο εχθρό της Ακρόπολης. Εκεί, στο ιερό υψίπεδο της αρχαίας Αθήνας, οι δομές βρίσκονταν σε σύνθετη σχέση μεταξύ τους, παρασυρμένες σε έναν έντονο διάλογο κάτω από τον λαμπρό ήλιο. Σε καλωσόριζαν και ύστερα οδηγούσαν το βλέμμα σου προς τον κύριο ναό, σε έναν σχεδιασμό που έβγαζε νόημα όχι ως σχέδιο, αλλά ως εμπειρία. Σε αντίθεση, όμως, με την Ακρόπολη των Αθηνών, όπου η αρχιτεκτονική παράγεται από το παιχνίδι των εντάσεων του φωτός, στα Masque του Hejduk η δράση φαίνεται να συμβαίνει μέσω της σιωπής. Η αρχιτεκτονική εκπορεύεται από αυτό που δεν λέγεται, από λόγια υπονοούμενα και ποτέ ειπωμένα. Δεν ξέρεις τι θέλει να ψιθυρίσει η Κατοικία του Θεριστή στην Κατοικία της Μητέρας της Αυτοκτονίας ή πώς ακούγεται η συνομιλία τους όταν χαιρετιούνται. Εκεί που η Ακρόπολη αποτελεί έναν ζωηρό νότιο διάλογο, τον οποίο ακολουθείς στην ανάβασή σου προς τον Παρθενώνα, το Masque είναι ένας σκανδιναβικός λαβύρινθος αφωνίας, ένας παιχνιδότοπος ανέκφραστων συναισθημάτων, που γεμίζουν τον αέρα με ένταση, ίσως και με αναστάτωση, φόβο και θυμό, ή ακόμα και με την αίσθηση της ήττας και τη σιωπή της θλίψης.
Σε μια εποχή όπου οι εικόνες κινουμένων σχεδίων αντικαθιστούν ολοένα και περισσότερο τις λέξεις οι χαρακτήρες του Hejduk θα μπορούσαν να είναι τα δικά του αρχιτεκτονικά, κρυπτικά emoji. Σε τι θα μπορούσε να αποτελεί απάντηση η Κατοικία της Αυτοκτονίας; Εκεί όμως που τα «κατά παραγγελία» emoji χρησιμοποιούνται σήμερα για να συμπυκνώσουν τη ζωή κάποιου σε μια άμεσα διαθέσιμη και εμπορεύσιμη μπαταρία ιερογλυφικών (έρχονται στον νου τα emoji της Kim Kardashian, τα λεγόμενα Kimoji, σαν περίπτωση όπου η ζωή, η οποία ήδη είχε γίνει σειρά reality, συμπυκνώνεται περαιτέρω σε εικόνες της Kim στις οποίες προτάσσει τα οπίσθιά της για να σαρώσει το ίντερνετ, φτιάχνει τα νύχια της ή παραμορφώνει το πρόσωπό της) τα emoji του Hejduk εκρήγνυνται σε μυριάδες πιθανές σχέσεις μεταξύ των ηθοποιών του, των προσωπείων του. Αντί ενός συναισθήματος που μεταδίδεται σε σήματα ηχητικά, bits ή bytes, αντιμετωπίζουμε μια μπεργκμανική σιωπή, η οποία περικυκλώνει ό,τι έλαβε χώρα τη στιγμή όπου η Κατοικία του Θεριστή στάθηκε απέναντι από το Καρουζέλ. Τι συνέβη στα παιδιά που ανέβαιναν στα αλογάκια του Καρουζέλ;
Η ανάγνωση, λοιπόν, των κτιρίων του Hejduk ως emoji μοιάζει με την ιδανική σύνοψη ενός έργου εξ ολοκλήρου αφοσιωμένου στη γραφή – ο ίδιος ο Hejduk παρουσίαζε συχνά κείμενα και ποιήματα αντί κτιρίων ή κτίριά του χωρίς καμία επεξήγηση, χωρίς λόγια. Εάν γνωρίζαμε πώς να διαβάσουμε τα Masque, θα μπορούσαμε πιθανόν να τα απολαύσουμε σαν ένα καλογραμμένο δοκίμιο. Αν καταφέρναμε όμως κάτι τέτοιο, θα έπαυαν ίσως να μεταφέρουν πλέον εκείνο το «στοιχειωτικό» άγγιγμα ενός κειμένου του οποίου μπορείς να διαισθανθείς την εμμένεια και τη δομή, χωρίς όμως να είσαι σε θέση να το αποκωδικοποιήσεις πλήρως.
Και σαν τα κτίριά του να ήταν όντως μια αληθινή αλφάβητος, ο Hejduk τα χάρισε στον κόσμο, προπορευόμενος κατά σαράντα χρόνια ενός ήθους ανοιχτού και ελεύθερα προσβάσιμου που συναντάμε στις μέρες μας. Ο καθένας μπορούσε να υιοθετήσει τα κτίρια/χαρακτήρες του και να τα χτίσει, αρκεί –ακολουθώντας μια άτυπη ρήτρα του– οι μαθητές να επεξεργάζονταν τη λεπτομέρεια ως μέρος μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έτσι, τα σχέδιά του θα μπορούσαν να συνεχίσουν να γίνονται κτίρια πολύ μετά τον θάνατό του, και όντως γίνονται – το τελευταίο είναι η Κατοικία της Μητέρας της Αυτοκτονίας, που χτίστηκε στην Πράγα στο τέλος του 2015.
Αυτός ο εξαίσιος θίασος κτιρίων/προσώπων/αντικειμένων του Hejduk επανεμφανιζόταν στα έργα του διαρκώς. Τον ακολουθούσαν σαν κοπάδι όλη του τη ζωή, αναπτυσσόμενα από έργο σε έργο, θυμίζοντας τις μεταλλάξεις σε εκείνο το βιντεοπαιχνίδι της Nintendo, το Animal Leader, διαθέσιμο μόνο στην Ιαπωνία στα μέσα της δεκαετίας του 2000, όπου ο παίκτης ξεκινούσε με έναν απλό κύβο και στην πορεία του παιχνιδιού ο κύβος έβγαζε χέρια και πόδια και ανέπτυσσε ικανότητες, ενώ μάθαινε να αυτοπροστατεύεται, να ξεπερνάει εμπόδια και να αντιλαμβάνεται καταστάσεις. Οι χαρακτήρες του Hejduk ξεκινάνε με τις διαμαντόμορφες κατοικίες και συνεχίζουν στις κατοικίες του τοίχου, εκεί όπου ο τοίχος γίνεται ένα πρόσωπο, μια μάσκα. Ύστερα, στα ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα κτίρια, στις κατοικίες των αυτοκτονιών, στις γέφυρες-σαρανταποδαρούσες και στις κατασκευές αναρρίχησης στους παιχνιδότοπους, στα Θύματα και στα Καρουζέλ. Τον ακολούθησαν και στα Masque και ταξίδεψαν πλάι του, καθώς τα Masque κατευθύνονταν προς τα ανατολικά. Η παιγνιώδης φύση τους φυλακίστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου κάποια μοχθηρή δραστηριότητα επρόκειτο να λάβει χώρα, χωρίς όμως να γνωρίζεις ποια ακριβώς. Τον ακολούθησαν στον Καθεδρικό, το τελευταίο του έργο, εκεί όπου όλα τα κτίρια-χαρακτήρες συνέκλιναν σε ένα και μοναδικό κτίριο στο οποίο μπορούσες να ανακαλύψεις ολόκληρη την καριέρα του Hejduk. Ίσως τελικά αυτή να ήταν η δική του Κιβωτός, μια Κιβωτός θανάτου όμως, ένας τρόπος να έχει μαζί του τους φίλους του καθώς θα διέσχιζε τα ύδατα της Στυγός.
Μετάφραση: Απόστολος Βασιλόπουλος