Κοινωνική ζωή εκτός νόμου
U’mista και Nuyumbalees. Λέξεις της γλώσσας των Kwak’wala. Ονόματα που δόθηκαν σε δύο νέα πολιτιστικά κέντρα στο Alert Bay της Βρετανικής Κολομβίας, τα οποία ιδρύθηκαν με σκοπό να στεγάσουν οικιακές μάσκες και στολές χορού που επιστράφηκαν στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους όταν άρθηκε η απαγόρευση του potlatch [παραδοσιακή τελετή των τοπικών αυτόχθονων πληθυσμών] (1885-1951) στον Καναδά. Η λέξη nuyumbalees σημαίνει «διηγήσεις από τις απαρχές του κόσμου». Ο όρος u’mista αναφέρεται σε κάτι που επιστρέφει εκεί από όπου προέρχεται. Στο παρελθόν οι άνθρωποι που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια επιδρομής και γυρνούσαν πίσω λεγόταν ότι είχαν u’mista. Αν και αρχικά ο όρος δεν χρησιμοποιούνταν έτσι, οι μάσκες, τα διάσημα και οι στολές που επιστράφηκαν στο Cape Mudge και στο Alert Bay τώρα έχουν κι εκείνες u’mista, ενώ τα αντικείμενα στο κέντρο Nuyumbalees μπορούν και πάλι να αφηγηθούν την ιστορία τους.
Το 1889 ο Γερμανοαμερικανός ανθρωπολόγος Franz Boas εκλαμβάνει το Alert Bay και τα μέλη της φυλής Kwakwaka’wakw σαν να βρίσκονται στο απώτατο άκρο της Ευρώπης.1 Γι’ αυτόν, αντιπροσώπευαν το εννοιολογικό και γεωγραφικό όριο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά για να το βρει. Στις μεγαλύτερες πόλεις των δυτικών ακτών του Καναδά οι αυτόχθονες, ιδιαίτερα όσοι φορούσαν ευρωπαϊκή ενδυμασία, θεωρούνταν ταυτόχρονα «εντελώς άλλοι και όμως ίδιοι».2 Ο Boas εισχώρησε, λοιπόν, βαθύτερα στην ενδοχώρα, σε μια μάταιη αναζήτηση της απόλυτης διαφοράς – κάτι που θα αναγκαζόταν να επινοήσει, όσο και να ανακαλύψει, για να υποστηρίξει την άποψη ότι οι Kwakwaka’wakw βρίσκονταν όχι μόνο στο απώτατο άκρο της Ευρώπης, αλλά και στο ίδιο το όριο της ευρωπαϊκής γνώσης καθαυτήν.
Αυτό το όριο εκδηλωνόταν με διαφορετικούς τρόπους, συχνά μέσω παρεξηγήσεων, πολλές από τις οποίες περιστρέφονταν γύρω από το potlatch. Σε παλαιά ευρωπαϊκά κείμενα αυτές οι τελετουργίες –που παραδοσιακά καθεμιά είχε δικό της όνομα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κοινωνικές λειτουργίες– αποκαλούνταν θεραπευτικές τελετές. Οι Ευρωπαίοι συγγραφείς κατανοούσαν ότι για τους αυτόχθονες του Καναδά η θεραπεία αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο του πώς μοιράζονταν τρόφιμα και άλλα αγαθά μέσα στην κοινότητα. Η πρώιμη γραφή της λέξης ‟Patlachˮ χρησιμοποιούνταν στην αρχή με εισαγωγικά, σαν οι ονοματοθέτες να μην ήταν βέβαιοι για το όνομα, σαν να δυσκολεύονταν να ονομάσουν εκείνο που παρακολουθούσαν. Το αν η διανομή του πλούτου μέσα στην κοινότητα αποτελούσε απλώς δώρο (χωρίς προσδοκία επιστροφής) ή πράξη ανταπόδοσης ήταν κι αυτό αντικείμενο διαφωνίας. Αν επρόκειτο για ανταπόδοση, τότε έκανε τις πρακτικές των «απολίτιστων» να πλησιάζουν επικίνδυνα εκείνες της πολιτισμένης κοινωνίας, πράγμα που υποχρέωνε τους έχοντες την εξουσία να επιδιώκουν την αποστασιοποίηση αυτού του εθίμου από τις ευρωπαϊκές παραδόσεις. Ένα άλλο κίνητρο για την απαγόρευση ήταν ότι, τους μήνες που προηγούνταν μιας τελετής, οι άνθρωποι ήταν τόσο απασχολημένοι με τη σοβαρή υποχρέωση να συγκεντρώσουν τα πράγματα που θα δώριζαν καθώς και με την κατασκευή καινούριων διασήμων, που δεν συμμετείχαν σε άλλου είδους «εργασία». Η εργασία για μια τελετή potlatch προφανώς δεν ήταν αντίστοιχη με εκείνη στις κονσερβοποιίες ή άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες. Τα potlatch έθεταν επίσης σε κίνηση ένα αυτόνομο σύστημα διακυβέρνησης και κοινωνικής οργάνωσης που οι αποικιοκράτες δεν μπορούσαν να ανεχτούν. Ένας αυτόχθων φύλαρχος αποκτά και απονέμει αξιώματα κατά την τελετή μέσα από επιδείξεις πλούτου, πολύπλοκες κοινωνικές συμβάσεις μεταξύ οικοδεσποτών και φιλοξενούμενων, μέσα από το πλεόνασμα και το χρέος. Δεν υπήρχε περιθώριο για δύο συστήματα διακυβέρνησης στις εσχατιές της αποικιοκρατίας. «Αυτό που αποκαλείται Patlach είναι το σημείο όπου η αποικιοκρατική λογική οδηγείται σε κρίση».3
Από τη στιγμή που διευθετήθηκε το όνομα άρχισαν σοβαρές προσπάθειες να δοθεί τέλος στην πρακτική αυτή. «Η ονοματοθεσία, όπως κάθε πιστοποιητικό γέννησης, αποτελεί πάντοτε την ανάδειξη μιας μοναδικότητας και την κατάδοσή της, την παράδοσή της στην αστυνομία».4 Αυτό ίσχυε και για το potlatch. Το 1884 έγιναν τροποποιήσεις στην καναδική νομοθεσία περί Ινδιάνων, ώστε να απαγορευτεί επίσημα το potlatch και να διώκονται όσοι συμμετείχαν ή βοηθούσαν στην τελετή – τροποποιήσεις που έδωσαν σε ένα μόνο άτομο, τον Πράκτορα για τους Ινδιάνους [Indian Agent], την εξουσία να ασκεί διώξεις, να δικάζει και να ενεργεί ως ένορκος. Σύμφωνα με την απαγόρευση:
Κάθε Ινδιάνος ή άλλος που συμμετέχει ή συνεισφέρει στη διεξαγωγή της ινδιάνικης τελετής γνωστής ως ‟Potlatchˮ ή στον ινδιάνικο χορό γνωστό ως ‟Tamanawasˮ κρίνεται ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση από δύο έως έξι μήνες […] και κάθε Ινδιάνος ή άλλος που ενθαρρύνει […] έναν Ινδιάνο να διοργανώσει μια τέτοια τελετή […] θα υπόκειται στην ίδια ποινή.5
Η πολιτική αυτή στρέφεται ευθέως κατά των φτωχών και των στερημένων και οι τροποποιήσεις της προκύπτουν ως αντίδραση στην αποτυχία ελέγχου. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες απαγορεύσεις και την πεποίθηση ότι θα έσβηνε καθώς και την επακόλουθη αποκήρυξή της από τους απειλούμενους ιθαγενείς, η πρακτική του potlatch υιοθέτησε νέες μορφές έκφρασης και εξακολούθησε να ασκείται.
Η απαγόρευση ήρθε τη στιγμή μιας άλλης πηγής άγχους, οικονομικής αυτή τη φορά. Το 1884 σηματοδότησε την αρχή μιας οικονομικής ύφεσης στη Βρετανική Κολομβία, κατά την οποία η επίδειξη πλούτου καταδικαζόταν ως σπατάλη, όπως και ο ανταγωνισμός στην ανταλλαγή δώρων, για την οποία ο συμμετέχων σε ένα potlatch αναμενόταν να ανταποκριθεί με ακόμη μεγαλύτερη επίδειξη πλούτου κατά τη διάρκεια της επόμενης τελετής, πράγμα που ουσιαστικά οδηγούσε σε πτώχευση τους φυλάρχους και την κοινότητα που το διοργάνωνε. Το κοινωνικό συμβόλαιο –η αμοιβαία δέσμευση της τελετής– διασφάλιζε την αποπληρωμή αυτού του χρέους στο μέλλον με τόκο. Στις αρχές του 1900 το potlatch μεταβλήθηκε και λόγω της εισροής χρημάτων. Οι αυτόχθονες απέκτησαν εισοδήματα εργαζόμενοι σε βιομηχανίες όπως οι κονσερβοποιίες ψαριών και στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν το πλεόνασμα ρευστού για να αγοράσουν περισσότερα πράγματα να δωρίσουν, όπως κουβέρτες, έπιπλα, βάρκες και άλλες σύγχρονες ανέσεις. Η δυτική οικονομία ενεργοποιούσε την οικονομία των αυτοχθόνων· σύμφωνα με τους Πράκτορες για τους Ινδιάνους, την εξωθούσε σε νέα, αβάσταχτα όρια.
Το 1921, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των Χριστουγέννων, ο Dan και η Emma Cranmer φιλοξένησαν μια πενθήμερη τελετή στο Village Island με σκοπό να δώσουν την ευκαιρία στην οικογένεια της Emma να ξεπληρώσει το ακίνητο που δώρισε ο σύζυγός της όταν παντρεύτηκαν. Στη μεγαλύτερη ομαδική σύλληψη που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης 45 άτομα συνελήφθησαν και 22 φυλακίστηκαν. Μια συμφωνία συμβιβασμού που προτάθηκε από την υπεράσπιση προς αποφυγή της φυλάκισης περιλάμβανε την παράδοση μασκών, χάλκινων νομισμάτων, διασήμων και καλυμμάτων κεφαλής στο στέμμα, συνοδευόμενων από τη δημόσια αποκήρυξη του potlatch. Η παράδοση του υλικού και η αποκήρυξη του potlatch δεν περιοριζόταν στα άτομα που είχαν συλληφθεί αρχικά, αλλά επεκτάθηκε και στα 300 άτομα που είχαν συμμετάσχει στις τελετές. Επιβλήθηκαν, επίσης, ποινές και σε γειτονικές κοινότητες. Οι συλλήψεις διαπνέονταν από χριστιανικές αντιλήψεις. Θεωρήθηκε ότι «είχαν αποκηρύξει το δώρο, και μέσω αυτής της αποκήρυξης περνούσαν στην ‟πολιτισμένηˮ πλευρά των συνόρων μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας».6
Ο πρώτος που προσπάθησε να πάρει πίσω τα διάσημα και άλλα αντικείμενα –που κάποιοι τα αντιλαμβάνονταν ως έμβια όντα– ήταν ο φύλαρχος James Sewid. Η πρώτη του ενέργεια, το 1967, ήταν να προσπαθήσει να τα ξαναγοράσει στην τιμή που είχαν αρχικά πουληθεί στα μουσεία. Όπως παρατηρεί ο Michael Ames, από τη στιγμή που μπαίνουν στο μουσείο τα αντικείμενα δεσμεύονται από μουσειολογικά πρωτόκολλα – τα οποία τα ακολουθούν όταν τελικά επιστρέφονται στον τόπο καταγωγής τους.7 Το Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο, παραδείγματος χάρη, υποστήριξε ότι ο Sewid δεν έπρεπε να καταβάλει μόνο το τίμημα απόκτησης των αντικειμένων, αλλά και το κόστος για τη «φροντίδα» και τη συντήρησή τους όσο βρίσκονταν στις συλλογές του μουσείου. Αυτά τα αντικείμενα είχαν μεταμορφωθεί: Όταν επιστράφηκαν στο Cape Mudge και στο Alert Bay έφεραν και το μουσειακό πλαίσιο το οποίο καθόριζε τον τρόπο παρουσίασης, χρήσης και φροντίδας τους.
Στο πολιτιστικό κέντρο U’Mista στο Alert Bay τα αντικείμενα έχουν τοποθετηθεί στις άκρες του δωματίου πάνω σε βάσεις· δεν τοποθετήθηκαν σε γυάλινες προθήκες. Η σειρά με την οποία διευθετήθηκαν αντιστοιχεί αδρά στον ρόλο τους στο potlatch. Στο κέντρο του μουσείου υπάρχει ένας ανοιχτός χώρος για χορούς και τελετές. Τα αντικείμενα παρακολουθούν τα τεκταινόμενα σαν σιωπηλοί φρουροί. Στο πολιτιστικό κέντρο Nuyumbalees, αντίθετα, προβάλλεται το στοιχείο της ιδιοκτησίας. Προτεραιότητα έχουν πληροφορίες οικογενειακής προέλευσης για μάσκες, στολές και διάσημα, όπως και ο ρόλος άλλων υψηλά ιστάμενων στο potlatch του 1921. Τα αντικείμενα που έχουν επιστραφεί προβάλλουν ένα είδος νοσταλγίας – στην εξορία τους κρύβεται ένας άσβεστος πόθος επανοικειοποίησης.
Από όλες τις φωτογραφίες αντικειμένων που κατασχέθηκαν από τελετές potlatch στο Alert Bay, η συγκεκριμένη είναι η πιο διαδεδομένη. Οι μάσκες εξυπηρετούν διάφορους ρόλους στο potlatch. Από τις εικονιζόμενες, μερικές είναι καλύμματα κεφαλής φυλάρχων· άλλες δεν είναι για να φοριούνται, αλλά εμφανίζονται την κατάλληλη στιγμή ως ένδειξη υψηλής κοινωνικής θέσης· οι υπόλοιπες προορίζονται για τον χορό. Στο κέντρο της εικόνας βρίσκονται οι μάσκες μεταμόρφωσης, στις οποίες χρησιμοποιούνται περίτεχνα συστήματα τροχαλίας. Εκείνοι που τις φορούσαν ενάλλασσαν τα όντα που υποδύονταν εν μέσω της παράστασης, παίζοντας έτσι πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τον κόσμο των ανθρώπων από τον κόσμο των πνευμάτων. Εδώ οι μάσκες αυτές παρουσιάζονται σε σταθερή θέση, ανοιχτές, με την εσωτερική όψη τους εκτεθειμένη. Η μεγάλη μάσκα που παρουσιάζεται στην κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας αντιπροσωπεύει την Dzunuk’wa, την άγρια γυναίκα του δάσους. Παρουσιάζεται συχνά σκαλισμένη με το στόμα ανοιχτό και έναν θύσανο από μακριά μαύρα μαλλιά. Είναι κανίβαλος, αιχμαλωτίζει παιδιά και τα κρατάει μέσα σε ένα καλάθι από ξύλο τούγιας για να τα καταβροχθίσει αργότερα. Στις άκρες του πάνω χείλους της υπάρχουν σκαλισμένα κρανία. Η αναπαράσταση της ζωής και του θανάτου είναι αναπόσπαστο στοιχείο των τελετών potlatch.
Τα αντικείμενα που κατασχέθηκαν από το χωριό Memkumlis και τις γύρω κοινότητες στριμώχτηκαν όλα μαζί, σαν αμαρτωλοί, στην Αγγλικανική Εκκλησία του Alert Bay. Οι μάσκες της φωτογραφίας, με φόντο ένα λευκό σεντόνι τοποθετημένο από τον Πράκτορα για τους Ινδιάνους William Halliday, παρουσιάζονται ως τεκμήρια δήθεν έκνομων πρακτικών. Οι φωτογραφίες χρωστούν την ύπαρξή τους στην απαγόρευση, αποτελούν όμως ταυτόχρονα τεκμήριο και για ένα άλλο στοιχείο: την εμμονή των λευκών με το potlatch. Όταν στάλθηκαν από το Village Island στο Alert Bay και συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία, οι μάσκες εμπορευματοποιήθηκαν. Πριν διασκορπιστούν τα αντικείμενα, οι θεατές κατέβαλλαν αντίτιμο εισόδου για να δουν τα προϊόντα που παρουσιάζονταν στην αίθουσα της ενορίας. Κατά τη δεκαετία του 1860 αντιμετωπίζονταν με σχετική αδιαφορία, ωστόσο τη δεκαετία του 1870 είχαν γίνει «αντικείμενο μιας ηθικής σταυροφορίας».8 Ήταν πλέον ανταλλάξιμα προϊόντα, μέσω του Halliday μπήκαν σε συλλογές μουσείων και στη συνέχεια πουλήθηκαν σε ιδιώτες –ανάμεσά τους οι George Gustav Heye και André Breton–, ενώ μικρός αριθμός παρέμεινε στην προσωπική συλλογή του Πράκτορα για τους Ινδιάνους Duncan Campbell Scott. Ενώ το potlatch χαρακτηριζόταν «άχρηστο» από τους πράκτορες για τους Ινδιάνους, προφανώς για τις μάσκες δεν ίσχυε το ίδιο. Αφού αφαιρέθηκαν από τα χέρια των νόμιμων ιδιοκτητών τους, κατέληξαν εμπόρευμα και αργότερα όχημα μέσω του οποίου κάποιοι πρόβαλλαν τις αντιλήψεις τους για το υπερφυσικό, το πρωτόγονο, το σουρεαλιστικό. Άρχισαν να αντιπροσωπεύουν τα όρια της ευρωπαϊκής γνώσης.
Δύο μεγάλες μάσκες πρωταγωνιστούν σε αυτή τη φωτογραφία. Ξεδιπλωμένες αποκαλύπτουν τρεις όψεις: δύο στις άκρες και μία, ανθρωπόμορφη, στη μέση. Πρόκειται για μάσκες του Sisiutl, του δικέφαλου ερπετού. Το πλάσμα αυτό, που πάντα απεικονίζεται με κέρατα, μετατρέπει σε πέτρα εκείνους που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον φόβο τους. Σύμφωνα ίσως με τη δικέφαλη φύση του, το Sisiutl μοιράζει επίσης δύναμη και πλούτο· πολεμιστές και φύλαρχοι χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα την αναπαράστασή του ως θυρεό στα εμβλήματά τους για προστασία από τα κακά πνεύματα.
Οι υποτιθέμενες αποδείξεις του Halliday περί έκνομων πρακτικών, εκτός από τα αντικείμενα τα οποία αναζητούσε, περιλάμβαναν και ανθρώπους. Σε αυτή τη φωτογραφία ένας φύλαρχος κρατάει δύο T̕łakwa, δηλαδή τεχνουργήματα από σφυρήλατο έλασμα χαλκού, το ένα ακέραιο και το άλλο θραύσμα. Τα T̕łakwa φτιάχνονταν για συγκεκριμένους λόγους: Είτε για να ντροπιάσουν κάποιον είτε για να επιδείξουν την υψηλή θέση ενός φυλάρχου, ο οποίος θα δώριζε τμήμα από το πάνω μέρος του αντικειμένου στον βασικό ανταγωνιστή του. Στις 16 Απριλίου 1919 ένας κάτοικος του Alert Bay ονόματι Wawip̓igesuwe’ συνέταξε μια επιστολή για λογαριασμό της ιθαγενούς φυλής ‘Namgis, με στόχο την άρση της απαγόρευσης του potlatch. Σε αυτή χρησιμοποίησε τα δυτικά οικονομικά μοντέλα για να καταστήσει κατανοητή την αξία του T̕łakwa:
Κάθε φυλή έχει τα δικά της χάλκινα, και κάθε χάλκινο έχει τη δική του αξία. Τα παλιά τα χρόνια δεν υπήρχαν χρήματα, και αυτά τα χάλκινα αποτελούσαν μια σταθερή αξία, αλλά η αξία τους μεγάλωνε κάθε φορά που άλλαζαν χέρια. Όταν ήρθε ο λευκός άνθρωπος και μπορούσαμε να παίρνουμε τον μισθό μας για την εργασία μας σε μετρητά, επενδύσαμε τις οικονομίες μας σε χάλκινα και τα χρησιμοποιούσαμε όπως ένας λευκός την τράπεζα, και πάντα προσδοκούσαμε περισσότερα από όσα βάζαμε. Σας υποβάλλουμε έναν κατάλογο με τα χάλκινα που ανήκουν στη φυλή ‘Namgis και την αξία τους· άλλες φυλές έχουν τα δικά τους χάλκινα, καταλαβαίνετε λοιπόν το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς για μας αν το έθιμό μας απαγορευτεί.9
Το αντικείμενο ήταν τώρα διπλά επενδυμένο, τόσο με πολιτιστική όσο και με οικονομική αξία, με τη δυτική έννοια, και αυτή η αξία συνέχιζε να αυξάνεται όσο περισσότερο κυκλοφορούσαν τα χάλκινα. Αυτή η μεγάλη επένδυση, ωστόσο, δεν μεταβιβάστηκε όταν τα χάλκινα κατασχέθηκαν το 1922. Σε αντίθεση με τις μάσκες και τις στολές, δεν δόθηκε καμία αποζημίωση στους ιδιοκτήτες των χάλκινων, καθώς δεν είχε καθοριστεί γι’ αυτά μια ισοτιμία με το δολάριο στα βιβλία των Πρακτόρων για τους Ινδιάνους.
Κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης τα potlatch πέρασαν στην παρανομία και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους μεταμφιέστηκαν. Κατά καιρούς αντικείμενα από potlatch χαρίζονταν τα Χριστούγεννα ως «δώρο», ενώ τη δεκαετία του 1930 οι κοινότητες άρχισαν συνειδητά να διοργανώνουν ασύνδετες μεταξύ τους τελετές: Οι χοροί και οι ομιλίες γίνονταν σε άλλες ημερομηνίες από το μοίρασμα των δώρων (η προσφορά δώρων είχε απαγορευτεί όταν γινόταν στο πλαίσιο κάποιας τελετής). Σε άλλες περιπτώσεις τα potlatch διοργανώνονταν γύρω από την προσφορά συνηθισμένων, σχετικά, ευρωπαϊκών αγαθών, όπως τα 1.500 σακιά αλεύρι αυτής της φωτογραφίας. Στη θέση του παραδοσιακού τελετουργικού του potlatch που συνόδευε τα δώρα ο χορηγός, όταν έδινε το σακί αλεύρι που εικονίζεται εδώ, έλεγε απλώς: «Ορίστε λίγο αλεύρι για να σας βοηθήσει να τα βγάλετε πέρα τον δύσκολο χειμώνα». Χριστιανικές αντιλήψεις φιλανθρωπίας προστέθηκαν επίσης στην τελετή, ώστε να διαλυθούν οποιεσδήποτε υποψίες τυχόν επιλήψιμης συμπεριφοράς. Επρόκειτο για μια υπολογισμένη απόφαση, δεδομένου μάλιστα ότι οι κοινότητες των εθνών που κατοικούσαν αρχικά στον Καναδά είχαν προβάλει σθεναρή αντίσταση στην αφομοίωση από τον χριστιανισμό. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη επιλογή πρόσφερε ένα πρόσχημα μεταστροφής, ενώ οι κοινότητες, με αρκετά διαφανή τρόπο, ασκούσαν τις δικές τους πνευματικές πρακτικές. Όταν, το 1933, προσφέρθηκαν εννιακόσια σακιά αλεύρι στο Fort Rupert, στους αστυνομικούς είπαν ότι «ήταν μια πράξη χριστιανικής φιλανθρωπίας». Με βάση τον μεγάλο αριθμό των σακιών (που υπογράμμιζε τον πλούτο του προσώπου που τα αγόρασε), τη συνειδητή επίδειξή τους από πριν και τη συγκέντρωση της κοινότητας, το χάρισμα του αλευριού ήταν πιθανότατα ένα μέσο αποπληρωμής κάποιου χρέους προς άλλη οικογένεια λόγω πρόσφατου γάμου ή σηματοδοτούσε αλλαγή κοινωνικής θέσης. Με αυτή την έννοια, αναμορφωμένο το potlatch προκάλεσε μια ακόμη κρίση στην αποικιοκρατική λογική. Οι Πράκτορες για τους Ινδιάνους γνώριζαν πολύ καλά ότι επρόκειτο για potlatch, αλλά η αυστηρή περιγραφή της τελετής στα έγγραφά τους δεν ανταποκρινόταν στις αλλαγές της μορφής του και στη δημιουργική αντίσταση που αυτές εμπεριείχαν. Εκείνο που τόσο είχε δυσκολέψει τους λευκούς να το ονοματίσουν είχε διαφύγει ακόμη μια φορά από τους ορισμούς τους· το potlatch, βγαίνοντας από το σκοτάδι της αποικιοκρατικής γλώσσας και του δικαίου, καθιστούσε αναγκαίες και πάλι νέες μορφές σωφρονισμού κι ελέγχου.
Πολλά από όσα γράφτηκαν για την τελετή Hamat’sa –τη μυστική ομάδα που επιδιδόταν, υποτίθεται, σε τελετουργική ανθρωποφαγία– χρησιμοποιούνται ως απόδειξη της βαρβαρότητας των αυτοχθόνων και προς υπεράσπιση της ποινικοποίησης του potlatch. Κατά την τελετή, που τελούνταν αρχικά στο πλαίσιο των Tsetseka, των τελετών του χειμώνα, οι νεαροί άντρες προς μύηση υποδύονταν ότι κατέχουν το ανθρωποφάγο πνεύμα Baxbaxwalanuxsiwae’. Κατά τη διάρκεια της τελετής οι νέοι άντρες απαλλάσσονται από το πνεύμα. Η τελετή Hamat’sa ήταν εξαιρετικά σημαντική για τους Kwakwaka’wakw, προς επιβεβαίωση της δύναμης των ζωντανών επί των νεκρών (της ικανότητας να καταναλώνουν τον νεκρό χωρίς να υποκύπτουν στον θάνατο), καθώς και σε σχέση με τις πρωταρχικές δυνάμεις της φύσης. Εδώ ενυπάρχει και μια άλλη μορφή αμοιβαιότητας – αυτή ανάμεσα στον ανθρώπινο κόσμο και στον υπερφυσικό. Ενώ, στο πλαίσιο της τελετής, θυσιάζονται πνεύματα για να καταστεί δυνατή η επιβίωση του ανθρώπου, παράλληλα η ίδια η προσφορά ανθρώπινης ζωής, που σημαίνεται μέσω προσομοίωσης της ανθρωποφαγίας, κρίνεται απαραίτητη για να επιτραπεί η επιβίωση του υπερφυσικού. Οι τελετές του potlatch προκάλεσαν και μια άλλη μορφή «δαιμονισμού»: εκείνη των Πρακτόρων για τους Ινδιάνους και ίσως ακόμη και του ίδιου του ανθρωπολόγου Franz Boas.
Επάνω διακρίνεται ο Boas να ποζάρει για ένα διόραμα για το Hamat’sa. Παρουσιάζεται ως ο «άγριος» χορευτής που αναδύεται από το κατώφλι του υπερφυσικού, μέσα από το στόμα του Baxbaxwalanuxsiwae’. Το ίδιο το διόραμα βασιζόταν σε μια αναπαράσταση της τελετής που έμοιαζε εντελώς εκτός εποχής. Το 1893 μια ομάδα Kwakwaka’wakw μεταφέρθηκε στο Σικάγο, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Κολομβίας. Εκεί επανέλαβαν πολλές φορές την τελετή Hamat’sa, προς χάριν του αμύητου ακροατηρίου, θέτοντας σε κίνηση έναν κύκλο αέναων επαναλήψεων που συνεχίζεται ως σήμερα.
Οι Kwakwaka’wakw διαβεβαιώνουν ότι ο χορός δεν αποτελεί μια απλή εορταστική εκδήλωση: Είναι αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και διακυβέρνησής τους. Δηλώνουν ότι «ένας αυστηρός νόμος μάς υποχρεώνει να χορεύουμε».10 Το 1975, όταν επισημοποιήθηκε η επιστροφή του πρώτου συνόλου αντικειμένων που είχαν κατασχεθεί μετά το potlatch του 1921, κάτοικοι του Cape Mudge και του Alert Bay οργάνωσαν χορούς που δεν ήταν απλώς εορταστικοί. Όρος της συμφωνίας για να επαναπατριστούν τα αντικείμενα ήταν ότι έπρεπε να φυλαχτούν σε μουσεία. Ταυτόχρονα, ήταν μια ευκαιρία να επανεξετάσει η κοινότητα τον ρόλο του μουσείου και πώς θα μπορούσαν να εκτεθούν αντικείμενα στο πλαίσιο της παρουσίασης τη σύνθετης ιστορίας τους.
Στο πολιτιστικό κέντρο U’Mista στο Alert Bay τα αντικείμενα εκτίθενται γύρω από έναν ανοιχτό χώρο σε μια μεγάλη οικία. Δεν βρίσκονται σε προθήκες, αλλά ελεύθερα στον χώρο, ομαδοποιημένα και τοποθετημένα με την ίδια περίπου σειρά που θα είχαν στο potlatch. Έμφαση δίνεται στη σημασία των διάφορων προσωπείων και εμβλημάτων, ενώ γίνεται συνεχής αναφορά της σχέσης τους με το potlatch του 1921 και την οικογένεια Cranmer. Στην έκθεση στο πολιτιστικό κέντρο Nuyumbalees η έμφαση δίνεται στις μεμονωμένες οικογένειες που φυλάσσουν τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Το potlatch του 1921 δεν διοργανώθηκε μόνο από τον Dan Cranmer, αλλά από κοινού με τη σύζυγό του, Emma, και τον φύλαρχο του Cape Mudge, Billy Assu. Σε αντίθεση με το U’Mista, το κύριο κοινό του Cape Mudge παραμένει η κοινότητα.
Παρά τις προβλέψεις των αρχών και των πολιτικών υπευθύνων ότι το potlatch θα εξαφανιστεί, προβλέψεις που επαναλάμβαναν συνεχώς όχι μόνο οι αρμόδιοι, αλλά και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι (σε μια προσπάθεια να εξευμενίσουν τις αρχές), αυτό δεν έσβησε ποτέ. Ως σύστημα αποδείχτηκε εξαιρετικά ευέλικτο. Κατά καιρούς χωριζόταν στα δύο, ενσωματώνοντας, με στρατηγική σκέψη, ευρωπαϊκά αγαθά και ιδεολογίες ως προπέτασμα, ή βγαίνοντας στην παρανομία, παραμένοντας λίγο πολύ το ίδιο. Αντικείμενα potlatch κυκλοφορούν σήμερα κυρίως με τη μορφή της μάσκας: Κάποια κατασκευάζονται ειδικά για την αγορά της τέχνης· άλλα κυκλοφορούν στο πλαίσιο τελετών. Ο Beau Dick είναι κατασκευαστής μασκών. Kwakwaka’wakw στην καταγωγή, ζει και εργάζεται στο Alert Bay. Αγαπημένο θέμα των γλυπτών του, πολλά από τα οποία πωλούνται σε συλλέκτες, είναι η Dzunuk’wa, η κανίβαλος. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ο κανιβαλισμός αποτελεί μεταφορά για τον πολιτιστικό καταναλωτισμό. Το 2012 ο Dick προσπάθησε να υποσκάψει αυτή την επιθυμία για κατανάλωση. Ξεκρέμασε σαράντα από τις μάσκες του από τους τοίχους της γκαλερί του στο Βανκούβερ και τις πήγε στην κοινότητα από την οποία κατάγεται, όπου κάηκαν τελετουργικά μπροστά σε μάρτυρες, ανάμεσά τους καλλιτέχνες και συλλέκτες. Η καύση των μασκών δεν ήταν απλώς μια πράξη καταστροφής, αλλά έθετε σε κίνηση τη δημιουργία ενός νέου συνόλου από μάσκες, οι οποίες μετά από τέσσερα χρόνια χρήσης τους σε potlatch θα παραδοθούν με τη σειρά τους στην πυρά.
Υπάρχει μια ιστορία για μια κοινότητα που αποφάσισε να αντιδράσει στην Dzunuk’wa· έτσι, λοιπόν, την αιχμαλώτισαν και τη σκότωσαν. Για να σιγουρευτούν ότι δεν θα επανέλθει στη ζωή, άναψαν μια μεγάλη πυρά για να κάψουν το σώμα της. Τη στιγμή που το σώμα της άρχισε να καίγεται και να μαυρίζει μεταμορφώθηκε σε σμήνος κουνουπιών. Η μεταμόρφωση και η διασπορά της Dzunuk’wa θυμίζει το ίδιο το potlatch: Μια πρακτική που επέζησε χάρη στις μεταλλάξεις της την εποχή της κορύφωσης της αποικιοκρατικής βίας και καταστολής.
Μετάφραση: Δημήτρης Σαλταμπάσης
1 Franz Boas, από αναφορά του 1889 προς τη Γεωγραφική Εταιρεία Βερολίνου. Παρατίθεται στο Christopher Bracken, The Potlatch Papers: A Colonial Case History (Σικάγο και Λονδίνο: The University of Chicago Press, 1997), σ. 6.
2 Ό.π., σ. 8.
3 Bracken, The Potlatch Papers, ό.π., σ. 46.
4 Jacques Derrida, Glas (Λίνκολν: University of Nebraska Press, 1986), σ. 6-7.
5 An Act further to amend ‘The Indian Act, 1880’, S.C. 1884, c. 27, s. 3.
6 Bracken, The Potlatch Papers, ό.π., σ. 42-43.
7 Michael Ames, Cannibal Tours and Glass Boxes: The Anthropology of Museums (Βανκούβερ: University of British Columbia Press, 1992), σ. 139-150.
8 Bracken, The Potlatch Papers, ό.π.,σ. 35.
9 Παρατίθεται στο U’mista Cultural Society: www.umista.ca/collections/collection.php?item=134&all=&pg=1.
10 Φύλαρχος O'wax̱a̱laga̱lis, στο Franz Boas, “The Indians of British Columbia”, The Popular Science Monthly 32 (Μάρτιος 1888), σ. 631.