Εκδοτικό σημείωμα
This is waste wilderness.
—Susan Howe
I.
Η τέχνη «δεν είναι χόμπι – είναι ο λόγος για τον οποίο ξυπνάμε κάθε πρωί», όπως το έθεσε προσφάτως στην επιτροπή του μεταπτυχιακού του ο καλλιτέχνης Naeem Mohaiemen, εξηγώντας γιατί πήρε έναν χρόνο άδεια από το γράψιμο της διδακτορικής διατριβής του για να ολοκληρώσει δύο ταινίες για την documenta 14. Η ακαδημία αναστέναξε με δυσπιστία.
Τον Οκτώβριο του 2016, ενώ μόλις ολοκληρώσαμε την επιμέλεια του τρίτου τεύχους του South as a State of Mind, η documenta 14 εξακολουθεί να εκδηλώνεται με ποικίλες, αποκλίνουσες μορφές και στις δύο πόλεις που τη φιλοξενούν, την Αθήνα και το Κάσελ. Τι είναι όμως; Τι είναι αυτή η έκθεση – στην οποία τίποτα δεν έχει εκτεθεί ακόμα, προκαλώντας αμηχανία σε κάποιους που απαιτούν άμεσα ορατότητα; Πολλά έχουν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια, από τη στιγμή που το πρότζεκτ της documenta 14 άρχισε να παίρνει μορφή. Ενώ την υλοποιούμε, έχουμε συλλέξει ένα πλούσιο και ιστορικά τεκμηριωμένο κριτικό, θεωρητικό και εικαστικό λεξιλόγιο που στόχο έχει να προκαλέσει και τελικά να αντικαταστήσει τους φθαρμένους, πολιτικά και αισθητικά συμβατικούς και συμβιβασμένους όρους μιας μεγάλης διεθνούς έκθεσης [large international exhibition ή LIE]. Αντί να εξακολουθούμε να εξηγούμε ότι αυτή η documenta δεν είναι άλλη μια «ετοιματζίδικη» έκθεση που διοργανώνεται κάθε δύο, τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια (παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του ’70 και μετά διοργανώνεται ακριβώς κάθε πέντε χρόνια στην πόλη του Κάσελ), αποφασίσαμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ εκείνες τις γλώσσες –τις σχεδόν εξαφανισμένες ή σχεδόν λησμονημένες, τις καταπιεσμένες ή τις επινοημένες εκ νέου– που ανταποκρίνοντiαι καλύτερα στα καίρια σύγχρονα ζητήματα απ’ ό,τι το σύνηθες λεξικό των εικαστικών εκδηλώσεων, των θεαμάτων, των «LIEs» και των λοιπών εμπορεύσιμων αγαθών. Προς μεγάλη μας έκπληξη και με χαρά διαπιστώσαμε ότι είναι πιθανοί κι άλλοι τρόποι για να απευθυνθείς στο κοινό. Υπό το πρίσμα αυτής της πιθανότητας, που μπορεί να βρεθεί στα υπόγεια του επάνω κόσμου, εργαζόμαστε για την documenta 14, όλοι οι καλλιτέχνες, συγγραφείς, επιμελητές, συντάκτες και όσοι σε διάφορους ρόλους συμμετέχουν σ’ αυτή την προσπάθεια, τα ονόματα των οποίων θα βρείτε στο παρόν τεύχος.
Οι όροι που έχουμε εξετάσει αποδείχτηκαν αποτελεσματικά εργαλεία τα οποία προέκυψαν από τις πολυάριθμες παραδόσεις της αντίστασης – μεθοδολογίες και τεχνικές του εαυτού (και της εγκατάλειψής του) που μας δίνουν τη δυνατότητα να ξανασκεφτούμε το παρόν προκειμένου να το αλλάξουμε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ασχοληθήκαμε, μεταξύ άλλων, με το έργο της Ιταλίδας καλλιτέχνιδας και πολιτικής ακτιβίστριας Tina Modotti (1896-1942), και ειδικότερα με τη σειρά φωτογραφιών της που κατέγραψε τη δουλειά του Ινδού επαναστάτη και γεωπόνου Pandurang Khankhoje (1866-1967), ο οποίος δίδαξε πρωτοποριακές μεθόδους καλλιέργειας καλαμποκιού και υπήρξε ο ιδρυτής μιας σειράς δημόσιων και συνεταιριστικών σχολών γεωπονικής στο Μεξικό κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Οι διάφορες αντιαυταρχικές, διεπιστημονικές προσεγγίσεις υπήρξαν πολύ σημαντικές στην προετοιμασία των δημόσιων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δράσεων της documenta 14. Μια τέτοια περίπτωση είναι κι αυτή του Πολωνού αρχιτέκτονα, πολεοδόμου, καλλιτέχνη και παιδαγωγού Oskar Hansen (1922-2005). H πρακτική της Ανοιχτής Φόρμας που υιοθέτησε σηματοδοτεί την πορεία προς μια εικαστική και αρχιτεκτονική δημιουργία σε διαλεκτική σχέση τόσο με το ανθρώπινο όσο και με το μη ανθρώπινο περιβάλλον, αποτελεί όμως και μια άσκηση μεταμόρφωσης της υποκειμενικότητάς μας, πάντα σε σχέση με τους άλλους. Κατά την έρευνά μας ανακαλέσαμε το ισχυρό έργο –ισχυρό όπως μόνο όσοι έχουν καταστεί ανίσχυροι μπορούν να κατορθώσουν– του Βραζιλιάνου δραματουργού Augusto Boal (1931-2009) και του Θεάτρου των Καταπιεσμένων που ίδρυσε, καθώς και των ρηξικέλευθων προτάσεών του για μια εξωσχολική (deschooling) κοινωνία. Διαβάσαμε επίσης και διδαχτήκαμε από το έργο του Μεξικανού ποιητή και εικαστικού Ulises Carrión (1941-1989) σχετικά με τις στρατηγικές διαφυγής και υπεκφυγής, από την επιμονή του στους «καλούς τρόπους» κατά τη διαδικασία κριτικής αναδιάταξης «κουτσομπολιών και σκανδάλων» και από το ποιητικό σθένος με το οποίο καθιστά ξένο το οικείο, όπως όταν γράφει:
Ένα μυθιστόρημα, είτε από ιδιοφυή λογοτέχνη είτε από συγγραφέα τρίτης διαλογής, είναι ένα βιβλίο στο οποίο δεν συμβαίνει τίποτα.
Υπάρχουν ακόμα, και θα υπάρχουν πάντα, άνθρωποι που τους αρέσει να διαβάζουν μυθιστορήματα. Θα υπάρχουν πάντα επίσης άνθρωποι που τους αρέσει να παίζουν σκάκι, να κουτσομπολεύουν, να χορεύουν μάμπο ή να τρώνε φράουλες με σαντιγί.
Σε σύγκριση με τα μυθιστορήματα, όπου δεν συμβαίνει τίποτα, στην ποίηση κάτι συμβαίνει καμιά φορά, αν και πολύ λίγο.
Αυτό το «πολύ λίγο» είναι ακριβώς ο χρόνος και ο χώρος που μας έχουν παραχωρηθεί, ο χρόνος της documenta 14, η οποία ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό από αυτό εδώ το περιοδικό που δεν είναι μόνο για «ανθρώπους που τους αρέσει να διαβάζουν μυθιστορήματα», αλλά για τους πάντες. Γράφει ο Carrión:
Στη νέα τέχνη δεν αγαπάς κανένα.
Η παλιά τέχνη υποστηρίζει ότι αγαπά.
Στην τέχνη δεν αγαπάς κανένα. Μόνο στην αληθινή ζωή αγαπάς κάποιον.Όχι ότι η νέα τέχνη δεν έχει πάθη.
Είναι ολόκληρη το αίμα που κυλά από το τραύμα που έχει προκαλέσει στους ανθρώπους η γλώσσα.
Και είναι επίσης η χαρά να μπορείς να εκφράσεις κάτι με τα πάντα, με οποιοδήποτε πράγμα, σχεδόν με τίποτα, με τίποτα.
Σχεδόν με τίποτα, με τίποτα, αποφασίσαμε στο τρέχον τεύχος του περιοδικού να κοιτάξουμε βαθιά «στο τραύμα που έχει προκαλέσει η γλώσσα». Αυτό το τραύμα, αυτή η πληγή είναι η κύρια έγνοια μας όταν γράφουμε και διαβάζουμε (δραστηριότητες που είναι απλά δύο πιθανές εκδοχές αυτού που περιεκτικά κατονόμασε ο Rasheed Araeen στο πρότζεκτ του για την documenta 14 ως Food for Thought [Τροφή για τη σκέψη]), και η παρουσία αυτού του τραύματος στη ζωή των ανθρώπων είναι η κύρια έγνοια της documenta 14. Για παράδειγμα, η γλώσσα-ως-τραύμα ήταν στο μυαλό μας σε μια πρόσφατη επίσημη παρουσίαση του δεύτερου τεύχους του South as a State of Mind στη Νορβηγία, όπου προβάλαμε και παρακολουθήσαμε προσεκτικά το Lost and Found (2016), ένα καινούριο φιλμ της Susan Hiller, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια, ασχολείται με τις «παραγνωρισμένες, απόκοσμες, φασματικές διαστάσεις του ηχογραφημένου ήχου που δεν κάνει διαχωρισμούς ανάμεσα στις φωνές των ζωντανών και σ’ αυτές των ανθρώπων που έχουν πεθάνει προ πολλού». Οι φωνές, εύθραυστα μνημεία ανθρώπων, πολιτισμών και γλωσσών στα πρόθυρα της εξάλειψης, μας τύλιξαν με την παράξενα υλική και έμμονη παρουσία τους.
Η γλώσσα-ως-τραύμα, ως μια επίμονη και μουντή παρουσία, ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στις 34 Ασκήσεις Ελευθερίας, την εναρκτήρια εκδήλωση της Βουλής των Σωμάτων της documenta 14 στο Πάρκο Ελευθερίας της Αθήνας τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν ο Ισπανός καλλιτέχνης και ακτιβιστής Daniel García Andújar παρουσίασε το μικρό βιβλίο που δημιούργησε ειδικά για την περίσταση. Ακολουθώντας την ερμηνευτική προσέγγιση της υποψίας όπως αυτή περίτεχνα εφαρμόστηκε από τον Victor Klemperer στο έργο του LTI – Lingua Tertii Imperii: Notizbuch eines Philologen (1947) με στόχο να κατανοηθεί και να αφοπλιστεί η γλώσσα του ναζιστικού καθεστώτος, ο Andújar ανέπτυξε τη δική του LTI – Lingua Tertii Imperii (2016) ως εργαλείο επίλυσης του δεσμού γλώσσας, εικόνας και αρχιτεκτονικής πολιτικής κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974). Γράφει ο Andújar στην εισαγωγή του βιβλίου του: «Η γλώσσα δεν είναι ποτέ αθώα. Η αρχιτεκτονική δεν είναι ποτέ αθώα. Οι εικόνες δεν είναι ποτέ αθώες. Εμπλέκονται διαρκώς σε μια μάχη σώμα με σώμα με την ιστορία». Και προσθέτει: «Βγάλε το φανάρι του Διογένη και περπάτα στο πάρκο με το φως της μέρας αναζητώντας μια έντιμη γλώσσα».
Ο πρωινός περίπατος του Διογένη με το φανάρι σε αναζήτηση ενός έντιμου ανθρώπου (ή, όπως λέει ο Andújar, μιας έντιμης γλώσσας) αντικατοπτρίζεται στην παιδαγωγική και συγγραφική πρακτική του Lucius Burckhardt (1925-2003), ενός Ελβετού θεωρητικού του αστικού τοπίου και ζωγράφου υδατογραφιών οι οποίες βοήθησαν τις αναζητήσεις του στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στο τεχνητό τοπίο (όπως είναι όλα). Ο Burckhardt δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Κάσελ από το 1973 ως το 1997, ακολουθώντας τις αρχές της «περιπατολογίας» (“strollology”) που ο ίδιος συνέλαβε, μιας μορφής ενεργού και περιπατητικής ανάγνωσης των καιρών μας και του κόσμου που μας περιβάλλει. Συνεργάτις του υπήρξε η σύζυγός του, η εικαστικός και συγγραφέας Annemarie Burckhardt (1930-2012), το έργο της οποίας Der falsche documenta-Katalog (Ο ψεύτικος κατάλογος της documenta, 1991) –ένα βιβλίο σε σχήμα μαξιλαριού ή ένα μαξιλάρι σε σχήμα βιβλίου– ανάγκασε τους δικηγόρους της documenta να επιδείξουν έλλειψη χιούμορ απαιτώντας την απόσυρση της έκδοσης. Και οι δύο, η Annemarie και ο Lucius Burckhardt, εξακολουθούν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για την documenta 14.
Τον Ιανουάριο του 1970 ο Μίκης Θεοδωράκης σημείωνε στο Ημερολόγιο Εξορίας: «Σκοτώθηκε ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου. Συγκλονίστηκα. Ο θάνατος είναι τυφλός και ανεύθυνος». Η μουσική του Χρήστου στον Επίκυκλο (1968) παρουσιάζει το υπόστρωμα συνεχείας (continuum) ως κεντρική αρχή οργάνωσης της συμμετοχής των ηθοποιών σ’ ένα έργο στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2016 έγιναν στην Αίθουσα Πρεβελάκη του Πολυτεχνείου οι πρώτες σύνοδοι εργασίας με τη συμμετοχή των καλλιτεχνών που είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν στην documenta 14. Αυτές οι ημιδημόσιες εκδηλώσεις, στις οποίες η ομάδα της documenta 14 δούλεψε μαζί με τους καλλιτέχνες πάνω στα πρότζεκτ και στην παρουσίαση του έργου τους ενώπιον φοιτητών και εκπαιδευτικού προσωπικού, ήταν έντονα επηρεασμένες από τους κανόνες που είχε θέσει ο Χρήστου για το continuum – μια απόπειρα ενορχηστρωμένου αυτοσχεδιασμού.
Ενόσω εργαζόμαστε για την documenta 14, τέτοιες μορφές μάς υποδεικνύουν σύνθετους και ποικιλόμορφους τρόπους ύπαρξης και μας καθοδηγούν στη δύσκολη, σκοτεινή πορεία μας καθώς προχωράμε μπροστά, σκοντάφτοντας και κάνοντας λάθη.
II.
Τον Αύγουστο του 2016, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη βόρεια Νορβηγία, όπου επρόκειτο να παρουσιάσουμε το South as a State of Mind στο Κοινοβούλιο των Σάμι, η ποιήτρια και καλλιτέχνις Synnøve Persen μας ξενάγησε στο σπιτάκι του μικροσκοπικού χωριού Máze όπου η ίδια και άλλοι καλλιτέχνες και ακτιβιστές του Sámi Artist Group ζούσαν, εργάζονταν και προκαλούσαν αναστάτωση από το 1978 ως το 1983. Σ’ ένα από τα στενά στούντιο του σπιτιού υπήρχε μια λεπτή στοίβα βιβλίων σ’ ένα σκονισμένο ράφι: το βλέμμα μας έπεσε στη ράχη ενός βιβλίου όπου διακρινόταν με μαύρα γράμματα ο τίτλος του που ρωτούσε Dam a River, Damn a People? Σαν να απαντούσαμε, τραβήξαμε απαλά τη μικρή αυτή έκδοση από το ράφι. Στο εξώφυλλο δέσποζε η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός βοσκού ταράνδων που μάζευε με το λάσο ταράνδους πριν από το ανοιξιάτικο ταξίδι του κοπαδιού. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Robert Paine και ο υπότιτλος Saami (Lapp) Livelihood and the Alta/Kautokeino Hydro-electric Project and the Norwegian Parliament (O βιοπορισμός των Σάμι, το υδροηλεκτρικό έργο του Alta/Kautokeino και το Νορβηγικό Κοινοβούλιο). Το βιβλιαράκι αυτό με τον αποφασιστικό τίτλο ήταν το ενημερωτικό δελτίο της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων (International Work Group for Indigenous Affairs [IWGIA]).
Περίπου τον ίδιο καιρό, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, που η Persen και οι συνάδελφοί της καλλιτέχνες έφταναν στο Máze αποφασισμένοι να δημιουργήσουν τέχνη των Σάμι και να ζήσουν τη ζωή των Σάμι σε μια αρχαία γη των Σάμι, η νορβηγική κυβέρνηση αποφάσισε μονομερώς να φράξει τον κοντινό ποταμό Άλτα. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να πλημμυρίσει ολόκληρη η περιοχή, πνίγοντας τα χωριά, τους οικισμούς, τα βοσκοτόπια και τον ίδιο τον τρόπο ζωής των Σάμι. Το προτεινόμενο έργο του φράγματος ενεργοποίησε τον ακτιβισμό των Σάμι καλλιτεχνών: Αμέσως διοργανώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στο έργο, οι οποίες κλιμακώθηκαν με τη διάσημη απεργία πείνας έξω από το Νορβηγικό Κοινοβούλιο στο Όσλο το 1979. Εκείνη η πολιτική στιγμή, ένα είδος απελευθερωτικού ανοίγματος, και τα γεγονότα που προηγήθηκαν συνένωσαν πρώτη φορά τους Σάμι ακτιβιστές με τους Νορβηγούς περιβαλλοντολόγους, ενισχύοντας έτσι και τα δύο κινήματα. Το υδροηλεκτρικό φράγμα μπορεί να χτίστηκε τελικά (αν και πολύ μικρότερης κλίμακας από ό,τι προέβλεπε η αρχική πρόταση), αλλά ο ακτιβισμός των Σάμι εκείνη την περίοδο θα οδηγούσε, μια δεκαετία αργότερα, απευθείας στον σχηματισμό του επικυρωθέντος από τον βασιλιά της Νορβηγίας Κοινοβουλίου των Σάμι στο Kárášjohka.
Τότε όπως και τώρα, εκεί στην Αρκτική όπως και αλλού, η εκμετάλλευση του περιβάλλοντος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποικιακή βία και την καταπίεση και τον διωγμό των αυτόχθονων λαών, όπως μαρτυρά και η παιδαγωγική υπενθύμιση της Chickasaw συγγραφέα Linda Hogan: «Ορίστε ένα μάθημα: Ό,τι συμβαίνει στους ανθρώπους και ό,τι συμβαίνει στη γη είναι το ίδιο πράγμα». Στο νεοαποικιακό, νεοφιλελεύθερο παρόν ο παγκόσμιος καπιταλισμός εξακολουθεί το ίδιο βίαιο έργο (ταυτοχρόνως ενάντια στη γη και στους ανθρώπους) που ξεκίνησε ο μακρύς 16ος αιώνας και η αποικιοκρατία που αυτός κατοχύρωσε: τα κεφαλαιοκρατικά μέσα παραγωγής και η ανάγκη για φτηνό ή ακόμα και δωρεάν εργατικό δυναμικό –που επιτυγχάνεται από την ανισότητα δυνάμεων όπως αυτή υπαγορεύεται από την τάξη, τη φυλή και το φύλο– εξακολουθούν να βασίζονται όπως πάντα στην οικολογική βία για την παραγωγή αξίας.
Κι αν ωστόσο ο νεοφιλελευθερισμός, ο ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατία, ο δυτικός επεκτατισμός, η αφαίμαξη των πόρων και η οικολογική καταστροφή ακολουθούν σχεδόν πάντα τη βία εναντίον των αυτόχθονων πληθυσμών (οι οποίοι συχνά δεν βλέπουν καμιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ίδιους και στη γη από την οποία ζουν), ομοίως τα περιβαλλοντικά κινήματα συχνά ακολουθούν το παράδειγμα ακτιβισμού αυτών των πληθυσμών, το οποίο συνδέει την κοινωνική με την οικολογική δικαιοσύνη. Αρκεί να λάβουμε υπόψη τον ακτιβισμό των Σάμι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ενάντια στο υδροηλεκτρικό έργο του Άλτα. Ή τη μεγάλη διαμαρτυρία της φυλής των Σιου, που συμβαίνει ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, στην κατασκήνωση του Standing Rock στη Βόρεια Ντακότα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενάντια στον αγωγό της Ντακότα που πρόκειται να γίνει στο υπέδαφος της γης τους, καταστρέφοντας τα αρχαία κοιμητήριά τους και θέτοντας σε κίνδυνο τις πηγές πόσιμου νερού. Όπως έχει δηλώσει η LaDonna Brave Bull Allard (απόγονος της Mary Big Moccasin, η οποία είχε επιβιώσει από τη σφαγή στο Γουάιτστοουν της Βόρειας Ντακότα το 1863), απηχώντας τον τίτλο του βιβλίου που εξέδωσε το 1982 η IWGIA: «Εμείς είμαστε το ποτάμι και το ποτάμι είναι εμείς». Το κίνημα στο Standing Rock ένωσε εκατοντάδες φυλές και περιβαλλοντικές ομάδες σε μια συλλογική αντίσταση ενάντια σε ένα ακόμα περιστατικό περιβαλλοντικής όσο και αποικιοκρατικής βίας – σε ένα έθνος το οποίο θεμελιώθηκε με τέτοια περιστατικά.
«Αν το Άουσβιτς και η Χιροσίμα ήταν γεγονότα δηλωτικά των γενοκτονικών τάσεων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της ιδεολογίας της νεωτερικότητας, τότε ο φονικός για το περιβάλλον χαρακτήρας αυτών των παγκοσμιοποιημένων κοινωνικών διεργασιών δεν επιδέχεται πια αμφισβήτηση», σημειώνει ο Gene Ray στο δοκίμιό του που φιλοξενείται σ’ αυτό το τεύχος με τίτλο «Αναλύοντας τον δεσμό οικοκτονίας και γενοκτονίας». Η προσεκτική, ευαίσθητη ανάλυσή του για τη σχέση μεταξύ οικολογικής και αποικιακής γενοκτονίας και ο τρόπος με τον οποίο οι θεωρητικές διεργασίες μπορούν να αναπτυχθούν και να βαθύνουν με τη βοήθεια της αυτόχθονης γνώσης ανταποκρίνεται, απλά και λυρικά συγχρόνως, στον βασικό τρόπο σκέψης που υιοθετήσαμε κατά την επιμέλεια του τρέχοντος τεύχους του South as a State of Mind, που εστιάζει στους διαρκείς συσχετισμούς ανάμεσα στη φύση, στο κεφάλαιο, στην εξουσία και στη γλώσσα.
Παρότι υπάρχει μια αυξανόμενη ενασχόληση στα πεδία της σύγχρονης τέχνης και της πολιτικής θεωρίας με την περίοδο που γενικά αποκαλούμε Ανθρωπόκαινο, και από αυτή ακόμα την έννοια δεν απουσιάζουν τα ιμπεριαλιστικά «τυφλά σημεία» (είναι κι αυτό ένα είδος βίας). Όπως γράφει ο Nabil Ahmed στο δοκίμιό του για την πολιτική γεωλογία στο τρέχον τεύχος, «ανάμεσα στα επιστημολογικά σφάλματα –και τους κινδύνους– της έννοιας της Ανθρωποκαίνου είναι πως καθιστά τον άνθρωπο αφηρημένη έννοια την ώρα που του προσδίδει γεωλογική διάσταση ως δρώντος υποκειμένου· αυτό που η Donna Haraway ίσως αποκαλούσε ‟τέχνασμα της θείας εποπτείαςˮ. Ο Καμερουνέζος φιλόσοφος και ιστορικός Achille Mbembe περιγράφει ως ‟αρνητική στιγμήˮ μια συγκυρία κατά την οποία ‟προκύπτουν νέες διαπάλες την ώρα που παλαιότερες παραμένουν ανεπίλυτεςˮ. Στη σύγχρονη εποχή η αναδυόμενη οικολογική κρίση αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα αρνητικής στιγμής σε αντιπαραβολή με τον νοσηρό συνδυασμό καπιταλισμού και αποικιοκρατίας».
Και είναι αυτός ακριβώς ο νοσηρός συνδυασμός στον οποίο εστιάζουμε εδώ. Τα περιεχόμενα αυτού του τεύχους του South αποτελούν τεκμήρια γλώσσας ή πείνας ή και των δύο. Γιατί «γλώσσα ή πείνα»; Ας φανταστούμε το στόμα ως σύνορο, όριο, κατώφλι: Να καταπίνεις ή να μιλάς. Το κενό ή η γλώσσα. Από τη μια πλευρά, στο εσωτερικό του, ένα χάσμα, κι από την άλλη, στο εξωτερικό του, η προώθηση της γλώσσας (προς ένα άλλο χάσμα ίσως). Ας αναλογιστούμε αυτές τις γραμμές από το Βιβλίο του Ιεζεκιήλ: «1. Και είπε προς εμέ, Υιέ ανθρώπου, φάγε τούτο, το οποίον ευρίσκεις· φάγε τούτον τον τόμον και ύπαγε να λαλήσης προς τον οίκον Ισραήλ. 2. Και ήνοιξα το στόμα μου και με εψώμισε τον τόμον εκείνον». Στους Ψαλμούς ο λόγος του Θεού περιγράφεται ως γλυκύτερος κι από μέλι: «Επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον» (Δαυίδ, Ψαλμός ΙΗ’. 18).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα –αυτή με την οποία γεννιέσαι ή αυτή που ανακαλύπτεις ξανά ή αυτή που δημιουργείς εκ νέου, ένα είδος λεξικού– μπορεί να λειτουργεί ως μέσο τροφής, ενώ η πείνα μπορεί να λειτουργεί ως μέσο αντίστασης. Η απεργία πείνας, φερειπείν, που έχει χρησιμοποιηθεί από τόσους πολιτικούς κρατουμένους – οι Σάμι στο Όσλο το 1979, οι απεργοί πείνας στην Ιρλανδία το 1980 και το 1981, η μακρά απεργία πείνας του Manipuri ποιητή και ακτιβιστή Irom Chanu Sharmila από το 2000 ως το 2016 ενάντια στην πράξη νομοθετικού περιεχόμενου της ινδικής κυβέρνησης για την παραχώρηση ειδικών εξουσιών στις ένοπλες δυνάμεις ή η πρόσφατη απεργία πείνας της Chelsea Manning σε αμερικανική φυλακή για το δικαίωμα εγχείρησης αλλαγής φύλου. Η λίστα είναι ατέλειωτη.
Ας αναλογιστούμε επίσης τις δύο κυρίαρχες διαδικασίες αποστέρησης κατά την αποικιακή βία: την αρπαγή της γης των αυτοχθόνων και την απαγόρευση της γλώσσας τους. Στο εισαγωγικό σημείωμα για την ποίησή της η Persen περιγράφει πώς, σε ηλικία επτά ετών, την πήραν μακριά από την οικογένειά της και την έστειλαν σε νορβηγικό οικοτροφείο –όπως αντιστοίχως και όλα τα παιδιά των Σάμι, αλλά και τα παιδιά των αυτοχθόνων σε όλο τον αποικισμένο κόσμο, από τον Καναδά ως τη Νορβηγία και την Αυστραλία– όπου η μητρική γλώσσα της ήταν απαγορευμένη. Σημειώνει η ποιήτρια:
Μας έστειλαν σε οικοτροφεία, μακριά από τη γλώσσα και την κουλτούρα των Σάμι, και μας επέτρεπαν να χρησιμοποιούμε μόνο τα νορβηγικά. Επρόκειτο για μια αδίστακτη πολιτική αφομοίωσης που στόχο είχε να εξαφανίσει την ταυτότητα και την αυτογνωσία μας. Στα είκοσι χρόνια που πέρασα στο νορβηγικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν έμαθα ούτε να γράφω ούτε να διαβάζω στη μητρική μου γλώσσα. […] Αυτό σου άφηνε ένα αίσθημα κενού, έναν ανώνυμο εσωτερικό κόσμο, σαν να είσαι ξένη στην ίδια σου τη ζωή. Μόνο όταν άρχισα να καταλαβαίνω τη γλώσσα της μητέρας μου και έκανα τις πρώτες διστακτικές απόπειρες στο γράψιμο ένιωσα ικανή να γράψω ποίηση. Ξαφνικά είχα κάτι να πω. Ήταν σαν να πηγαίνεις αποστολή στον ίδιο σου τον εαυτό όταν αφουγκράζεσαι τις λέξεις που είναι φυλαγμένες εκεί μέσα και τη μυστική επικοινωνία που χαρακτηρίζει κάθε διαφορετικό πολιτισμό.
Η οικολογία περιέχει στην ελληνική ρίζα της τη λέξη οίκος, που μπορεί να σημαίνει περιβάλλον, σπίτι ή οικογένεια – ένα αλληλεξαρτώμενο οικοσύστημα (η οικονομία περιέχει επίσης την ίδια ρίζα), και ορίζεται πλέον ως η σχέση μεταξύ οργανισμών και του περιβάλλοντός τους, ως η αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων και θεσμών. Και εκεί ακριβώς πέφτει το βάρος της δουλειάς που ακολουθεί. Τα γραπτά και τα εικαστικά πρότζεκτ αυτού του τεύχους του South as a State of Mind –ποιητικά, κριτικά, αλληγορικά ή όλα αυτά συγχρόνως– εκφράζουν την αναγκαιότητα της γλώσσας και του λεξιλογίου εξετάζοντας παράλληλα την κατανάλωση και την πείνα ως πολιτικά και αισθητικά γεγονότα και πεδία. «Η αξιολόγηση της περιβαλλοντικής βίας απαιτεί αλλαγή του πλαισίου της γλώσσας που διέπει τις αξιώσεις και τα δικαιώματα, μιας και τα θύματα είναι οι ωκεανοί, τα ποτάμια και τα δάση· οι νεκροί και οι φτωχοί με περιορισμένη πρόσβαση στη δικαιοσύνη», γράφει ο Ahmed. Αν, όπως υποστηρίζει, η παρακολούθηση της περιβαλλοντικής βίας είναι απαραίτητη για «τον σχηματισμό μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής οικολογίας η οποία θα έχει ταυτόχρονα δομιστική, κοινωνική, πνευματική και περιβαλλοντική διάσταση», η συνειδητοποίηση του ρόλου της γλώσσας σ’ αυτόν τον σχηματισμό, ως συνεργός αντίστασης, πνευματικής ή δομιστικής, είναι εξίσου σημαντική. Γλώσσα ή πείνα – ένα είδος συνόρου. Επίσης ένα ερώτημα (για σένα).
Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης