Ενσάρκωση της μνήμης
Μπορούμε να συμπάσχουμε με την οδύνη που προκαλείται από υπερβολική πείνα όταν διαβάζουμε την περιγραφή της στο χρονικό μιας πολιορκίας ή μιας ποντοπορίας. Φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση των πασχόντων και έτσι εύκολα αντιλαμβανόμαστε τη θλίψη, τον φόβο και την ταραχή που πρέπει κατ’ ανάγκην να αποσπούν την προσοχή τους. Αισθανόμαστε οι ίδιοι έναν κάποιο βαθμό αυτών των παθών και επομένως συμπάσχουμε μαζί τους: Καθώς όμως δεν μας πιάνει η πείνα διαβάζοντας την περιγραφή, δεν μπορούμε, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, να πούμε κυριολεκτικά ότι συμπάσχουμε στην πείνα τους.
—Adam Smith, Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, 1759 [Adam Smith, The Theory of Moral Sentiments]
Η πείνα, μας λένε ο Thomas Malthus και ο Adam Smith, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και με εντελώς διαφορετικό προβληματισμό ο καθένας, είναι μια κατάσταση κατασκευασμένη από τον άνθρωπο, το αποτέλεσμα των οικοσυστημάτων των κοινωνιών – η κοινωνία οδηγεί τον εαυτό της σε υπερπληθυσμό και ύστερα η πείνα την απαλλάσσει από τις υπεράριθμες ανθρώπινες ζωές. Ο ιστορικός James Vernon ανακαλεί την ιστορία του Charles Trevelyan, υφυπουργού Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος (κατά την άποψη των Άγγλων) διαχειρίστηκε τον λιμό της Ιρλανδίας με τόσο υποδειγματικό τρόπο, ώστε τον έχρισαν ιππότη. Ο Trevelyan πίστευε ότι η πείνα ήταν μια «άμεση ενέργεια από μέρους της πάνσοφης και ελεήμονος Θείας Πρόνοιας […] μια διόρθωση […] και λύση» στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού της Ιρλανδίας. Έστω κι αν δεν ήταν ευθέως ζήτημα βιοπολιτικής, ο τρόπος σκέψης του Trevelyan εμπεριέκλειε σαφώς μια σμιθιανή αποστροφή – το αόρατο χέρι καθοδηγείται από τη μαθηματική του Malthus.
Ήδη από τα τέλη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η πείνα είχε αποκτήσει μια ηθική διάσταση, λέει ο Vernon· όσοι επιβίωναν θεωρούνταν ηθικά ανώτεροι. Αυτή η αρκετά περίεργη άποψη ιχνηλατείται στα πιο αναπάντεχα μέρη – εν προκειμένω στη Βρετανική Αυτοκρατορία και σε σχέση με τον λιμό στην Ιρλανδία και στην Ινδία· ή στα γραπτά του Tadeusz Borowski για τους «Έλληνες» στο Άουσβιτς:
Καθόμαστε χάμω, στις στενές λωρίδες σκιάς δίπλα σε στοιβαγμένες ράγες. Οι πεινασμένοι Έλληνες (αρκετοί απ’ αυτούς κατάφεραν να έρθουν μαζί μας, ένας Θεός ξέρει πώς) σκαλίζουν κάτω από τις ράγες. Ένας βρίσκει κάτι μουχλιασμένα ξεροκόμματα ψωμί, ένας άλλος λίγες σχεδόν σάπιες σαρδέλες. Τρώνε […] τα σαγόνια τους δουλεύουν λαίμαργα, σαν τεράστια ανθρώπινα έντομα. Μασουλάνε τα ξεροκόμματα.
Οι Έλληνες που προκάλεσαν τόσο βαθιά αηδία και περιφρόνηση στον Borowski επειδή έτρωγαν ξεροκόμματα στο Άουσβιτς, το 1943, ήταν εκτοπισμένοι σεφαραδίτες. Μαζί με τους Έλληνες κομμουνιστές, αντιστασιακούς, Τσιγγάνους και 1.500 περίπου ιερείς που στάλθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων Εβραίων, γύρω στις 60.000 άτομα, πέθαναν εκεί, ξεκληρίζοντας έτσι τις εβραϊκές κοινότητες της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων.
Η Ελλάδα εισήλθε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μετά την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Το διάστημα μεταξύ του Οκτωβρίου 1940 και του Απριλίου 1941 ο πόλεμος διεξαγόταν στα βουνά κατά μήκος των αλβανικών συνόρων, με διαρκείς προελάσεις του ελληνικού στρατού. Ωστόσο, στις 6 Απριλίου 1941 άρχισε η εισβολή του γερμανικού στρατού στην Ελλάδα, η οποία ολοκληρώθηκε σε έξι μέρες. Η Γερμανία, σε συνεργασία με τη συνθηκολογημένη ελληνική κυβέρνηση, εγκαθίδρυσε τριμερή κατοχή απαρτιζόμενη από τον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό στρατό, μια κατοχή που κατέστρεψε τη χώρα οικονομικά και πολιτικά. Με σκοπό τον δικό του ανεφοδιασμό και την υποστήριξη της εκστρατείας στη Βόρεια Αφρική ο γερμανικός στρατός επέταξε τη σοδειά. Οι σύμμαχοι, επιδιώκοντας να πιέσουν τις δυνάμεις κατοχής και την Κομαντατούρ, επέβαλαν αποκλεισμό της χώρας. Ο λιμός που ακολούθησε, το φθινόπωρο του 1941 και τον χειμώνα του 1942, ήταν πρωτοφανής ακόμα και σ’ αυτή τη μικρή, ανέκαθεν φτωχή, μονίμως υπό εξάρτηση χώρα και είναι ανάλογος με την πιο αποτρόπαιη πείνα που έπληξε την Ινδία τη διετία 1876-1878, όπως επίσης με αντίστοιχες μεταπολεμικές περιπτώσεις, όπως στο Μπανγκλαντές, στην Μπιάφρα, στην Αιθιοπία (και ίσως στο Χαλέπι της Συρίας στις μέρες μας). Εκτιμήσεις ως προς τον αριθμό των θυμάτων κυμαίνονται μεταξύ 100.000 και 450.000 ατόμων. Εξαιτίας του λιμού ιδρύθηκε τότε η οργάνωση Oxfam, στην Αγγλία, ρητά προς αρωγή των Ελλήνων. Το βίωμα του λιμού σφράγισε ανεξίτηλα τη συλλογική μνήμη της Ελλάδας για πολλές δεκαετίες και υποχώρησε μερικώς με τη σύντομη και συγκεκριμένη οικονομική ευρωστία των αρχών της νέας χιλιετίας.
Η ενσαρκωμένη μνήμη μεταδόθηκε σχεδόν επιγενετικά, επειδή η πείνα δεν ήταν φευγαλέα ούτε αόρατη. Εκτός από την όραση, μια τόσο μεγάλη πείνα επέβαλλε την παρουσία της και στις άλλες αισθήσεις – στην όσφρηση: τη μυρωδιά των περιττωμάτων και της ανεξέλεγκτης αφόδευσης που προκαλούσε η αβιταμίνωση, τη μυρωδιά της πείνας που έβγαινε από τα στόματα, τη μυρωδιά του θανάτου που διαπότιζε τα πάντα. Στην ακοή επέβαλλε ανεξίτηλους ήχους – το τρίξιμο του κάρου του δήμου που συνέλεγε τα σωριασμένα πτώματα των πεινασμένων νεκρών από τη μέση του δρόμου· τον ήχο που προκαλούσαν οι πεινασμένοι άνθρωποι σκαλίζοντας τα σκουπίδια με την ελπίδα να βρουν ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο, ένα κομμάτι τυρί πεταμένο από τους κατακτητές. Και τη φωνή τους όταν επαναλάμβαναν μόνο μία λέξη: πεινάω. Η σκηνή που περιγράφει ο Borowski στο Άουσβιτς ήταν κάτι που είχαν ξαναζήσει, φυσικά, τόσο οι Εβραίοι όσο και οι μη Εβραίοι Έλληνες στους δρόμους των πόλεων και των κωμοπόλεων όλης της χώρας στη διάρκεια της κατοχής. Επαύλεις, βέρες, χρυσά δόντια, οικογενειακά ασημικά και μεταξωτά, τίτλοι οικογενειακών αγροκτημάτων· το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια ή το τελευταίο εναπομείναν χειροποίητο οικογενειακό κέντημα: Όλα κατέληγαν στα χέρια των μαυραγοριτών για έναν ντενεκέ λάδι, μισό κιλό βούτυρο, ένα σακί σιτάρι ή ένα κομμάτι κρέας – συνήθως προερχόμενο από τα ζώα συντροφιάς ή τα υποζύγια, από γάτες, σκύλους, ταλαιπωρημένους και αποστεωμένους γαϊδάρους. Τα συσσίτια εξασφάλιζαν κατά μέσο όρο 400 θερμίδες τη μέρα.
Στην Ελλάδα οι συναισθητικές διαστάσεις της επαναλαμβανόμενης αφήγησης της πείνας μετέφεραν το βίωμά της συνδέοντάς το με τη μνήμη της ίδιας της ύπαρξης. Ήταν μια πείνα που δημιούργησε ιδιώματα απελπισίας εύκολα αναγνωρίσιμα στη γλώσσα και τη συμπεριφορά για δεκαετίες αργότερα. Τον αποκλεισμό έσπασε αρχικά το τουρκικό εμπορικό πλοίο Κουρτουλούς τον Οκτώβριο του 1941 και ήραν εντελώς και οριστικά οι συμμαχικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο του 1942. Αλλά ακόμη και τότε, μετά την πλήρη άρση του αποκλεισμού, η κατάσταση στην Ελλάδα απλώς μετατράπηκε από λιμό σε μια πιο παγιωμένη πείνα. Η πείνα κατέληξε να είναι μια μέθοδος πολιτικής διακυβέρνησης των δυνάμεων του Άξονα· τα αντίποινα των SS κατά του άμαχου πληθυσμού με τις εκτελέσεις των κατοίκων και την πυρπόληση σπιτιών και χωραφιών οδήγησαν στο ξεκλήρισμα ολόκληρων χωριών και κοινοτήτων. Η πυρπόληση διασφάλιζε στις δυνάμεις κατοχής όχι μόνο την απόλυτη διακοπή κάθε ζωής στα χωριά αυτά, αλλά και την εξάλειψη κάθε πιθανότητας αποκατάστασής της. Κομμένο, Κολυμπάρι, Δίστομο: Μικρά χωριά που κανείς δεν θα ήξερε ούτε καν κατ’ όνομα αν δεν είχαν γίνει θύματα υποδειγματικής θηριωδίας. Επρόκειτο για μια βιοπολιτική βίας, όχι βιοπολιτική ηγεμονίας.
Το 1945 ο Βρετανός συγγραφέας και σκιτσογράφος Osbert Lancaster, βλέποντας το Δίστομο, κατέληξε ότι ακόμα και πριν από την καταστροφή του από τα SS, το 1944, «στο χωριό θα πρέπει να ήταν προφανής ανέκαθεν η φτώχεια». Τα περισσότερα χωριά έτσι ήταν, ακόμα και πριν από τον πόλεμο. Στην Ελλάδα η σκληρή αγροτική δουλειά δεν γινόταν από καλοθρεμμένους αγρότες –ακόμη κι αν δεχτούμε ότι υπήρχαν καλοθρεμμένοι αγρότες οπουδήποτε πριν από τις μεγάλες βιομηχανίες αγροτικής παραγωγής και τις κυβερνητικές επιδοτήσεις–, αλλά από λιπόσαρκους άνδρες και γυναίκες που θεωρούσαν φυσιολογική την περιορισμένη τους σίτιση.
Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ εύπορη χώρα και τα τρόφιμα σπάνια βρίσκονταν σε αφθονία – μια πραγματικότητα των δομικών της συνθηκών από την οποία δεν ξέφυγε ποτέ. Η γη είναι ορεινή ή άνυδρη, το χώμα πολύ λεπτό ή πολύ αμμώδες, οι σοδειές χαλούσαν ή ανήκαν στην τράπεζα ή στον τσιφλικά, οι κλήροι ήταν πολύ μικροί ή πολύ βραχώδεις· οι πολιτικοί που κυβερνούσαν ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα δικά τους συμφέροντα παρά για το καλό των πολιτών· τέλος, τα παλιά τζάκια που είχαν χτίσει και χρηματοδοτήσει τη λειτουργία των πρώτων δημόσιων σχολείων και οικοτροφείων, νοσοκομείων, πτωχοκομείων και δημόσιων κτιρίων στη χώρα αντικαταστάθηκαν από μια τάξη που φύλαγε τα λεφτά της στο σεντούκι της. Έτσι, η λέξη πεινασμένος κατέληξε να σημαίνει την αχόρταγη μεταπολεμική επιθυμία για τα πάντα –χρήματα, τρόφιμα, σεξ, ιδιοκτησία–, που πραγματώθηκε τελικά από τον καλπάζοντα, ανεξέλεγκτο, σουρεαλιστικό καπιταλισμό στα τέλη του 20ού αιώνα και μετά.
Η πείνα όμως δεν τέλειωσε με τον πόλεμο. Στη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου, το 1946-1949, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα εξορίας για αριστερούς, συνοδοιπόρους και κομμουνιστές σε τρία νησιά: στη Μακρόνησο για κληρωτούς φαντάρους και αξιωματικούς· στη Γυάρο για πολίτες· και στο Τρίκερι για τις γυναίκες. Τα στρατόπεδα, που σκοπό είχαν την ανάνηψη και ιδεολογική αναμόρφωση των εξορίστων, οργανώθηκαν στην αρχή από τους Βρετανούς, αλλά με την κατάρρευση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1947 τα ανέλαβαν οι ΗΠΑ και η χρηματοδότησή τους εξασφαλίστηκε κυρίως μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ.
Τα ελληνικά στρατόπεδα, τα οποία διοικούνταν κυρίως από συνεργάτες των Γερμανών, εφάρμοσαν το μοντέλο της πείνας που είχε εδραιώσει ο πόλεμος. Η πείνα έγινε μία από τις μεθόδους αυτού του θανατοπολιτικού ζυγοσταθμιστικού προγράμματος. Παρά τα συστηματικά, συνεχή και μεθοδικά βασανιστήρια και την καταναγκαστική εργασία, το ημερήσιο συσσίτιο για κάθε τρόφιμο των στρατοπέδων δεν ξεπερνούσε τις 1.800 θερμίδες περίπου, εκ των οποίων οι 1.000 προέρχονταν από το ψωμί. Με το τέλος του Εμφυλίου οι αριστεροί άρχισαν να εκτοπίζονται πάλι στα απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα νησιά που είχαν χρησιμοποιηθεί παλιότερα ως τόποι εξορίας από τις προπολεμικές κυβερνήσεις, τόσο τις φιλελεύθερες όσο και τις αυταρχικές – εκτοπισμοί που κράτησαν ως το 1963. Οι εκεί κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να εξασφαλίζουν με δικά τους μέσα τα απαραίτητα τρόφιμα και φάρμακα, αυτοσχεδιάζοντας στην κατασκευή μαγειρικών σκευών και συνέργων για την εξεύρεση τροφής, όπως για παράδειγμα έκανε ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος, φτιάχνοντας ψαροντούφεκο από τα πόδια μιας σιδερώστρας.
Η Κατοχή και ο Εμφύλιος προκάλεσαν τέτοια καταστροφή στη χώρα που είχε ως αποτέλεσμα το μακροπρόθεσμο ρήμαγμα της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα. Παρότι τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ που έφτασαν τη δεκαετία του 1950 επέτρεψαν στην ανασυνταγμένη ελληνική μεσαία τάξη να ξανασκεφτεί την πιθανότητα μιας σχετικά άνετης ζωής, τα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα ζούσαν ακόμη στην αθλιότητα της εποχής του πολέμου και συνέχιζαν να βιώνουν τακτικά την πείνα και τον υποσιτισμό. Στα μεταπολεμικά χρόνια η ευρεία μετεγκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών στα αστικά κέντρα συνέβαλε περαιτέρω στην αδυναμία της υπαίθρου να πλησιάσει την αυτάρκεια της παραγωγής τροφίμων και δεν ήταν ασυνήθιστο το γεγονός να υπάρχουν οικογένειες αναγκασμένες να ξοδεύουν και το 70% του εισοδήματός τους στην προμήθεια τροφίμων, κυρίως σε όσπρια, πατάτες και λαχανικά. Σύμφωνα με την εφημερίδα Νέος Κόσμος, η καθημερινή κατανάλωση τροφίμων αυτή την περίοδο παρέμενε χαμηλότερη από τη μέση κατανάλωση της περιόδου 1934-1938.
Αλλά πώς να ασχοληθεί κανείς με την αναπαράσταση της πείνας έτσι ώστε να μη μετατρέψει τον πεινασμένο σε αντικείμενο, ούτε να ευτελίσει την υπόστασή του; Ή μήπως μια τέτοια αναπαράσταση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο υποκειμενική απεικόνιση του υποφαινομένου; Ποια δεοντολογία ισχύει στην αναπαράσταση του πόνου των άλλων, ποια τα όρια και οι διακυμάνσεις της υποκειμενικότητας; Η ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη-Σισμάνη (1911-1990), η οποία σπούδασε στο Βερολίνο και πέρασε από τα στρατόπεδα εξορίας στη Χίο, στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο για να καταλήξει στον Άη Στράτη, αποπειράθηκε να δώσει μια απάντηση: Όπως διηγήθηκε αργότερα στον γιο της Χαρίλαο Σισμάνη (ιδρυτή και διευθυντή του Μουσείου Πολιτικών Εξορίστων Άη Στράτη στην Αθήνα), στο Τρίκερι έμαθε για την υπόθεση μιας Εβραίας μητέρας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν, που πέθανε από την πείνα ενώ θήλαζε τα δίδυμα μωρά της. Η Χαριάτη-Σισμάνη συγκινήθηκε και ταράχτηκε τόσο πολύ απ’ αυτή την ιστορία, ώστε τη σχεδίασε με κάρβουνο όπως τη φαντάστηκε. Όταν επέστρεψε από την εξορία η Χαριάτη-Σισμάνη μπόρεσε να μετατρέψει το αρχικό σχέδιο σ’ ένα μικρό ορειχάλκινο άγαλμα, το οποίο εμπεριέχει και αναπαριστά το διπλό βίωμα της πείνας: Όπως την έζησε η ίδια η καλλιτέχνις αλλά και εκείνη η μητέρα, το μακρινό και φαντασματικό υποκείμενο του έργου.
Εξίσου συγκινημένη και τρομοκρατημένη από την πείνα στην Ελλάδα, η καλλιτέχνις Άννα Κινδύνη (1914-2003) ασχολήθηκε επίσης με το ζήτημα της αναπαράστασης και της απεικόνισής της. Η Κινδύνη δεν εξορίστηκε η ίδια, διότι ανήκε σ’ αυτούς που φυγαδεύτηκαν στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1945 με το πλοίο Ματαρόα, στην επιχείρηση σωτηρίας διανοουμένων και καλλιτεχνών την οποία οργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας χάρη στον διευθυντή του Ινστιτούτου Οκτάβιο Μερλιέ, τον Ροζέ Μιλλιέξ και τη γυναίκα του Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (αυτό που η Μιμίκα Κρανάκη ονόμασε Υποτροφιάδα). Εντούτοις, τα απόκοσμα έργα που φιλοτέχνησε η Κινδύνη με κάρβουνο και μολύβι απεικονίζουν τις οδυνηρές συνέπειες του λιμού. Πολλά σκίτσα της δείχνουν σαστισμένα παιδιά που λιμοκτονούν, συλλαμβάνοντας ανεξίτηλα τη βία και την πείνα που επιφέρει ο πόλεμος, προοιωνίζοντας τις πρόσφατες εικόνες σαστισμένων παιδιών που μας έρχονται από τη Συρία, ειδικότερα τη γνωστή φωτογραφία του Omran Daqneesh, ενός ακόμα παιδιού που γίνεται θύμα ενός ακόμα απάνθρωπου πολέμου.
Η πείνα είναι, όντως, μια ανθρωπογενής καταστροφή που προκαλεί η ανδροκρατούμενη (αλλά και καλπάζουσα γυναικοκρατούμενη) διεθνής πολιτική. Ελάχιστη σημασία έχει αν είναι αποτέλεσμα περιβαλλοντικών καταστροφών ή πολέμου – στρατιωτικού ή οικονομικού. Ως συνέπεια του πολέμου στη Συρία η τράπεζα σπόρων ICARDA (Διεθνές Κέντρο Αγροτικών Ερευνών των Άνυδρων Ζωνών) στο Χαλέπι, φοβούμενη την πιθανή καταστροφή της συλλογής σπόρων που έχουν προσαρμοστεί φυσικά σε άνυδρα περιβάλλοντα, ζήτησε πρόσφατα βοήθεια από το Παγκόσμιο Θησαυροφυλάκιο Σπόρων, που βρίσκεται στο Σβάμπαλντ της Νορβηγίας, στην Αρκτική. Είναι η πρώτη φορά που το Παγκόσμιο Θησαυροφυλάκιο συμφώνησε να στείλει σπόρους – επειδή ο κίνδυνος για τους σπόρους του ICARDA δεν είναι ανυπόστατος. Οι αρχαίες τράπεζες σπόρων του Αφγανιστάν και του Ιράκ καταστράφηκαν από τους πρόσφατους πολέμους στην περιοχή. Αλλά τι γίνεται με τους οικονομικούς πολέμους; «Δεν τρως πολύ», είπε ο νεαρός άνδρας στην ακόμα νεότερη καλεσμένη του, μια κοπέλα αδύνατη σαν κλαράκι. «Είναι μέρες που ο πατέρας μου δεν βγάζει ούτε δύο ευρώ από το μαγαζί, έτσι υπάρχουν φορές που περνάμε δύο και τρεις μέρες χωρίς φαγητό στο σπίτι και το στομάχι μου έχει μαζέψει· δεν μπορώ να φάω πολύ». Η απάντησή της ήταν απλή και κοφτερή σαν χασαπομάχαιρο. Λέξεις που ειπώθηκαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015.
Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου
Ευχαριστώ θερμά την Κέλυ Τσιπνή-Κολαζά, τον Κωνσταντίνο Παπαχρήστου και τον Χαρίλαο Σισμάνη για την πολύτιμη βοήθειά τους στην έρευνα για το παρόν δοκίμιο και τη Χίλντα Παπαδημητρίου για τη συνεργασία της στη μετάφραση.
Πηγές
Ανωνύμου, «Ανασκοπήσεις», Νέος Κόσμος 5 (Μάιος 1954), σελ. 64.
Laurinda Abreu, Patrice Bourdelais, επιμ., “Deaths from Starvation: Athens Winter of 1941-1942”, στο The Price of Life: Welfare Systems, Social Nets, and Economic Growth (Λισαβόνα: Edições Colibri, 2008), σ. 141-62.
Maggie Black, A Cause for Our Times: Oxfam the First 50 Years (Οξφόρδη: Oxford University Press, 1992), σ. 9.
Tadeusz Borowski, “The World of Stone”, στο This Way for the Gas, Ladies and Gentlemen (Λονδίνο: Penguin Books, 1976). (Ελλ. έκδ., Ταντέους Μπορόβσκι, Από δω για τα αέρια, κυρίες και κύριοι, μτφρ. Β. Τσεκούρας, Γ. Καλής [Αθήνα: εκδόσεις Στοχαστής, 1988]).
Violetta Hionidou, Famine and Death in Occupied Greece 1941-1944 (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2006). (Ελλ. έκδ., Βιολέτα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην κατοχική Ελλάδα 1941-1944 [Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, 2011]).
Osbert Lancaster, Classical Landscape with Figures (Βοστόνη: Houghton Mifflin, 1949).
Ευγενία Μπουρνόβα, «Θάνατοι από πείνα: η Αθήνα τον χειμώνα του 1941-1942», Αρχειοτάξιο 7 (Μάιος 2005), σ. 52-73.
Ευγενία Μπουρνόβα, «Προπολεμική διαβίωση και κατοχική επιβίωση στην Αθήνα: ιστορία καθημερινής ζωής» (σε συνεργασία με τον Σταύρο Θωμαδάκη), Τα Ιστορικά 41 (Δεκέμβριος 2004), σ. 455-470.
Ευγενία Μπουρνόβα, “Surviving in Athens during the German Occupation”, στο The Experience of Occupation, 1931-1949, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Επιτροπής για την Ιστορία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, του Κινεζικού Εθνικoύ Συνδέσμου για την Ιστορία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Πανεπιστημίου Wuhan, Κίνα, 14-16 Απριλίου, 2008 (Wuhan University Press, 2010), σ. 299-308.
Michael McClintock, Instruments of Statecraft: U.S. Guerrilla Warfare, Counterinsurgency, and Counter-Terrorism, 1940-1990 (Νέα Υόρκη: Pantheon Books, 1992).
Neni Panourgiá, Dangerous Citizens: The Greek Left and the Terror of the State (Νέα Υόρκη: Fordham University Press, 2009). (Ελλ. έκδ., Νένη Πανουργιά, Επικίνδυνοι πολίτες: Η ελληνική Αριστερά και η κρατική τρομοκρατία [Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013]).
Γιώργος Σταθάκης, Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ: Η Ιστορία της Αμερικανικής Βοήθειας στην Ελλάδα (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2004).
Amartya Sen, Poverty and Famines: An Essay on Entitlement and Deprivation (Οξφόρδη: Oxford University Press, 1983).
Yannis Skalidakis, “From Resistance to Counterstate: The Making of Revolutionary Power in the Liberated Zones of Occupied Greece, 1943–1944”, Journal of Modern Greek Studies 33, 1 (Μάιος 2015).
Adam Smith, The Theory of Moral Sentiments (Νέα Υόρκη: Gutenberg Publishers, 2011· ανατύπωση της έκδοσης του 1790 στο Λονδίνο).
James Vernon, Hunger: A Modern History (Χάρβαρντ: Harvard University Press, 2007).
James Vernon, “Hunger, the Social, and States of Welfare in Modern Imperial Britain”, Occasion: Interdisciplinary Studies in the Humanities, τόμ. 2 (20 Δεκεμβρίου 2010). Στο διαδίκτυο: http://arcade.stanford.edu/sites/default/files/article_pdfs/Occasion_v02_Vernon_122010_0.pdf.
Ιστότοπος του Ερευνητικού Έργου «Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Αθήνας». [Website of the Research Project “Social and Economic History of Athens.”] Στο διαδίκτυο: http://www.social-history-of-modern-athens.gr/en/.
Δείτε τον ιστότοπο της νορβηγικής κυβέρνησης: https://www.regjeringen.no/en/topics/food-fisheries-and-agriculture/landbruk/svalbard-global-seed-vault/id462220/.
“ICARDA Receives Gregor Mendel Innovation Prize for Ensuring Safekeeping of its Genebank Collection”, The International Center for Agricultural Research in the Dry Areas (ICARDA) (19 Μαΐου, 2015). Στο διαδίκτυο: http://www.icarda.org/update/icarda-receives-gregor-mendel-innovation-prize-ensuring-safekeeping-its-genebank-collection#sthash.fDcFxx62.cIIfx47Z.dpbs. [Στην ICARDA απονέμεται το Βραβείο Καινοτομίας Γκρέγκορ Μέντελ για την Ασφαλή Φύλαξη της Συλλογής Σπόρων, Διεθνές Κέντρο Γεωργικής Έρευνας σε Άνυδρες Zώνες].