κλείσιμο

Η αρνητική στιγμή: Η πολιτική γεωλογία τον 21ο αιώνα

Όπως ακριβώς κανένας από εμάς δεν βρίσκεται έξω ή πέρα από τη γεωγραφία, κανένας από εμάς δεν είναι απόλυτα απαλλαγμένος από τη διαμάχη επί της γεωγραφίας. Αυτή η διαμάχη είναι σύνθετη και ενδιαφέρουσα, διότι δεν αφορά μόνο στρατιώτες και κανόνια, αλλά και ιδέες, φόρμες, σκέψεις και φαντασιώσεις.
—Edward Said, Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός (1993)

Στον Peter Sloterdijk οφείλεται η περίφημη φράση πως η εποχή της νεωτερικότητας ξεκίνησε στα βόρεια μέτωπα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η αυτοκρατορική Γερμανία επιστράτευσε πρώτη φορά δηλητηριώδη χημικά εναντίον των οχυρωμένων στα χαρακώματα γαλλικών στρατευμάτων. Ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία στόχος της επίθεσης δεν ήταν το στρατιωτικό στέλεχος του εχθρού αλλά το ίδιο το πεδίο της μάχης· εκεί όπου το αέριο μουστάρδας δημιούργησε ζώνες στις οποίες ο αέρας ήταν πλέον τοξικός.1 Από οικολογική άποψη, αν «ως στοιχειώδη βιολογική μονάδα επιβίωσης ορίζουμε τον οργανισμό συν το περιβάλλον του»,2 τότε η καταστροφή του περιβάλλοντος ενός οργανισμού συνεπάγεται και καταστροφή του ίδιου του οργανισμού.

Μια τέτοια επίθεση αποτελεί δείκτη της περιβαλλοντικής βίας που ασκεί η νεωτερικότητα σε όλο το εύρος του πλανήτη. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη, ασύμμετρη βία, ασκούμενη από παλιές και νέες δυνάμεις, η οποία τέμνει εγκάρσια τη χρονική και τη χωρική κλίμακα. Ωστόσο, η ένοπλη σύγκρουση είναι μόνο μια από τις διάφορες εκφάνσεις της. Η απερήμωση, η αποψίλωση, ο δηλητηριασμός της ατμόσφαιρας, η έκτη μαζική εξαφάνιση των ειδών, η κλιματική αλλαγή, η οξίνιση των ωκεανών – όλα αποτελούν μορφές περιβαλλοντικής βίας. Το ίδιο ισχύει και για την αρπαγή της αφρικανικής γης, η οποία διαιωνίζεται μέσα από νεοαποικιοκρατικές τακτικές· για το κάψιμο και την εκχέρσωση των δασών της Ινδονησίας· για την τιμολόγηση των ορυκτών των εμπόλεμων ζωνών της Λατινικής Αμερικής καθώς και του αδιάφορου προς την ανθρωπότητα γεωλογικού τους παρελθόντος· για τον αντίκτυπο των πυρηνικών δοκιμών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας στον Ειρηνικό. Η περιβαλλοντική βία σε πλανητικό επίπεδο, με όλες τις μορφές τις οποίες λαμβάνει, μπορεί να αφανίσει τόσο τη ζωή όσο και την ανόργανη ύλη – απότομα ή και σταδιακά. Κάτι τέτοιο επιβάλλει να δείξουμε το απαραίτητο ενδιαφέρον όσον αφορά την εδραίωση της θέσης της στον χρόνο.

Gauri Gill και Rajesh Chaitya Vangad, Destruction of Forests (2014), από τη σειρά “Fields of Sight”, μελάνι σε αρχειακή χρωστική εκτύπωση, 40,6 × 61 εκ.

 

 

Ο πλανήτης είναι η σκηνή ενός εγκλήματος όπου η ατμόσφαιρα, το κλίμα και οι ωκεανοί αποτελούν ταυτόχρονα το άλλοθι, το θύμα και το όργανο μιας μακράς ιστορίας βίας. Η καταστροφή που απορρέει από εξωανθρώπινους παράγοντες πρέπει να λογίζεται ως περιβαλλοντική βία, αναιρώντας έτσι την υπόθεση πως αυτή είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της ανθρώπινης δράσης. Προς αποφυγή της εξομοίωσης των δρώντων υποκειμένων, είμαστε αναγκασμένοι να εξετάσουμε τη διάκριση μεταξύ ανθρώπινων και εξωανθρώπινων δυνάμεων. Όπως υποστηρίζει και η γεωγράφος Anja Kanngieser, «Οι ανθρωπομορφισμοί είναι σχεδόν αδύνατον να αποφευχθούν, είναι δυνατόν, όμως, να αποκτήσουμε ευαισθησία σε όσα, ως είδος, αδυνατούμε να διεκδικήσουμε ή να διαφεντέψουμε, σε εκείνα στα οποία η ανθρωπότητα τους είναι παντελώς αδιάφορη».3

Σε τελική ανάλυση, τα αίτια και τα αποτελέσματα της περιβαλλοντικής βίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα καπιταλιστικά μοντέλα παραγωγής. Η οικολογική κρίση εναπόκειται στην ασύμμετρη δυναμική σε ταξικό επίπεδο, σε επίπεδο έμφυλων σχέσεων και σε επίπεδο εξουσίας (ο καπιταλισμός δεν μπορεί να παράγει αξία χωρίς την «απλήρωτη» αναπαραγωγική εργασία). Η αυξημένη αφύπνιση όσον αφορά την περιβαλλοντική βία συνεπάγεται έναν τρομερό αντίκτυπο στη συνείδηση και στην ηθική της πράσινης πολιτικής καθώς και στον σχηματισμό μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής οικολογίας η οποία θα έχει ταυτόχρονα δομιστική, κοινωνική, πνευματική και περιβαλλοντική διάσταση. Το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: Τι εφόδια μπορεί να προσφέρει η προσεκτικότερη παρατήρηση των εξωανθρώπινων δυνάμεων σε αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στις ηγεμονικές δυνάμεις;

Στους στοχασμούς της πάνω στη βία η Hannah Arendt έγραψε πως ο κοινός παρονομαστής του 20ού αιώνα, ο οποίος μαστίστηκε από πόλεμο και επαναστάσεις, ήταν η βία.4 Η πολιτική θεωρία της Arendt δεν προϋπέθετε μια ενιαία, αδιάλειπτη ιστορία. Αντιθέτως, η τερατώδης βία και οι γενοκτονίες του προηγούμενου αιώνα έδωσαν υπόσταση σε μια συγκλονιστική και απρόβλεπτη ιστοριογραφία. Στον 21ο αιώνα οι προεκτάσεις της περιβαλλοντικής βίας διευρύνουν την προβληματική της Arendt.

 

Η ανθρωπική έπαρση

Gauri Gill και Rajesh Chaitya Vangad, Collecting Herbs in the Forest (2014), από τη σειρά “Fields of Sight”, μελάνι σε αρχειακή χρωστική εκτύπωση, 40,6 × 61 εκ.

Η υπόθεση της Ανθρωποκαίνου ορίζει πως ο άνθρωπος έχει μετατραπεί σε μια γεωφυσική δύναμη η οποία επιδρά στον πλανήτη, εκλαμβάνοντας, έτσι, την ανθρωπότητα ως ένα απολύτως ομοιογενές σύνολο.5 Σε ποιους ανθρώπους αναφέρεται, όμως; Χρειάζεται να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ανάμεσα στα επιστημολογικά σφάλματα –και τους κινδύνους– της έννοιας της Ανθρωποκαίνου είναι πως καθιστά τον άνθρωπο αφηρημένη έννοια την ώρα που του προσδίδει γεωλογική διάσταση ως δρώντος υποκειμένου· αυτό που η Donna Haraway ίσως αποκαλούσε «τέχνασμα της θείας εποπτείας».6 Ο Καμερουνέζος φιλόσοφος και ιστορικός Achille Mbembe περιγράφει ως «αρνητική στιγμή» μια συγκυρία κατά την οποία «προκύπτουν νέες διαπάλες την ώρα που παλαιότερες παραμένουν ανεπίλυτες».7 Στη σύγχρονη εποχή η αναδυόμενη οικολογική κρίση αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα αρνητικής στιγμής σε αντιπαραβολή με τον νοσηρό συνδυασμό καπιταλισμού και αποικιοκρατίας. Εντούτοις, εστιάζοντας στις περιβαλλοντικές συνέπειες και όχι στον συσχετισμό κεφαλαίου, κέντρων εξουσίας και φύσης, η συζήτηση περί Ανθρωποκαίνου παραγνωρίζει το θεμελιώδες πολιτικό πρόβλημα: Το γεγονός πως η κρίση δεν εκπορεύεται από τους ίδιους τους ανθρώπους, αλλά από τον καπιταλισμό και από τα προϊόντα της καπιταλιστικής υποκειμενικότητας που διαμορφώνουν τους ανθρώπους.8 Και, όπως έχουν διακηρύξει τόσο πολλά αντιηγεμονικά κινήματα και κινήματα εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε υπεύθυνη την «ανθρωπότητα» ως μονάδα· αντ’ αυτού, θα πρέπει να εγκαλέσουμε τις άρχουσες πολιτικές και οικονομικές τάξεις των χωρών του βορρά αλλά και του νότου.

Ο Ινδός οικολόγος Madhav Gadgil και ο ιστορικός Ramachandra Guha αντιπαραθέτουν δυο τύπους κοινωνικοοικολογικών τάξεων. Τους «οικοσυστημικούς πληθυσμούς», εκείνους οι οποίοι εξαρτώνται από τους φυσικούς πόρους του άμεσου περιβάλλοντός τους, και τους «παμφάγους», εκείνους οι οποίοι έχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία να καταναλώνουν πόρους σε εθνική και πλανητική κλίμακα.9 Οι Gadgil και Ramachandra υποστηρίζουν πως σε αυτή τη σύγκρουση για την εξασφάλιση πόρων μεταξύ αυτών των δυο ομάδων η κυριαρχία των παμφάγων ήταν πάντα αδιαμφισβήτητη. Ταυτόχρονα, η μονοπώληση από την πλευρά τους των παρεχόμενων από το κράτος κινήτρων, των επιχορηγήσεων και των τεχνολογικών παρεμβάσεων έχει μετατοπίσει το κόστος –όπως την εξάντληση των πόρων, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τον αφανισμό των ειδών– στους οικοσυστημικούς πληθυσμούς. Και ενώ για τους οικοσυστημικούς πληθυσμούς η βασική αξία της χρήσης των φυσικών πόρων αφορά τη διαβίωση, για τους παμφάγους αφορά την αμετροεπή εμπορευματοποίησή τους είτε ως διακινητών είτε ως αποδεκτών.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως μια μορφή περιβαλλοντικής βίας. Οι εκπομπές αυτές αποτελούν εξωτερικό κόστος του καπιταλισμού, ασχέτως εάν αυτό παραμένει στην ατμόσφαιρα. Οι χωρικοί του Μπανγκλαντές, οι οποίοι ζουν βαθιά στο δέλτα του Γάγγη, δεν έχουν συμβάλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, ωστόσο βρίσκονται σε ένα από τα μέτωπα της ανόδου της στάθμης των θαλασσών. Αυτό ακριβώς είναι το σενάριο που οι περιβαλλοντολόγοι Anil Agarwal και Sunita Narain, στο μανιφέστο τους με τίτλο Global Warming in an Unequal World [Υπερθέρμανση του πλανήτη σε έναν άνισο κόσμο], έχουν ορίσει ως «περιβαλλοντική αποικιοκρατία».10 Η εμπορία των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, ως τακτική αντιμετώπισης των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων της κλιματικής αλλαγής, ίσως να είναι η ύστατη, απεγνωσμένη κίνηση του homo economicus. Παρόλο που μοιραζόμαστε την ευθύνη για τη μόλυνση λόγω των καταναλωτικών μας συνηθειών (εσωτερικοποιημένων ως καπιταλιστική υποκειμενικότητα), η θεμελιώδης ευθύνη ανήκει στον παγκόσμιο καπιταλισμό, ο οποίος σφετερίζεται τη φύση και διευρύνει συνεχώς τη σφαίρα επιρροής του από τον «μακρύ» 16ο αιώνα (1450-1640) μέχρι σήμερα.

Η λέξη δικαιοσύνη είναι φορέας των εννοιών του δικαίου και του δίκιου.11 Αν, κατά τα λεγόμενα του Edward Said, βρισκόμαστε εν μέσω μιας «διαμάχης επί της γεωγραφίας»12, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε μια οικολογική δικαιοσύνη η οποία θα καθιστά πιο δίκαιη τη γεωγραφία. Με τη σειρά της, η ενδυνάμωση της δικαιοσύνης και η ελάττωση της αδικίας θέτουν επί τάπητος τη δομική ανισότητα και την ανισοκατανομή της εξουσίας και της γνώσης, ζητήματα τα οποία είχαν πάντα άμεση συνάφεια με την αποστέρηση αγαθών από τους δικαιούχους τους καθώς και με τον αφανισμό των ειδών. Ο Bill McKibben κατέστησε σαφές πως «μια ιδέα ή μια σχέση μπορούν να αφανιστούν ακριβώς όπως ένα ζώο ή ένα φυτό», ιδιαίτερα όταν η ιδέα πηγάζει από την ίδια τη φύση, όταν είναι ανέγγιχτη και έξω από τη σφαίρα της ανθρώπινης ιστορίας.13 Σήμερα, η γλώσσα της αλληλεγγύης, τόσο σε λεκτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο σωματικών εκδηλώσεων, διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο αφανισμού με οποιοδήποτε άλλο ζωντανό είδος:14 Αναφέρομαι στην αλληλεγγύη η οποία παραδειγματίζεται από την ιστορία της αντιαποικιοκρατίας και των διεθνών εργατικών δικαιωμάτων και δεν συντηρείται από πολιτικές οίκτου για τους αποστερημένους, αλλά από τους αγώνες εκείνων που έχουν βρεθεί στη γραμμή του πυρός της περιβαλλοντικής βίας.

Το δικαίωμα στο καθαρό πόσιμο νερό ή στην προστασία της προγονικής γης και των δασών από την καταστροφή και την απληστία των πολυεθνικών εταιρειών είναι εγγενές σε κάθε άνθρωπο. Επειδή, όμως, οι φυσικές ιδιότητες των περιβαλλοντικών δυνάμεων και των υλών επιτρέπουν τη συμμετοχή τους σε αυτόν τον διευρυμένο ορισμό της βίας, καθίστανται άλλοθι και μάρτυρες σε διαμάχες οι οποίες υπερβαίνουν τα στεγανά της κυριαρχίας στο πλαίσιο της κρατικής επικράτειας. Στη βικτωριανή Αγγλία οι εγκληματίες δρούσαν κάτω από το πέπλο του πυκνού βιομηχανικού νέφους και της ομίχλης. Στις μέρες μας, στους τροπικούς, στις πιο νεφελώδεις περιοχές του πλανήτη, οι εταιρείες εξόρυξης προκαλούν μόλυνση κάτω από ένα εξαιρετικά πυκνό στρώμα νεφών, χρησιμοποιώντας το κλίμα της γης ως άλλοθι. Ωστόσο, ο καταλογισμός ευθυνών στις περιβαλλοντικές δυνάμεις κάνει την ανάγκη για άμεση ανθρώπινη πρωτοβουλία μεγαλύτερη, όχι μικρότερη. Η αξιολόγηση της περιβαλλοντικής βίας απαιτεί αλλαγή του πλαισίου της γλώσσας που διέπει τις αξιώσεις και τα δικαιώματα, μιας και τα θύματα είναι οι ωκεανοί, τα ποτάμια και τα δάση· οι νεκροί και οι φτωχοί με περιορισμένη πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Πράγματι, όταν οι έννοιες του θύματος, του θύτη και του εγκλήματος συγχέονται μέσα σε ένα τέτοιο θολό τοπίο, απαιτούνται καινούριες μαχητικές πειραματικές προσεγγίσεις στην αρχιτεκτονική, στην πολεοδομία, στην πολιτική και στην αισθητική, ώστε να φέρουμε προ των ευθυνών τους όσους αποκομίζουν κέρδος από αυτή τη βία και αυτούς στους οποίους επενδύουμε την εμπιστοσύνη μας για την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Όταν η βία διαχέεται, η συγκομιδή των στοιχείων που την αποδεικνύουν υφίσταται και αυτή διασπορά και, κατά συνέπεια, απαιτεί έναν διαφορετικό τύπο εγκληματολογικής ανάλυσης.15 Τέτοιες τακτικές βοηθούν στην έκθεση της βίας η οποία είναι εμφυτευμένη σε διάφορα επίπεδα και επικράτειες· μια βία εγκάρσια, θεατή και αθέατη, ομιλούσα και βουβή.

Το υπάρχον διεθνές δίκαιο δεν διαθέτει τις προδιαγραφές για τη διευθέτηση διασυνοριακών περιβαλλοντικών αδικημάτων των οποίων καταλυτικοί παράγοντες δεν είναι αποκλειστικά οι άνθρωποι. Το δίκαιο του πολέμου, οι Συμβάσεις της Γενεύης, η Ευθύνη Προστασίας (R2P) δεν συγκαταλέγουν την καταστροφή του περιβάλλοντος στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Πρέπει να συγκροτήσουμε καινούριους χώρους συζήτησης που θα αποφέρουν τα πρωτόκολλα για την πολιτική δράση, εντός και εκτός του Παγκόσμιου Δικαίου, ώστε η συνισταμένη πολλών φωνών να συντελέσει στη θέσπιση των νομικών μηχανισμών που θα διακόψουν την καταστροφή του πλανήτη – ένα Δίκαιο περί Οικοκτονίας. Αυτό αποτελεί το έργο μιας πολιτικής γεωλογίας με γνώμονα τον πλανήτη και με τη συνέργειά του. Οι νέες μέθοδοι και δράσεις θα πρέπει να ενισχύουν τους αποστερημένους και το εξωανθρώπινο τμήμα της Γης στην πλανητική πάλη στα μέτωπα της προστασίας των φυσικών πόρων, της οικολογίας, των ωκεανών και των ορυκτών. Τέτοιου τύπου θόρυβος ωθεί τα νομικά όρια προς το μέλλον. Όμως, οι χώροι συζήτησης δεν αναπνέουν μέσα σε νομικά πλαίσια, αλλά στα κοινωνικά κινήματα, στις αίθουσες των σχολείων και στην πολιτιστική παραγωγή.

 

Περιβαλλοντική αποικιοκρατία

Gauri Gill, Ruined Rainbow 5 (1999-), από τη σειρά “Notes from the Desert”, αρχειακή χρωστική εκτύπωση, 40,6 × 61 εκ.

Η περιβαλλοντική βία μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσω του πεδίου της περιβαλλοντικής ιστορίας, το οποίο παρέχει μια διαλεκτική ερμηνεία της ανθρωπότητας όπως απαντάται στη φύση και της φύσης όπως απαντάται στην ανθρωπότητα.16 Περικλείει το οδοιπορικό της εξωτερίκευσης της φύσης, από τον ορυκτό της πλούτο μέχρι και τον φυτικό, από το ασήμι μέχρι τη ζάχαρη. Πρόκειται για την εξωτερίκευση που επέτρεψε τη φετιχιστική σχέση με το περιβάλλον και την εμπορευματοποίησή του με τρόπους παντελώς ξένους προς τους πληθυσμούς που η αποικιοκρατία συνάντησε στο διάβα της και των οποίων την ιδιαίτερη γνώση επρόκειτο να εκμηδενίσει. Κατά την αντίθετη φορά αυτής της αμφίδρομης διαλεκτικής η φύση θεωρείται πως επιδρά στη διαμόρφωση της ανθρώπινης ιστορίας, με τον ίδιο τρόπο που η ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε φυσικό φαινόμενο. Στην προσπάθειά τους να πετύχουν μια θεωρητική σύνθεση για την αναχαίτιση της απογύμνωσης της φύσης οι ιστορικοί του περιβάλλοντος προσφέρουν μια οικολογική προοπτική, η οποία αναγνωρίζει την παρουσία της φύσης ως υλικού φορέα στους γεωκοινωνικούς σχηματισμούς. Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι εγγεγραμμένες καθώς και περιγεγραμμένες εντός της φύσης.

Το έργο μου στο παρόν κείμενο αντλεί έμπνευση από την περιβαλλοντική ιστορία η οποία υποστηρίζει πως η αναπτυξιακή υστέρηση και η οικολογική παρακμή των χωρών του νότου είναι δευτερογενή επακόλουθα της βίας η οποία επιχειρείται να επιβληθεί στη φύση.17 Οι εδαφικές μεταπλάσεις, όπως η περίφραξη των δασών που μετέτρεψαν τον κοινό χώρο σε αποικιακή (και αργότερα κρατική) ιδιοκτησία, αποτελούσαν συνειδητά, βίαια μέσα καθυπόταξης. Οι ιστορικοί του περιβάλλοντος, στο επίκεντρο της διαλεκτικής τους, αντιπαραβάλλουν τη θανατοπολιτική και έννοιες που αφορούν τη φύση και επιτυγχάνουν να διατυπώσουν με σαφήνεια μια επιστημολογία διαφορετική από το κοινωνικοπολιτικό και μετααποικιακό καταγεγραμμένο παρελθόν. Η περιβαλλοντική ιστορία εμπνέεται από την ιστοριογραφική μεθοδολογία, υιοθετώντας, για παράδειγμα, το μοντέλο της μακράς διάρκειας (longue durée) για τη μελέτη μακροχρόνιων κοινωνικοπεριβαλλοντικών αλλαγών. Ωστόσο, και τα δημοφιλή οικολογικά κινήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και της δεκαετίας του ’70 έχουν υπάρξει ουσιώδη για την εξέλιξή της. Καθώς η περιβαλλοντική ιστορία διατυπώνει τις απαρχές της διαπάλης μεταξύ πλουσίων και φτωχών, γαιοκτημόνων και ακτημόνων, εθνικών κρατών και αυτόχθονων πληθυσμών, αναδιφά το παρελθόν από περιβαλλοντική σκοπιά ενσταλάζοντάς του έναν ηθικό πυρήνα.

Εδώ είναι απαραίτητη μια σύντομη αποτίμηση της γεωγραφίας του λιμού, μιας και πρόκειται για μια μορφή περιβαλλοντικής βίας που ιστορικά συνδέει το κλίμα, το έδαφος, την οικονομία, τις αυτοκρατορίες και τον καπιταλισμό. Πολλοί ιστορικοί του περιβάλλοντος έχουν καταγράψει τα εγκλήματα της βρετανικής αυτοκρατορίας.18 Ένας από αυτούς, ο Mike Davis, στο Late Victorian Holocausts (2000) παραθέτει έναν μακρύ κατάλογο αποικιοκρατικής περιβαλλοντικής βίας στο πλαίσιο της οποίας το κλίμα του πλανήτη χρησιμοποιήθηκε ως όπλο εναντίον ολόκληρων πληθυσμών.19 Στο βιβλίο του ο Davis εξιστορεί τα ανατριχιαστικά περιστατικά λιμών που ακολούθησαν τον El Niño – την παρελκόμενη ξηρασία και την αυτοκρατορική αλαζονεία που στοίχισαν τη ζωή δεκάδων εκατομμυρίων στα τέλη του 19ου αιώνα στην Κίνα, στην Ινδία και στη Βραζιλία.20 Καθ’ υπέρβαση των «μονοαιτιακών ερμηνευτικών σχημάτων»,21 τα οποία αποδίδουν αποκλειστική αιτιότητα είτε στη φύση είτε στον πολιτισμό, μια διαλεκτική ανάγνωση της περιβαλλοντικής ιστορίας αντιλαμβάνεται το παγκόσμιο κλίμα και τις μεταβολές του ως πολλαπλασιαστή της ισχύος της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης, η γκάμα της οποίας εκτείνεται από την αρπαγή γης και τη λαφυραγώγηση των σιτηρών μέχρι την εγκληματική απουσία ανθρωπιστικής βοήθειας κατά τις περιόδους του λιμού.

Για παράδειγμα, στην Ινδία, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Λιμού του 1876-78, οπότε και έχασαν τη ζωή τους έξι εκατομμύρια άνθρωποι, το κατασκευαστικό θαύμα του αχανούς σιδηροδρομικού δικτύου της Βρετανικής Ινδίας, ένα κατόρθωμα της αποικιοκρατικής υποδομής, εκτεινόταν ως φρικαλέα αντίστιξη στις εκατοντάδες χιλιάδες των Ινδών οι οποίοι κυριολεκτικά λιμοκτονούσαν κατά μήκος των γραμμών, μοναδικός προορισμός των οποίων ήταν η μετάγγιση σιτηρών και προϊόντων εμπορεύσιμων καλλιεργειών στην παγκόσμια οικονομία.22 Η αδιαφορία απέναντι στο πρόσωπο της πείνας που επέφερε η έλλειψη σιτηρών έπειτα από εκτεταμένες ζημίες στις σοδειές και ανομβρία ισοδυναμούσε με διάπραξη γενοκτονίας ενάντια στους φτωχούς και αποστερημένους πληθυσμούς. Εκατομμύρια πέθαναν «εντός του παγκόσμιου νεωτερικού συστήματος, στο πλαίσιο της εξαναγκαστικής ενσωμάτωσής τους στις οικονομικές και πολιτικές δομές του».23 Μέχρι το τέλος του αιώνα μεγάλοι πληθυσμοί σε διαφορετικές περιοχές όπως η Κίνα και η Βραζιλία οδηγήθηκαν επίσης με παρόμοιες τακτικές στην εξαθλίωση. Το έργο του David είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, μιας και, αντί να προβεί σε έναν καθαρά οικονομικό απολογισμό ή σε μια ανθρωπιστική κριτική,24 συνθέτει τις περιβαλλοντικές συνθήκες με την πολιτική οικονομία.

Η ιστορική καταγραφή της πείνας εν μέρει καλύπτει τον ίδιο χώρο με το εκκολαπτόμενο, συγγενικό διεπιστημονικό πεδίο της πολιτικής οικολογίας, το οποίο πραγματεύεται τις περιβαλλοντικές ανισότητες, τις συγκρούσεις και τις επακόλουθες περιβαλλοντικές αδικίες.25 Αυτή η διαθεματική προσέγγιση, η συναρμογή της πολιτικής ορολογίας στην περιβαλλοντική αλλαγή –ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τη συνάφειά του με την κοινωνική ευπάθεια– χρίζει την πολιτική οικολογία ένα πεδίο όπου οι περιβαλλοντικές ερμηνείες μπορούν να δοθούν με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.27 O Félix Guattari συμπτύσσει ακόμα περισσότερο τον όρο «πολιτική οικολογία», έτσι ώστε η οικολογία να περικλείει την πολιτική, την ώρα που προσυπογράφει μια οικολογία η οποία «θέτει σε αμφισβήτηση το σύνολο της υποκειμενικότητας και των σχηματισμών των εξουσιών καπιταλιστικού τύπου, που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εξακολουθήσουν να υπερισχύουν».27 Αυτή η εκδοχή της οικολογίας, η οποία καταπιάνεται με το πώς μπορούμε να επιβιώσουμε σε αυτόν τον πλανήτη μετερχόμενοι ώριμες μεθόδους διαβίωσης, διαθέτει νοητική και οικουμενική διάσταση. Κατά συνέπεια, δεν επιδιώκει να προωθήσει μια στεγανοποιημένη οικολογία η οποία αφορά αποκλειστικά το φυσικό περιβάλλον – έναν σκοπό συνειρμικά συνδεδεμένο με μια μειοψηφία υπερασπιστών της φύσης. Η οικολογία, όπως υποδηλώνει και το πρώτο της συνθετικό, ο οίκος, το σπίτι δηλαδή, ο φυσικός χώρος διαβίωσης, ο περίγυρος, συγχωνεύει την περιβαλλοντική προβληματική με την ανθρώπινη υποκειμενικότητα και τις κοινωνικές σχέσεις με απώτερο σκοπό μια υλοποιήσιμη απελευθέρωση, μια οικοσοφία.28 Ο Guattari άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία αυτού που αποκαλώ «οικοπολιτική συνείδηση», μια συνείδηση προσανατολισμένη προς την οικολογία της αυτοδιάθεσης.

Ο Guattari μάς ζητά να διεξαγάγουμε έναν «εγκάρσιο» αγώνα ο οποίος θα διατέμνει τα τρία φάσματα της οικολογίας, αυτά του περιβάλλοντος, των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης υποκειμενικότητας, έναν αγώνα εναντίον της διακριτοποίησης της σκέψης και της ανιαρότητας των «επανειλημμένων αδιεξόδων». Υποστηρίζει πως χρειάζεται να «προβούμε στην επανεξατομίκευσή μας».29 Αυτός ο εκδημοκρατισμός της σκέψης έχει τη δυνατότητα να ανοιχτεί σε νέα μοντέλα κοινωνικής συνάφειας και να παραγάγει νέους τρόπους συμβίωσης. Στην εγκάρσια σκέψη η φύση δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον πολιτισμό. Βεβαίως, αυτή η προσέγγιση προσκρούει σφοδρά στις συνεχείς εδαφικές διεκδικήσεις και στα γεωπολιτικά παιχνίδια. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις διεργασίες της παγκόσμιας πολιτικής τάξης η οποία παρατηρεί την οικολογική κρίση μέσα από έναν οικονομικό φακό και αρκείται στην εμπορία των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων αντί να φανταστεί το τέλος του καπιταλισμού.

Μια αναπάντεχη πηγή μιας τέτοιας εγκάρσιας οπτικής είναι το μυθιστόρημα Underground Man του 1896, το μοναδικό μυθιστορηματικό έργο του Γάλλου κοινωνιολόγου και εγκληματολόγου Gabriel de Tarde. Η ιστορία έχει ως εξής: Έπειτα από έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο μια δεσπόζουσα οικουμενική κουλτούρα έχει επικρατήσει σε όλο τον πλανήτη. Όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, μια παραλλαγή των ελληνικών. Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν προοδεύσει σε πρωτοφανές σημείο, με αποτέλεσμα να μην έχει απομείνει σχεδόν τίποτα που οι επιστήμονες να μπορούν να ανακαλύψουν ή να βελτιώσουν. Ωστόσο, για αρκετό καιρό προειδοποιούν πως ο ήλιος χάνει τη θερμότητά του· προειδοποιήσεις για τις οποίες αδιαφορούν σε μεγάλο βαθμό τόσο οι πολιτικοί όσο και οι πολίτες. Η τροπή των γεγονότων επαληθεύει τις εσχατολογικές προβλέψεις των επιστημόνων: Ο ήλιος, η ανεξάντλητη πηγή ενέργειας του πλανήτη, σκοτεινιάζει και εκπέμπει μόνο ένα αναιμικό φως. Κάθε μορφή ζωής βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα του αφανισμού.

Καθώς η επιφάνεια της Γης γρήγορα παγώνει και οι συνθήκες γίνονται αφιλόξενες για τη ζωή, μια ομάδα επιβιωσάντων μεταφέρεται κάτω από το έδαφος και ξεκινά μια νέα υπόγεια ζωή. Το όραμα του de Tarde, ενσαρκωμένο ως μια ριζική ανασύσταση της κοινωνίας η οποία ενοποιεί τον άνθρωπο και τη φυσική ιστορία, είναι η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων με τα ορυκτά και τα πετρώματα. Η χημεία και η ψυχολογία, οι δυο επιστήμες οι οποίες συνιστούν αυτή την εμπειρία, αντιπροσωπεύουν τη σύζευξη της ύλης και του νου.

Οι χημικοί μας, αντλώντας ίσως έμπνευση από την αγάπη και όντες καλύτερα κατατοπισμένοι όσον αφορά τη φύση της χημικής συγγένειας, διεισδύουν με πυγμή στο μύχιο σύμπαν των μορίων και μας αποκαλύπτουν τις επιθυμίες τους, τις ιδέες τους, την ξεχωριστή τους φυσιογνωμία, τη διαποτισμένη από τον πλανερό αέρα της συμμόρφωσης. Την ώρα που εκείνοι συνθέτουν για μας την ψυχολογία του ατόμου, οι ψυχολόγοι μάς εξηγούν την ατομική θεωρία του εγώ.30

Η ανθρωπότητα επιβιώνει μόνο όταν υφίσταται ριζικές αλλαγές, δημιουργώντας νέους γεωκοινωνικούς σχηματισμούς. Υπάρχει σαφής αντιστοιχία μεταξύ του παγκοσμιοποιημένου παρόντος μας και της εποχής του de Tarde, του τέλους του 19ου αιώνα, οπότε σημειώθηκε άνθηση των φυσικών επιστημών και του εθνικού κράτους. Σήμερα η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η διαφορά δυναμικού μεταξύ των δυο πόλων της υποτιθέμενης προόδου, της τεχνοεπιστήμης και του φιλελεύθερου κράτους, μας έχει σπρώξει προς την καταστροφή· πρόκειται για μια καταστροφή η οποία δεν θα συντελεστεί ως ένα κολοσσιαίο κοσμογονικό γεγονός, αλλά ως μια κλιμακούμενη διαδικασία. Ήδη λαμβάνει χώρα στον νότο, στα μέτωπα της περιβαλλοντικής βίας και της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με τον Guattari, είναι αδύνατον να διανοηθούμε λύσεις για την οικολογική κρίση «χωρίς να υπάρξει μια μετάλλαξη του συνόλου των αντιλήψεών μας, χωρίς να καλλιεργήσουμε την τέχνη της διαβίωσης στην κοινωνία μας».31

 

Πολιτική γεωλογία

Gauri Gill και Rajesh Chaitya Vangad, Factory and River (2014), από τη σειρά “Fields of Sight”, μελάνι σε αρχειακή χρωστική εκτύπωση, 40,6 × 61 εκ.

Το ιδεολογικό έρεισμα του σύγχρονου ανθρωπισμού συνοψίζεται στον οίκτο και στη συμπόνια, όχι στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη δικαιοσύνη. Η επισφαλής ζωή των πιο ευάλωτων πληθυσμών υποβιβάζεται σε μεταβλητή προς υπολογισμό στο πλαίσιο ενός σύγχρονου ηθικού ισοζυγίου. Η στρατηγική προσέγγιση των συμπτωμάτων και όχι των αιτίων της κοινωνικής ανισότητας επιτυγχάνει απλώς τη διάχυση των ευθυνών. Στο ανθρωπιστικό παρόν η διαμόρφωση και το εύρος της ανθρωπιστικής δράσης έχουν να κάνουν όλο και λιγότερο με την εργατική δύναμη και τις επίγειες διαδικασίες που καθιστούν τον πλανήτη μας μια «επαπειλούμενη οντότητα, ένα πεπερασμένο απόθεμα πόρων»·32 αντιθέτως, αφορούν όλο και περισσότερο συγκρούσεις για τους πόρους και το κλίμα.

Τα παραπάνω μου φέρνουν στο μυαλό την εμπειρία του Michel Serres από τον σεισμό Λόμα Πριέτα του 1989, έπειτα από την ενεργοποίηση του ρήγματος του Σαν Αντρέας. Μετρώντας 6,9 στην κλίμακα Ρίχτερ, ο σεισμός μετέτρεψε το κορμί του φιλοσόφου σε έναν φρενιασμένο σεισμογράφο. Ο σεισμός προκάλεσε 63 θανάτους και σημαντικές υλικές ζημιές. Από την άλλη, σε σεισμό παρόμοιου μεγέθους στο Πορτ-ο-Πρενς το 2010 σκοτώθηκαν 250.000 άνθρωποι. Η διαφορά στον αντίκτυπο έχει να κάνει περισσότερο με την ανθρώπινη δραστηριότητα και λιγότερο με τη φύση. Όπως αναφέρει ο Serres, «ο ανθρώπινος παράγοντας, εν γένει, όπως αυτός μεταφράζεται σε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες –η φτώχεια για παράδειγμα– φέρει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε σχέση με τα αμιγώς φυσικά αίτια της καταστροφής».33 Ο Βολταίρος και άλλες προσωπικότητες του Διαφωτισμού έσφαλαν στην ετυμηγορία τους στην οποία καταδίκαζαν τον Θεό για την «κοσμογονική πράξη» η οποία προκάλεσε τη φρίκη του σεισμού της Λισαβόνας το 1755. Αν και η Γη ως αυθυπόστατη εστία είναι το ύστατο μέσο περιβαλλοντικής βίας, «οι ευθύνες βαρύνουν αποκλειστικά την κοινωνία».34

Ο Nigel Clark, αντλώντας από τα γραπτά του Emmanuel Levinas, επισημαίνει πως η γενναιοδωρία ως αντίδραση στα δεινά αγνώστων με τους οποίους μας χωρίζει απόσταση διαθέτει ηθική συνάφεια με το φάσμα των συνεπειών των φυσικών μεταβολών. Όμως αυτός ο συσχετισμός στερείται συγκεκριμένων κοινωνικών και γεωγραφικών συντεταγμένων με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει να «περιγράψει τον συλλογιστικό κρίκο ανάμεσα στην εγγύτητα της βίας των φυσικών δυνάμεων και στην καλλιέργεια μιας διάθεσης γενναιοδωρίας απέναντι στους άλλους».35 Οι πλανητικές μεταβολές εκδηλώνονται ως παταγώδη φαινόμενα τα οποία είναι εκρηκτικά και εκστατικά, παντελώς αδιάφορα για τον ανθρώπινο πόνο. Αντικρούοντας πιθανώς τις θέσεις της Ανθρωποκαίνου και της έπαρσης που αυτές υποδηλώνουν, μπορούμε να πούμε το εξής: Οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να προσδώσουν ιδιότητες δρώντος υποκειμένου στις περιβαλλοντικές διαδικασίες του πλανήτη, μιας και η Γη ήδη αποτελεί φορέα αλλαγών με άγνωστες προθέσεις, τυχαιότητα και αδιόρατες λειτουργίες και βρίσκεται στις παρυφές του θυμικού και του «σχιζοειδούς» μας ασυνείδητου.

Ταυτόχρονα, ο κόσμος των αντικειμένων αντανακλά την υλική του υπόσταση και στην κοινωνική και πολιτική ζωή,36 σε όλους αυτούς τους τρόπους με τους οποίους οι οικουμενικές σχέσεις εξουσίας και παραγωγής έχουν επισταμένως και με τη βία μεταμορφώσει, οικειοποιηθεί και αλλοιώσει τη φύση. Εξαιρώντας τα αφηρημένα γνωρίσματα, η αξιολόγηση της διαμορφωτικής δυναμικής των αντικειμένων προϋποθέτει να τα πάρουμε στα σοβαρά στο πεδίο όπου η υλική τους υπόσταση δεν είναι δευτερεύουσα ή συμβολική. Λόγου χάρη, η επίκληση της αιτιότητας ενός κυκλώνα σε σχέση με μια πολιτική επανάσταση δεν αποσκοπεί στην τοποθέτηση της φύσης σε ένα καθολικό πλαίσιο ανθρωποκεντρικής πολιτικής, αλλά στη διεύρυνση της συζήτησης σχετικά με το τι συνιστά πολιτική, ιδιαίτερα την ώρα που οι οικολογικές ανησυχίες έχουν μετατραπεί σε ζητήματα δημόσιου διαλόγου.37

Η δική μου αντίληψη περί πολιτικής γεωλογίας αφορά δυο ζητήματα, ένα παλιό και ένα νέο. Το παλιό είναι πως, από πλανητική άποψη, οι δυνάμεις της Γης είναι αυτές οι οποίες διατηρούν τη συνοχή της ζωής, ασχέτως ποικιλομορφίας. Σε καιρούς κρίσης και αναζήτησης ελπίδας είμαστε δεμένοι με τη Γη. Ωστόσο, η χρονική κλίμακα στην οποία λαμβάνουν χώρα ορισμένα περιβαλλοντικά γεγονότα είναι τόσο αποσυμπιεσμένη σε σχέση με την ανθρώπινη ιστορία ώστε να βιώνουμε τη ζωή και τα γήινα σώματα ως σχετικά σταθερά. Το νέο ζήτημα, από την άλλη, είναι πως για να οραματιστούμε και πάλι τη γεωπολιτική η σκέψη μας πρέπει να σταματήσει να είναι ευθυγραμμισμένη με τις ασυμμετρίες που αφορούν τον γεωγραφικό ή τον πολιτιστικό νότο· αντιθέτως, θα πρέπει να τέμνει εγκάρσια τις πλανητικές διαδικασίες. Όταν προτείνω μια διεύρυνση της κλίμακας, δεν εισηγούμαι κάποια ολιστική διέπουσα θεωρία. Απεναντίας, η πολιτική, χειραφετημένη μέσα από τον ρου των γεωλογικών διαδικασιών, θα είναι σε θέση να προκαλέσει τη σύγκρουση διαμέσου συγκεκριμένων μεθόδων και συγκεκριμένων αγώνων των λαών.

Gauri Gill, Ruined Rainbow 6 (1999-), από τη σειρά “Notes from the Desert”, αρχειακή χρωστική εκτύπωση, 40,6 × 61 εκ.

Το ζήτημα δεν είναι ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα διαχέονται μέσα από τα σύνορα των κρατών, αλλά ότι η Γη συνίσταται οντολογικά από κυριαρχημένα εδάφη των οποίων τα υλικά, η εργασία και τα κεφάλαια ρέουν πάνω στον πλανήτη.38 Καθώς τα οικοσυστήματα τέμνουν κυρίαρχες γεωπολιτικές επικράτειες και καθιστούν πορώδη τα σύνορα μεταξύ ανθρώπου και φύσης, τα διάτρητα γεωγραφικά στεγανά δεν μπορούν να συγκρατήσουν ούτε τη ροή των φυσικών δυνάμεων ούτε και του κεφαλαίου. Αντιθέτως, μια απελευθερωμένη πολιτική της οικολογίας δεν περιορίζεται από τις συντεταγμένες των συνόρων.

Η παρούσα οικολογική κρίση δύναται να επιφέρει τη διεύρυνση ενός αξιακού πλαισίου που θα περιλαμβάνει περιβαλλοντικές διεκδικήσεις και έναν διευρυμένο ορισμό των δικαιωμάτων – έναν συλλογικό βιοκεντρικό ηθικό κώδικα του πλέγματος της ζωής. Απαιτείται ένας νομικός πλουραλισμός ο οποίος θα μπορεί να άπτεται της ποικιλότητας της ζωής, των κοσμολογιών και των γεωκοινωνικών σχηματισμών. Στην πορεία της ενσωμάτωσής του στο δίκαιο και έχοντας αποκτήσει πολιτική διάσταση μέσα από κοινωνικά κινήματα και δράσεις αντίστασης μικρής και μεγάλης κλίμακας, αυτός ο νομικός πλουραλισμός θα μπορέσει να πατήσει στα πρότυπα των κινημάτων διεθνούς αλληλεγγύης και των συμμαχιών μεταξύ κοινωνικών κινημάτων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, εργατικών σωματείων και αυτόχθονων πληθυσμών. Τα επιτυχημένα κινήματα εκμεταλλεύονται τις δομικές αντιφάσεις του κεφαλαίου (όπως για παράδειγμα το Διεθνές Συμβούλιο Λιμενεργατών, το οποίο χρησιμοποιεί την υποδομή των παγκόσμιων μεταφορών ώστε να οργανώσει σε διεθνή δίκτυα αλληλεγγύης τα μέλη του τα οποία χωρίζουν μεγάλες αποστάσεις) και κινητοποιούν τόσο τα εθνικά κράτη όσο και τη δικονομική τους ισχύ ως «εγγυητών» αυτών των δικαιωμάτων,39 ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν πως το δίκαιο ευθύνεται για τις συνθήκες που επιτρέπουν την περιβαλλοντική βία. Ένας επαναπροσδιορισμός του Διεθνούς Δικαίου θα μπορούσε να θεσπίσει νομικά και να αναγνωρίσει τα συλλογικά δικαιώματα ανάγοντας τη φύση σε νομική οντότητα και καθιστώντας τον homo economicus υπόλογο,40 επί τη βάσει της δικαιοδοσίας περιφερειακών δικαστηρίων και φορέων όπως η Αφρικανική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα, το Παναμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι πολυμερείς περιβαλλοντικές συμβάσεις και το διεθνές δίκαιο του πολέμου· εκεί όπου το πεδίο αντιπαράθεσης είναι το ίδιο το δίκαιο, του οποίου η κλίμακα θα είναι οικουμενική ώστε να αντεπεξέρχεται στις προκλήσεις της παγκόσμιας περιβαλλοντικής βίας.

Gauri Gill και Rajesh Chaitya Vangad, The Drought, The Flood (2016), από τη σειρά “Fields of Sight”, μελάνι σε αρχειακή χρωστική εκτύπωση, 106,7 × 157,5 εκ.

Θα ήθελα να τελειώσω με μια σειρά ερωτήσεων. Πώς μπορούμε να οργανώσουμε καλύτερα τη γνώση μας όσον αφορά τις περίπλοκες περιπτώσεις περιβαλλοντικής βίας; Πώς μπορούμε να καθαιρέσουμε τις κυρίαρχες σταθερές που διέπουν την αλληλεπίδραση κοινωνίας και φύσης και να τις αντικαταστήσουμε με την προοπτική μιας παγκόσμιας οικολογίας; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τον κοινό χώρο μέσω ενός καινούριου είδους γεωπολιτικής, μέσω μιας πολιτικής η οποία θα υπολογίζει τη Γη ως ομόλογο; Τον 21ο αιώνα πώς μπορούμε να επινοήσουμε μια οικολογία η οποία θα διευρύνει τη βιολογική και γεωλογική μας φαντασία με απώτερο σκοπό έναν χειραφετημένο νομικό πλουραλισμό στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού; Τέτοιες αξιώσεις προϋποθέτουν να αναγνωρίσουμε τη δυναμική, απρόοπτη και εγκάρσια φύση της περιβαλλοντικής βίας, χωρίς να αντιμετωπίζουμε τη σύγκρουση ως μορφή καταστροφισμού, αλλά ως κάλεσμα σε δράση για την έλευση της δικαιοσύνης που ήδη έχει αργήσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος

1 Peter Sloterdijk, Terror from the Air, μτφρ. Amy Patton και Steve Corcoran (Λος Άντζελες: Semiotext(e), 2009), σ. 10.

2 Gregory Bateson, Steps to an Ecology of Mind: Collected Essays in Anthropology, Psychiatry, Evolution, and Epistemology (Σικάγο: University of Chicago Press, 2000), σ. 491.

3 Anja Kanngieser, “Geopolitics and the Anthropocene: Five Propositions for Sound”, GeoHumanities 1 (2015), σ. 3.

4 Hannah Arendt, On Violence (Νέα Υόρκη: Harcourt Brace & World, 1970). (Ελλ. έκδ., Arendt, Hannah, Περί βίας, μτφρ. Βάνα Νικολαΐδου Κυριανίδου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000. [Σ.τ.μ.]).

5 Βλ. Will Steffen κ.ά., “The Anthropocene: From Global Change to Planetary Stewardship”, Ambio 40, αρ. 7 (Νοέμβριος 2011), σ. 739-61· “The Anthropocene: Are Humans Now Overwhelming the Great Forces of Nature?”, Ambio 36, αρ. 8 (Δεκέμβριος 2007), σ. 614-21· και Jan Zalasiewicz κ.ά., “The Anthropocene: A New Epoch of Geological Time?”, Philosophical Transactions of the Royal Society A 369, αρ. 1938 (Μάρτιος 2011), σ. 837.

6 Donna Haraway, “Situated Knowledges: The Science Question in Feminism and the Privilege of Partial Perspective”, Feminist Studies 14, αρ. 3 (φθινόπωρο 1988), σ. 582.

7 Achille Mbembe, “Decolonizing Knowledge and the Question of the Archive”, ιστοσελίδα Wits Institute for Social and Economic Research, http://wiser.wits.ac.za/system/files/Achille%20Mbembe%20%20Decolonizing%20Knowledge%20and%20the%20Question%20of%20the%20Archive.pdf.

8 Ακούγονται φωνές για μετονομασία της εποχής σε Κεφαλαιόκαινο. Βλ. Jason Moore, Capitalism in the Web of Life: Ecology and the Accumulation of Capital (Νέα Υόρκη: Verso, 2015) και Anthropocene or Capitalocene: Nature, History, and the Crisis of Capitalism? (Όουκλαντ: PM Press, 2016). Η έννοια της Κεφαλαιοκαίνου παρουσιάζει αναλογίες με την έννοια του «συσσωρευτικού μετασχηματισμού» στον οποίο ο καπιταλισμός παράγει αξία εκμεταλλευόμενος πράγματα που ο ίδιος δεν μπορεί να παραγάγει, π.χ. άνθρακα, φάλαινες ή ανθρώπινη εργασία. Κατά τον Bataille, θα μπορούσαμε να κάνουμε αναγωγή των θέσεων της Tsing και να ισχυριστούμε πως όλη η ζωή, σίγουρα η ανθρώπινη, εξαρτάται από την ηλιακή ενέργεια, η οποία είναι πάντα εξωγενής και μας προσφέρεται ως δώρο και όχι ως κάποιου τύπου αντάλλαγμα. Βλ. Tsing, The Mushroom at the End of the World: On the Possibility of Life in Capitalist Ruins (Πρίνστον: Princeton University Press, 2015), και Georges Bataille, The Accursed Share: An Essay on General Economy, τ. 1: Consumption, μτφρ. Robert Hurley (Νέα Υόρκη: Zone Books, 1991). (Ελλ. έκδ., Bataille, Georges, Το Καταραμένο Απόθεμα, μτφρ. Λένα Λυμπεροπούλου, Εκδόσεις Futura, 2010. [Σ.τ.μ.]).

9 Madhav Gadgil και Ramachandra Guha, This Fissured Land: An Ecological History of India (Μπέρκλεϊ: University of California Press, 1993).

10 Anil Agarwal και Sunita Narain, Global Warming in an Unequal World: A Case of Environmental Colonialism (Νέο Δελχί: Centre for Science and Environment, 1991).

11 Η γαλλική λέξη για τη δικαιοσύνη, το droit, σημαίνει δίκαιο και δίκιο.

12 Edward Said, Culture and Imperialism (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1993), σ. 7. (Ελλ. έκδ., Said, Edward, Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός: Μια συστηματική και γοητευτική ανίχνευση των ριζών του ιμπεριαλισμού στον πολιτισμό της δύσης, μτφρ. Βανέσσα Λάππα, Εκδόσεις Νεφέλη, 1996. [Σ.τ.μ.]).

13 Bill McKibben, The End of Nature (Νέα Υόρκη: Random House, 2006), σ. 41.

14 Félix Guattari, The Three Ecologies, μτφρ. Ian Pindar και Paul Sutton (Λονδίνο: Athlone, 2000). (Ελλ. έκδ., Guattari, Félix, Οι Τρεις Οικολογίες, μτφρ. Μάντα Σολωμού, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1991. [Σ.τ.μ.])

15 Forensic Architecture, επιμ., Forensis: The Architecture of Public Truth (Βερολίνο: Sternberg Press, 2014).

16 Βλ., για παράδειγμα, την ιστορία του καπιταλισμού και της σχέσης του με τη φύση από τον Jason Moore, Capitalism in the Web of Life: Ecology and the Accumulation of Capital (Νέα Υόρκη: Verso, 2015).

17 Στο κλασικό του έργο Uneven Development: Nature, Capital, and the Production of Space ο Neil Smith αποτιμά την ασύμμετρη ανάπτυξη ως μια αντίφαση, η οποία, ωστόσο, είναι κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού. Η λογική του απορρέει από τον τρόπο με τον οποίο «το κεφάλαιο είναι συνεχώς εξαρτημένο από το οικοδομημένο περιβάλλον για την παραγωγή πλεονάσματος» από τη μια και από τον τρόπο με τον οποίο «το κεφάλαιο μονίμως αποσύρεται από το οικοδομημένο περιβάλλον του, ώστε να μετακινηθεί σε ένα διαφορετικό και να επωφεληθεί από τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους» από την άλλη. Βλ. Smith, Uneven Development: Nature, Capital, and the Production of Power (Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: Basil Blackwell, 1990), σ. 6.

18 Βλ. Sugata Bose, A Hundred Horizons: The Indian Ocean in the Age of Global Empire (Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press, 2009)· Rohan D’Souza, “Water in British India: The Making of a ‘Colonial Hydrology’”, History Compass 4, αρ. 4 (2006), σ. 621-28· Gadgil και Guha, This Fissured Land· και Iftekhar Iqbal, The Bengal Delta: Ecology, State and Social Change 1840-1943 (Χάουντμιλς, Βρετανία: Palgrave Macmillan, 2010).

19 Mike Davis, Late Victorian Holocausts: El Niño Famines and the Making of the Third World (Λονδίνο: Verso, 2000), σ. 9.

20 Το El Niño, γνωστό και ως φαινόμενο Νότιας Ταλάντωσης (ENSO), προκαλεί περιοδικές μεταβολές στα τροπικά καιρικά συστήματα σε πλανητική κλίμακα, μετατοπίζοντας αέριες μάζες και αλλάζοντας τη θερμοκρασία των ωκεανών.

21 Eduardo Viveiros de Castro, “Images of Nature and Society in Amazonian Ethnology”, Annual Review of Anthropology 25 (Οκτώβριος 1996), σ. 179-200.

22 Davis, Late Victorian Holocausts, σ. 330.

23 Βλ. ό.π.

24 Βλ, αντιστοίχως, Amartya Sen, Poverty and Famines: An Essay on Entitlement and Deprivation (Οξφόρδη: Clarendon Press, 1982) και Alex de Waal, Famine Crimes: Politics and the Disaster Relief Industry in Africa (Οξφόρδη: James Currey, 1997).

25 Βλ., για παράδειγμα, το κλασικό έργο του Michael Watts, Silent Violence, όσον αφορά την επισιτιστική κρίση στο Σαχέλ τη δεκαετία του ’70: Watts, Silent Violence: Food, Famine, and Peasantry in Northern Nigeria (Μπέρκλεϊ: University of California Press, 1983).

26 Tim Forsyth, “Political Ecology and the Epistemology of Social Justice”, Geoforum 39, αρ. 2 (Μάιος 2008), σ. 756-64.

27 Guattari, Οι Τρεις Οικολογίες, σ. 52.

28 Είναι ενδεικτικό πως ο Guattari, στις Τρεις Οικολογίες του 1989, κάνει ειδική μνεία στον γνωστό και μη εξαιρετέο Donald Trump, ο οποίος τον καιρό εκείνο ήταν απλώς ένας ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρείας. Τον συγκρίνει με μεταλλαγμένα τερατώδη φύκια εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο αναδιαμόρφωνε οικισμούς της Νέας Υόρκης και του Ατλάντικ Σίτι, αυξάνοντας τα ενοίκια και διώχνοντας από τα σπίτια τους φτωχές οικογένειες «οι περισσότερες από τις οποίες [ήταν] καταδικασμένες να μείνουν άστεγες, το ισοδύναμο εδώ των νεκρών ψαριών της περιβαλλοντικής οικολογίας» (σ. 33). Η ηθικοαισθητική απεικόνιση του Trump από τον Guattari, τα μεταλλαγμένα φύκια, προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο εν έτει 2016 ο Trump κατάφερε να κυριαρχήσει στις οθόνες των τηλεοράσεων της Αμερικής στον εκλογικό αγώνα για την ανάδειξη προέδρου.

29 Félix Guattari, Chaosmosis: An Ethico-aesthetic Paradigm, μτφρ. Paul Bains και Julian Pefanis (Μπλούμινγκτον: Indiana University Press, 1995), σ. 7.

30 Gabriel Tarde, Underground Man, μτφρ. Cloudesley Brereton (Λονδίνο: Duckworth & Co., 1905), σ. 168-69.

31 Guattari, Chaosmosis, σ. 20.

32 Nigel Clark, Inhuman Nature: Sociable Life on a Dynamic Planet (Λονδίνο: SAGE, 2011), σ. 6.

33 Michel Serres, Biogea, μτφρ. Randolph Burks (Μινεάπολις: Univocal Publishing, 2012), σ. 29.

34 Βλ. ό.π.

35 Clark, Inhuman Nature, σ. 219.

36 Παρατηρείται ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον όσον αφορά τον υλισμό στη φιλοσοφία, στη γεωγραφία και στην ανθρωπολογία· από την επιστήμη και την τεχνολογία μέχρι τη σύγχρονη τέχνη. Για παράδειγμα, η Jane Bennett έχει ταχθεί υπέρ της αναγνώρισης της ενέργειας της υλικής υπόστασης των αντικειμένων μέσω της οποίας αυτά διαποτίζονται από μια «ζωντάνια» η οποία τους επιτρέπει κατά κάποιον τρόπο να «δρουν ως υποκείμενα ή δυνάμεις με δικές τους τροχιές, προδιαθέσεις ή τάσεις». Βλ. Bennett, Vibrant Matter: A Political Ecology of Things (Ντάραμ, Βόρεια Καρολίνα: Duke University Press, 2010), σ. viii. Ο ανθρωπολόγος Martin Holbraad έχει σημειώσει πως η χειραφέτηση των αντικειμένων διαθέτει αντιστοιχίες με μετααποικιακές θεωρίες· ο τίτλος της διατριβής του «Can the Thing Speak?» κάνει αναφορά στη σημαντική διατριβή της Gayatri Chakravorty Spivak όσον αφορά την πολιτική της σιωπής, τα ιδεολογικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν εκείνοι οι οποίοι στερούνται πολιτικής εκπροσώπησης, σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που μετέρχεται συστηματικά τακτικές αποστέρησης. Βλ. Holbraad, “Can the Thing Speak?”, Working Papers 7, OAC Press, 2011. Στο διαδίκτυο: http://openanthcoop.net/press/2011/01/12/can-the-thing-speak.

37 Λόγου χάρη ο κυκλώνας Μπόλα του 1970, ο οποίος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην εθνική απελευθέρωση του Μπανγκλαντές τον επόμενο χρόνο. Βλ. Nabil Ahmed, “The Toxic House”, στο Forensis, σ. 614-33.

38 Gilles Deleuze και Félix Guattari, Anti-Oedipus: Capitalism and Schizophrenia, μτφρ. Robert Hurley, Mark Seem και Helen R. Lane (Μινεάπολις: University of Minnesota Press, 1983), σ. 139.

39 Boaventura de Sousa Santos, João Arriscado Nunes και Maria Paula Meneses, “Introduction: Opening Up the Canon of Knowledge and Recognition of Difference”, επιμ. Sousa Santos, Another Knowledge Is Possible: Beyond Northern Epistemologies (Λονδίνο: Verso, 2007), σ. xxviii.

40 Sanjay Kabir Bavikatte, Stewarding the Earth: Rethinking Property and the Emergence of Biocultural Rights (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2014).