Περπατώντας με τη Nandita
Έφτασε κι η σούπα. Ήταν μια απλή σούπα από ζωμό. Δεν περιείχε τίποτα που να ερεθίζει τη φαντασία. Θα μπορούσε να δει κανείς μέσα από το διαφανές υγρό οποιοδήποτε σχέδιο υπήρχε στην επιφάνεια του πιάτου. Αλλά δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο. Ήταν ένα απλό πιάτο.
—Virginia Woolf, Ένα δικό σου δωμάτιο (1929)
Νέα Υόρκη, 157ος Δρόμος
Προσπαθώ να αναλογιστώ το δίλημμα «γλώσσα ή πείνα», αλλά αναπόφευκτα υποκαθιστώ την πείνα με το να τρως, με το να μην τρως, με το να χέζεις, όλα αυτά τα οποία διαφέρουν από την πείνα. Η πείνα είναι αφηρημένη και το μυαλό μου πηγαίνει σε πράγματα που είναι χειροπιαστά.
Τα Ημερολόγια της Alejandra Pizarnik είναι ατόφια ποίηση. Γύρισα όλα τα βιβλιοπωλεία στο Παρίσι μέχρι να βρω ένα μοναδικό αντίτυπο του όμορφου χαρτόδετου βιβλίου των εκδόσεων José Corti, με το πρόσωπο της Pizarnik στο εξώφυλλο. Στην εικόνα παίρνει ένα βιβλίο από ένα ψηλό ράφι και κοιτάζει επίμονα τη φωτογραφική μηχανή, κοιτάζει εμάς. Φύλαγα αυτό το βιβλίο αρκετά χρόνια σε μια μικροσκοπική βιβλιοθήκη Chippendale δίπλα από το κρεβάτι μου, με το εξώφυλλο να κοιτάζει προς τα έξω, έτσι ώστε να συναντώ καθημερινά το εκφραστικό της βλέμμα. Διάβασα περίπου εκατό σελίδες προτού τοποθετήσω το βιβλίο σε αυτήν ακριβώς τη θέση. Τα Ημερολόγια με συγκλόνισαν, είναι όμως επίσης αναπόδραστα σκοτεινά. Για την Pizarnik, η αυτοκτονία δεν ήταν ένα ερώτημα του εάν, αλλά του πότε, και έγραφε για αυτή σχεδόν καθημερινά, σαν ο θάνατος να ήταν ένας καλός της φίλος. Ζήλευε τη Virginia Woolf.
Πεινασμένη, διψασμένη, αναζητώντας ερεθίσματα – οι ορέξεις και οι πόθοι της Pizarnik ήταν υπερμεγέθεις. Μισούσε τον εαυτό της μετά από κάθε μεσημεριανό και βραδινό φαγητό· έγραφε:
«Για να μην τρώω πρέπει να είμαι ευτυχισμένη. Και δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένη αν είμαι παχιά».
Βαθιά μέσα μου καταλαβαίνω καλά την ταυτολογία της Pizarnik, το μυαλό μου όμως χρειάζεται να τη μεταβολίσει ξανά και ξανά. Τη στιγμή που την απομνημονεύω αυτή ξεγλιστρά και απομακρύνεται.
Η Alison Strayer επιχειρεί μια ωραία απόδοση αυτής της φράσης (κατά κάποιον τρόπο, είναι η βασική ιδέα της Pizarnik υπό τη μορφή teaser): «... για να γράφεις, εμφορούμενος από έμπνευση, πρέπει να είσαι λεπτός και σβέλτος, και για να είσαι λεπτός και σβέλτος θα πρέπει να γράφεις εμφορούμενος από έμπνευση. Ένας γρίφος».
Στην ταινία της Je tu il elle (Εγώ, Εσύ, Αυτός, Αυτή, 1975) η Chantal Akerman χώνει στο στόμα της ζάχαρη άχνη, ενώ γράφει ξαπλωμένη, συντάσσοντας και αναθεωρώντας μια μακροσκελή επιστολή. Κουταλιά την κουταλιά, τρώει ολόκληρη τη σακούλα με τη ζάχαρη και τροφοδοτεί έτσι το μανιακό, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, γράψιμό της. Ως θεατές της ταινίας της γινόμαστε μάρτυρες αυτού που σίγουρα αποτελεί μια από τις πιο παρατεταμένες και εμπνευσμένες στιγμές αυτoκακοποίησης στην υπηρεσία του πρωτοποριακού, υλιστικού κινηματογράφου.
Αντιθέτως, όταν η Virginia Woolf παραδινόταν σε εκείνες τις περιόδους της αποκαλούμενης «τρέλας», η θεραπεία της βασιζόταν στη στέρηση και της γλώσσας και της πείνας. Δεν της επιτρεπόταν να διαβάσει ή να γράψει, ενώ υποχρεωνόταν να καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες κρέατος και γάλακτος. Η διάνοιά της λιμοκτονούσε και η φυσική, λεπτή μορφή της πάχαινε ενάντια στη θέλησή της. Σύμφωνα με την Emma Woolf, την κόρη ενός από τα ανίψια της, η θεραπευτική της αγωγή αποτελούνταν από: «τέσσερις ή πέντε πίντες γάλακτος καθημερινά, όπως επίσης κοτολέτες, υγρό εκχύλισμα βύνης και ζωμό από βοδινό κρέας».
Η Woolf εμφανίζεται κάτισχνη σε μερικές από τις φωτογραφίες της. Όπως πολλοί συγγραφείς, μάλλον δεν βίωνε την αληθινή πείνα όταν έγραφε. Ήταν παραγωγική και είναι πιθανό η γλώσσα να εκτόπιζε τη σωματική πείνα για μεγάλο μέρος της ζωής της. Η ίδια ανιψιά εκτιμούσε πως η Woolf ήταν ανορεξική, αλλά εάν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο, θα συμφωνούσα μόνο υπό την έννοια ότι δεν διέθετε απολύτως καμία όρεξη. Ποιος ξέρει όμως. Αναγκασμένη να συσσωρεύσει μυϊκό όγκο ίσως ανέπτυξε φόβο για το λίπος.
Η Woolf έγραψε για το φαγητό, με πιο γνωστό παράδειγμα το Ένα δικό σου δωμάτιο. Εκεί περιγράφει το άνοστο γεύμα που σερβίρεται στην τραπεζαρία ενός κολεγίου θηλέων και συλλογίζεται την απαραίτητη (και απούσα στο συγκεκριμένο μέρος) σύνδεση μεταξύ της διέγερσης του ουρανίσκου και της διέγερσης της διάνοιας. Στο «Δειλινό στο Σάσεξ» περιγράφει το «φαγητό ανακούφισης» που την περιμένει μετά από μια μεγάλη ημέρα ταξιδιού και περπατήματος, ενώ αναμφίβολα γράφει ήδη μέρη του ομώνυμου διηγήματος στο κεφάλι της.
Στο επεισόδιο του Οδυσσέα γνωστό ως «Καλυψώ», το οποίο και ξεκινάει με ένα πολύ μεγάλο τυπωμένο «Μ», ο Λεοπόλδος Μπλουμ, αφού πάρει το πρωινό του που αποτελείται από ψητά νεφρά, αποσύρεται στην εξωτερική τουαλέτα όπου διαβάζει δύο στήλες της εφημερίδας καθώς «παράγει» κι ο ίδιος κάνα δυο «στήλες» από περιττώματα. Ανακουφισμένος πλέον και ευγνώμων, φθονεί εντούτοις τον συντάκτη του άρθρου, ο οποίος πληρώθηκε «στην τιμή μιας γκινέας για κάθε στήλη».
Ο Αμερικανός καλλιτέχνης Pope. L μασουλάει την Wall Street Journal και φημολογείται ότι την κατεβάζει με γάλα, ενώ κάθεται σε μια τουαλέτα σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν πύργο.
Η Καναδή ποιήτρια Elizabeth Smart, που ζει στην Αγγλία, φτιάχνει την πρωτοχρονιάτικη λίστα με τους στόχους της για το έτος 1945. Ακολουθούν οι πρώτες επτά καταχωρίσεις της λίστας:
1) Κράτα ημερολόγιο ή ένα καθημερινό σημειωματάριο.
2) Κράτα λογαριασμούς και ποτέ μην ξοδεύεις πάνω από 20 λίρες μηνιαίως για τη διαβίωσή σου (και για την εν μέρει διαβίωσή σου).
3) Φρόντισε τα παιδιά να είναι πάντοτε Όμορφα ντυμένα.
4) Κράτα τα Πάντα Καθαρά.
5) Να απαντάς σε όλες τις επιστολές μέσα σε τρεις ημέρες.
6) Κράτα τα έντερα ανοιχτά.
7) Κάνε παιδί [τικαρισμένο]. Sebastian, 16 Απριλίου 1945.
Πειθαρχία, χρήματα/φειδώ, καθαριότητα, ακρίβεια, ανοιχτά έντερα (το οποίο είμαι σίγουρη ότι η Smart εννοούσε κυριολεκτικά, αλλά θα συμπέραινα επίσης και μια υπονοούμενη επιθυμία να κυλάει πιο εύκολα το γράψιμο) και το να κάνει παιδί αποτελούν τις κορυφαίες προτεραιότητες. Η Smart απέκτησε τέσσερα παιδιά, όλα από τον ίδιο άνθρωπο, τον George Barker, ο οποίος ποτέ δεν συναίνεσε να μείνει μαζί της, αλλά ούτε και της επέτρεψε να τον αφήσει, κρατώντας την κατά συνέπεια σε μια κατάσταση ανεκπλήρωτου πόθου και δυστυχίας για δεκαετίες.
Γράφοντας κατά το τέλος της ζωής της, σε κατάσταση σχετικής απομόνωσης, η φωτογράφος Julia Margaret Cameron ήταν σαφής ως προς τις ανάγκες της: «Αισθάνομαι ότι είναι εξίσου απαραίτητο να δώσεις μια επιστολή σε μια πεινασμένη καρδιά με το να δώσεις μια φέτα ψωμί σε ένα πεινασμένο σώμα».
Νέα Υόρκη, 42ος Δρόμος
Η Συλλογή Berg στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης έχει στην κατοχή της τέσσερις επιστολές της Cameron, ταχυδρομημένες από την Καλουτάρα της Κεϊλάνης με διαφορά δύο ημερών, τον Φεβρουάριο του 1878. Όλες αφορούν τον δεύτερο γάμο της αγαπημένης της ανιψιάς, της Julia Prinsep (το γένος Jackson), με τον Leslie Stephen, οι οποίοι επρόκειτο να γίνουν οι γονείς της Virginia Woolf. Η μία επιστολή εκτείνεται σε δεκαοκτώ σελίδες. Είναι γραμμένη σε τσιγαρόχαρτο, διπλωμένη στη μέση και είναι δύσκολο να την αποκρυπτογραφήσεις, καθώς το μελάνι διαχέεται από την μπροστινή όψη στην πίσω. Επιθυμώ διακαώς να φωτογραφίσω αυτές τις επιστολές που κουβαλάνε ιστορία 138 ετών, αλλά πριν κάνω κάτι τέτοιο θα πρέπει να ζητήσω την άδεια από κάποιο μυστηριώδη κληρονόμο. Τελικά, δεν εμφανίζεται κάποιος κάτοχος πνευματικών δικαιωμάτων και δύο μήνες αργότερα υπογράφω μια απαλλακτική ρήτρα, παίρνοντας έτσι την άδεια να βγάλω είκοσι φωτογραφίες των επιστολών της Cameron. Στη Συλλογή Berg περιλαμβάνονται ακόμα δύο φωτογραφίες της Cameron που απεικονίζουν την ίδια ανιψιά, την Julia, σε αρκετά νεαρή ηλικία. Η πρώτη φωτογραφία χρονολογείται πριν από τον πρώτο της γάμο με τον Herbert Duckworth, ενώ στη δεύτερη είναι ντυμένη με ένα φθαρμένο μαύρο φόρεμα πένθους που είχε πάρει κρεπ απόχρωση. Ο τριανταεπτάχρονος σύζυγός της πέθανε τρία χρόνια μετά τον γάμο τους, αφήνοντάς τη χήρα, έγκυο και με δύο παιδιά. Η επίσκεψή μου στη βιβλιοθήκη μπήκε σε τροχιά μερικούς μήνες νωρίτερα, μέσω μιας ευτυχούς συνάντησης σε ένα νεκροταφείο στην Καλκούτα.
Καλκούτα
Ως γκρουπ επισκεπτών της πόλης συναντούμε τον ξεναγό που έχουμε προσλάβει και κατευθυνόμαστε δυτικά προς τη South Park Street, ενώ ο ξεναγός μάς διηγείται με ευφράδεια την ιστορία καταστημάτων, καφενείων, τραπεζών και βιβλιοπωλείων της αποικιακής εποχής. Αυτή είναι μόνο η εισαγωγή: ο πραγματικός προορισμός είναι το νεκροταφείο της South Park Street, ένα πραγματικά στοιχειωμένο μέρος, διάσπαρτο με μεγαλειώδεις, υπό κατάρρευση, τάφους, που αποτελεί και τον τελευταίο τόπο ανάπαυσης των Βρετανών αποίκων του 19ου αιώνα. Τα μνημεία είναι επιτηδευμένες κατασκευές στο ύφος ελληνικών ναών και άλλων αρχαίων ερειπίων. Το μεγαλύτερο και πιο ψηλό μνημείο είναι αντίγραφο αιγυπτιακής πυραμίδας. Οι τάφοι, πλαισιωμένοι από φύλλα φοίνικα, είναι σαν να ξεπροβάλλουν μέσα από ένα παχύ σύννεφο καπνού, θυμίζοντας τις σκηνές από τη ζούγκλα στο Αποκάλυψη Τώρα. Ο καπνός αυτός προέρχεται από τις πολλές μικρές φωτιές που διαστίζουν το νεκροταφείο και του προσδίδουν τη χαρακτηριστική μυρωδιά καμένου ευκαλύπτου. Ο ξεναγός μάς υποδεικνύει πρόθυμα τους τάφους γυναικών που πέθαναν νέες και όμορφες, εγώ όμως έχω σταματήσει να ακούω και περιπλανιέμαι μακριά μόνη μου, απορροφώντας μέσα μου αυτό το ταφικό τοπίο, με τα μάτια μου εστιασμένα στη μικρή οθόνη της κάμεράς μου καθώς το “record” είναι ήδη πατημένο.
Στην έξοδο μου δίνουν ένα εγχειρίδιο-οδηγό του νεκροταφείου και εδώ προσέχω πρώτη φορά το όνομα ενός από τους κατοίκους του, του Thomas Prinsep, ο οποίος πέθανε το 1830 εξαιτίας ιππικού ατυχήματος. Τον συνδέω αμέσως με την May και τον Thoby Prinsep, που φωτογραφήθηκαν από την Julia Margaret Cameron, και με την Julia Prinsep Jackson, την ανιψιά της φωτογράφου και αγαπημένο της μοντέλο, και μελλοντική μητέρα της Virginia Woolf. Εξίσου γρήγορα ανακαλώ τις αγγλοϊνδικές ρίζες της Cameron, τη γέννησή της στην Καλκούτα και τη ζωή της στις αποικίες ως συζύγου του Charles Hay Cameron, ενός άντρα είκοσι χρόνια μεγαλύτερού της και υψηλόβαθμου αξιωματούχου στη βρετανική κυβέρνηση της Ινδίας. Η Cameron, δραστήρια χριστιανή και αναμφίβολα ευγενής κυρία (memsahib), ήταν επίσης εκκεντρική, πολυλογού, γοητευτική. Λεγόταν ότι οι κυματιστές βελούδινες ρόμπες της έζεχναν από τη μυρωδιά των χημικών από τον σκοτεινό θάλαμο και τα χέρια της ήταν μαύρα από τις ίδιες αυτές ουσίες. Έχει μείνει στην ιστορία για την πειθώ της, τις μακροσκελείς επιστολές της, τη γενναιοδωρία της και σίγουρα ήταν μια ιδιαίτερα δραστήρια γυναίκα, η οποία κάποτε ηγήθηκε μιας εκστρατείας υπέρ των Ιρλανδών στα χρόνια του λιμού, την περίοδο 1845-46, κατορθώνοντας να συγκεντρώσει 14.000 λίρες προς όφελος του σκοπού, ποσό πραγματικά απίστευτο για την εποχή.
Στην επιστροφή μας από το νεκροταφείο περνάμε από ένα υπαίθριο μαγειρείο, το οποίο μοιράζει dal (σούπα οσπρίων). Έχει σχηματιστεί μεγάλη ουρά από ανθρώπους που περιμένουν κρατώντας δοχεία για φαγητό. Ένας άντρας κάθεται στην άκρη του δρόμου, δεν έχει μπολ και τρώει τη μερίδα του από μια φουσκωμένη πλαστική τσάντα για ψώνια.
Σάρναθ
Περπατάω με τη Nandita Raman στη Σάρναθ, στα ερείπια του βουδιστικού μοναστηριού έξω από το Βαρανάσι. Το μάτι της πιάνει μια γυναίκα που μαζεύει χορτάρι και λέει: «Αυτή είναι η σκηνή από το Phantom India». Αναγνωρίζω αμέσως την εναρκτήρια σκηνή του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ του Louis Malle, παραγωγής 1968, κατά την οποία η κάμερα και το κινηματογραφικό συνεργείο πλησιάζουν δύο γυναίκες που αναζητούν τροφή σε ένα ξεροχώραφο με μπαλώματα από χορτάρι. Οι γυναίκες κινούνται σαν καβούρια στο σκονισμένο έδαφος, χώνοντας τούφες χορτάρι μέσα σε σάκους που κρέμονται από τους ώμους τους. Η μια από τις δύο κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την κάμερα. Το Phantom India, με τον επώδυνo στοχασμό του πάνω στην εισβολή και στην αδιακρισία της κάμερας, παραμένει σημείο αναφοράς για τα ντοκιμαντέρ και τα έργα τεκμηρίωσης γενικά. Μου περνάει από το μυαλό η σκέψη να γυρίσω τη σύγχρονη εκδοχή της ταινίας, όπως ακριβώς την ταυτοποίησε η Nandita. Φαντάζομαι τη ζωντάνια, την αφοσίωση και μια μετα-αναφορά στον Malle, συνεχίζω όμως να περπατάω. Αντ’ αυτού, μένω στο «προεπιλεγμένο» πρόγραμμά μου τραβώντας πειθήνιες, βαρετές φωτογραφίες άψυχων αντικειμένων με την ψηφιακή μου μηχανή. Οι φωτογραφίες αυτές –ή καλύτερα, οι «πληροφορίες» αυτές– φωλιάζουν σε μικροσκοπικές πλαστικές κάρτες μνήμης SD που βρίσκονται διασκορπισμένες στο διαμέρισμά μου, το οποίο είναι επίσης και το στούντιό μου, και δυσκολεύομαι να τις πάρω στα σοβαρά, τουλάχιστον μέχρι την ημέρα που χρειάζεται να εντοπίσω κάτι – και τότε προκύπτει ένας μικρός πανικός.
Καλκούτα
Η Julia Margaret έφερε στον κόσμο έξι παιδιά, καθένα από τα οποία εστάλη στην Αγγλία για τη μόρφωσή του από την ηλικία των τεσσάρων μόλις ετών, σε μια ακολουθία εξαιρετικά αγχωτικών χωρισμών για τη μητέρα, η οποία έζησε έκτοτε σε μια κατάσταση χρόνιας ανησυχίας για την ευημερία των παιδιών της. Η ταυτότητα της Cameron ήταν κατηγορηματικά συνυφασμένη σε όλη της τη ζωή με την ιδιότητα της ως «μητέρας» (υιοθέτησε ακόμα τουλάχιστον πέντε παιδιά). Αυτό άλλαξε ραγδαία στα σαράντα οκτώ της χρόνια, όταν η μεγαλύτερή της κόρη και ο γαμπρός της της έδωσαν μια φωτογραφική μηχανή. H Cameron έδωσε τεράστια μάχη με την –ακόμα τότε στα σπάργανά της– δυσκίνητη τεχνολογία του υγρού γαλακτώματος κολλώδιου επενδυμένου σε μεγάλες γυάλινες πλάκες. Υπήρξαν απογοητεύσεις, αλλά δούλεψε σκληρά και σύντομα άρχισε να δημιουργεί εκείνα τα όμορφα πορτρέτα για τα οποία μνημονεύεται, τα πορτρέτα δηλαδή των επιφανών της φίλων και των φωτογενών μελών της οικογένειάς της.
Βλέπω την Cameron ως μια αμφιλεγόμενη μορφή στην ιστορία του μέσου. Στα μαθήματα ιστορίας της φωτογραφίας που παρακολούθησα στο Μόντρεαλ και στο Σαν Ντιέγκο καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 συχνά και με σχετική ευκολία τη θεωρούσαν μια αριστοκρατική χομπίστα που εξάσκησε τον φακό της στις κοινωνικές και στις οικογενειακές της σχέσεις και πίστευαν ότι το έργο της συχνά προσέγγιζε το κιτς και τον συναισθηματισμό. Ήταν αυταρχική, αποφασισμένη και συγκέντρωνε τα θέματά της μεθοδικά. Η επιθυμία της για ευκαιρίες να φωτογραφίζει «τους διάσημους άντρες και τις αξιότιμες γυναίκες» των ημερών της ήταν ασυγκράτητη. Ενώ γοήτευε πολλούς, είχε επίσης και τους επικριτές της. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μια αποφασισμένη πρωτοπόρος της φωτογραφίας του 19ου αιώνα, μια από τις πρώτες επαγγελματίες και σίγουρα μια από τις ελάχιστες γυναίκες στον χώρο. Την υποκινούσε ένα πάθος να επιτελέσει το έργο της και όντως το έκανε σε κατάσταση συνεχούς, εκλεπτυσμένης ένδειας, εξαρτώμενη από τη γενναιοδωρία πλουσιότερων φίλων (οι οποίοι συχνά το μετάνιωναν εκ των υστέρων) και της οικογένειάς της.
Μέσα σε έξι μήνες από την ημέρα που ξεκίνησε να φωτογραφίζει, σε μια προσπάθεια να χρηματοδοτήσει την κλίση της, η Cameron συνέταξε ένα συμβόλαιο για να πουλάει τη δουλειά της μέσω των εμπόρων αντιγράφων Colnaghi του Λονδίνου – επαγγελματισμός σχεδόν ανήκουστος ανάμεσα στις γυναίκες της κοινωνικής της τάξης. Οι Colnaghi παρήγαν τις δικές τους εκδόσεις από τα αντίγραφα, ενώ η Cameron πάσχιζε να εξασφαλίσει την υπογραφή κάποιων από τα πιο διάσημα μοντέλα της στη βάση των έργων της (ιδιαίτερα του Tennyson), μιας και αυτό βοηθούσε τις πωλήσεις, αν και τελικά μόνο σποραδικά. Στον αναλυτικό κατάλογο των έργων της υπάρχει ένα σημείωμά της στο οποίο επιχειρηματολογεί ενάντια στην πώληση αντιγράφων δεύτερης διαλογής ή στην υποβάθμιση των επιτυχιών της, γεγονός που υποδηλώνει πως οι αγοραστές ήταν απρόθυμοι να καταβάλουν ολόκληρο το ποσό της αγοράς. Δεν βοηθούσε επίσης το γεγονός πως η πάντοτε παρορμητική Cameron ήταν γνωστή για το ότι χάριζε πολλά από τα έργα της.
Βαρανάσι
Ανεβαίνουμε με τη Nandita μια απότομη σκάλα που οδηγεί στο άσραμ του Sri Anandamayi Ma, με σκοπό να ακούσουμε νεαρά κορίτσια με φουντωτά μαλλιά να ψέλνουν την αυγή. Ντυμένες με χλωμά κίτρινα φορέματα και σάρι, οι νεαρές αυτές απαρνήτριες μπαίνουν στον χώρο η μια μετά την άλλη, υποκλίνονται σε έναν βωμό και κατόπιν κάθονται σταυροπόδι αντικριστά στη θεότητα. Οι πιο μικρές, που κάθονται μπροστά, φαίνονται και οι πιο αφοσιωμένες. Ένα μικροσκοπικό κορίτσι που φοράει φούξια πουλόβερ πάνω από το φόρεμα της και ασορτί μάλλινο σκουφί κατεβασμένο μέχρι τα αυτιά ψέλνει φωνάζοντας σχεδόν, με βαθιά, βραχνή φωνή. Έχω την κάμερα μαζί μου και μου περνάει από το μυαλό η σκέψη να καταγράψω αυτόν τον υπνωτικό ψαλμό, αλλά μου φαίνεται ασεβές. Όπως ο Hervé Guibert, ο οποίος έγραψε για τις «χαμένες φωτογραφίες» και όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορούν παρ’ όλα αυτά να ανακληθούν μέσω του γραψίματος, έτσι και εγώ, όταν τώρα σκέφτομαι τη σκηνή της ψαλμωδίας τη θυμάμαι με έναν τρόπο που δεν θα ήταν δυνατός εάν όντως είχα καταγράψει τη σκηνή. Ζει πλέον στη φαντασία μου και όχι σε μια από εκείνες τις σκόρπιες κάρτες μνήμης SD, που σημαίνει πως μπορώ να την ανακαλώ στο μάτι και το αυτί του μυαλού μου αντί να κάνω μια αμφίβολη αναζήτηση στο laptop μου για ένα αρχείο που πιθανώς δεν ονόμασα ποτέ ή να κουράσω τα μάτια μου κάνοντας scroll στους φακέλους. Μετά την ψαλμωδία, τα κορίτσια παίρνουν πρωινό και ύστερα συγκεντρώνονται σε ένα προαύλιο για να καθαρίσουν τα μεταλλικά τους μπολ με άμμο.
Παρίσι
Σε μια συνέντευξη που πραγματοποιείται στο διαμέρισμά του στο Παρίσι το 1978 ο Rainer Werner Fassbinder λέει πως αυτό που απαιτείται από έναν κινηματογραφιστή είναι όρεξη. Ο ίδιος μπορεί να κάνει μια ταινία διαβάζοντας απλώς ένα άρθρο στην εφημερίδα. Καπνίζει το ένα μετά το άλλο τα Marlboro και πίνει σκέτο καφέ. Το διαμέρισμα είναι δικό του, όμως αφήνει και άλλους να το χρησιμοποιούν. Λέει πως το αυτοκίνητο είναι χρήσιμο γιατί μπορεί να σε μεταφέρει οπουδήποτε, ο ίδιος όμως έχει ελάχιστα ρούχα και, επιπλέον, δεν φυλάει βιβλία. Μπορεί πάντοτε να βρει ένα αντίτυπο εάν θέλει να διαβάσει κάτι ξανά.
Βαρανάσι
Το να ξυπνώ εδώ στις 4 π.μ. είναι εύκολο και με ενθουσιάζει. Σπάνια είμαι ξύπνια αυτή την ώρα και αισθάνομαι μαγικά κατεβαίνοντας προς τον ποταμό όπου πολλοί άνθρωποι είναι ήδη συγκεντρωμένοι στις όχθες ή μέσα στο νερό για να πλυθούν. Σερβίρεται πολύ καυτό τσάι σε κεραμικά φλιτζάνια μιας χρήσης, τα ίδια ακριβώς φλιτζάνια που βλέπουμε να φτιάχνονται σε τροχό και ύστερα να στεγνώνουν κατά εκατοντάδες σε μια ακόμα σκηνή από το Phantom India. Στεκόμαστε τριγύρω κουβεντιάζοντας πριν ανεβούμε σε μια ξύλινη βάρκα. Φωτογραφίζω τον ήλιο που ανατέλλει, μια φλογερή σφαίρα με μια πορτοκαλιά ουρά που αντανακλάται στη γυάλινη επιφάνεια του ποταμού, με τα δύο σχήματα να διαγράφουν ένα αντεστραμμένο θαυμαστικό. Η Nandita ζήτησε από τον φίλο της τον Ajay να γίνει ο ξεναγός μας. Ο Ajay συνοδεύεται από τη δωδεκάχρονη κόρη του, η οποία μιλά σπάνια, αλλά κοιτάζει και παρακολουθεί και απορροφά την αφήγηση του πατέρα της για τα σκαλιά προς τον ιερό ποταμό, για τους ναούς, τις θεότητες και τους αρχαίους θρύλους από τους οποίους ξεπηδούν. Ιστορίες χιλίων ετών και τελετουργίες αποτελούν κομμάτι της καθημερινής ζωής εδώ καθώς ξεφυτρώνουν με μια χαλαρή οικειότητα στις συζητήσεις των φίλων μου. Παρατηρώ επίσης ότι οι χειρονομίες –ένα νεύμα, ένα βλέμμα προς τα κάτω– αποτελούν τεράστιο κομμάτι της οικονομίας της επικοινωνίας ανάμεσα στους Ινδούς. Η κόρη του Ajay είναι ντροπαλή και μιλάει ελάχιστα. Αντ’ αυτού, μας προσφέρει ένα ελαφρύ τίναγμα του σαγονιού, ένα δηκτικό βλέμμα. Φαίνεται απεριόριστα υπομονετική σε αυτό το ταξίδι μισής ημέρας κατά μήκος του ποταμού και μέσω των μικροσκοπικών, φιδωτών δρόμων και στενών του μεσαιωνικού Βαρανάσι. Το νερό κυλάει μέσα από τους στενούς δρόμους και γίνεται λάσπη. Υπάρχουν παντού αγελάδες που τρώνε σκουπίδια. Τρελοί οδηγοί πάνω σε μοτοσικλέτες κορνάρουν αδιάκοπα και αναγκάζουν τους πεζούς και τα βοοειδή να γαντζωθούν από τους τοίχους, καθώς προσπαθούν να χωθούν με τις υπερμεγέθεις μηχανές τους σε απίστευτα μικροσκοπικά σοκάκια, συχνά με τη συνοδεία μικρού παιδιού στη σέλα. Η Nandita φωνάζει σε έναν από αυτούς ότι βάζει σε κίνδυνο το παιδί, αλλά και τα νεύρα όλων μας με τον εκκωφαντικό θόρυβο της μηχανής του.
Αφού τρώμε κάτι στον δρόμο, σε μπολ μιας χρήσης φτιαγμένα από συμπιεσμένα φύλλα, μπαίνουμε στον θύλακα ενός ναού. Kαθώς κοιτάζουμε τριγύρω, ένας άνδρας εμφανίζεται από μια πόρτα και ρωτά ευθέως τη Nandita, η οποία έχει κοντά μαλλιά: «Πόσων χρονών είσαι;». Εκείνη ανταποδίδει την ερώτηση με ένα χαμόγελο: «Δεν με καλωσορίζετε καν στον ναό και με ρωτάτε αμέσως κάτι τέτοιο;». Εκείνος λέει: «Μοιάζεις με παιδί». Είμαι απόλυτα γοητευμένη από το αγορίστικο πρόσωπο της Nandita, τον τραγουδιστό τρόπο που μιλάει, τα γελαστά της μάτια. Φαντασιώνομαι ότι κάνω μια ταινία για εκείνη στο Μπενάρες, την πόλη στην οποία μεγάλωσε και όπου γνωρίζει τους πάντες. Μαζί και για τη σύντροφό της, τη Shrinkhla, η οποία είναι παιδίατρος. Γνωρίζονται από το γυμνάσιο και παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη, φορώντας σάρι διαφορετικού στιλ από λευκή μουσελίνα.
Η Θάλασσα
Όταν επιστρέφω στη Νέα Υόρκη, κάποια στιγμή κοιτάζω φωτογραφίες της Cameron συγκεντρωμένες σε έναν τόμο από τον οίκο Hogarth Press υπό την επιμέλεια της Virginia Woolf, με τον τίτλο Βικτωριανές φωτογραφίες διάσημων ανδρών και αξιότιμων γυναικών. Η έκδοση προλογίζεται από το εξαιρετικά αστείο και συμπονετικό κείμενο απομνημονευμάτων της Woolf για τη θεία της, στο οποίο περιλαμβάνεται και μια φανταστική ιστορία για το πτώμα του παππού της Cameron που εξερράγη μέσα σε ένα βαρέλι ρούμι αφήνοντας τη σύζυγό του στον τόπο από τον τρόμο, ενώ οι ναύτες έπιναν το ξεχειλισμένο ρούμι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής τους με πλοίο από την Ινδία στην Αγγλία. Δεκαετίες αργότερα, η Julia Margaret θα πραγματοποιήσει ένα παρόμοιο, αντίστροφης κατεύθυνσης ταξίδι, για να ζήσει τα τελευταία της χρόνια στη φυτεία καφέ του συζύγου της στην Καλουτάρα της Κεϊλάνης. Η Woolf γράφει: «Δύο φέρετρα γεμάτα γυαλικά και πορσελάνες προηγήθηκαν του ταξιδιού τους, για την περίπτωση που θα ήταν δύσκολο να προμηθευτεί κανείς φέρετρα στην Ανατολή».
Καλουτάρα
Ο κατάλογος των έργων της Cameron τελειώνει με μερικά όμορφα πορτρέτα νεαρών γυναικών που τράβηξε στην Καλουτάρα μεταξύ 1875 και 1878. Βλέποντάς τα πρώτη φορά παθαίνω ένα μικρό σοκ. Αυτές οι αποκαλούμενες «αυτόχθονες» ή εθνογραφικές φωτογραφίες της Cameron δεν επιδεικνύουν τα χαρακτηριστικά της στοιχεία, όπως το αλληγορικό ύφος ή την αβαθή εστίαση (στοιχεία για τα οποία επικρίθηκε και επικρίνεται ακόμα και σήμερα). Καδραρισμένες απλά και σε ακριβή εστίαση, οι νεαρές γυναίκες, φορώντας σάρι και κρατώντας δοχεία νερού, συναντούν το βλέμμα μας. Εάν οι φωτογραφίες δεν ήταν χρωματισμένες σε σέπια αποχρώσεις, θα ήταν ίσως δύσκολο να τις τοποθετήσουμε χρονολογικά.
Ίσως να είναι μια δική μου προβολή, αλλά σε αυτές τις φωτογραφίες αισθάνομαι την κούραση της ίδιας της Cameron να καθρεφτίζεται κυριολεκτικά στα ηλιοκαμένα πρόσωπα των υποκειμένων της: ηλικιωμένοι άντρες με μαγκούρες, μάτια μισόκλειστα (ή φτιαγμένα να δείχνουν έτσι εξαιτίας της τεχνικής μακράς έκθεσης), σώματα λιπόσαρκα, να αστράφτουν από τον ιδρώτα. Παρόλο που έζησε τα πρώτα της χρόνια στην Ινδία, η Cameron είχε περάσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες της ζωής της στην Αγγλία, πριν καταλήξει στην Κεϊλάνη όπου ήταν έξω από το στοιχείο της. Έπρεπε να προσαρμόσει τις μεθόδους δουλειάς της στην έντονη ζέστη και στην υγρασία, να εκπαιδεύσει το βλέμμα της σε έναν ριζικά διαφορετικό πληθυσμό από αυτόν που είχε «καλλιεργήσει» στη Νήσο Γουάιτ: τους επιστημονικούς, λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της βικτωριανής Αγγλίας. Επιπλέον, ίσως ήταν ήδη άρρωστη, αφού πέθανε όχι πολύ αργότερα από τότε που τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες.
Καλκούτα
Με το που γύρισα στη Νέα Υόρκη η Nandita μού έγραψε πως θα επιστρέψει στην Καλκούτα ύστερα από μια στάση στην Καμπότζη, όπου η Shrinkhla εργαζόταν εθελοντικά σε μια παιδιατρική κλινική. Τη ρώτησα αν μπορούσε να πάει στο νεκροταφείο και να προσπαθήσει να εντοπίσει τον τάφο του Thomas Prinsep (ο Thomas, ένα από τα έντεκα πιθανόν παιδιά που θεωρούνταν «Αγγλοϊνδοί», ήταν ο αδελφός του Thoby, ο οποίος παντρεύτηκε τη Sara, την αδελφή της Cameron). Η Nandita εντόπισε εύκολα το μνήμα και έστειλε μια ψηφιακή φωτογραφία, ενώ προθυμοποιήθηκε να επιστρέψει με μια μεσαίου μεγέθους κάμερα. Τότε μου ήρθε η ιδέα πως στη φωτογραφία έπρεπε να βγει και η ίδια, όπως έκανε η Francesca Woodman. Μου είπε πως δεν είχε φωτογραφίσει ποτέ τον εαυτό της και πως της άρεσε η ιδέα να βγει από τη ζώνη ασφαλείας της. Επέστρεψε λοιπόν με τη Shrinkhla ως βοηθό για τον χειρισμό της ογκώδους φωτογραφικής μηχανής, μιας Mamiya 6 × 7, αλλά πρόλαβε να βγάλει μόλις λίγες φωτογραφίες προτού ένας επιστάτης τη σταματήσει λέγοντάς της: Επιτρέπονται μόνο φωτογραφίες με κινητό!
Νέα Υόρκη
Αφού τράβηξα στη Συλλογή Berg τις είκοσι φωτογραφίες που μου είχαν επιτρέψει να βγάλω, απέμειναν δεκαέξι στάσεις και αποφάσισα να τελειώσω το φιλμ στους δημόσιους χώρους της βιβλιοθήκης. Περιπλανήθηκα στις αίθουσες φωτογραφίζοντας παλαιούς τηλεφωνικούς θαλάμους, που θυμήθηκα ότι τους χρησιμοποιούσα κι εγώ δεκαετίες πριν, το λουτρό των γυναικών, που είχε παραμείνει ανέπαφο από τότε που φίλμαρα εκεί με Super 8 το 1990, το ξεφτισμένο χρώμα στο ταβάνι, το πλούσια φωτισμένο Beaux-Arts αίθριο με τους πολυελαίους και τους περίτεχνους τοίχους του. Φωτογράφισα ακόμα ένα κυρτό κάτοπτρο, το φως του ηλίου πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια και, τέλος, έναν νεαρό άνδρα να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά από μια άδεια γυάλινη βιτρίνα μιλώντας στο κινητό του, με τη φιγούρα του να φωτίζεται από ένα από τα μεγάλα παράθυρα της βιβλιοθήκης.
Επεξεργάστηκα το φιλμ και έφτιαξα μερικά μικρά αντίγραφα. Τα κοκκώδη ασπρόμαυρα πλάνα των χώρων της βιβλιοθήκης διέθεταν μια αδιόρατα κινηματογραφική αίσθηση. Μελετώντας εξονυχιστικά το υλικό από τις επιστολές της Κεϊλάνης, ανακάλυψα εκείνη τη φράση την οποία παρέθεσα στην αρχή αυτού του δοκιμίου, μια φράση που είχα αγνοήσει στην αρχική μου απόπειρα να αποκρυπτογραφήσω το χειρόγραφο της Cameron, αυτή που αναφερόταν σε εκείνη τη «λαχτάρα για επιστολές προκειμένου να χορτάσει μια πεινασμένη καρδιά». Νοσταλγώντας προφανώς την πατρίδα της και νιώθοντας να της λείπει η παραζάλη μιας ζωής ανάμεσα σε ποιητές και ζωγράφους, η Julia Margaret διατύπωσε αυτό το συναίσθημα «πείνας» στην αδελφή της τη Mia, παρακαλώντας τη να διατηρήσει αμείωτη τη ροή γραμμάτων από την Αγγλία.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της Cameron το έργο της υποβλήθηκε σε μια σωβινιστική κριτική και αργότερα, τον 20ό αιώνα, σε μια ταξικής ανάλυσης αποτίμηση. Αφενός, απορρόφησα κάποιες από αυτές τις προκαταλήψεις και ίσως αυτές να ενισχύουν μια επίμονη αμφιταλάντευση που νιώθω σε σχέση με το έργο της. Αφετέρου, μπορώ να ταυτιστώ απόλυτα με την επιθυμία της να ζήσει τη ζωή της ως καλλιτέχνις και με την αποφασιστικότητα που επέτρεψε να εκδηλωθεί μια τέτοια φιλοδοξία στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα έγραφα τόσο πολλά για την Cameron. Για να το πω χωρίς περιστροφές, δεν είναι ο συνήθης τύπος μου. Στο παρελθόν, με είχαν ελκύσει άλλες μητέρες, αλλά ήταν πάντα οι αμφίθυμες, οι αντιφατικές. Δεν είμαι τόσο διαφορετική από τις διατροφικά διαταραγμένες γυναίκες για τις οποίες ξεκίνησα να μιλάω εδώ. Είμαι λεπτή όσο και η Woolf, ως έφηβη όμως το διατροφικό δίλημμα της Pizarnik κυριαρχούσε στη ζωή μου και μέρος της συμπεριφοράς μου τότε ήταν τόσο αλλόκοτο και ψυχαναγκαστικό όσο της Akerman στο Je tu il elle. Είχα την εντύπωση ότι θα έγραφα πολύ περισσότερο για τη Woolf ή την Pizarnik, αλλά οι ορέξεις μετατοπίζονται. Στην επιθυμία μου για ένα αφήγημα ακολούθησα ένα νήμα, ανακάλυψα τυχαία ένα αρχείο και η απληστία με οδήγησε να αποκτήσω τελικά πρόσβαση στο περιεχόμενό του, έτσι ώστε να μπορέσω να φτιάξω εικόνες, να πάρω κάτι από αυτό, να τροφοδοτήσω μια ιστορία.
Μετάφραση: Απόστολος Βασιλόπουλος
Moyra Davey, Untitled (JMC in Kalutara) (2016)
Henry W. and Albert A. Berg Collection of English and American Literature, The New York Public Library, Astor, Lenox and Tilden Foundations
Moyra Davey, Untitled (Julia) (2016)
Henry W. and Albert A. Berg Collection of English and American Literature, The New York Public Library, Astor, Lenox and Tilden Foundations
Moyra Davey, Untitled (Tombs) (2016)
Moyra Davey, Untitled (Fire) (2016)
Moyra Davey, Untitled (Daybreak) (2016)
Nandita Raman, Thomas Prinsep Tomb (2016)
Nandita Raman, À la Francesca Woodman (2016)
Moyra Davey, Untitled (Faucets) (2016)