Το φαράγγι Κάρναρβον στην Αυστραλία, στην περιοχή που σήµερα λέγεται Κεντρικό Κουίνσλαντ, είναι από τα πλέον σηµαντικά ιστορικά και φυσικά τοπόσηµα. Για πολλούς αιώνες το φαράγγι ήταν ένας καµβάς επάνω στον οποίο αυτόχθονες καλλιτέχνες και κοινότητες εικονογραφούσαν την ιστορία τους κάνοντας στένσιλ που απεικονίζουν όπλα, ασπίδες, οικιακά εργαλεία, τελετουργικά αντικείµενα και µέλη του ανθρώπινου σώµατος. Ο Dale Harding, που γεννήθηκε το 1982 και είναι απόγονος των φυλών Μπιντζάρα, Γκούνγκαλου και Γκαρνινγκάλ από το Κεντρικό Κουίνσλαντ, ζει στο Μπρίσµπεϊν και προσεγγίζει το συγκεκριµένο τοπίο σαν να είναι χάρτης. Φτιάχνοντας αντίγραφα των εικονιζόµενων αντικειµένων, ιχνηλατεί την προέλευσή τους ως προς τη φόρµα και την ύλη, οι οποίες συχνά είναι ενσωµατωµένες στο αποικιακό αφήγηµα καθώς εντάσσονται µε προβληµατικό τρόπο σε εθνογραφικές συλλογές και µουσεία.
Το έργο του Harding για λογαριασµό της documenta 14 έχει ως αφετηρία την ιδέα του αντιγράφου ως κάτι µη αυθεντικού, ως ενός τεχνουργήµατος που δεν έχει ιστορία, που όµως µέσα από αυτό µπορεί να προβληθούν η ζωή και οι µετέπειτα ζωές του απεικονιζόµενου αυθεντικού αντικειµένου. Το φαράγγι Κάρναρβον είναι παρόν στην έκθεση του Κάσελ ως φωτογραφικό αντίτυπο. Μονόχρωµο, σε χρώµα κυανό, αναπαράχθηκε σε πολλαπλές επίτοιχες µεταξοτυπίες και αποτελεί αντίγραφο των τοιχογραφιών, ενώ συγχρόνως συνιστά και την πράξη της αντιγραφής καθεαυτήν µέσα από τη µέθοδο του στένσιλ. Οι αποχρώσεις του µπλε που επιλέχθηκαν για τις επίτοιχες εκτυπώσεις παραπέµπουν σε µια χρωστική, γνωστή ως λουλάκι, η οποία εισήχθη στην τέχνη των ιθαγενών αφού ήρθαν σε επαφή µε τους Ευρωπαίους ιεραποστόλους.
Τα πολυάριθµα σχήµατα που αποτυπώνονται επάνω στα τοιχώµατα του φαραγγιού του Κάρναρβον αποτελούν την πηγή έµπνευσης της δουλειάς που παρουσιάζει ο Harding στην Αθήνα. Ο καλλιτέχνης αναπαράγει τεχνουργήµατα –που είναι συνυφασµένα µε το ιστορικό της δικής του οικογένειας καθώς επίσης και µε τις φόρµες που απαντούν στην ιστορική τοποθεσία– ως ένα σύνολο από εκµαγεία, από τα οποία τα αντικείµενά του διαµορφώνονται σε µαύρη, διάφανη σιλικόνη. Αυτά τα «καινούρια» έργα –ως αντίγραφα αλλά και ως αντικείµενα-φετίχ– αποκαλύπτουν ολόκληρη γενεαλογία από φόρµες, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν επίσης δριµύ σχόλιο για τα στερεότυπα περί φύλου και φυλής που εξακολουθούν να συνδέονται µε συγκεκριµένα ιστορικά αντικείµενα των ιθαγενών.
Η βαθιά αφοσίωση του Harding σε µια αρχαιολογία της αναπαραγωγής αποσαφηνίζει το είδος της παρουσίασης που αποσκοπεί να σταθεροποιήσει ή να στερεώσει το υλικό που συνιστά το αντικείµενο του έργου του. Αυτά τα αντικείµενα, αν και αποτελούν µέρος της ιστορίας, είναι ωστόσο απελευθερωµένα από αυτήν. Παραµένουν σε ρευστή κατάσταση, όπως ακριβώς οι καλλιτέχνες που δούλευαν στο φαράγγι Κάρναρβον χάρασσαν στα τοιχώµατα τη µια ιστορία επάνω στην άλλη, το ένα σχήµα επάνω στο άλλο και η σκιά του ενός σχήµατος γινόταν η µορφή ενός άλλου.
Michelangelo Corsaro και Hendrik Folkerts