Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα έργα του Sokol Beqiri δρουν ως οπτική υπόµνηση του πολέµου, ως εικαστικός αντίκτυπος της θηριωδίας του· δηλωτικά του πανταχού παρόντος εγκλήµατος που έχει αφήσει τα σηµάδια του στην πόλη όπου εκείνος γεννήθηκε το 1964, την Πέγια του Κοσσυφοπεδίου. Με αφετηρία το διάσηµο ερώτηµα του Theodor W. Adorno σχετικά µε το αν είναι εφικτή η παραγωγή ποίησης µετά το Άουσβιτς, ο Beqiri περιδιαβάζει µια ζοφερή επικράτεια ιδεών και εικόνων, την οποία ένας πλατωνιστής θα µπορούσε να αποκαλέσει µίµηση του κακού. Αρκεί ν’ αναλογιστούµε, λόγου χάρη, την περφόρµανς που πραγµατοποιήθηκε στα χαλάσµατα του Grand Bazaar (1999) της Πέγια, την εγκατάσταση Kur engjujt vonohen (Όταν οι άγγελοι αργούν, 2001) και ιδιαίτερα το βίντεο Milka (2000), µε τις σκηνές του σφαγείου· µια ωµή αλληγορία η οποία παραπέµπει στη σφαγή αµάχων κατά τον πόλεµο του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και νωρίτερα, όσο διαρκούσαν οι συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το έργο του διαθέτει χρονική διάσταση και έναν απώτερο σκοπό· αυτόν της σύγκρουσης µε τη διαιώνιση του κακού.
Το ριζοσπαστικότερο όλων, σε αυτόν τον κύκλο έργων, το Fundi i ekspresionizmit: pikturuar nga një i çmendur (Το τέλος του εξπρεσιονισµού: φιλοτεχνηµένο από έναν µανιακό, 2001), παίρνει το είδος του πολεµικού ντοκιµαντέρ και το µεταχειρίζεται σαν readymade. Εδώ ο Beqiri επεξεργάζεται διακριτικά τρεις φωτογραφίες θυµάτων πολέµου από την Πέγια: ενός µαχαιρωµένου αγοριού, το κορµί του οποίου βρέθηκε στα ταραγµένα νερά του ποταµού Μπίστριτσα (πλέον ονοµάζεται Λούµπερντ), και άλλων δυο θυµάτων, τα οποία, αφού θανατώθηκαν, περιλούστηκαν µε βενζίνη και πυρπολήθηκαν. Όπως οµολογεί και ο ίδιος ο Beqiri, οι εικόνες αυτές είναι φορείς µιας έσχατης φρίκης· υπερτονίζοντάς τες, µετατοπίζει το επίκεντρο της προσοχής στην «εικαστική» επίδραση των φωτογραφιών που απαντώνται σε ντοκιµαντέρ, ιδιαίτερα όταν αυτές παρατηρούνται εκτός πλαισίου. Στο εν λόγω έργο η έκφραση στο πρόσωπο του αγοριού, καθώς εκείνο επιπλέει στα διάφανα νερά του ποταµού της Πέγια, ακτινοβολεί την οµορφιά ενός αγγέλου που έχει αποκοιµηθεί· οι δυο φωτογραφίες των καµένων σωµάτων, τυλιγµένων σε επίσης καµένες κουβέρτες, ανάγονται σε αφηρηµένες «εικαστικές συνθέσεις». Είναι πιθανό ο Beqiri να εισηγείται µια τέχνη του εγκλήµατος; Θα µπορούσε κάτι τέτοιο να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από επαχθές; Και πράγµατι, πώς να διανοηθεί κανείς ότι υφίσταται κάτι το οποίο λογίζεται ως «καλλιτεχνική ταυτότητα» ή «καλλιτεχνική δηµιουργία», ενώ ταυτόχρονα έχει τις ρίζες του στην ακραία και µακάβρια αγριότητα που διαπράττει µια εγκληµατική φύση; Μήπως αυτό το έργο αποκηρύσσει το έγκληµα καθαυτό ή µάλλον τον ίδιο τον οντολογικό µεφιστοφελισµό της τέχνης και µετουσιώνεται, έτσι, στο τέλειο έγκληµα µίµησης και πλάνης;
Shkëlzen Maliqi