Η Neue Galerie, που στεγάζει τη συλλογή έργων τέχνης του 19ου, του 20ού και του 21ου αιώνα του μουσείου Museumlandschaft Hessen-Kassel, υπήρξε σημαντικός εκθεσιακός χώρος σε αρκετές από τις προηγούμενες εκδόσεις της documenta. Ωστόσο, η documenta 14 είναι η πρώτη που καταλαμβάνει ολοκληρωτικά το κτίριο – γεγονός που συνάδει, ενδεχομένως, με μια έκθεση με τόσο βαθιά ριζωμένη συνείδηση της ιστορίας της και των ευρύτερων ιστορικών δυνάμεων που κατέστησαν εφικτή την ίδια την documenta. Η ίδρυση του μουσείου το 1877 συνέπεσε με τις συναρπαστικές πρώτες ημέρες τις Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Η φάλαγγά του με τις οκτώ μαρμάρινες Länderfiguren –αλληγορικές γυναικείες φιγούρες που αντιπροσωπεύουν τα οκτώ παραδοσιακά «έθνη της τέχνης»: την αρχαία Ελλάδα, την αρχαία Ρώμη, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τις Κάτω Χώρες και την Αγγλία– αναφέρεται στην εμπλοκή της εθνικής υπόστασης, της δημιουργίας θεσμών και της πολιτιστικής πολιτικής σε αυτή τη θριαμβευτική στιγμή που ακολούθησε την ανάδυση της μοντέρνας Γερμανίας από τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο.
Τα ζητήματα της εθνικής υπόστασης και του ανήκειν, καθώς και της διασποράς και της απώλειας εξυφαίνουν ένα χαλαρό πλέγμα σε ολόκληρη τη Neue Galerie, που λειτουργεί αποτελεσματικά ως χώρος μνήμης της documenta 14, της πρωταρχικής τοποθεσίας της ιστορικής της συνείδησης. Εδώ γίνεται αναφορά και συζήτηση για την κληρονομιά που άφησε ο Arnold Bode, ο οποίος ίδρυσε την documenta το 1955 – αφενός ως τοπικός πρωτοποριακός καλλιτέχνης στο πλαίσιο του διαλόγου με συντρόφους του από τα προπολεμικά χρόνια και αφετέρου στο πλαίσιο της χρηματοδοτούμενης από το σχέδιο Marshall ανάκαμψης της μεταπολεμικής Γερμανίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η κληρονομιά εξετάζεται σε αντιπαράθεση με γεωπολιτικά γεγονότα, όπως η Διάσκεψη του Bandung το 1955, και βασικά έγγραφα της αυτοκρατορίας, όπως ο διαβόητος Μαύρος Κώδικας, ο οποίος εκδόθηκε υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1685 και προσδιόριζε το νομικό καθεστώς της σκλαβιάς και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων στη γαλλική αποικιοκρατική αυτοκρατορία. Ως ύψιστης σημασίας μεταπολεμική διοργάνωση, η documenta εξετάζει εδώ τη βαριά σκιά που έριξε η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη μοναδική εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μέσα από το πρίσμα της περίπλοκης, ακανθώδους ιστορίας του κληροδοτήματος Gurlitt –της «υπόθεσης» που αφορά την ιδιωτική συλλογή έργων τέχνης ενός από τους κορυφαίους εμπόρους έργων τέχνης της ναζιστικής Γερμανίας, η οποία ήρθε στο φως μόλις το 2012– η documenta 14 πραγματεύεται μια ευρύτερη ιστορία απόκρυψης και χειραγώγησης της ιστορικής μνήμης. H ανάδειξη αυτής της ιστορίας ως μιας από τις πρωταρχικές οργανωτικές αρχές της Neue Galerie αναδιατυπώνει επίσης το ζήτημα της σχέσης της τέχνης με το τραύμα του πολέμου ή της τέχνης που παράγεται υπό συνθήκες απολυταρχικού ελέγχου· της σχέσης του μουσείου με την ιστορία των αποικιακών κατακτήσεων· το ζήτημα της λεηλασίας, της κατοχής και της αποστέρησης· και την αδηφάγα πρόκληση της εμπλοκής της τέχνης στη σφαίρα της οικονομίας.