Η δουλειά της Rebecca Belmore αφορά τη φωνή, κυρίως όσων τους έχει επιβληθεί να σιγούν. Επιπλέον όµως, το έργο της ενισχύει εκείνους που χρειάζονται ευρύτερο κοινό, εκείνους που είναι πρόσφυγες και πρέπει διαρκώς να φτιάχνουν το σπιτικό τους οπουδήποτε µπορούν.
Στις 10 Μαρτίου 1990 σηµατοδοτήθηκε η απαρχή της λεγόµενης Κρίσης του Όκα, η οποία αµαύρωσε το λεπτό λούστρο της µετριοπαθούς καναδικής κοινωνίας και εξέθεσε τη χαίνουσα πληγή της αποικιοκρατίας. Η απόφαση του δηµάρχου του γαλλοκαναδικού χωριού Όκα υπέρ της επέκτασης ενός γηπέδου γκολφ πυροδότησε µια αντιπαράθεση. Για την κοινότητα των Μοχόκ από το γειτονικό χωριό Καχνεσατάκε, των οποίων τα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα φθίνουν συνεχώς από τον 18ο αιώνα, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Οι γυναίκες σχηµάτισαν µια γραµµή για να προστατεύσουν τις συστάδες δέντρων που αναπτύσσονταν επί σειρά ετών γύρω από το νεκροταφείο. Αυτή η γραµµή προστασίας κορυφώθηκε µε µια δριµεία διαµαρτυρία που διήρκεσε 78 ηµέρες. Κι ενώ οι αυτόχθονες αµύνονταν για να περισώσουν ό,τι είχε αποµείνει από τα εδάφη τους, οι φωνές τους καταπνίγηκαν ή ποδηγετήθηκαν σκανδαλωδώς από τα κυρίαρχα µέσα ενηµέρωσης.
Η Belmore άδραξε την ευκαιρία να απαντήσει. Έναν χρόνο αργότερα, το 1991, τη χρονιά που στον Καναδά ξεκινούσαν διάφορες δράσεις για «τον εορτασµό» των 500 χρόνων από την άφιξη του Κολόµβου, η καλλιτέχνις επέβλεψε την κατασκευή ενός τεράστιου µεγαφώνου φιλοτεχνηµένου από µαρκετερί µε καπλαµά και διακοσµητικές λεπτοµέρειες, καθώς και από δέρµα άλκης και δεξιοτεχνικά κοµµένους δερµάτινους ιµάντες. Κατόπιν, το µεγάφωνο περιόδευσε για έναν και πλέον χρόνο σε διάφορες κοινότητες σε όλο τον Καναδά, επισκεπτόµενο τις περιοχές που το είχαν περισσότερο ανάγκη. Το µεγάλο µέγεθός του αντιπροσώπευε τον βαθµό κώφωσης για τα απειλητικά ζητήµατα που αντιµετωπίζουν οι αυτόχθονες κοινότητες και µετατράπηκε σε εφήµερο µνηµείο, σ’ ένα µέσο για να ενισχυθούν οι φωνές των στερηµένων και να διευρυνθεί η ιδεολογική τους βάση µε σκοπό οι αυτόχθονες λαοί να αναλάβουν µεγαλύτερη δράση.
Για την Αθήνα η Belmore (Ουψάλα του Οντάριο, 1960) δηµιούργησε άλλο ένα εφήµερο µνηµείο, επίσης φτιαγµένο από τοπικές πρώτες ύλες. Μια σκηνή –που για τους πρόσφυγες και τους µετανάστες γίνεται για ολοένα και µεγαλύτερο διάστηµα το σπιτικό τους– λαξεύτηκε σε µάρµαρο στο χέρι. Αποτελεί µαρτυρία µιας εµπειρίας που, για πολλούς, είναι µια κατάσταση αέναης έκτακτης ανάγκης· ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο. Η προέλευση του σχήµατος της σκηνής ανάγεται σε άλλα τοπικά είδη καταφυγίων. Όπως εξηγεί η ίδια η Belmore, «για µένα η µορφή της σκηνής θυµίζει το κωνικό αντίσκηνο των ινδιάνικων καταυλισµών που αποτελούν κοµµάτι της ιστορίας µου µιας κι είµαι αυτόχθονας». Οι σκηνές των Ινδιάνων, αποκαλούµενες γουίγκγουαµ (ή γουίιγκ-γουααµ, όπως προφέρεται στη γλώσσα ανισινααµπεµοβίν), παραδοσιακά κατασκευάζονται από κυρτωµένο ξύλο νεαρών δέντρων, καλυµµένο από κορµό σηµύδας· πρόκειται µάλλον για κατασκευαστική λύση των αυτοχθόνων, συνυφασµένη µε τα υλικά που έχουν πρόχειρα στη διάθεσή τους. Επιπλέον, αυτές οι σκηνές έδιναν τη δυνατότητα σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε διαρκή µετακίνηση να στήνουν το σπιτικό τους οπουδήποτε κρινόταν αναγκαίο.
Candice Hopkins