Έτσι όπως κείται πάνω σ’ ένα ανατολίτικο χαλί και είναι ακουµπισµένο σε µαξιλάρες το µυστακοφόρο υποκείµενο µε τα τονισµένα µάτια από µαύρο µολύβι που βλέπουµε στο έργο του Nikhil Chopra µε τίτλο The Death of Sir Raja III (Ο θάνατος του σερ Ράτζα Γ, 2005) αποτυπώνει την εξασθένιση και την παρακµή του βασιλικού αξιώµατος, που µετά την εκπνοή της ισχύος του του έχουν αποµείνει τα πλουµίδια. Πρόκειται για µια ακόµη εκδοχή ενός έργου µε πολλά επεισόδια, το οποίο έχει στηθεί γύρω από τον µυθοπλαστικό Ινδό αριστοκράτη, τον σερ Ράτζα, και αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του ενδιαφέροντος του καλλιτέχνη που ζει και εργάζεται στην Γκόα και του αρέσει να θολώνει τη διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στην τέχνη, στο θέατρο, στον κινηµατογράφο, στη ζωγραφική, στη φωτογραφία, στην εγκατάσταση, στην αυτοβιογραφία και στην περφόρµανς. Εκεί, σε αυτόν τον χώρο ανάµεσα σε πολλούς χώρους, ανακαλύπτει τη φόρµα.
Μετά τις αρχικές σπουδές του στην Μπαρόντα, στην πολιτεία Γκουτζαράτ, και κατά τη διάρκεια περαιτέρω σπουδών στις ΗΠΑ, το ενδιαφέρον του Chopra στράφηκε προς τον συνδυασµό του θεάτρου και της περφόρµανς. Μέσα από τη διαµόρφωση των πρωταγωνιστών και την ταξινόµηση της µνήµης το µυαλό του καλλιτέχνη συλλαµβάνει ζωντανά σκηνικά των οποίων ο διάκοσµος που υπάρχει στο βάθος –σχέδια σε τοίχους ή πανοραµικές ζωγραφικές επάνω σε ύφασµα– είναι εξίσου σηµαντικό στοιχείο µε τον πρωταγωνιστή που καθοδηγεί το αφήγηµα. Ο Chopra, που γεννήθηκε στην Καλκούτα το 1974, στήνει σκηνικά που είναι τόσο ιστοριογραφικά όσο και επικείµενα. Ο ορίζοντας διαρκώς µεταβάλλεται, παραπέµποντας στα πρώτα κινούµενα πανοράµατα, και µε αυτόν τον τρόπο αποτυπώνει ένα είδος ταξιδιού.
Ένας τζέντλεµαν µε ηµίψηλο καπέλο, ο Γιογκ Ραντζ Τσιτρακάρ (χαρακτήρας που βασίζεται εν µέρει στον παππού του καλλιτέχνη), αντικρίζει ένα µικρό πλήθος και µέσα σε λίγες ώρες µεταµορφώνεται σε κυρία τυλιγµένη µε ψεύτικες πέρλες και µαύρη δαντέλα. Στο µεταξύ, ένα ανοίκειο τοπίο σχηµατίζεται επάνω στον τοίχο µε πολλές αποχρώσεις κραγιόν. Στο έργο του Chopra το φύλο αποδοµείται επανειληµµένως: αυτή η ενσώµατη ρευστότητα δεν κατευθύνεται απλώς ενάντια στη βία µιας ετεροκανονικής κοινωνίας, αλλά αποκαλύπτει µε ποιον τρόπο το κοινωνικοποιηµένο σώµα µπορεί να αποκτήσει ελευθερία αλλάζοντας την αναπαραστατική λογική του και τη δηµόσια εικόνα του.
Στις µακροσκελείς περφόρµανς του γίνονται αντιληπτοί οι κυµατισµοί του χρόνου – η ελαστικότητά του, η ελλειπτική συµπίεσή του, ένα κύκλωµα ανάµνησης, η λειτουργία του ως µέτρου του µόχθου. Συνηθισµένες κινήσεις της ζωής συνδέονται µεταξύ τους µε µετασχηµατιστικούς τρόπους σκηνοθεσίας του εαυτού. Εδώ έγκειται η ουσία του τρόπου µε τον οποίο η καλλιτεχνική δουλειά του Chopra επινοεί ένα στιγµιότυπο που βρίσκεται ανάµεσα στην ακινησία και στην κίνηση· ανάµεσα στο µοναχικό και στο κοινοτικό: ένα στιγµιότυπο που δεν είναι ποτέ πέρα για πέρα συνένοχο σε µια ιστορία της πολιτικής της ταυτότητας, αλλά που αντιθέτως «δοκιµάζει» αφηγήµατα της αριστοκρατίας, του αποικιακού µοντερνισµού και µιας περιπλανώµενης ήσσονος υπηκοότητας µέσα από διαφορετικές µορφές – µάσκες, σκηνικά βοηθήµατα, φόντα και θεατρικά σκηνικά.
Στην πρόσφατη δουλειά του οι ήρωες, όπως ο χαρακτήρας Black Pearl στην περφόρµανς La Perle Noire (Η µαύρη πέρλα, 2014), χαράσσουν έναν δρόµο απαθανάτισης και ταξιδιού: ο αγώνας ενός ατόµου που χάνει και ξαναβρίσκει τον δρόµο του καθώς διασχίζει τοπία µε διαφορετική µορφολογία που περιλαµβάνουν ποτάµια, ερήµους και λιθόστρωτους δρόµους. Αυτή η µεταναστευτική φόρµα εξακολουθεί να αναφύεται στη νέα του δουλειά, συνδέοντας έτσι τις πόλεις της Αθήνας και του Κάσελ µέσα από µια νοµαδική διαδροµή ανάµεσα σε ανθρώπους, τοπία και πολιτισµικές αναµνήσεις.
Natasha Ginwala