Από μακριά φαίνεται σαν να υπάρχει διαρκής λάμψη μέσα στη σκηνή, σαν να είναι αναμμένο ένα γλυκό φως. Την ημέρα η ζωγραφιά φωτίζεται από πίσω, και τη νύχτα, όταν μέσα καίει η λάμπα λαδιού, φωτίζεται και τονίζονται τα χρώματα. Κάθε ζωγραφιά ολοκληρώνεται σε δύο μέρες. Σε κάθε στάση του ταξιδιού η σκηνή μάς προσκαλεί να την κατοικήσουμε. Οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα και μένουν επί ώρες, μετά επιστρέφουν ξανά και ξανά για να δουν τη ζωγραφιά σε διάφορα στάδια, να απορροφήσουν την ενέργεια της σκηνής, να πάρουν έναν υπνάκο, να χαλαρώσουν, να συζητήσουν, να ονειρευτούν. Πάντα υπάρχει κάτι φαγώσιμο, και σε κάθε τόπο που επισκεπτόμαστε, με το πέρασμα του χρόνου, μας φέρνουν πάντα μια προσφορά –φαγητό, ποτό ή φρούτο– οι φιλόξενοι οικοδεσπότες ή οι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι νιώθουν περιέργεια για το περιβάλλον της σκηνής. Η σκηνή είναι ένας περιοδεύων θίασος γαλήνης και ταπεινής φιλοξενίας που θεμελιώνεται πάντα στην ειλικρινή προσπάθεια να βρεθεί κανείς χαμένος στη μετάφραση. Σε διαδρομές μεταξύ μεγαλύτερων πόλεων, όπως είναι τα Γιάννενα και η Σόφια, γίνεται σαφές ότι οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη τέχνη μοιράζονται μια κοινή γλώσσα. Αντιθέτως, σε μικρές πόλεις και απόμακρα χωριά, όπως τα Γκόρνα Λίπνιτσα και Τσαρίνο στη Βουλγαρία και το Κόζια στη Ρουμανία, εμφανιζόμαστε στη σκηνή ως ένα μυστηριώδες μπουλούκι από καλλιτέχνες, σχεδιαστές και εικονοποιούς, που δημιουργούν ένα ξεχωριστό περιβάλλον για πολύ σύντομο διάστημα, σαν μια μαγική ανάμνηση που θα μπορούσε να εντυπωθεί στο μυαλό.
—Madhavi Gore