Ένα αγόρι είχε φουσκώσει τα µάγουλά του και ήταν έτοιµα να σκάσουν.
Τι εννοείς; ρώτησε ο γέρος. Είχε χώσει το µούτρο του στα µαλλιά
του µπροστινού ώσπου όλα στριµώχτηκαν γύρω του
η πλάτη του κόλλησε στον τοίχο και αγκάλιασε µια κοπέλα
για να την προστατεύσει λες και ήταν κόρη του. Χρόνια αργότερα
σκεφτόταν το κόκκινο καλοριφέρ στη γωνία
συνήθως ήταν παγωµένο
κι όταν το ζωγράφισε ένα απόγευµα Τετάρτης
είχε καταφέρει να φτάσει εκεί που ήθελε
το κεφάλι του ήταν βαρύ, ένιωθε χαµένος
σαν να είχε αγγίξει κάτι που δεν υπήρχε
ενώ τον βασάνιζε κάτι άλλο, τίποτα δεν είχε αλλάξει
και θυµήθηκε την παιδική του ηλικία
που κρατιόταν από ένα ποτήρι επειδή φοβόταν να µην πέσει απ’ την καρέκλα
η ανησυχητική παρουσία των καθηµερινών πραγµάτων
είχε αρχίσει να εµφανίζεται ξανά.
Και µετά στην εφηβεία
όταν η ουρά βγήκε απ’ το κτίριο
µια ουρά ζώου
είδε το αγόρι στη φωτογραφία
και πίστεψε πως κάποτε θα το συναντούσε.
Για χρόνια ήταν σίγουρος πως το είχε προδώσει
επειδή το είχε κάρφωσει σ’ ένα µέρος µακρινό
στο κατάλευκο Τόκιο
όµως ήταν ακόµα µπλε, δύστροπο
ανάµεσα σε δεκάδες αντικείµενα που είχε βρει στα σκουπίδια
δίπλα στη µουχλιασµένη υδρορροή
που αν στέγνωναν, θα πέθαιναν.
Έτσι τα έσβηνε, τα λέκιαζε, όµως το αγόρι ήταν ανθεκτικό.
Το αγόρι είναι ανθεκτικό, µουρµούριζε κι έπειτα ησύχαζε.
Θες τσιγάρο; τον ρώτησε κάποιος µια µέρα καβάλα σ’ ένα παπάκι.
Δεν απάντησε και πέρασε ο καιρός.
Υπήρχε συχνά µια απειλή από το τηλέφωνο
η απειλή από εικόνες που ήταν κοµµάτια από µεγαλύτερες εικόνες
και φοβόταν πως είχε ξεµάθει να βλέπει.
Δεν βλέπω, έλεγε.
Όµως περπατούσε και µάζευε ξύλα
τα είχε βάλει πάνω του σαν πανοπλία
που βέβαια µε µια µπουνιά θα έσπαγε
και µετά τα τύλιγε µε µια παχιά πάστα
ήταν η άκρη µιας ολόκληρης σκηνής
και ποτέ δεν κατάλαβε αν η σκηνή θα ξεκινούσε
ή µόλις είχε τελειώσει.
Πόσες φορές πρόδωσα τους πάντες; αναρωτιόταν.
Άφηνε το σώµα του και προχωρούσε και ο γέρος
τον ρώταγε µέσα στο κεφάλι του: Τι εννοείς;
Για ποιον το κάνεις; Γιατί το κάνεις;
Ερωτήσεις που δεν θα απαντηθούν ποτέ
και γι’ αυτόν τον λόγο έχουν φτιαχτεί, σαν µηχανισµοί
που δεν ζητάνε απαντήσεις, σιχαίνονται τις απαντήσεις.
Όταν έφτασε στην πόλη είδε τα κοράκια
να πετάνε από το ένα δέντρο στο άλλο
τα κλαδιά γυµνά
έπινε τη σούπα του σ’ ένα εστιατόριο
και όταν βγήκε έξω
ένα αγόρι έπεσε πάνω του και τον ρώτησε: Έχεις τσιγάρο;
Δεν καπνίζω, απάντησε.
Όµως είχαν επιτέλους συναντηθεί
και ευτυχώς το αγόρι δεν είχε συµµορφωθεί.
Ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981.
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου