Ο ήχος µετατρέπεται σε όπλο. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου τα µαχητικά αεριωθούµενα πραγµατοποιούσαν χαµηλές πτήσεις για να προσοµοιώσουν τη ρίψη βοµβών, κρατώντας τους κατοίκους της εκάστοτε περιοχής σε κατάσταση νευρικής υπερέντασης. Στον Κόλπο του Γκουαντάναµο παιζόταν κατ’ επανάληψη µουσική µέταλ σε ανυπόφορη ένταση, µε σκοπό τη βαθµιαία ψυχολογική κατάρρευση των κρατουµένων. Και τώρα είναι κάτι συνηθισµένο τα «µη φονικά» όπλα που βασίζονται αποκλειστικά στην εκποµπή υπερκατευθυντικού ήχου. Οι Postcommodity, µια κολεκτίβα καλλιτεχνών που έχουν όλοι τους γεννηθεί τη δεκαετία του 1970 και ζουν στις νοτιοδυτικές Ηνωµένες Πολιτείες, αναγνωρίζουν ότι ο ήχος, εκτός από επιβλαβής, µπορεί να είναι και θεραπευτικός.
Για παράδειγµα, το έργo τους The Ears Between Worlds Are Always Speaking (Tα αυτιά ανάµεσα στους κόσµους διαρκώς µιλούν, 2017) είναι µια εγκατάσταση που χρησιµοποιεί ηχητικές συσκευές µεγάλου βεληνεκούς, τύπου LRAD (Long Range Acoustic Device), για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί. Τα LRAD σχεδιάστηκαν για χρήση από τον στρατό, την αστυνοµία και το ναυτικό και χρησιµοποιούνται όλο και πιο συχνά για να διαλύουν πλήθη σε διαδηλώσεις, εκπέµποντας αποτρεπτικούς ήχους· αυτές οι συσκευές αποτελούν επίσης τους κορυφαίους σε ποιότητα ποµπούς της ανθρώπινης φωνής σε µακρινή απόσταση, έως και 2.000 µέτρα. Οι Postcommodity αντιλαµβάνονται την αντιφατικότητα του γεγονότος ότι χρησιµοποιείται τεχνολογία µεγαφωνικών συστηµάτων για να καταπνίγονται φωνές εναντίωσης. Χρησιµοποιούν τη συγκεκριµένη τεχνολογία για να φέρουν κοντά τους ανθρώπους µεταξύ τους, εκπέµποντας ιστορίες και τραγούδια περί αναγκαστικής µετακίνησης, καταναγκαστικού εκτοπισµού και µεταµορφωτικών διαδροµών, που λέγονται σε πολλές γλώσσες, από πολλούς ανθρώπους, την εποχή της µεγαλύτερης µαζικής µετανάστευσης στην ιστορία. Οι Postcommodity θεωρούν πως οι διαδροµές έχουν και µια παιδαγωγική διάσταση. Στην Αθήνα η εγκατάστασή τους εκπέµπει στον χώρο του Λυκείου, στα ερείπια µιας αρχαίας σχολής γνωστής ως το λίκνο της περιπατητικής µάθησης, καθώς ο Αριστοτέλης προτιµούσε να διδάσκει τους φοιτητές του κάνοντας παράλληλα περίπατο στους κήπους της. Η Περιπατητική Σχολή ανέπτυξε τη φιλοσοφία, τις ανθρωπιστικές και τις θετικές επιστήµες, συµπεριλαµβανοµένης της µηχανικής, που παίζει θεµελιώδη ρόλο στην κατανόηση της στατικής και της δυναµικής και άρα της κίνησης. Η εγκατάσταση των Postcommodity προσδίδει στην κίνηση άλλη µια παιδαγωγική διάσταση, θέτοντας το ερώτηµα τι µπορούµε να διδαχτούµε ακούγοντας αφηγήσεις αυτοκαθορισµού.
Περαιτέρω έµφαση στη θεραπευτική και στη µεταµορφωτική διάσταση του ήχου δίνεται στο Blind/Curtain (Στόρι/Κουρτίνα, 2017). Στην εγκατάσταση αυτή χρησιµοποιείται ροζ θόρυβος –ο οποίος καλύπτει αποτελεσµατικά άλλους ήχους, φιλτράροντας τις υψηλές συχνότητες– που εκπέµπεται στην είσοδο και στην έξοδο του µουσείου, ως µέσο ανοίγµατος των αυτιών. Όπως δηλώνουν οι Postcommodity, «η παρουσία [της εγκατάστασης] είναι αρκετά έντονη ώστε να αναγνωρίζει ότι υπάρχει διαφορά ανάµεσα στον εξωτερικό κόσµο και στο εσωτερικό του ιδρύµατος. [...] Κάθε ίδρυµα αντιπροσωπεύει ένα κοσµοείδωλο που δεν ανήκει σε όλους». Μπορεί, λοιπόν, ο ήχος να µεταβάλει την οπτική γωνία ενός κοινού, έτσι ώστε αυτές οι διαφορές να ενισχύονται αντί να αποσιωπούνται; Μπορεί αυτό που ακούς να αλλάξει αυτό που βλέπεις;
Candice Hopkins