Αυτά τα έργα έχουν ταξιδέψει σε όλο τον πλανήτη, καθώς η Ruth Wolf-Rehfeldt, που έµενε στην πρωτεύουσα της Ανατολικής Γερµανίας, το Βερολίνο, τα έστελνε ως καρτ ποστάλ στη δυτική Ευρώπη, στις χώρες του ανατολικού µπλοκ, στη Βόρεια Αµερική, στη Λατινική Αµερική, στην Ασία, στη Νέα Καληδονία. Χώρια από το σχήµα και τα γραµµατόσηµα, που ήταν επιβεβληµένα για να φτάσουν οι κάρτες στον προορισµό τους, δεν υπήρχαν κανόνες, δεν υπήρχαν περιορισµοί: από την ελεύθερη διανοµή έργων τέχνης σε µια κοινότητα συµµετεχόντων µέσα από διαδροµές που απλώνονται στα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα, η ταχυδροµική τέχνη ξέφευγε από τις υπαγορεύσεις της λογοκρισίας αλλά κι εξίσου από αυτές της αγοράς. Οι Kunstpostbriefe (Καλλιτεχνικές επιστολές) λειτουργούσαν ως ελεύθεροι χώροι έκθεσης, ανταλλαγής ιδεών και προσωπικής αλληλογραφίας.
Η δουλειά της Ruth Wolf-Rehfeldt, που γεννήθηκε στο Βούρτσεν το 1932, σχετιζόταν στην κυριολεξία µε τις γραµµατοσειρές. Με αφετηρία τις αρχές του ’70 δηµιούργησε µια σειρά από «typewritings» (γράµµατα γραφοµηχανής) –σύµφωνα µε τον δικό της ορισµό– συγκεράζοντας την τευτονική αυστηρότητα µε µια ανατρεπτική αίσθηση του χιούµορ. Κάτω από τα δάχτυλά της, οι µαύροι και κόκκινοι χαρακτήρες µιας γραφοµηχανής µάρκας Erika µεταβλήθηκαν σε σχήµατα, πεταλούδες, κύµατα, αφηρηµένες συνθέσεις, διαγράµµατα ροής, ποιητικούς στίχους, µε τίτλους όπως be but be aware not to be a ware (να υπάρχεις αλλά πρόσεξε να µην είσαι εµπόρευµα, περίπου 1970-75), Introverse Extroverse (Εσωστροφή Εξωστροφή, 1975), Try and Error (Δοκιµή και σφάλµα, 1975), Defeat/Victory (Ήττα/Νίκη, περίπου δεκαετία ’70), Cages on the Run (Κλουβιά σε φυγή, περίπου δεκαετία ’80). Μιας κι εργαζόταν ως διευθύντρια γραφείου και δούλευε ως αυτοδίδακτη καλλιτέχνις σε ένα καθεστώς αυστηρής επιτήρησης, δεν της έµενε παρά να γίνει δακτυλογράφος –ένα κατεξοχήν γυναικείο επάγγελµα– που θα υπαγόρευε η ίδια το περιεχόµενο των σελίδων που θα δακτυλογραφούσε. Εξασκήθηκε στην τέχνη του καµουφλάζ: τα σύµβολά της, δεξιοτεχνικά «αποστειρωµένα» και εµφορούµενα από την ανωνυµία της µηχανής, κατάφεραν να αντισταθούν στην αποµόνωση και να µεταδώσουν ελεύθερα µηνύµατα, να επικοινωνούν ανοιχτά. Η κάρτα µε τίτλο Concrete Shoe (Σχηµατικό παπούτσι, περίπου δεκαετία ’70) –όπου πειθαρχηµένες στρατιές από τα γράµµατα C, Ο και Ν σχηµατίζουν ένα ατσούµπαλο χαµηλοτάκουνο γυναικείο παπούτσι– φαντάζει τόσο σαν µια ειρωνική εικόνα σχηµατικής ποίησης όσο και σαν σύµβολο δυσκολίας στην κίνηση καθώς και της ανάγκης της καλλιτέχνιδας να την ξεπεράσει.
Με ατέρµονη υποµονή: η αλληλογραφία εµπεριέχει µακρά διαστήµατα αγωνίας που νιώθουν από κοινού ο αποστολέας και ο παραλήπτης, οι οποίοι βιώνουν εναλλάξ την επιθυµία και την προσµονή. «WAIT AWAIT EXPECT WAIT» («ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΝΑΜΕΝΩ ΠΡΟΣΜΕΝΩ ΠΕΡΙΜΕΝΩ») λένε οι τελευταίες αράδες της κάρτας µε τίτλο Wait (Περιµένω, περίπου 1973). Στο µεταξύ, η Wolf-Rehfeldt εξακολουθούσε να δουλεύει και να αλληλογραφεί, όπως και ο σύζυγός της, ο καλλιτέχνης Robert Rehfeldt, ενώ το εργαστήριό τους στην οδό Mendelstrasse του Ανατολικού Βερολίνου µετατράπηκε σε κέντρο συνάντησης για την τοπική και διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα. Η Κρατική Οµοσπονδία Καλλιτεχνών της Λαοκρατικής Δηµοκρατίας της Γερµανίας (Verband Bildender Künstler der DDR) επέτρεπε στα µέλη της να υπογράφουν 50 αντίτυπα από κάθε έργο τους, κι έτσι τα πρωτότυπα της Wolf-Rehfeldt άρχισαν να σωρεύονται στο αρχείο της ενώ τα υποτίθεται ταπεινά αντίγραφά τους κυκλοφορούσαν ανά την υφήλιο – πράγµα που συνεχίστηκε έως το 1989: µετά την ενοποίηση των δύο Γερµανιών η καλλιτέχνις αποφάσισε να σταµατήσει την παραγωγή της µιας και το θεωρούσε πλέον περιττό.
Barbara Casavecchia