Όταν ιδρύθηκε η documenta και οργανώθηκε πρώτη φορά στη δυτικογερµανική πόλη του Κάσελ το 1955, κυριολεκτικά δυο βήµατα από το σύνορο που χώριζε την Ανατολή από τη Δύση, τον «καπιταλισµό» από τον «κοµµουνισµό», είναι προφανές πως η έκθεση κατείχε εξέχουσα θέση στο πολιτιστικό µέτωπο του Ψυχρού Πολέµου, θέτοντας στο επίκεντρο τα περίπλοκα ζητήµατα της καλλιτεχνικής ελευθερίας και τη θέση του πειράµατος στη µαζική κουλτούρα. Εξήντα χρόνια αργότερα, και 25 µετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αυτή η αµφισβητούµενη κληρονοµιά εξακολουθεί να ρίχνει τη βαριά σκιά της σε όλο το εύρος τόσο της πολιτικής κονίστρας όσο και του κοινωνικοπολιτικού τοπίου –το δίχως άλλο σήµερα έχουµε αποµακρυνθεί όσο ποτέ άλλοτε από την περίοδο αναθέρµανσης των σχέσεων κατά τη δεκαετία του ’90– και ορισµένες εκφάνσεις της ψυχροπολεµικής κουλτούρας επέστρεψαν για να στοιχειώσουν την αισθητική φαντασία της σύγχρονης Ευρώπης. Αξιοσηµείωτη ανάµεσα σε αυτές είναι το ανανεωµένο ενδιαφέρον για τη διαγραφή της ανατολικογερµανικής κουλτούρας, και ιστορίας ειδικότερα, της οποίας ο Ulrich Wüst έχει γίνει συµπτωµατικά ένας κατά κάποιον τρόπο χρονικογράφος της.
Πράγµατι, ως φωτογράφος που από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 απαθανατίζει τον κόσµο στον οποίο έχει ζήσει –στο Μαγδεβούργο, όπου γεννήθηκε το 1949· στο εξοχικό Ούκερµαρκ και στις µικρές πόλεις της ανατολικής πλευράς· στο Βερολίνο, στο ανατολικό, στο δυτικό και στο ενωµένο– ο Wüst ανέπτυξε µια µατιά που είναι ιδιαίτερα εξοικειωµένη µε την αίσθηση της απώλειας. Οι ατµοσφαιρικές ασπρόµαυρες εικόνες του των εγκαταλειµµένων ανατολικογερµανικών αστικών τοπίων επί εποχής Μπρέζνιεφ προοιωνίζονται το αναπόφευκτο τέλος της Deutsche Demokratische Republik, της Λαοκρατικής Δηµοκρατίας της Γερµανίας. (Είναι αρκούντως δηλωτικό το γεγονός ότι, κατά την απεικόνιση αυτής της δηµοκρατίας εξιδανικευµένων αγροτών και εργατών, ο Wüst προτίµησε να αποφύγει εντελώς την άµεση ανθρώπινη παρουσία: το sozialistischer Staat der Arbeiter und Bauern, δηλαδή το σοσιαλιστικό κράτος εργατών και αγροτών, δεν περιέχει συµβολικά τους εργάτες και τους αγρότες του.) Φωτογραφίες του Μαγδεβούργου στην υποτιθέµενη µεταβατική δεκαετία του ’90 αποκαλύπτουν την κοσµητική φύση που είχαν πολλές από τις αλλαγές που προέκυψαν στην Ανατολική Γερµανία µετά το 1989, ενώ οι πιο πρόσφατες εξερευνήσεις του Wüst για την ανατολικογερµανική ιστορία, τις οποίες τώρα βλέπουµε υπό τη µορφή βιβλίων-ακορντεόν, εστιάζουν σε σπαράγµατα, σε θραύσµατα και ίχνη, φανερώνοντας την ευαισθησία ενός αρχαιολόγου για τη βουβή µαρτυρία των πραγµάτων. Σε ορισµένες από τις πιο γνωστές εικόνες του φωτογράφου από αυτή την πρώιµη περίοδο παρατηρείται µια εσκεµµένη αποστασιοποίηση από το µελαγχολικό φορτίο, όπως σε αυτή που απαθανατίζει µια γυναίκα µε την πλάτη της γυρισµένη στον θεατή καθώς είναι καθισµένη δίπλα σε ένα αυτοκίνητο µάρκας Trabant και ατενίζει το κατατονικό γκρίζο της Βαλτικής θάλασσας µέσα στη νωθρότητα µιας µέρας προχωρηµένου (ίσως του τελευταίου;) θέρους. Πρόκειται για τη µαρτυρία ενός αυτόπτη µάρτυρα για µια πάλαι ποτέ αίσθηση του κενού, του οποίου οι µεταγενέστερες σκέψεις εξακολουθούν να ρυπαίνουν το τοπίο που άφησε πίσω του.
Dieter Roelstraete