Πρώτα, φανταστείτε ένα θέατρο χωρίς ηθοποιούς. Τώρα αφαιρέστε τη σκηνή. Έπειτα βγάλτε τους τοίχους και τα καθίσµατα. Τι αποµένει; Οι θεατές – ένα κοινό αντιµέτωπο, όπως µπροστά σε καθρέφτη, µε τον εαυτό του, το οποίο δεν µπορεί πλέον να δραπετεύσει απλώς καταναλώνοντας το έργο που παίζεται· ένα κοινό του οποίου η σχέση µε το θέατρο δεν µπορεί πλέον να είναι τίποτε άλλο παρά µια πράξη κανιβαλισµού, η κατανάλωση της ίδιας της δραµατικής συνθήκης του.
Ο καλλιτέχνης του θεάτρου Roger Bernat, που γεννήθηκε το 1968 και ζει στη Βαρκελώνη, δηµιούργησε το 2008 το Domini Pύblic (Δηµόσιος χώρος), µια παράσταση στην οποία παρέχονται στους παρευρισκοµένους ακουστικά από τα οποία λαµβάνουν οδηγίες ώστε να «παίξουν» ανάµεσα στους περαστικούς που διασχίζουν µια πλατεία. Το έργο, αντί να αφορά µια µυθοπλασία για συγκεκριµένη οµάδα ηθοποιών, που ξεχωρίζουν από µας τους υπόλοιπους, αποµονώνει τους συµµετέχοντες και τους φέρνει αντιµέτωπους µε την ευθύνη να υποδυθούν, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζει ένα εφήµερο κοινωνικό αρχιτεκτόνηµα. Στο Nύmax-Fagor-Plus (2014) o Βernat σκηνοθετεί µια αναπαράσταση των εργατικών συνελεύσεων στα ισπανικά εργοστάσια Nύmax και Fagor το 1979 και το 2013 αντίστοιχα, χρησιµοποιώντας διακηρύξεις από την πρώτη αγωνιστική κινητοποίηση ως θεατρικά πρωτόκολλα για τους εργαζοµένους που έχασαν τη δουλειά τους στη δεύτερη περίπτωση. Ίσως η πιο φιλόδοξη πρότασή του, τόσο ως προς τη γενεαλογική σηµασία της όσο και ως προς την κλίµακά της, υπήρξε το Desplazamiento del Palacio de la Moneda (Mετατόπιση του προεδρικού µεγάρου Λα Μονέδα, 2014), στο οποίο κοινωνικές οργανώσεις και οµάδες από τις γειτονιές του Σαντιάγο µετέφεραν µια µικρή µακέτα του Λα Μονέδα –το έµβληµα της δηµοκρατικής προοπτικής της Χιλής, το οποίο υπέστη ζηµιές κατά τη διάρκεια του πραξικοπήµατος του 1973– στις περιοχές της πόλης µε το χαµηλότερο κατά κεφαλήν εισόδηµα. Η κινητή σκηνή που τη συνόδευε έδινε στους εκάστοτε παρισταµένους-συµµετέχοντες την ευκαιρία να εκφράζουν απροκατάληπτα τις ανησυχίες τους, µετατρέποντάς τους σε ηθοποιούς ενός άγραφου σεναρίου. Εδώ το θέατρο έχει επεκταθεί για να αποτελέσει έναν ισχυρό µηχανισµό στη διάθεση ενός θεατρικού κοινού που προορίζεται να παίξει (ή να αποτύχει να παίξει) έναν ιστορικό ρόλο.
Το έργο του Bernat προκαλεί µια διάλυση της δραµατικής τέχνης, ωστόσο αυτή η διάλυση συνιστά και µια γενίκευση του θεατρικού µηχανισµού. Δεν υπάρχει θεατρική αίθουσα, γιατί το θέατρο είναι παντού. Αυτή η γενικευµένη µορφή καθίσταται ένα κριτικό εργαλείο στο παράδοξο σταυροδρόµι της κρίσης της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, καθώς νέοι τρόποι ανταλλαγής και παραγωγής γνώσης, οι οποίοι καλλιεργούνται από οριζόντιες τεχνολογίες που εξαλείφουν τις θέσεις του ποµπού και του δέκτη, ανταγωνίζονται µε την επανάκαµψη φασιστικών φαντασιώσεων αδιαµεσολάβητης πρόσβασης στην κοινοτική αλήθεια. Όπως δηλώνει ο Bernat, «η δηµοκρατία δεν αποτελεί απλώς µια µορφή διακυβέρνησης, αλλά και έναν τρόπο αναπαράστασης της πραγµατικότητας». Το συµµετοχικό θέατρο αναλαµβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το σενάριο και «αναλαµβάνει την ευθύνη ανάπτυξης µιας κριτικής των µηχανισµών –της οθόνης, της πλατφόρµας, των δικτύων– που κινούν τα νήµατα σήµερα.
Paul B. Preciado