Το Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων στο Πάρκο Ελευθερίας καθώς και το Μουσείο Αντιδικτατορικής και Δημοκρατικής Αντίστασης ανήκουν σε ένα σύμπλεγμα στρατώνων του 19ου αιώνα. H πρόσφατη ιστορία αυτής της τοποθεσίας είναι συνυφασμένη με κατασταλτικά κυβερνητικά μέτρα, μεταξύ των οποίων η λογοκρισία, η δίωξη και τα βασανιστήρια των αντιφρονούντων. Στη διάρκεια της χούντας του 1967-1974 στην Ελλάδα, που ενίοτε αποκαλείται «Καθεστώς των Συνταγματαρχών», το κτίριο όπου φιλοξενείται αυτό το διάστημα η documenta 14 στο Πάρκο Ελευθερίας στέγαζε το αρχηγείο της στρατονομίας. Το κτίριο που βρίσκεται ακριβώς από πίσω, και σήμερα είναι στέγη του Μουσείου Αντιδικτατορικής και Δημοκρατικής Αντίστασης, ήταν τόπος κρατητηρίων και βασανιστηρίων. Κι ενώ και τα δύο κτίρια εξακολουθούν να ανήκουν στο Υπουργείo Εθνικής Άμυνας, ωστόσο υπήρξαν αντικείμενο ποικίλων μορφών πολιτικής επανένταξης εντός του κοινωνικοπολιτικού τοπίου της πόλης των Αθηνών. Αντιπροσωπεύουν δύο διακριτές προσεγγίσεις στην ιστορία και στη μνήμη, καθώς και διακριτές τάσεις ως προς την αντιμετώπιση των δημόσιων πολιτισμικών βιομηχανιών στις συνθήκες του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού.
Το Μουσείο Αντιδικτατορικής και Δημοκρατικής Αντίστασης λειτουργεί από τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών. Μολονότι το κτίριο έχει μερικώς ανοικοδομηθεί, οι εσωτερικοί του χώροι διατηρήθηκαν όπως ήταν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Το Μουσείο, ελλείψει πόρων και καθώς διοικείται βάσει μιας μη κερδοσκοπικής λογικής από ανθρώπους που είχαν πολεμήσει την εποχή εκείνη, παρουσιάζει τους τοίχους του, τις πόρτες και τους περίφρακτους χώρους του ως «τεκμήρια», παράλληλα με ένα σύνολο προσωπικών αρχείων που αποτελούνται από φωτογραφίες, φωτοτυπίες, ημερολόγια και χάρτες. Στον εσωτερικό χώρο του Μουσείου το κοινό μπορεί να παρακολουθήσει για λίγες ώρες κάθε μέρα τα μέλη του Συνδέσμου να αναπαριστούν το ιστορικό της χούντας, εξιστορώντας τα βιώματά τους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Αντιστρόφως, το κτίριο που δόθηκε στην documenta 14, μετατράπηκε τη δεκαετία του 1980 σε έναν παραδοσιακό «λευκό κύβο», έτσι ώστε να μπορεί να αξιοποιείται ως χώρος σύγχρονης τέχνης και δημόσια γκαλερί. Το εσωτερικό του επενδύθηκε με λευκές γυψοσανίδες, που χρησιμεύουν ως ουδέτερες επιφάνειες στήριξης εκθεμάτων. Η αποσύνδεση των δύο κτιρίων και η επένδυση των τοίχων της πινακοθήκης λειτούργησε ως «αποϊστορικοποίηση» της τοποθεσίας, διαμορφώνοντας συνθήκες θεσμικής αμνησίας. Η Aleida Assmann διατείνεται ότι η πολιτική βία και ο τρόμος δεν ανακαλούνται εύκολα. Αντιθέτως, το τραύμα καθίσταται αντικείμενο συλλογικών στρατηγικών λήθης και επανάληψης. Όπως συμβαίνει και με τη μεταδικτατορική Αργεντινή, Χιλή, Πορτογαλία και Ισπανία, έτσι και η Ελλάδα ακόμη προσπαθεί να κατανοήσει αυτή τη βία.
Ο Έλληνας αρχιτέκτονας Ανδρέας Αγγελιδάκης προσκλήθηκε από την documenta 14 να μεταμορφώσει το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων σε έναν χώρο Βουλής των Σωμάτων (ονομασία που δόθηκε για το δημόσιο πρόγραμμα της documenta 14) και αργότερα σε εκθεσιακό χώρο. Ο Αγγελιδάκης πρότεινε μια άσκηση «διερευνητικής αποκατάστασης». Στην προσπάθειά του να διακόψει την ιστορία ως επανάληψη, σύμφωνα με τους όρους του Walter Benjamin, ο Αγγελιδάκης προέβη σε μια σειρά μικρών αλλά σημαντικών τομών. Αρχικά, αφαιρέθηκαν τμήματα από τις γυψοσανίδες φανερώνοντας τους πέτρινους τοίχους ώστε να αναδειχθεί το υλικό της ιστορίας του κτίσματος. Δεύτερον, δημιουργήθηκε μια απευθείας σύνδεση με το μουσείο που βρίσκεται από πίσω, με το άνοιγμα μιας πόρτας στο πίσω μέρος του κτιρίου που οδηγεί στην μπροστινή πλευρά του Μουσείου Αντιδικτατορικής και Δημοκρατικής Αντίστασης. Τρίτον, ο Αγγελιδάκης κάλυψε τα παράθυρα με μαύρες κουρτίνες, σαν χήρες που πενθούν, σαν σάβανα, ανάμεσα στα κτίρια. Τέλος, σχεδίασε τον «Δήμο», μια εύπλαστη, ελαφριά κατασκευή από 68 μπλοκ σαν «ερείπια» από τσιμέντο, που συναρμολογούνται και αποσυναρμολογούνται με ποικίλους τρόπους, αναδιοργανώνοντας την εσωτερική δομή του χώρου, που από τον Σεπτέμβριο του 2016 έως τον Απρίλιο του 2017 αποτελεί τον χώρο όπου πραγματοποιείται η Βουλή των Σωμάτων. Στο διάστημα αυτών των μηνών ζητήθηκε από καλλιτέχνες, περφόρμερ, ακτιβιστές και κριτικά σκεπτόμενα άτομα να βρουν τρόπους διερεύνησης της δημόσιας χρήσης του κτιρίου, αναδιοργανώνοντας τα εύπλαστα «ερείπια», με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν διαφορετικές πλατφόρμες διατύπωσης, λόγου, παρουσίασης ή δράσης.