Δύο φαινοµενικά ασύνδετα γεγονότα που συνέβησαν πριν από 100 χρόνια, το πρώτο στο Γκέρλιτς της Γερµανίας και το δεύτερο στην Αθήνα, αποτέλεσαν πηγή έµπνευσης για την πρόσφατη δουλειά του Ζάφου Ξαγοράρη.
Το 1916, εν µέσω Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου, ο γερµανικός στρατός αιχµαλώτισε 7.000 Έλληνες στρατιώτες και τους µετέφερε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκέρλιτς. Εφόσον η Ελλάδα ήταν ακόµα ουδέτερη, οι στρατιώτες βρέθηκαν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αιχµαλώτου-φιλοξενούµενου. Τα τρία χρόνια που παρέµειναν αιχµάλωτοι εξέδιδαν τη δική τους εφηµερίδα, εργάζονταν σε εργοστάσια της περιοχής και παρακολουθούσαν µαθήµατα και διαλέξεις από καθηγητές γερµανικών πανεπιστηµίων. Παράλληλα, αποτέλεσαν οι ίδιοι αντικείµενο µελέτης επιστηµόνων, οι οποίοι κατέγραφαν τα πάντα: τις ελληνικές τοπικές διαλέκτους, τις παραδόσεις, τη µουσική (εκεί έγινε µια από τις πρώτες ηχογραφήσεις ρεµπέτικου τραγουδιού). Το Γκέρλιτς έγινε ένα είδος εργαστηρίου όπου λάµβανε χώρα µια αµφίδροµη διαδικασία µάθησης – µια διαδικασία παράλληλης χειραφέτησης και ελέγχου.
Εντωµεταξύ, το 1916 λειτούργησε πειραµατικά στην Αθήνα το πρώτο υπαίθριο σχολείο για προφυµατικά παιδιά. Aκολουθώντας τις νέες εκπαιδευτικές αντιλήψεις της εποχής, αλλά και αυστηρούς κανόνες υγιεινής, καλλιεργούσε ταυτόχρονα ένα πνεύµα ελευθερίας και αυστηρής πειθαρχίας. Τα υπαίθρια σχολεία κάλυπταν έκτακτες εκπαιδευτικές ανάγκες στην ταραγµένη ιστορικά περίοδο του πρώτου µισού του 20ού αιώνα, λειτουργούσαν ως παιδαγωγικά εργαστήρια εφαρµογής νεωτερικών ιδεών της κριτικής παιδαγωγικής του µοντερνισµού και έγιναν πόλοι ενδιαφέροντος και µελέτης σηµαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων, µεταξύ των οποίων ο Νικόλαος Μητσάκης, οι οποίοι δηµιούργησαν έργα µεγάλης επιρροής κατά τη δεκαετία του 1930.
Με αφορµή τέτοιου είδους ιστορικές λεπτοµέρειες, ο Ζάφος Ξαγοράρης (που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963) εξετάζει τις αµφισηµίες των σχέσεων της ελευθερίας και του εγκλεισµού, της µάθησης και της πειθαρχίας, της χειραφέτησης και του ελέγχου, όπως τις πραγµατεύτηκε ο µοντερνισµός. Η δουλειά του ξεδιπλώνεται στον χρόνο µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους, επαναλαµβανόµενα ή σπονδυλωτά, παίρνοντας για παράδειγµα τη µορφή ηχητικής εγκατάστασης ή συµµετοχικής δηµόσιας διαδικασίας. Τα έργα του διατηρούν µια χαλαρή σχέση µε την έρευνα που τα γεννά: χρησιµοποιεί ως σηµεία αναφοράς αφαιρετικά µεταφρασµένες εκδοχές στοιχείων που ανακαλύπτει, εικόνες και ήχους που εντάσσουν ένα γεγονός ή µια ιστορία στο παρόν, σαν να εµφυσά ζωή σε ένα φάντασµα. Στο «κατώφλι», όπως ο ίδιος ονοµάζει το σηµείο εισόδου-εξόδου ενός πλαισίου ή µιας έννοιας, οι αµφισηµίες αλλάζουν τις κυρίαρχες δοµές και αντιλήψεις και βοηθούν στον προσδιορισµό και στην κατάργηση των ορίων – είτε των κυριολεκτικών είτε αυτών που επιβάλλονται από την εξουσία. Με τις κινήσεις αυτές ο Ξαγοράρης επιχειρεί να πυροδοτήσει µικρές αλλαγές στην πρόσληψη των θεσµών και ίσως, τελικά, της ίδιας της ιστορίας.
Κατερίνα Τσέλου